Αν η ζωή σε κάποιο δρόμο της φαίνεται τελικά σαν θαμνολίβαδο, όπου τα όνειρα, οι ελπίδες, οι προσδοκίες παραμένουν στο χαμηλό ύψος ενός θάμνου, όταν όλα ήθελαν και όλα έδειχναν πως θα έπρεπε να ανυψωθούν σαν δέντρο…
Αν η συνείδηση, η σκέψη, το συναίσθημα, η γλώσσα, συμπλέκονται σε ένα αυτοφυές και αυθόρμητο, εκ βάθους ζωής και καρδίας αποτύπωμα…
Αν μία γυναίκα, έχει συλλέξει στη διαδρομή του βίου συναίσθημα έντονο, πάθος ψυχοφθόρο, εμπειρική σοφία, αναστοχαστική επιμονή, τότε προκύπτει κάποια στιγμή μία ποιητική συλλογή, ένα πρώτο σκαλί, το οποίο καλείται μετά να οικοδομήσει και την ανάλογη σκάλα…
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Όλγας Οικονομίδου με τον τίτλο Θαμνολίβαδα, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2023, αποτελεί μια χαρτογράφηση του εσωτερικού τοπίου μιας νέας φωνής στον χώρο της σύγχρονης ποίησης. Μέσα από τις σελίδες της, η ποιήτρια καταθέτει με έντονη ειλικρίνεια τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τους ρεμβασμούς της, πλέκοντας ένα δίκτυο συναισθηματικών και πνευματικών ερεθισμάτων που αποκαλύπτουν την ψυχή της.
Η πρώτη αυτή ποιητική διαδρομή είναι εν πολλοίς αυτοαναφορική. Εκκινεί δηλαδή από την ίδια, τα βιώματα, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα, τους στοχασμούς. Η ποιήτρια τοποθετείται απέναντι στην ψυχοσύνθεσή της και απέναντι στον κόσμο, στον περιβάλλοντα χωροχρόνο. Μια ποιητική ενδοσκόπηση; Μια εξομολογητική γραφίδα; Ένας αναστοχασμός ως παρωθητικός παράγοντας για γνώση, επίγνωση και περαιτέρω ανάγνωση της ζωής;
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από τα ποιήματα της Όλγας στο σύνολό τους, είναι αυτή ενός εσωτερικού προβληματισμού που μετατρέπεται σε στιχούργημα ακριβώς για να μπορέσει να αποκτήσει μια πιο μαλακή υφή, να αποβάλει την αιχμηρότητα μέσα σε έναν εξίσου αιχμηρό βίο.
Η ποιήτρια είναι η γυναίκα, είναι η μάνα, είναι η κόρη, είναι η Κύπρια, είναι εν τέλει η ποιήτρια, καθώς σαν πεταλούδα, όπως αναφέρει στο ποίημα της σελίδας 10, θα πάρει την κλίση της βροχής και θα πετάξει στα χιονισμένα δάση.
Και ως ποιήτρια, ασχολείται ή παίζει, αν θέλετε συνεχώς με τις λέξεις. Σε παιχνίδι λεκτικό και …επιλεκτικό. Αλλά και ιαματικό, καθώς η δύναμη της δημιουργίας αντισταθμίζει τις τυχόν απώλειες του βίου. Ενδεικτικά δύο διαδοχικά ποιήματα στις σελίδες 22 και 23. Στο ποίημα «Κρεμάστρες» γράφει: Οι λέξεις παραμένουν στις κρεμάστρες/ σαν καλοσιδερωμένα πουκάμισα/ έτοιμα να φορεθούν τις Κυριακές. Και στο ποίημα «Λέξεις» γράφει παραστατικά: Σε χαρτί λευκό και πρόχειρο/συχνά δεκάδες λέξεις αραδιάζω/ Μικρές μεγάλες/ απλές ή λιγότερο συνήθεις/ Ωδή στο αναπάντεχο/ Νυν και αεί ονειρεύομαι και θεραπεύομαι.
Συμπληρωματικά και στο ποίημα «Σκέψεις», σελ. 41, με την ίδια αφηγηματική και εικονοπλαστική ποίηση η Όλγα συνδέει τις σκέψεις, ιδιαίτερα αυτές που κυνηγούν επίμονα την ύπαρξή της με το βάρος του ακρωτηριασμού, με τη στιχουργική εν τέλει κατάληξη. Μία βάσανος στοχαστική, αναστοχαστική, η οποία καταλήγει σε «βαρύ περιδέραιο στίχων» κατά την έκφρασή της.
Και ίσως η ποίηση ή ένα ποίημα να είναι αυτό που μπορεί να χειριστεί καλύτερα από τη ζωή, καλύτερα από την οποιαδήποτε σχέση με τους ανθρώπους. Αυτό εισπράττω στο ποίημα «Πόθος»: Θα θελα να ’σαι/ ένα ποίημά μου.// Στους στίχους σου/ να κρεμάω τους φόβους μου/ και στα αποσιωπητικά σου/ ν’ αφήνω τις ελπίδες μου.
Την Όλγα την πρόσεξα για πρώτη φορά, ως ποιήτρια, όταν απάγγειλε σε μια εκδήλωση ένα ποίημα για την Αμμόχωστο. Είναι γνωστή η σύνδεσή μου, ψυχική και συναισθηματική με την γενέθλια πόλη. Μου έκανε εντύπωση το συναίσθημα που έβαλε στο ποίημά της, παρόλο που δεν είναι πρόσφυγας από την κατεχόμενη πόλη μου. Ένιωσα τη συλλογικότητα της έμπνευσης, όταν η εισβολή γίνεται πίκρα που κατακάθεται σαν απειλητικό σύννεφο πάνω από όλο το νησί.
Ορμώμενη από την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, η Όλγα γράφει στη σελ. 14 της συλλογής για την «Αμμόχωστο Βασιλεύουσα»: Νόστος./ Μνήμη που δεν σωπαίνει./ Μνήμη που επιμένει/ όπως το κύμα που κατατρώει τον βράχο.
Η ποίηση της Όλγας είναι εν πολλοίς εικονοπλαστική. Σε μεταφέρει στην ενέργειά της. Σου δίνει την εντύπωση, μέσα από σωρεία ρημάτων, ενεργητικής κυρίως φωνής, ότι περιγράφει σε έναν αόρατο «Άλλον» τι κάνει, τι βλέπει, πώς αισθάνεται. Ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα, έτσι όπως εμφανίζονται στη σειρά των ποιημάτων:
Λίγο πριν ξημερώσει, βγαίνω στους δρόμους να περπατήσω
Αγαπώ τους ανέμους, τους αφουγκράζομαι
Τη ζωή μου θα μπορούσα να την κλείσω σ’ ένα βαζάκι μαρμελάδας. Να το ανοίγω κάθε τόσο και να τη γεύομαι.
Η λήθη επιλέγει την καρδιά. Επιλέγω τη λήθη για να σε συγχωρέσω.
Δικλίζω εις το βούττημαν του ήλιου να σε έβρω (Σημειώνουμε εδώ τη χρήση της τοπικής διαλέκτου) Και αλλού: Θαρκούμαι πως αμπλέπω σε μάνα μου αγαπημένη
Κάθε φορά που φεύγεις/ κοντοζυγώνω τις δύο υπόλευκες καρέκλες [ ] Στο τραπεζάκι/ κι αυτό λευκό/ αφήνω τελειωμένους τους καφέδες. («Απόγευμα Κυριακής»)
Kι αφού λοιπόν/ δεν μπορώ να σε συναντήσω/ ετοιμάζω το πιστό σου αντίγραφο («Αντίγραφο»).
Επίμονα τροχίζω το παλιό ψαλίδι
Παίρνω το μι για τις μνήμες μου/ Το άλφα για τα άστοχα λόγια μου («Γραμματοθήκη»). (Σημειώνω τη χρήση των γραμμάτων της αλφαβήτας).
Πέρα όμως από την πρωτοπρόσωπη ποίηση, θα δούμε την ποιήτρια σε κάποια ποιήματα να απομακρύνεται από την πρώτη ενέργεια. Είναι σαν να βγάζει τον εαυτό της από το προσωπικό βίωμα, τη σκέψη και το συναίσθημα και τον κοιτάζει από μία απόσταση αν όχι ασφαλείας, τουλάχιστον μεγαλύτερης ευκρίνειας. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Πηνελόπη», σελ. 45: Της κλέψανε τα όνειρα/ όσους πολύ αγάπησε/ τον χρόνο και τον χώρο της/ Γίνεται έτσι κάθε βράδυ Πηνελόπη/ υφαίνοντας τον νέο Οδυσσέα/ μακρύ σεντόνι/ το τυλίγεται τα βράδια/ χωρίς των μνηστήρων την ενοχλητική επίσκεψη.
Την ίδια αποστασιοποίηση, επιστρέφοντας σε εποχές αθωότητας και τρυφερής άγνοιας, επιχειρεί στο ποίημα «Αναζήτηση», σελ. 37: Λίγο μετά τα μεσάνυχτα/ το κοριτσάκι ξυπνάει ανήσυχο./ Μέσα στο μισοσκόταδο/ ψάχνει τα περασμένα του χρόνια/ τους περασμένους ανθρώπους/ τις περασμένες μέρες που ξέχασε/ να χαμογελάσει στο φως.// Ξυπνάω κι εγώ./ Βάζω το κοριτσάκι για ύπνο/ με νανουρίσματα και χάδια/ το κοιμίζω./ «―Τι το ψάχνεις», του λέω./ «Θα είσαι πάντα ένα παιδί/ σε γερασμένο σώμα.»
Το πιο ενδεικτικό όμως ποίημα της συλλογής, το οποίο αποτυπώνει περισσότερο την ανάγκη της ποιήτριας να μεταθέσει κατά μία έννοια τυχόν ανασφάλειες και φοβίες, εκβάλοντάς τες σε μια άλλη διαδρομή, η οποία την απενεχοποιεί εν μέρει από αυτές, είναι το ποίημα της σελίδας 54, «Στην αγκαλιά του πάντα»: Μια γυναίκα περπατά στη γραμμή της άποψης/ –συμφωνεί, διαφωνεί, δεν γνωρίζει–/ ποζάρει δίχως μακιγιάζ στην αγκαλιά του πάντα/ «δεν θα ποτίσω τη ματαιοδοξία μου με φίλτρα», λέει/ η ρυτίδα στο μεσόφρυδο αυλακιάζει/ «το πόδι της χήνας» μεγαλώνει/ ο χρόνος λιγοστεύει.
Το ποίημα αυτό μου δίνει την αφορμή να μιλήσω και για διακείμενα στην ποιητική συλλογή. Η διακειμενικότητα ορίζει όλο εκείνο το πλέγμα των σχέσεων που αναπτύσσουν ποιήματα/κείμενα μεταξύ τους, είτε είναι του ίδιου ποιητή/συγγραφέα είτε απέχουν μεταξύ τους χωροχρονικά. Είναι εκείνο που ο Genette περιέγραψε ως «οτιδήποτε θέτει σε σχέση, ανοιχτή ή μυστική, το κείμενο με άλλα κείμενα».
Κατά την Kristeva κάθε κείμενο «συγκροτείται ως μωσαϊκό παραθεμάτων, κάθε κείμενο είναι απορρόφηση και μετασχηματισμός ενός άλλου κειμένου και η ποιητική γλώσσα διαβάζεται, τουλάχιστον, ως διπλή
Στην περίπτωση της Όλγας και στην πρώτη αυτή συλλογή της, η διακειμενικότητα προκύπτει αυτοφυής, αν μου επιτρέπεται ο όρος, επηρεαζόμενη και από τον τίτλο της συλλογής. Ως πρώτη ποιητική συλλογή μεταφέρει συνειδητά και ασύνειδα αρχέτυπα, όπως η Πηνελόπη, στίχους ή και τίτλους ποιημάτων τα οποία συνδέονται με γνωστά υφιστάμενα δημιουργήματα.
Έχω αναφέρει τον τίτλο «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα πιο πάνω, τίτλος του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Στην ίδια γραμμή και το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος 1992 μ.Χ.», θυμίζοντας και τον Αλεξανδρινό ποιητή.
Το ποίημα επίσης «Καρτερούμεν» συνειρμικά μας οδηγεί στον Δημήτρη Λιπέρτη, Το ποίημα αυτό δεν αναπτύσσεται εν τέλει σε κυπριακό ιδίωμα. Όλα όμως παραπέμπουν στην Κύπρο και στη σύγχρονη τραγωδία: Το καλοκαίρι εκείνο δεν ξέραμε.// Δεν μπορούσαμε ούτε/ να φανταστούμε πως/ τ’ ανοικτά πουκάμισα/ τα ιδρωμένα μέτωπα/ τα ψάθινα καπέλα/ τα πιτσιρίκια με τα κοντά/ παντελονάκια/ τα ακρογιάλια στην Αμμόχωστο/, τα καράβια της Κερύνειας/ και ο περήφανος Πενταδάχτυλος…// Όλα μας αποχαιρετούσαν.
Στη συλλογή υπάρχουν επίσης στίχοι που παραπέμπουν σε τραγούδια: στη σελίδα 33 «στου βράχου τη σχισμάδα», στη σελίδα 39 «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά»…
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν στον αναγνώστη τα ποιήματα στη συλλογή με αναφορές στη μητέρα της ποιήτριας, την οποία και έχασε πρόσφατα. Η απώλεια έχει δώσει αφορμή για τα ωραιότερα κατ εμένα ποιήματα της συλλογής, γιατί αποπνέουν γνήσιο συναίσθημα και μετατρέπουν το συγκινησιακό φορτίο της ποιήτριας σε συναίσθημα συγκίνησης του αναγνώστη. Ειδικά όταν η απώλεια ανεβαίνει στο άρμα της κυπριακής διαλέκτου, αφού φαίνεται πως η μητρική γλώσσα είναι πεδίο που ανεβάζει τον δυναμισμό αλλά και την τρυφερότητα ταυτόχρονα των στίχων: Αντάν να φκει φως φεγκαρκού/ θαρκούμαι πως αμπλέπω σε/ μάνα μου αγαπημένη./ Μα λίον λίον χάνεσαι/ Φέφκεις/ ανακατώνεσαι μες στη θολούρα. («Αγγάλιασμα»)
Ο θάνατος της μάνας πιο έντονος στο ποίημα «Γραμματοθήκη»: Μάνα,/ θα δανειστώ απόψε τα γράμματά σου. [ ] Μόνο που ο θάνατος δεν περιμένει ούτε και από αλφάβητο γνωρίζει…
Το αποκορύφωμα της μετάπλασης ενός τόσο θλιβερού, ανατρεπτικού βιώματος στο ποίημα «Μνημόσυνο» για το οποίο υπάρχει άλλωστε και ειδική αφιέρωση στη μητέρα Στέλλα. Επειδή τα μνημόσυνα ανακαλούν και οι φωνές τους μπορεί να είναι πιο οξείες από αυτές που τις γέννησαν. Γράφει η Όλγα με αφοπλιστική ειλικρίνεια: Έριχνα στο νερό την αγάπη και τη συγγνώμη μου/ και πότιζα τον κήπο σου με δάκρυα. Στίχος που αποκρυπτογραφεί μια ολόκληρη διαδρομή της μοναδικής σχέσης της ποιήτριας με τη μητέρα της. Στίχος που έχει ανάγκη να διατυπώσει η ποιήτρια για να ελαφρύνει το παρελθόν, να διευρύνει το μέλλον.
Η ποίηση μπορεί να είναι εν τέλει απελευθερωτική, επαναστατική. Πορεία διαμαρτυρίας η ποίηση, όπως αναφέρει στο ποίημα «Διαμαρτυρία», σελ. 25. Είναι όμως και μια απέκδυση όσων μπορεί να περιορίζουν τον άνθρωπο, τη γυναίκα σε φόρμες του καιρού και διαχρονικά στερεότυπα. Ενδεικτικό το ποίημα της σελίδας 47 «Στάση εργασίας»: Τούτη την Κυριακή/ αποτάσσομαι των καθηκόντων μου:/ κανένα ψητό στον φούρνο/ κανένα άπλωμα μπουγάδας…
Σε αυτό το ποιητικό ψηφιδωτό της εσωστρέφειας κυρίως, της στοχαστικής και αναστοχαστικής φωνής, φαίνονται κάπως ξένα ίσως στη συλλογή τα δέκα χαϊκού που κατά τον τίτλο κάνουν παρέα. Ως χαϊκού, ως είδος δηλαδή, αποτελούν ένα άλλο μέρος της συλλογής. Ως περιεχόμενο, αγγίζουν περισσότερο μια πιο φυσιολατρική ηχώ των βημάτων της ποιήτριας, καθώς αναμειγνύουν το φυσικό στοιχείο με τη διαδρομή της Όλγας, ανθρώπινη και ποιητική. Ενδεικτικά: Η αγκαλιά σου, παιδί μου λευκά κρίνα, ανοιξιάτικα. Και ίσως θα μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς και ως μία σύνοψη της συλλογή. Αν πάρουμε για παράδειγμα, το τελευταίο χαϊκού: Πάμφωτη φύση, μπολιάζεις με ελπίδα το βασιλικό.
Εδώ ένα μικρού αναστήματος φυτό, ο βασιλικός, με χαρακτηριστική όμως μυρωδιά, και άρρηκτα συνδεδεμένος με τις κυπριακές αυλές, δέχεται το φως της ελπίδας σε μια ανάλογα φωτισμένη μέρα. Θα μπορούσε ο αναγνώστης, μετά και από την ανάγνωση όλης της συλλογής, να ταυτίσει τον βασιλικό με την ποιήτρια, η οποία μπορεί να ατενίζει πλέον ή επιθυμεί να ατενίζει πλέον τις πιο φωτεινές μέρες της ζωής της.
Δεν θα μπορούσε κανείς να ολοκληρώσει αυτή την παρουσίαση, χωρίς να κάνει μνεία στην εκδοτική αρτιότητα της συλλογής. Ένα καλαίσθητο βιβλίο, όπως μας έχουν συνηθίσει οι Εκδόσεις Μανδραγόρας, σε επιμέλεια του Κώστα Κρεμμύδα και της Τζέλας Ασπρογέρακα-Γρίβα. Σε 60 σελίδες, 48 ποιήματα συν τα δέκα χαϊκού και με έργο εξωφύλλου, πολύ χαρακτηριστικό για τη συλλογή, του Απόστολου Γιαγιάννου.
Συμπερασματικά…
Η Όλγα Οικονομίδου μας συστήνει μέσα από αυτή τη συλλογή έναν κόσμο όπου η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσον ανάπτυξης ιδεών αλλά ένας οργανισμός που ζει και αναπνέει μέσα από την αυτοαναφορικότητά της. Το αυτοαναφορικό στοιχείο στην ποίηση της Όλγας δεν είναι απλά μια στυλιστική επιλογή αλλά ένας τρόπος να ανασκαφεί βαθύτερα στην ψυχή της δημιουργού και να αναδειχθούν οι πιο έντονες και προσωπικές της στιγμές
H Όλγα έχει πατήσει στο πρώτο σκαλί, κατά τον Αλεξανδρινό ποιητή. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Κι είναι υψηλή, πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα. Κάθε νέος ποιητής πρέπει να διακατέχεται από εκείνη την αδυσώπητη ανάγκη να δημιουργήσει, να εκφράσει, να αντλήσει από το βαθύ εσωτερικό του πηγάδι και να φέρει στην επιφάνεια το ύδωρ που κρατεί δροσερή την ποιητική διαδρομή του. Ποίηση απλή αλλά όχι απλοϊκή, ποίηση εξομολογητική, που αφήνει ωστόσο μια μικρή ομίχλη σε αυτά που την έχουν υποκινήσει .
Γράφει άλλωστε στο ποίημα «Βροχή»: [ ]κρεμάσαμε κι εμείς στη βεράντα μας ένα ζευγάρι μάτια./ να ξεπλυθεί/ για να διακρίνουμε με ευκρίνεια στις μέρες της ομίχλης.
Μέρες όμως που πάντα θα υπάρχουν όχι μόνο για την ποιήτρια αλλά για όλους, καθώς ο εσωτερικός μας κόσμος αντανακλάται στον περιβάλλοντα χώρο. Ο Λουί Αραγκόν θεωρεί την ποίηση ως έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Στα θαμνολίβαδα ισχύει ασφαλώς και αυτό αλλά πολύ περισσότερο ο αναγνώστης εισπράττει έναν καθρέφτη της ποιήτριας. Το προσωπικό και το κοινωνικό στοιχείο συνυπάρχουν, αλλά τα θαμνολίβαδα, ως πρώτη ποιητική συλλογή, αντανακλούν περισσότερο εσωτερικές διεργασίες της ποιήτριας.
Αυτό που η Όλγα καταφέρνει στην πρώτη της συλλογή, ανάμεσα σε μνήμη και επιλεκτική λήθη, και είναι πάρα πολύ σημαντικό, είναι να εκφέρει ένα λόγο με τη δική της χροιά. Δεν είναι φερέφωνο, δεν μιμείται. Κι αυτό πρέπει κατά την άποψή μου να διατηρήσει στον δρόμο της στην ποίηση. Να αναπτύξει περαιτέρω τον προσωπικό της χαρακτήρα, και αυτό θεωρώ θα είναι πλέον και το ζητούμενο. Η Ποίηση είναι μια συνεχής άσκηση ανάμεσα στην ανάγνωση και στη γραφή, τη γραφή και την ανάγνωση. Ποίηση είναι εν τέλει το ποιητικό βίωμα και το ήθος που αναδύεται μέσα από τη συνεχή άσκηση.
Δεν μπορεί κανείς να κρίνει έναν κήπο από ένα μόνο λουλούδι. Μπορεί όμως να ιχνηλατήσει τα χρώματα, τα αρώματα, τις προοπτικές, τη γενικότερη τάση. Το μεγάλο στοίχημα για κάθε ποιητή και ποιήτρια που εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή είναι πάντα η συνέχεια. Πιστεύω, μετά από την εμπειρία της γραφής αλλά κυρίως της ανάγνωσης, ότι ο ποιητής ή ποιήτρια ολοκληρώνει ένα ποιητικό χαρακτήρα στην τρίτη πια συλλογή. Εύχομαι στην Όλγα να διαβεί αυτό τον δρόμο με την ομορφιά των λέξεων και την κατάθεση της δικής της φωνής στο πολυσύνθετο ποιητικό πεδίο του καιρού μας.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Όλγα Οικονομίδου, Θαμνολίβαδα, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, έργο εξωφύλλου: Απόστολος Γιαγιάννος, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα Ιούνιος 2023, σελ. 64