η ποίηση είναι αλητεία και δεν καταχωρείται/ Μήτε πουλιέται/ Παρά μόνο σε μικρά βιβλιαράκια τσέπης/ Να ταξιδεύει πρέπει το ποίημα/ Ξεγελώντας τον έλεγχο των τελωνειακών/ Στη μέσα τσέπη ενός μπουφάν/ Σε μια χειροβομβίδα να τυπώνεται το ποίημα/ Με την περόνη στα αχαμνά των ποιητών/ Να τρομοκρατούν το σύμπαν της φενάκης
(Παναγιώτης Αρβανίτης, «Μια στάλα κατράμι σ’ ένα βαρέλι μέλι»)
Καταρχήν χρειάζονταν περισσότερα βεγγαλικά. Όπως το ’κανε ο Σαββόπουλος το ’83 στο Ολυμπιακό στάδιο. Ήμασταν με το γιο μου, 3 χρονών κι ενός μήνα, σήμερα κοντεύει τα 32 κι ’ναι από τον Δεκέμβρη απλήρωτος. Και το χειρότερο, ότι δεν είναι ο μόνος. Από τότε γνωρίσαμε τόσες εκλογικές αναμετρήσεις όσες είχαμε στερηθεί τα χρόνια της χούντας. Και κάθε φορά αναρωτιόμαστε «Πώς να χωρέσει ο νους μας τόσο τίποτα;», καταπώς το λέει ο φίλος μου Σωτήρης Σαράκης. Κι έτσι το ρίξαμε στην ποίηση «μοχθώντας ολοζωής το αχώνευτο λιγάκι να ξορκίσουμε».
Επίσης χρειαζόταν κι ένα αερόστατο για να ομορφύνει λίγο την ασχήμια της εγκαταλειμμένης πόλης (Όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα), που δυστυχώς ακόμα ζει τους στίχους του Σαββόπουλου: Παράγκα του χειμώνα./ Κι εσύ μιλάς σαν πτώμα./ Ο λαός στα πεζοδρόμια/ κουλούρια ζητάει και λαχεία./ Κοπάδια στα υπουργεία/ αιτήσεις για τη Γερμανία./ Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες,/ εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες./ Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί/ την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί.
Μετά τη συγκέντρωση σκορπιστήκαμε στα μπαρ των Εξαρχείων. Δεν ταράξαμε τον ύπνο δεκάδων που κοιμούνται σκόρπιοι στα πεζοδρόμια. Ένα ατέλειωτο στρατόπεδο συγκέντρωσης, μια Αμυγδαλέζα, η πόλη. Τι τα θέλουν τα συρματοπλέγματα, αφού δεμένους μας έχουν. Και φροντίζουμε πώς θα δεθούμε μονάχοι. «Σ’ αυτή τη χώρα μάγκα μου, δεν σ’ αφήνουν ούτε να αυτοκτονήσεις!», έλεγε ο Βασίλης φρουρούμενος στο ΑΧΕΠΑ. «Ντε και καλά πρέπει να σε σκοτώσουν!», κλείνω το μυθιστόρημα του Χρήστου Χαρτοματσίδη: Είναι κάπου αλλού η γιορτή, που θα παρουσιάσουμε την άλλη Παρασκευή στην Πρωτοπορία της Θεσσαλονίκης στις 7 το απόγευμα.
Αναρωτιέμαι και για τον Δημήτρη Τσουκαλά στην τρίτη θέση του Επικρατείας. Προφανώς επειδή είναι ο μόνος των διορισμένων –τα ψηφοδέλτια της ΠΑΣΚΕ είχαν πάντα σειρά προτεραιότητας στην κάλπη της ΟΤΟΕ, που παρότι ιδρυτικό μέλος του κινήματος, δεν τον έβγαζε βουλευτή ο Πρωτόππαπας. Κι αποφασίσαμε να τον βγάλουμε εμείς. Ίσως είναι μεγάλη η συμβολή του στους κοινωνικούς αγώνες, και μου διαφεύγει. Ή στενή η σχέση του με τον Αλέξη Μητρόπουλο. Προσωπικά θα προτιμούσα τη χυμώδη Βάνα Μπάρμπα, που ασχολείται οικογενειακώς και με τις καλλιέργειες.
Αλλά και το δράμα του Φώτη Κουβέλη που ’στησε ένα κόμμα για να τσοντάρει στο Πασόκ και τώρα που το Πασόκ κατακρημνίζεται δεν έχει ποιον να στηρίξει; Είναι κωμικοτραγικό να ξεμένεις στον άσσο. Κι όλη η φασαρία να γίνεται για τον ΠΑΝ ΠΑΝ, τον Μαλέλη και το Μπίστη!
Την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές πίνοντας αρειμανίως τον βαρύ γλυκύ σας, ασφαλώς θα έχετε φορέσει την ρεπούμπλικα, τα δερμάτινα γάντια, θα ’χετε περιποιηθεί τον μύστακα και μετά της συμβίας, των διδύμων με τα ναυτικά, της μικρής με το δαντελλωτό γιακαδάκι, μετά το πέρας της λειτουργίας θα σταθμεύσατε στο κεντρικό φωτογραφείον της πόλεως για να απαθανατιστείτε ως οικογένεια ευπρεπής, χαρίεσσα, ευπροσήγορος και χαριτόβρυτος, «τρόπον τινά», τη σημαδιακή ημερομηνία των εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946. Το βάρος επιλογής φέρει αποκλειστικώς εις τους ώμους του ο ανήρ, (οι γυναίκες δεν ψήφιζαν βεβαίως βεβαίως) που μετά την αποχή των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, έχει να επιλέξει μεταξύ της Ηνωμένης Παράταξις Εθνικοφρόνων, της Εθνικής Πολιτικής Ενώσεως, και του Κόμματος “Χ” (Χιτών) Εθνικής Αντιστάσεως. (Ανέκαθεν στην Ελλάδα άλλοι πολέμαγαν κι άλλοι αντιστέκοντο). Για το ΚΚΕ προείχε και τότε η σοσιαλιστική ολοκλήρωση. Ήλπιζαν μήπως επιτάχυνε τις εξελίξεις ο κόλαφος σε βάρος του λαού. Μόνο που τη δύναμη στην πολιτική ζωή διεκδικεί/ διαμορφώνει/ καταστρατηγεί όποιος διαθέτει πέρα από τα μέσα παραγωγής, την εξουσία. (Ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει παραγωγή, και υπάρχει μονάχα εξουσία). 65 χρόνια μετά το ΚΚΕ υποπίπτει στο ίδιο αμάρτημα. Όχι έναντι θεού –ποιος νοιάζεται για τ’ ανύπαρκτα, αλλά απέναντι στους ανθρώπους που «δε θα προδώσει για λίγα υπουργεία». Θα αφήσει απλώς τους προδότες να τα διαχειρίζονται εις βάρος του.
Τα όνειρά σου μη τα λες γιατί μια μέρα κρύα μπορεί και οι φροϊδιστές να ’ρθουν στην εξουσία, μελοποιούσε τις απόκρυφες ελπίδες μας ο Σαββόπουλος. Αν ζούσε η μάνα μου χτες θα γιόρταζε, ενώ σαν σήμερα πριν 17 χρόνια πέθανε ο πατέρας μου. Αρκετά μετά κι η Ρουμπίνη. Πολλοί οι χαμένοι ψήφοι στον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως γι’ αυτό τους είδα μαζεμένους στον ύπνο μου σε μια προβολή στο χωρόχρονο όπου αναστημένοι θα ζούσαν το προαποφασισμένο τέλος τους. Ετοιμαζόμασταν, νεκροί και ζωντανοί, να υποδεχτούμε με χαρές τη Ρουμπίνη που ’φτανε ασθμαίνουσα από μακριά. Αποφασισμένοι να ομορφύνουμε τις τελευταίες στιγμές της. Αφού καλόφαγε ως συνήθως, κι ενώ πλησίαζε το τέλος της, με μιας πετάχτηκε ζητώντας μου το ψηφοδέλτιο. Να το δούμε ως φόβο νοθείας, ή ως ελπίδα στήριξης;
Ποιοι θα πεθάνουν σήμερα και ποιος επιτέλους θ’ αναστηθεί;
«Καλή αντάμωση, παιδιά, στο Μεσολόγγι». Φίλε θεατή, Έξοδος…
Κώστας Κρεμμύδας