Σκέψεις για τον Ιούλιο Καίσαρα * Παναγιώτης Πετρέλης

In Δοκίμιο by mandragoras

 

 

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Ιούλιος Καίσαρας (Julius Caesar και, στο πρωτότυπο του πρώτου Folio, The Tragedie of Ivlivs Cæsar) γράφτηκε πριν από το 1599, και τυχαίνει να είναι ένα από τα πρώτα έργα που παραστάθηκαν στο Globe Theater.

Όπως συμβαίνει με όλα ανεξαιρέτως τα θεατρικά του Σαίξπηρ, έχει σταθεί αφορμή για αρκετές συζητήσεις —με τον όρο να αποτελεί ενδεχομένως ευφημισμό για την λέξη διαφωνίες— μεταξύ των κριτικών και των μελετητών, πρωτίστως αναφορικά με την ένταξή του σε μία από τις κατηγορίες στις οποίες συνήθως εντάσσονται τα σαιξπηρικά έργα. Η υφή του είναι ξεκάθαρα ιστορική, μολαταύτα η πηγή του —συγκεκριμένα ο Πλούταρχος— είναι αρχαία και το περιεχόμενό του θεωρούνταν μάλλον θρύλος την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα, έχει τα περισσότερα χαρακτηριστικά της σαιξπηρικής τραγωδίας, όπως άλλωστε τιτλοφορείται κιόλας, και πράγματι εντάσσεται σε μία υποκατηγορία καλούμενη «Ρωμαϊκές Τραγωδίες»[1].

Φυσικά, η κατηγοριοποίηση των σαιξπηρικών έργων αλλά και εν γένει της Τέχνης είναι μία μάλλον αυθαίρετη —παρά τους οποιουσδήποτε καλά δομημένους και αντικειμενικούς κανόνες που την περιβάλλουν— διαδικασία η οποία συγκρούεται με την υποκειμενική και προσωπική διάσταση οποιουδήποτε έργου τέχνης, και μάλιστα πολλές φορές αφαιρεί ή παραβλέπει κάτι από το νόημα και την ουσία των εκάστοτε έργων.  Πράγματι, είναι πιο σκόπιμο να ασχοληθεί κανείς με το περιεχόμενο του Ιούλιου Καίσαρα και όχι με το αν εντάσσεται σε αυτήν ή στην άλλην κατηγορία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χαρακτηρισμοί όπως “κωμικός” και “τραγικός” θα ήταν λάθος να αποδίδονται σε σαιξπηρικούς και άλλους θεατρικούς χαρακτήρες.

Αν αφήσουμε, λοιπόν, πίσω μας την συζήτηση για την ένταξη του Καίσαρα στην μία ή την άλλη κατηγορία, μπορούμε με άνεση να προσεγγίσουμε το περιεχόμενό του και τους χαρακτήρες που το διαμορφώνουν. Η πρώτη μας παρατήρηση φυσικά θα είναι ότι το περιεχόμενο του έργου είναι ξεκάθαρα πολιτικό, όπως μπορεί να υποψιαστεί κανείς ήδη από τον τίτλο του, ενώ δεν λείπουν και οι ηθικολογικές προεκτάσεις, μια και η οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση αλλά και η αναζήτηση του ιδανικού πολιτεύματος —υπαρκτού ή μη— συγγενεύουν στενά και δανείζονται όρους από την ηθική φιλοσοφία. Οι ίδιοι οι χαρακτήρες, θα λέγαμε, βρίσκονται στην δίνη που μπορεί να προκαλέσει αυτή η αναζήτηση, ιδίως αν εφαρμοστεί πιο πρακτικά και άμεσα, ενώ επίσης υποβάλλουν στον απαιτητικότερο έλεγχο —αυτόν του ξίφους— και την δική του ηθική θεώρηση του πολιτεύματος και της ζωής. Έτσι, οδηγούν και τους θεατές σε αντίστοιχους προβληματισμούς αναφορικά με την αξία μίας μοναδικής —έστω, ή ιδίως, σημαίνουσας και συγκεκριμένης— ζωής μπροστά στο κοινό ή ευρύτερο συμφέρον, την φύση και την αξία της Δημοκρατίας αλλά και την έννοια και την πράξη της επανάστασης.

ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, ο κεντρικός άξονας του έργου είναι η δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα και οι συνέπειές της στο προσωπικό και το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Μάλιστα, η παρουσίαση είναι τέτοια που τα τρία αυτά επίπεδα φαίνονται, ως έναν βαθμό, να συμπίπτουν.

Σκόπιμη, σε αυτό το σημείο, είναι μια σύντομη ανασκόπηση του μύθου και της πλοκής —ο οποίες, βεβαίως, στα καίρια σημεία ταυτίζονται[2]. Ο Βρούτος, μαζί με μερικούς ακόμα συνωμότες, και πεπεισμένος πρωτύτερα από τον επίσης συνωμότη Κάσσιο, προβαίνουν στην δολοφονία του Καίσαρα μέσα στην αίθουσα της Συγκλήτου, δικαιολογώντας την πράξη ως απαραίτητη για την σωτηρία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στο επακόλουθο της δολοφονίας, και με το πτώμα του Καίσαρα —που παραμένει για ένα μάλλον ανατριχιαστικό διάστημα στην σκηνή— ακόμα ζεστό, άνθρωποι κοντινοί και πιστοί σε αυτόν δημιουργούν μπροστά στα μάτια του λαού της Ρώμης ένα αντίπαλο δέος προς τους συνωμότες, το οποίο μάλιστα φαίνεται εξαρχής να έχει λάβει και τις ευλογίες των τελευταίων. Από εκεί και έπειτα ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπά, και η πλοκή ακολουθεί την τροπή που ξέρουμε, αφού ο Βρούτος και ο Κάσσιος συναντήσουν τον θάνατο πέφτοντας πάνω στις λεπίδες των σπαθιών τους.

Έχοντας μιλήσει για την πλοκή λοιπόν, μπορούμε να δούμε πώς το θέμα του έργου είναι, όπως είπαμε και παραπάνω, πολιτικό. Η πίστη στην — λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένη — Δημοκρατία της Ρώμης είναι αυτή που οπλίζει τα χέρια των συνωμοτών — ή, τουλάχιστον, κάποιων εξ αυτών — και στην συνέχεια τους οδηγεί και στον πόλεμο. Τα ελαττώματα ή οι ελλείψεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είναι θέμα ιστορικό και εξόχως ενδιαφέρον, που όμως δεν θα μας απασχολήσει αυτήν την στιγμή περισσότερο από την απλή αλλά σίγουρα βαρυσήμαντη παρατήρηση ότι όλη η Δημοκρατία φαίνεται να περιορίζεται μέσα στο Κολοσσαίο, στο οποίο ο λαός αποφασίζει δια βοής, αν και για την στάση των Ρωμαίων πολιτών θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Αυτό που μας απασχολεί εν προκειμένω είναι το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν σε αυτήν την Δημοκρατία και στις δυνατότητές της, πιστεύουν ακράδαντα στην υπόσχεση του δημοκρατικού μέλλοντος της ήδη πανίσχυρης Ρώμης.

Αυτή ακριβώς η πίστη τους στέκεται έναυσμα για την περιβόητη συνωμοσία, πίσω από την οποία —ή στον πυρήνα της οποίας— κρύβεται μια ηθικής φύσεως αξιολογική κρίση: η κρίση —ο ισχυρισμός, ορθότερα, ή, εν πάση περιπτώσει, η πεποίθηση — ότι η Δημοκρατία και η διαφύλαξή της είναι πιο σημαντικές από την ζωή του Καίσαρα. Κάποιος μπορεί, βιαστικά αλλά ακολουθώντας έναν —αναλογικό μάλλον— συλλογισμό, να μεθερμηνεύσει αυτόν τον ισχυρισμό των συνωμοτών λέγοντας πως στον βωμό της Δημοκρατίας αξίζει οποιαδήποτε ζωή να θυσιαστεί. Βιαστικός ων, βεβαίως, ο συλλογισμός αυτός είναι και λανθασμένος, καθώς υποπίπτει σε μία σημαντική παράλειψη: ο Καίσαρας σε καμία περίπτωση δεν είναι τυχαίος άνθρωπος. Φυσικά, η ισονομία που επικαλείται και οφείλει να επικαλείται κάθε δημοκρατία θα θεωρήσει το τελευταίο σχόλιό μας απαράδεκτο, αλλά εμείς θα συνεχίσουμε σχολιάζοντας ότι ο Καίσαρας είναι ή φαίνεται ή φέρεται να είναι ένας προβεβλημένος, ισχυρός και επικίνδυνος εχθρός της Δημοκρατίας. Οι ιδιότητές του αυτές φαίνεται πως αρκούν για να δικαιολογήσουν την δολοφονία του για τους συνωμότες, αλλά και για ένα μέρος του πληθυσμού της Ρώμης (έστω προς στιγμήν, περισσότερα για την στάση τους θα σχολιάσουμε αργότερα).

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να βάλουμε μία τελεία —ή έστω άνω τελεία— στην πορεία των σκέψεών μας, προκειμένου να δώσουμε έκφραση σε έναν προβληματισμό που ίσως γεννάται στο πίσω μέρος του μυαλού μας: αξίζει πράγματι ο φόνος για να σωθεί η Δημοκρατία; Είναι η δολοφονία, η στοχευμένη, σχεδιασμένη και με δόλο εκτελεσμένη δολοφονία ο σωστός τρόπος διαφύλαξης του πολιτεύματος; Όσοι θεωρούν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα —ακόμα και τα πιο βάναυσα και αποτρόπαια— θα απαντήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, ναι, αν και κάποιος με μια προδιάθεση προς τα κάθε λογής δηκτικά σχόλια θα παρατηρούσε ότι τέτοιοι άνθρωποι δύσκολα θα υποστήριζαν με τόσο σθένος την ιδέα και το πολίτευμα της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία, βέβαια, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για δηκτικούς και είρωνες σχολιαστές, είναι και πρέπει να είναι το πολίτευμα εκείνο που στο κέντρο του έχει την ανθρώπινη ζωή και ελευθερία. Το πολίτευμα που αντιτίθεται περισσότερο από όλα τα άλλα στην αφαίρεσή τους, και τις περιφρουρεί με κανόνες αναλόγως αυστηρούς.

Συνεπώς, μας φαίνεται, σε πρώτη φάση, ηθικά ασυνεπής ή ελέγξιμος ένας δημοκράτης που σκοτώνει για την Δημοκρατία. Οι συνωμότες, όμως, και ο Βρούτος πρώτος ανάμεσά τους, θεωρούν τον φόνο του Καίσαρα επιβεβλημένο, και η ομιλία του Βρούτου στον λαό αμέσως μετά την δολοφονία δικαιολογεί την πράξη αυτή ηθικά με αυτόν ακριβώς τον συλλογισμό. Η δικαιολόγηση, όμως, αυτή, δεν φαίνεται να πείθει απόλυτα ακόμα και τον ίδιο τον Βρούτο, πόσο μάλλον εμάς, ενώ οι πολίτες της Ρώμης δεν αργούν να την θεωρήσουν πλέον ανεπαρκή.

Από την άλλη, μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς ότι οι άνθρωποι, ανά την Ιστορία, έχουν πολεμήσει σε αιματηρούς πολέμους στο όνομα της Δημοκρατίας, με νεκρούς πολύ περισσότερους και συνέπειες αδιανόητα πιο οδυνηρές κι εκτεταμένες από αυτές μιας δολοφονίας. Αλλοίμονο, λοιπόν, σε όποιον εξισώνει τις δύο τραγωδίες. Ακόμα και στον ίδιο τον Ιούλιο Καίσαρα ο εμφύλιος —μακράν το χειρότερο είδος πολέμου— ξεσπά και πολλοί πολεμούν για την Δημοκρατία. Πολλοί από αυτούς σκοτώνονται κιόλας. Άρα, αφού αξίζει να πολεμήσεις για την Δημοκρατία, δεν αξίζει και να σκοτώσεις; Οι διαφορές —λεπτές και τεράστιες, πασιφανείς και κρυμμένες— μεταξύ των δύο πράξεων είναι τόσο πολλές, που η ανάπτυξη και μόνο ενός συλλογισμού θα καταναλώσει αμέτρητες σελίδες.

Το ερώτημα, επομένως, παραμένει, και αν παραμείνει ως έχει κινδυνεύει να μείνει αναπάντητο. Ίσως δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να απαντηθεί, κι ας θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που τέτοια ηθικά διλήμματα μόνο θεωρητικά μας απασχολούν κάποιες μικρές ώρες της νύχτας.

Καθώς, όμως, οι συνέπειες του φόνου ταλανίζουν τους συνωμότες και ολόκληρη την χώρα για όλη την διάρκεια του έργου, και καθώς το κείμενο αυτό έχει ως θέμα του το έργο, είμαστε μάλλον αναγκασμένοι να συνεχίσουμε τις σκέψεις μας, ελπίζοντας να μην κουράζεται υπερβολικά ο αναγνώστης. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τους συνωμότες και ας εντοπίσουμε το μεγάλο λάθος που κάνουν αυτοί και ανάμεσά τους και ο Βρούτος.

Η Δημοκρατία υποτίθεται ότι είναι —και πράγματι είναι— το πολίτευμα των πολλών.  Υπάρχει για το συμφέρον όλων, κι όταν αυτό είναι αδύνατον, για το συμφέρον των πολλών. Όλοι αποφασίζουν, και η τελική απόφαση είναι αυτή των πολλών, σε πλαίσια πάντα λογικά και καλώς ορισμένα, θεσμικά και εθιμικά. Τούτη η συλλογιστική ούτε ξένη είναι ούτε παράξενη για μας, αν και ίσως κάποια καίρια σημεία της διαφεύγουν της αντίληψης των κατά τα άλλα καλοπροαίρετων συνωμοτών —αν μπορεί να σταθεί στην ελληνική γλώσσα η συνεκφορά αυτή: αφού η Δημοκρατία υπάρχει για τους πολλούς, πάντα πολλοί είναι και οι εχθροί της. Η συνομωσία ξεκινά με τον Καίσαρα ως στόχο και αποκλειστικά γύρω από αυτόν εξυφαίνεται. Θεωρείται επιτυχώς λήξασα άμα τη δολοφονία του, και η Δημοκρατία θεωρείται διασωθείσα και ελεύθερη από την τυραννική απολυταρχία.

Κι όμως, οι συνωμότες ξεχνάνε. Ξεχνάνε ότι όπως οι ίδιοι είναι αρκετοί σε αριθμό, έτσι και ο Καίσαρας δεν είναι —δεν ήταν— ποτέ μόνος του. Δεν εννοούμε μόνο τους υποστηρικτές του στα λαϊκά στρώματα που επιθυμούν να του αποδώσουν το στέμμα μέσα στο Κολοσσαίο. Εννοούμε, κυρίως, τον Αντώνιο, τον Οκταβιανό και τον Λέπιδο, που, με το αίμα του Καίσαρα ακόμα ζεστό και υγρό, ξεσηκώνουν τον λαό ενάντια στους συνωμότες και ανάβουν την φωτιά του εμφυλίου που θα κατακάψει όποια ελπίδα Δημοκρατίας έλαμψε την ημέρα της δολοφονίας.

Ο εχθρός της Δημοκρατίας ποτέ δεν ήταν ο Καίσαρας, ή, τουλάχιστον, ποτέ δεν ήταν ο Καίσαρας μόνος του, γιατί κανένας άνθρωπος δεν ανατρέπει δημοκρατίες μόνος. Ήταν εχθρός της ακριβώς επειδή πίσω του —ή γύρω του— είχε συγκεντρώσει αρκετούς ανθρώπους έτοιμους να τον βοηθήσουν, και αρκετά πιστούς σε αυτόν —ή αρκετά διψασμένους για εξουσία, ή και τα δύο— ώστε να εκδικηθούν τον φόνο του και να ολοκληρώσουν ό,τι αυτός κατηγορήθηκε πως σκόπευε να κάνει. Ο εχθρός, επομένως, της Δημοκρατίας ήταν ένα πολυκέφαλο τέρας. Οι συνωμότες και ο Βρούτος, με την ανιδιοτέλεια που τον χαρακτηρίζει και τόσο εύγλωττα εκφράζεται στην ομιλία του αμέσως μετά το φονικό, έκοψαν μονάχα ένα —το πιο προβεβλημένο, και, ίσως, το λιγότερο εχθρικό— κεφάλι του τέρατος, αφήνοντας τα άλλα ελεύθερα και ανενόχλητα, δίνοντάς τους την άδεια, σχεδόν, να ρημάξουν τα πάντα στο πέρασμά τους, όπως ακριβώς υπόσχεται στον νεκρό Καίσαρα ο Αντώνιος.

Αυτή η πεποίθηση του Βρούτου, ότι η Δημοκρατία είχε έναν μοναδικό εχθρό και με μια μοναδική πράξη —βίαιη, βεβαίως, και αποτρόπαιη— μπορούσε να σωθεί, είναι αυτή που τον ώθησε τόσο στον φόνο όσο και, τελικά, στην αυτοχειρία. Είναι, όμως, λανθασμένη, γιατί αντιβαίνει στην ίδια την ιδέα της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία δεν σώζεται, δεν κατακτιέται και δεν ορίζεται γενικά με ατομικούς όρους· είναι πολίτευμα συλλογικό. Και ως τέτοιο —τόσο ως πολίτευμα και ιδίως ως το συλλογικότερο πολίτευμα— σώζεται και επιτυγχάνεται με ψήφους· ή με επαναστάσεις. Φυσικά, για τον Βρούτο η επανάσταση είναι αιματηρή και αχρείαστη, αν και, ειρωνικά, οδηγεί την Ρώμη στον πολύ πιο αιματηρό εμφύλιο.

Το λάθος, επομένως, των συνωμοτών, που αναφέραμε παραπάνω, έγκειται στην άποψή τους για την ατομικότητα και την συγκέντρωση κάθε πράγματος εχθρικού προς την Δημοκρατία σε ένα άτομο, αλλά και όλων των ευθυνών για την σωτηρία της σε λίγους. Αυτή, όμως, η στενή και μυωπική, μάλλον, θεώρηση εν τέλει οδήγησε την Δημοκρατία στον χαμό, γιατί ήταν μία δράση τόσο ξένη προς το σύστημα της Δημοκρατίας. Οι συνωμότες επωμίζονται όλο το βάρος της προστασίας του ιερού γι’ αυτούς πολιτεύματος, και, ίσως αποπροσανατολισμένοι από αυτό, ξεχνάνε ότι η Δημοκρατία δεν απαιτεί φόνους αλλά επαναστάσεις. Ας μην ξεχνάμε κι εμείς, άλλωστε, και τους —από διαφορετικά κίνητρα υποκινούμενους— τυραννοκτόνους των Αρχαίων Αθηνών. Οι περιπτώσεις δεν διαφέρουν, γιατί προσπαθούν να εξηγήσουν την Δημοκρατία με όρους ατομικούς[3]. Και αποτυγχάνουν.

ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ, και για να επιστρέψουμε στην θεατρική πραγματικότητα, πρέπει να τεθεί και το ερώτημα το συμβολισμού, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα και ο ίδιος ο Βάρδος θα ήθελε να θίξει. Φυσικά και ο προσδιορισμός της στάσης ή εν γένει της ιδεολογίας, πολιτικής και άλλης, του Σαίξπηρ είναι άθλος μάλλον ακατόρθωτος που έχει απασχολήσει πολλούς και εξοργίσει ορισμένους, επομένως με την εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων θα ήταν πιο φρόνιμο να μην ασχοληθούμε. Παρόλα αυτά, ζητήματα καθαρά —εκ πρώτης όψεως— συμβολιστικά είναι βέβαιο πως πρέπει να μας απασχολήσουν καθώς ούτως ή άλλως ο Ιούλιος Καίσαρας είναι ένα έργο τέχνης.

Η πρώτη, και μάλλον δικαιολογημένη, απορία εμφανίζεται αν διαβάσει ή ακόμα καλύτερα δει κανείς την ίδια την συνομιλία των συνωμοτών στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης. Οι επτά συνωμότες μιλούν στα σκοτάδια φορώντας κουκούλες, προσπαθώντας, όπως μάλλον εύστοχα παρατηρεί η Πόρκια, να κρυφτούν ακόμα και από το σκοτάδι. Κατανοούμε, βεβαίως, ότι μία συνωμοσία δεν εξυφαίνεται ούτε σχεδιάζεται στην κεντρική αγορά με το φως του ήλιου, ακόμα κι αν η ασφάλεια της Ρώμης επαφίεται στους ώμους ανθρώπων όπως ο Φλάβιος και ο Μάρουλλος, που φαίνονται από την αρχή κιόλας του έργου αντιτιθέμενοι στον Καίσαρα.

Έστω, όμως, κι αν ο χώρος και η ώρα της συγκέντρωσης δικαιολογούνται από πρακτική σκοπιά, η ίδια πρακτική και κοινή λογική μάλλον θα επέβαλε κάποιος να ανάψει ένα κερί. Κι όμως, η σκηνοθετική οδηγία —συζήτηση στην οποία επίσης, για πολλούς λόγους, δεν θα επεκταθούμε— αλλά και η μετέπειτα περιγραφή της Πόρκιας καθιστούν μάλλον σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Οι συνωμότες, επομένως, συζητούν στο απόλυτο σκοτάδι, σαν η πράξη τους να μην έχει —και να μην θέλει να έχει— καμία σχέση με το φως. Αν, όμως, η απόφαση της δολοφονίας δικαιολογείται ηθικά, όπως μας καλούν οι συνωμότες να πιστέψουμε, τότε το σκοτάδι της νύχτας είναι εκείνο που δεν θα έπρεπε να έχει σχέση μαζί της.

Συμβολική, ίσως, να είναι και μία μάλλον ασήμαντη συνομιλία στο περιθώριο της συζήτησης των συνωμοτών κατά την οποία ο Κίννας και ο Κάσκας αναζητούν —εναγωνίως, θα έλεγε κανείς— μέσα στο σκοτάδι την ανατολή και, ίσως με μια δόση ειρωνείας εκ μέρους του Βάρδου, ο Κάσκας δείχνει την κατεύθυνσή της με το σπαθί του, συνδέοντάς έτσι και το έργο του σπαθιού με την ανατολή της Δημοκρατίας και την δύση — όσο μεταφορική ή κυριολεκτική θέλει κανείς — του Καίσαρα. Ακόμα και ο ίδιος ο Βρούτος λίγο αργότερα φαίνεται να θεωρεί τυχερό τον υπηρέτη του που απολαμβάνει έναν ύπνο ξένοιαστο και βαθύ. Η τελευταία αυτή δήλωση, βεβαίως, επιβεβαιώνει μονάχα τους προβληματισμούς του Βρούτου, όχι και την — σε θεωρητικό επίπεδο — έκβασή τους, καθώς τελικά δεν φαίνεται να υποχωρεί υπό το βάρος τους.

Βρισκόμαστε, επομένως, στην ίδια θέση, και η δικαιολόγηση ή μη των συνωμοτών και την δολοφονίας παραμένει υπόθεση μάλλον δύσκολη. Αξίζει, όμως, εφόσον συζητήσαμε ήδη για την πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης, να δούμε πώς ο ίδιος ο Βρούτος περιγράφει την φύση αυτής της πράξης:

ΒΡΟΥΤΟΣ:    Το έργο μας, Γάιε Κάσσιε, θα φανεί πολύ αιμοβόρο,
αφού κόψουμε το κεφάλι, να λιανίσουμε
τα μέλη με μανία για φόνο κι όψιμο άχτι

[…]

Να είμαστε θύτες, όχι σφάχτες

[…]

Ω! Να μπορούσαμε να φτάσουμε στο πνεύμα
του Καίσαρα, χωρίς να διαμελίσουμε τον Καίσαρα.
Μ’ αλίμονο, γι’ αυτό είν’ ανάγκη να χυθεί το αίμα
του Καίσαρα.

 Αυτός είναι, κατά τον Βρούτο, ο πυρήνας της πράξης στην οποία είναι έτοιμοι να προβούν. Πρόκειται για μία πράξη πολιτική και καθόλου προσωπική, που δικαιολογείται, αν δικαιολογείται, μόνο γιατί το πνεύμα και οι ιδέες των ανθρώπων δεν ζουν, κατά τον ίδιο, μακριά από το σώμα τους και δεν έχουν υπόσταση χωρίς αυτό. Σε αυτήν την παραδοχή κρύβεται ο ιδεαλισμός του Βρούτου, ένας ιδεαλισμός ιδιότυπος, που επιτρέπει, υπό τους όρους που αναφέραμε μόλις, δολοφονίες, αλλά ταυτόχρονα και ανόητος ή οξύμωρος, ως ιδεαλισμός, αφού δεν κατανοεί ότι οι ιδέες εύκολα επιβιώνουν χωρίς το σώμα του πρώτου εμπνευστή τους.

Έτσι και η ιδέα του Καίσαρα, αν νοείται και ευσταθεί κάτι τέτοιο ως όρος που περιγράφει το πολίτευμα που κατά το μάλλον ή το ήττον θα επέβαλε ο Καίσαρας, τελικά πραγματώνεται από τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό, αφού προηγουμένως ο Βρούτος και ο Κάσσιος έχουν βρει τραγικό θάνατο, αποδεικνύοντας, αν μη τι άλλο, την κυριαρχία αυτού του ιδεαλισμού στον χαρακτήρα τους, αν και ο καθένας μπορεί γι’ αυτό να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να κρίνει τους δύο αυτόχειρες, ανεξάρτητα από όσα ίσως τους προσάψουμε εμείς παρακάτω,

Πριν αναφερθούμε εκτενέστερα στον Βρούτο, τον Κάσσιο, και τις αυτοκτονίες τους, αξίζει να παρατηρήσουμε (ξανά) ότι σε τελική ανάλυση ο ιδεαλισμός τους —αν υπάρχει— ηττάται, και μαζί του και η ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο δικός τους θάνατος ίσως ήταν ασήμαντος αν κατάφερναν να εξασφαλίσουν το μέλλον της Δημοκρατίας, όμως πεθαίνουν έχοντας πλήρη επίγνωση του ταυτόχρονου θανάτου του πολιτεύματος που τόσο υπερασπίστηκαν. Τις παρατηρήσεις μας για την με ατομικούς όρους εξήγηση της Δημοκρατίας τις διατυπώσαμε ήδη παραπάνω, και έχουμε εδώ την ευκαιρία να τις εμπλουτίσουμε σχολιάζοντας ότι η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα των ιδεών, και το πολίτευμα εκείνο στο οποίο οι ιδέες ταξιδεύουν ευκολότερα. Μας είναι δύσκολο, ως δημοκράτες — ή, τέλος πάντων, ως άνθρωποι μεγαλωμένοι σε μια δημοκρατική κοινωνία — να φανταστούμε μια ιδέα ή πολιτική κίνηση τόσο προσωποκεντρική όσο φαντάζονται οι συνωμότες ότι είναι η απειλή του Καίσαρα. Οι ιδέες ζουν και αναπτύσσονται σε μία Δημοκρατία γιατί έχουν την ευκαιρία να κυκλοφορήσουν και να γίνουν αποδεκτές από μια μάζα ανθρώπων, μικρότερη ή μεγαλύτερη, και δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και με την ιδέα της κατάλυσης της Δημοκρατίας. Όταν τα πράγματα φτάσουν εκεί η Δημοκρατία βεβαίως καλείται να δράσει —αν δεν έχει αυτοκτονικές τάσεις, τουλάχιστον—, και δρα, όπως είπαμε ήδη, συλλογικά.

Η παροιμιώδης, επομένως, διαπίστωση του Κάσσιου, ότι «το λάθος δεν είναι στα αστέρια, αλλά μέσα μας»[4] κρίνεται πέρα για πέρα αληθής, καθώς η μοίρα από μόνη της δεν θα σώσει μια Δημοκρατία που βρίσκεται σε λήθαργο, μάλλον θα την καταδικάσει. Το ζήτημα, όμως, της σωτηρίας θα κριθεί και από την ερμηνεία του α’ πληθυντικού «μας».

ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ, φαινομενικά τουλάχιστον, θέμα συζήτησης, σκόπιμο θα ήταν να ειπωθούν μερικά πράγματα και για τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες του έργου: τον Βρούτο, τον Καίσαρα και τον Κάσσιο. Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να απαντηθεί και από εμάς ένα ζήτημα το οποίο έχει απασχολήσει σχεδόν όλους του μελετητές του έργου: το θέμα του πρωταγωνιστή.

Το έργο τιτλοφορείται, όπως πια μάλλον κατάλαβε ακόμα κι ο αναγνώστης που δεν δίνει μεγάλη προσοχή, Ιούλιος Καίσαρας. Ακολουθώντας, λοιπόν, την λογική του Άμλετ ή του Οθέλλου, πρωταγωνιστής πρέπει να είναι ο Καίσαρας. Το πρώτο εμπόδιο στο οποίο σκοντάφτει ο συλλογισμός αυτός είναι ο θάνατος του Καίσαρα. Φυσικά, και ο Άμλετ και ο Οθέλλος πεθαίνουν, αλλά πεθαίνουν στο τέλος του έργου και όχι στην μέση του, και ο θάνατός τους προσφέρει, τρόπον τινά, μία κατάληξη στο το έργο, αποτελεί την λύσιν, για να μιλήσουμε με όρους τραγικούς και κλασσικούς. Ο θάνατος του Καίσαρα, όμως, μόνο λύση της τραγωδίας δεν συνιστά, κι ας είναι το γεγονός γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλο το έργο. Ακόμα και η τοποθέτησή του στο έργο είναι ενδεικτική. Ενώ ο Άμλετ και ο Οθέλλος τελειώνουν κυριολεκτικά με τα πτώματα των πρωταγωνιστών πάνω στην σκηνή, η δολοφονία του Καίσαρα λαμβάνει χώρα περίπου στην μέση του έργου, και στην συνέχεια παρακολουθούμε τις συνέπειές της να ξετυλίγονται.

Πώς νοείται, επομένως, και πώς δικαιολογείται ένας πρωταγωνιστής που πεθαίνει μεσούντος του έργου στο οποίο υποτίθεται πρωταγωνιστεί; Είναι μάλλον οξύμωρο, και ίσως μας καλεί να αναθεωρήσουμε τις συμβατικές απόψεις μας για τίτλους και πρωταγωνιστές.

Πέρα από το —τυπικής φύσεως μάλλον— ζήτημα του τίτλου, υπάρχει και το πιο ουσιαστικό ζήτημα των στίχων. Ο Καίσαρας εκφωνεί μόλις 151 στίχους, ασύγκριτα λιγότερους από τους 715 του Βρούτου, αλλά λιγότερους ακόμα και από τους 509 του Κάσσιου[5]. Τι είδους πρωταγωνιστής είναι, λοιπόν, αυτός που στο ίδιο του το έργο μιλά ελάχιστα; Φυσικά πρέπει να σημειωθεί ότι και ο Ιάγος του Οθέλλου μιλά περισσότερο από τον αντίστοιχο πρωταγωνιστή (συγκεκριμένα, 1088 στίχοι απέναντι σε 880), επομένως ούτε αυτή η καθαρά αριθμητική προσέγγιση μας βοηθά.[6]

Ίσως πρέπει, επομένως, να δούμε το θέμα του τίτλου και του πρωταγωνιστή διαφορετικά και με ανοιχτό μυαλό. Πρωταγωνιστής του έργου, αν νοείται και υπάρχει με την συμβατική έννοια τέτοιος, είναι ο Βρούτος. Ο λόγος, όμως, που η ιστορία του Βρούτου παρουσιάζει οποιαδήποτε ενδιαφέρον είναι ο Καίσαρας, γιατί ουσιαστικά η ιστορία που αφηγείται το έργο είναι η ιστορία του Καίσαρα, η ιστορία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, της απόπειρας ορισμένων —ιδεαλιστών;— να την σώσουν και της τελικής καταστροφής της. Η εστίαση λογικό είναι να ρίχνει το βάρος της στον Βρούτο, αφού ο Καίσαρας πεθαίνει. Αλλά ο θάνατος αυτός αποτελεί καίριο και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας αυτής, και αν δεν πέθαινε ο Καίσαρας, η τροπή των γεγονότων θα ήταν πολύ διαφορετική.

Δίκαια, επομένως, το έργο φέρει τον τίτλο που φέρει, και δίκαια ο Βρούτος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας. Δίκαια, αν μη τι άλλο, γιατί αυτό αποφάσισε ο δημιουργός, και υποχρέωσή του να δίνει λογαριασμό γι’ αυτές τις αποφάσεις του σε εμάς δεν στοιχειοθετείται πουθενά. Για όσους, τέλος, διατηρούν ακόμα ενστάσεις αναφορικά με τον τίτλο, αρκεί το παράδειγμα του Εμπόρου της Βενετίας.

Έχοντας, επομένως, υποθετικά επιλύσει ή, τέλος πάντων, έχοντας δώσει μια δική μας απάντηση στο ερώτημα του πρωταγωνιστή, μπορούμε να προσεγγίσουμε τους τρεις χαρακτήρες πιο ουσιαστικά.  Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε κάνοντας αυτό είναι ότι η σύγκρισή μας πρέπει να έχει τρία απολύτως διακριτά μέρη. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό, αν σκεφτούμε ότι τρεις χαρακτήρες θέλουμε να συγκρίνουμε, αλλά και λίγο προβληματικό, αν αναλογιστούμε ότι ο Βρούτος και ο Κάσσιος είναι, υποτίθεται, φίλοι αχώριστοι και σύμμαχοι ενάντια στον Καίσαρα. Εδώ ίσως φαίνεται για άλλη μια φορά η τέχνη του Σαίξπηρ: ακόμα και ανάμεσα σε δύο συμμάχους καταφέρνει να εμφανίσει σημαντικές διαφορές, δείχνοντας πόσο εφήμερες ή πρόσκαιρες ή ευκαιριακές μπορούν να είναι οι συμμαχίες στην πολιτική, καθώς άλλωστε το έργο είναι βαθιά πολιτικό.

Ξεκινώντας, όμως, από τον Καίσαρα, θα πρέπει να απαλλαγούμε νωρίς από τα όσα λένε οι άλλοι για αυτόν. Σίγουρα, όταν ομιλεί τόσο λίγο, αφήνεται εκτεθειμένος στον κίνδυνο του ετεροκαθορισμού από τα λεγόμενα άλλων. Όμως τα δικά του λόγια είναι αρκετά για να μας δώσουν μια αρκετά λεπτομερή εικόνα για αυτόν.

Η κατάρριψη αυτών των εντυπώσεων ξεκινά φυσικά από την φήμη ότι ο Καίσαρας είναι απειλή για την Δημοκρατία. Στην πρώτη κιόλας πράξη περιγράφεται η άρνηση του Καίσαρα να λάβει το στέμμα που συμβολικά του προσφέρει ο Αντώνιος εκ μέρους του πλήθους, αλλά και η μάλλον όχι και τόσο πολιτισμένη αντίδραση του πλήθους σε αυτήν. Τίθεται, λοιπόν, δίκαια το ερώτημα: ποιος σφετεριστής της Δημοκρατίας και επίδοξος τύραννος αρνείται το στέμμα που του προσφέρουν; Φυσικά, η άρνησή του περιγράφεται ως διστακτική, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι την περιγραφή αυτήν κάνει ο μετέπειτα συνωμότης —και άρα εξ αρχής προκατειλημμένος ενάντια στον Καίσαρα— Κάσκας, και ότι ίσως η διστακτικότητα αυτή είναι απλώς μία κακώς ερμηνεύμενη ευγένεια, απέναντι στην ζωώδη σχεδόν συμπεριφορά του πλήθους —αν και ακόμα και για αυτήν, πρέπει να βασιστούμε σχεδόν εξ ολοκλήρου στον Κάσκα.

Η σχέση του Αντώνιου με τον Καίσαρα, βεβαίως, μας είναι γνωστή, και το ενδεχόμενο όλο αυτό το σκηνικό να ήταν προσεκτικά σχεδιασμένο από πριν δεν πρέπει να αποκλείεται, αν και στο σημείο αυτό ακροβατούμε επικίνδυνα στα όρια μεταξύ της θεατρικής πραγματικότητας και της φαντασίας. Και αν πρέπει —για την αδρεναλίνη και μόνο— να συνεχίσουμε την ακροβασία για λίγο ακόμα, αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί, εάν ο Καίσαρας σκόπευε πράγματι να αναλάβει όλη την εξουσία ο ίδιος, και σχεδίασε το σκηνικό μαζί με τον Αντώνιο, δεν δέχτηκε μετά από την επιμονή του πλήθους το στέμμα.

Ίσως απαντήσει κανείς ότι ήθελε να ακολουθήσει την νομότυπη διαδρομή μέσα από την Σύγκλητο, αλλά ακόμα και τότε, πρέπει να θυμόμαστε ότι συνήθως οι έχοντες τάσεις δικτατορικές περιφρονούν τα νόμιμα κοινοβουλευτικά όργανα για χάρη της γνήσιας έκφρασης της λαϊκής θέλησης, όπως, τέλος πάντων, την εκμαιεύουν και την ερμηνεύουν οι ίδιοι.

Αν αφήσουμε, συνεπώς, στην άκρη την ιστορική πραγματικότητα όπως την ξέρουμε και επικεντρωθούμε στον θεατρικό κόσμο, η ύπαρξη της απειλής αυτής είναι, ως έναν βαθμό, αμφίβολη. Οι αντιδράσεις του πλήθους τείνουν να την επιβεβαιώσουν, ωστόσο για το πλήθος —τους πολίτες, πιο σωστά και μάλλον πιο τιμητικά[7]— θα μιλήσουμε πιο εκτεταμένα παρακάτω.

Εδώ, βεβαίως, κάποιος θα παρατηρήσει ότι ο Καίσαρας πράγματι πείστηκε να πάει στην Σύγκλητο όταν άκουσε ότι πρόκειται να του αποδοθεί το στέμμα. Παρόλο που δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν αυτό ήταν ένα ψέμα των συνωμοτών ή όχι, το γεγονός ότι ήταν αρκετό για να πείσει τον Καίσαρα ίσως μας βάλει σε σκέψεις, έτσι ώστε να μην μπορούμε να απορρίψουμε το ενδεχόμενο ο Καίσαρας όντως να είχε σχέδια να κυβερνήσει μόνος του, και σε κάθε περίπτωση μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόσωπα με τόσο μεγάλη επιρροή, ασχέτως των προθέσεών τους, αποτελούν απειλή για την Δημοκρατία.

Αν αφήσουμε, όμως, στην άκρη, τα περί απειλής σε βάρος της Δημοκρατίας, η εικόνα του Καίσαρα δεν είναι κακή, ή, εν πάση περιπτώσει, είναι αρκετά καλύτερη από την εικόνα άλλων σαιξπηρικών δολοφονημένων με μαχαίρια και δηλητήρια. Η πρώτη του εμφάνιση έρχεται να τον περιγράψει μάλλον δεισιδαίμονα, αλλά κι εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η εποχή του έργου απέχει δύο χιλιάδες χρόνια από εμάς, και οι δεισιδαιμονίες δεν θα έπρεπε για κανέναν λόγο να μας εκπλήσσουν, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν και την ακμάζουσα και καθ’ όλα υπαρκτή προκατάληψη της σημερινής εποχής, που καθιστά την υποτιμητική χρήση των επιθέτων δεισιδαίμων και οπισθοδρομικός μάλλον υποκριτική από μέρους μας. Στο θέμα, όμως, της προκατάληψης έρχεται να προστεθεί και ο μάντης που φωνάζει σχεδόν ασταμάτητα για τις Ειδές του Μαρτίου. Ο —υποτίθεται— γεμάτος προκαταλήψεις Καίσαρας, σε ένα έξοχο δείγμα τραγικής ειρωνείας, τον περιφρονεί με τρόπο που ίσως δεν θα άρμοζε σε ηγέτη απευθυνόμενο σε υπήκοο, μάλλον καθιστώντας το θέμα των προκαταλήψεων λήξαν.

Προκατειλημμένη μάλλον θα χαρακτηριστεί και η σύζυγος του Καίσαρα, τουλάχιστον με βάση την αντίδρασή της στο —υποτίθεται— προφητικό όνειρό της. Εδώ, βέβαια, αξίζει να παρατηρηθεί πως το όνειρο ήταν πράγματι προφητικό, αν και έτσι ανοίγουμε μια άλλη, μεγάλη συζήτηση που καλό θα ήταν να αναβληθεί. Ασχέτως, πάντως, της Καλπουρνίας, η στάση του Καίσαρα απέναντι στους φόβους της θα χαρακτηριζόταν —διαχρονικά, μάλιστα— μάλλον υποδειγματική, έστω κι αν η πρώτη του αντίδραση ήταν διαφορετική —η οποία, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να πηγάζει και από το ενδιαφέρον του για την σύζυγό του . Ειδικά, όμως, για τα εμπόλεμα και ταραχώδη χρόνια της Ρώμης, ο ηγέτης που πιστεύει πως

ΚΑΙΣΑΡΑΣ:   Δειλοί πολλές φορές πεθαίνουν πριν πεθάνουν
ο γενναίος μια φορά μόνο γεύεται τον θάνατο.
Απ’ όλα τα παράξενα που έχω ακούσει
το πιο παράξενο μου φαίνεται που οι άνθρωποι
φοβούνται: ενώ το βλέπουν πως ο θάνατος,
τέρμα αναγκαίο, θα ‘ρθει όποτε θέλει να ‘ρθει.

 θα κρινόταν κατάλληλος να ηγηθεί. Ακόμα και σήμερα, όμως. σε καιρούς που είναι —τουλάχιστον με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και όσον αφορά στους ίδιους του ηγέτες— λιγότερο αιματοβαμμένοι, η αντίστοιχη περιφρόνηση του «θανάτου», ερμηνευόμενου εδώ πιθανώς πολιτικά, σπανίζει και συνήθως επαινείται, αν όχι κατά την περίοδό της, τότε από την ιστορία.

Επανερχόμαστε, επομένως, στον σχολιασμό του Καίσαρα, και συμπεραίνουμε —αν παραλείψουμε το ιστορικό συγκείμενο, όσο αυτό είναι δυνατόν σε μια συζήτηση γι’ αυτό  το έργο— ότι ως ηγέτης ήταν κατάλληλος για την Ρώμη, ή τουλάχιστον για μία πιθανή εκδοχή της Ρώμης, και συγκεκριμένα αυτήν που πρώτα απ’ όλα θέλει να επιβληθεί, να κάνει όλους τους δρόμους να οδηγούν σ’ αυτήν. Φυσικά, δεν μπορούμε να μάθουμε —ούτε με ιστορικούς ούτε με θεατρικούς όρους— ποια ήταν πράγματι η επιθυμία της Ρώμης, κυρίως γιατί δεν γνωρίζουμε σε τι αναφέρεται το ίδιο το όνομα Ρώμη, και τι αυτό συνιστά. Προφανώς δεν κάνουμε λόγο για άψυχα —επιβλητικά, παρόλα αυτά, κτήρια—, αλλά δύσκολα μπορούμε να διασαφηνίσουμε αν η Ρώμη είναι ο ετερόκλητος λαός της ή ορισμένοι Συγκλητικοί ή λίγοι ευγενείς ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ο Καίσαρας δεν ήταν ένας ηγέτης ικανός, τουλάχιστον για κάποια εκδοχή της Ρώμης.

Τίθεται, βέβαια, και το ζήτημα του περίγυρου του Καίσαρα, ο οποίος σε κάθε περίπτωση μπορεί να μας δώσει ένα ακόμα μέσο για να αξιολογήσουμε τον λιγομίλητο ηγέτη. Και εδώ τα πράγματα ίσως γίνονται πιο σκούρα. Αν ο ίδιος ο Καίσαρας δεν ήταν απαραιτήτως κακός, το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί σε καμία περίπτωση και για τον Αντώνιο, που αποδεικνύεται έξοχος μηχανορράφος, αλλά και για τους Οκταβιανό και Λέπιδο, που το βράδυ του φόνου σχεδιάζουν επιπλέον δολοφονίες και εκκαθαρίσεις. Αν και, φυσικά, δεν ήταν και δεν μπορεί να καταλογιστεί ως πρόθεση του Καίσαρα, μάλλον πρέπει να σημειωθεί ότι όσο ήταν ζωντανός όλοι αυτοί οι πράγματι απειλητικοί για την Δημοκρατία χαρακτήρες βρίσκονταν μάλλον υπό έλεγχο, και η δολοφονία του, όπως είπαμε και νωρίτερα, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και οδήγησε στην ολοκληρωτική κατάρρευση του ονείρου της ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Τελικά, η εκφορά μιας οριστικής κρίσης για τον Καίσαρα είναι μάλλον αδύνατη. Αρκούμαστε στην απλή διαπίστωση ότι ο θάνατός του —δίκαιος ή άδικος— άνοιξε τον δρόμο για πράγματα πολύ χειρότερα από τον ίδιο, και αφήνουμε στους αναγνώστες του Φιλοσοφικού Λεξικού του Βολταίρου[8] την απόφαση για το ποιος και τι, τελικά, είναι ο εχθρός του καλού, αλλά και για την σημασία της μέσης οδού και του μη χείρωνος.

ΑΦΟΥ ΕΞΕΤΑΣΑΜΕ, στο μέτρο του δυνατού, την περίπτωση του Καίσαρα, έπεται η μελέτη του Βρούτου. Η λογική θα περίμενε ο Βρούτος να αποτελεί έναν αντι-Καίσαρα, όμως τα πράγματα ίσως δεν είναι έτσι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Βρούτος, ως ο πιο ιδεαλιστής, κεντρικός και σίγουρα πιο ομιλητικός χαρακτήρας ολόκληρου του έργου, είναι πολύ πιο εύκολο να μελετηθεί και να σκιαγραφηθεί, να κριθεί, εν τέλει, από τους αναγνώστες.

Στο πρόσωπο του Βρούτου προβάλλει ένας ιδεαλισμός ο οποίος, αν και ίσως κοινός στο θέατρο ή σε ορισμένες μορφές της τέχνης, σπανίως απαντά στην πολιτική —αν και εδώ πρέπει, μάλλον, να δεχτούμε ότι η πολιτική βασιζόμενη αποκλειστικά στις ιδέες είναι, κατά πάσα πιθανότητα, σε έναν βαθμό αποκομμένη από την πραγματικότητα, και άρα μάλλον μη αποδοτική. Αυτός ακριβώς ο ιδεαλισμός αποτελεί και τον πυρήνα του χαρακτήρα του, τον μοναδικό, θα λέγαμε, άξονα γύρω από τον οποίον περιστρέφεται, αν νοείται τέτοια μονομέρεια και μοναδικότητα στην ζωή και στο έργο του Σαίξπηρ που αποτελεί έξοχο καθρέφτη της.

Ο ιδεαλισμός αυτός εκφράζεται, πρωτίστως, ως ένας ιδεαλισμός ανιδιοτελής και ειλικρινής. Σε αντίθεση με άλλους χαρακτήρες του έργου, ο Βρούτος είναι εκείνος που με απόλυτη βεβαιότητα, με προσήλωση σχεδόν δογματική πιστεύει στην Δημοκρατία, ως ιδέα και ως πολίτευμα της Ρώμης, και μάλιστα είναι ο χαρακτήρας εκείνος που βεβαιότατα θέτει την Δημοκρατία πιο πάνω από τον εαυτό του. Άλλωστε, και από την ομιλία του στους συγκεντρωμένους πολίτες, μετά το φονικό αυτό, καθίσταται παραπάνω από εμφανές, και η ετοιμότητα με την οποία αποδέχεται μια μοίρα όμοια με του Καίσαρα αν κριθεί εχθρός της Δημοκρατίας αποκαλύπτει έναν πιστό δημοκράτη.

Για όλη, όμως, την πίστη του στην Δημοκρατία, ο Βρούτος —μαζί με τους άλλους συνωμότες— φαίνεται, μέσα στο σχέδιο για την σωτηρία της Δημοκρατίας, να φτάνουν και σε έναν μάλλον αντιδημοκρατικό συλλογισμό που σχολιάσαμε και παραπάνω, και γίνονται οι ίδιοι τιμωροί· δικαστές, ένορκοι και εκτελεστές, στο όνομα ενός πολιτεύματος που διακρίνει ή υποτίθεται πως διακρίνει τους ρόλους αυτούς ή ομνύει, έστω, και βασίζεται στην διάκρισή τους. Μπορεί, βέβαια, εδώ να υποστηρίξει κάνεις πολλά για την ρωμαϊκή Δημοκρατία και τον βαθμό στον οποίον είχε αναπτύξει τους θεσμούς της, αλλά και τον βαθμό στον οποίον είχαν τρωθεί από την δράση στοιχείων αντιδημοκρατικών οι θεσμοί αυτοί. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνιστά απόλυτο και ακλόνητο άλλοθι μονομερών δράσεων, οι οποίες, βεβαίως, παρά την αδιαμφισβήτητη και συχνά απαραίτητη τόλμη τους, εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην μελλοντική αποδοχή δικαίωση από το κοινωνικό ή εκλογικό σύνολο, το οποίο θα βρεθεί ακούσια προ τετελεσμένου. Τέτοια είναι και η ενέργεια των συνωμοτών, και πριν παγώσει το αίμα του Καίσαρα χάνει την νομιμοποίηση από τον λαό που επιζητούσε και είχε κερδίσει με την ρητορική δεινότητα του Βρούτου, κυρίως γιατί κάποιος άλλος αποδεικνύεται ακόμη πιο δεινός ρήτορας και αναμφίβολα στερούμενος παντός ηθικού φραγμού.

Εδώ θα ήταν σκόπιμο, ανοίγοντας μία παρένθεση, να αναγνωριστεί και ότι από τον Βρούτο και τους άλλους συνωμότες δεν λείπει το θάρρος, ποιότητα που, χωρίς αμφιβολία, οφείλει να χαρακτηρίζει έναν ηγέτη. Η ετοιμότητα, όμως, του Βρούτου να κριθεί για την θαρραλέα και τολμηρή πράξη του —ετοιμότητα που θα πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε πολιτικό σε μια σημερινή Δημοκρατία— ίσως φανερώνει και την πίστη του ότι όλοι ή κάποιοι θεσμοί της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας παρέμεναν λειτουργικοί, και άρα γεννά την απορία του γιατί επέλεξε τον φόνο και όχι την προσφυγή σε αυτούς, έστω με την μορφή της επανάστασης.

Έτσι, λοιπόν, αν και στην πίστη του Βρούτου στην Δημοκρατία κανείς δεν μπορεί να προσάψει ή να μεμφθεί  οτιδήποτε, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εφαρμογή της είναι μάλλον ατελής, και να εικάσουμε, ακόμα, ότι η ατέλεια αυτή ενδεχομένως να πηγάζει και από μία ιδιαίτερη αντίληψη του πολιτεύματος της Δημοκρατίας, μια αντίληψη που συλλαμβάνει την δημοκρατία πολύ πιο ελεύθερη, ή, πιο σωστά, πολύ πιο άναρχη από αυτήν που έχουμε εμείς στο μυαλό μας.

Δεν είναι, όμως, παντελώς στερούμενη αρχών αυτή η Δημοκρατία —άλλωστε, τέτοια Δημοκρατία δεν υπάρχει— ούτε και ο Βρούτος. Κατά την διάρκεια του σχεδιασμού της δολοφονίας, αλλά και κατά την καλή τη πίστει συνομιλία του με τον Αντώνιο, λανθάνει στα λεγόμενα του Βρούτου μια σημαντική παραδοχή: η παραδοχή ότι η πολιτική σε μια Δημοκρατία δεν γίνεται με όρους έχθρας αλλά με όρους αντιπαλότητας. Εχθρούς έχει η Δημοκρατία ως πολίτευμα και οι δημοκράτες ως σύνολο. Οι εκάστοτε πολιτικοί είναι, απλώς, αντίπαλοι. Με αυτήν την στάση προσεγγίζει ο Βρούτος τον (πραγματικό εχθρό της Δημοκρατίας) Αντώνιο αλλά και όλο το σχέδιο σε βάρος του Καίσαρα. Στον μονόλογο που παραθέσαμε παραπάνω ο Βρούτος παραδέχεται την επιθυμία του να βλάψει μόνο το πνεύμα και όχι το πρόσωπο του Καίσαρα, αναγνωρίζοντας μάλλον ότι η Δημοκρατία ακόμα και στους εχθρούς της φέρεται με σεβασμό παρόμοιο με αυτόν που έχουν —ή πρέπει να έχουν— οι πολιτικοί αντίπαλοι στο πλαίσιό της.

Κι όμως, τελικά, αυτή η επιθυμία είναι και η θανατική καταδίκη του Βρούτου. Η διστακτικότητά του, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι η στάση του, απέναντι στον Καίσαρα αλλά, κυρίως, τον Αντώνιο έχει αποτέλεσμα ακριβώς αντίθετο από το προσδοκώμενο. Το πρόσωπο του Καίσαρα πεθαίνει και το αίμα του χύνεται, αλλά το πνεύμα του, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνονται οι —επίδοξοι— δολοφόνοι του, ζει. Και μάλιστα, τους οδηγεί στον θάνατο. Γιατί ο θάνατος του Καίσαρα γίνεται πρώτης τάξεως αφορμή να εξαπολύσει ο Αντώνιος το χάος στο κατόπι των συνωμοτών και, μαζί τους, στο κατόπι της Δημοκρατίας, και να την ανατρέψει. Το αίμα, επομένως, του Καίσαρα έχει χυθεί μάλλον άδικα, αφού, ειρωνικά, ο θάνατός του είναι η πρώτη πράξη του θανάτου της Δημοκρατίας, και έναν τέτοιον φόνο ο ιδεαλισμός και η ηθική του Βρούτου μάλλον δεν θα τον επέτρεπαν. Η ηθική αυτή και η προσήλωση στην διαλλακτικότητα και την καλή πίστη σε βαθμό απόλυτο, χαρακτηριστικά, τουλάχιστον στον ηπιότερο βαθμό τους απολύτως δημοκρατικά, σκοτώνουν τελικά τον Βρούτο και αφήνουν όσα κακά πολέμησε να θριαμβεύσουν. Εδώ, βεβαίως, ανοίγει εύκολα η συζήτηση για τους εχθρούς της Δημοκρατίας και την αντιμετώπιση που αυτή οφείλει να τους επιφυλάσσει, αν θέλει, πάντοτε, να διατηρηθεί. Δυστυχώς, όμως, και η συζήτηση αυτή μάλλον παρέλκει.

Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ, φυσικά, του έργου συνεχίζει με τον Κάσσιο. Και πάλι, ίσως θα περίμενε κανείς ότι ο Κάσσιος και ο Βρούτος ταυτίζονται απόλυτα, όμως ούτε αυτό ισχύει. Στην συμμαχία τους, ο Κάσσιος φαίνεται σίγουρα ο πιο πολιτικός και ρεαλιστής, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό του Βρούτου, σε βαθμό, μάλιστα, που για τα δικά του κίνητρα μπορεί κανείς να υποθέσει πολλά.

Ήδη από την πρώτη συνομιλία με τον Βρούτο, στα λεγόμενα του Κάσσιου μπορεί ακόμα κι ένας όχι ιδιαίτερα προσεκτικός αναγνώστης ή θεατής να διακρίνει μια ζήλεια προς το πρόσωπο του Καίσαρα, τον οποίο ο Κάσσιος θεωρεί στις φυσικές και σωματικές δυνατότητες κατώτερο, κι ο οποίος όμως έχει καταφέρει να ανέλθει πιο ψηλά στην ιεραρχία και στην πολιτική. Είναι λογικό, λοιπόν, να απορήσει κανείς αν σκοπός του Κάσσιου είναι να προστατέψει την Δημοκρατία ή, απλώς, να διορθώσει αυτό που ο ίδιος προσλαμβάνει ως αδικία σε βάρος του, κοινώς, δηλαδή, να αντικαταστήσει τον Καίσαρα.

Ο Βρούτος, βεβαίως, φαίνεται να μην κάνει κανέναν από αυτούς του συλλογισμούς, ούτε καν να προβληματίζεται για την ηθική του παλιού του φίλου και συμμάχου, ο οποίος, βέβαια, φροντίζει να καλύψει τα ενδεχόμενα ταπεινά κίνητρα αρκετά καλά, παρουσιάζοντας, λίγο ως πολύ, τον Καίσαρα ως απειλή για την ελευθερία τους. Πιο τρομακτικά, ίσως, είναι τα λόγια του Κάσσιου, αφού μείνει μόνος στην σκηνή. Η παραδοχή, χωρίς περιστροφές, ότι η ευγένεια και η αφέλεια του Βρούτου είναι τέτοιες που μπορεί ο Κάσσιος εύκολα να τον χειραγωγήσει σκιαγραφεί έναν άνθρωπο μάλλον αδίστακτο. Πρέπει, φυσικά, να αναγνωρίσει κανείς ότι στην πολιτική δεν γίνονται όλες οι συμμαχίες πάνω σε αγνές ιδεολογικές βάσεις, αλλά ένας άνθρωπος τόσο ευγενής όσο ο Βρούτος δεν θα χρειαζόταν αθέμιτα μέσα για να πειστεί να λάβει μέρος σε μια ενέργεια πραγματικά αγνή.

Έτσι, μάλλον επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, ο αναγνώστης που στον Κάσσιο εντόπισε κίνητρα άλλα από την σωτηρία της Δημοκρατίας, ενώ κάποιος πιο δύσπιστος ίσως πειστεί από την προσπάθεια του Κάσσιου (με την βοήθεια άλλων συνωμοτών) να δημιουργήσει στον Βρούτο μια εντύπωση δημοφιλίας —που ενδεχομένως να ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα— αλλά και από την τοποθέτηση στο τέλος της συζήτησης με τον Κάσκα: πως η παρουσία ενός ανθρώπου τόσο ευγενούς όσο ο Βρούτος σχεδόν αυτόματα θα αγιάσει κάθε ενέργεια.

Από αυτήν την τελευταία τοποθέτηση καταλαβαίνει κανείς ότι ο Κάσσιος θεωρεί πως όλη η ενέργεια και το σχέδιό τους είναι ηθικά επιλήψιμο, αλλά κάποιος άλλος μπορεί να προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία: άσχετα από το τι πιστεύει ο ίδιος ο Κάσσιος, ανάγκη είναι να έρθει με το μέρος των συνωμοτών και ο λαός της Ρώμης, και σε αυτό ακριβώς θα συμβάλει η παρουσία του Βρούτου. Οι δύο αυτές ερμηνείες, μάλιστα, δεν αναιρούν, απαραιτήτως, η μία την άλλη και πιθανότατα συνυπάρχουν στο μυαλό του Κάσσιου, έτσι που επιβεβαιώνουν τον αρχικό χαρακτηρισμού του Κάσσιου ως αληθινού πολιτικού, και άρα ανθρώπου που συχνά θα βάλει την (δική του) ηθική θεώρηση σε δεύτερη μοίρα.

Πρέπει, βεβαίως, να αναγνωριστεί ότι αυτός ο ρεαλισμός του Κάσσιου κατά πάσα πιθανότητα πράγματι θα έσωζε την Δημοκρατία και την απόπειρα των συνωμοτών, αν ο Βρούτος είχε συμφωνήσει μαζί του να μην δώσει τον λόγο στον Αντώνιο. Σε ένα έργο, λοιπόν, που εκτός από ιστορικό χαρακτηρίζεται συχνά και πολιτικό, ίσως μπορεί κανείς να εντοπίσει την παραδοχή —ίσως και συμβουλή— ότι στην πολιτική δεν αρκούν, καμιά φορά, μόνο οι ιδέες και οι ευγενείς προθέσεις.

Ακόμη, υπ’ όψιν μάλλον πρέπει να ληφθεί και να σχολιαστεί η αυτοκτονία του Κάσσιου. Σε πρώτη, τουλάχιστον, ανάλυση, δείχνει έναν άνθρωπο έτοιμο να πεθάνει για όσα πιστεύει, ακριβώς όπως και ο Βρούτος, έστω κι αν αυτά που πιστεύει ο Κάσσιος δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα. Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Κάσσιος αυτοκτονεί για να γλυτώσει από την πιθανή αιχμαλωσία, αλλά ακόμα κι αυτό το ενδεχόμενο ενισχύει την εντύπωση για έναν άνθρωπο περήφανο, έστω υπερβολικά, και αποφασισμένο να πάει ως το τέλος την προσπάθεια που ξεκίνησε. Δεν μπορεί, επίσης, να μην σχολιάσει κανείς και την φιλία του Κάσσιου με τον Τιτίνιο. Αν και γίνεται σαφές ότι ο καλύτερος και πιο έμπιστος φίλος του Κάσσιου δεν ήταν ποτέ ο Βρούτος, παρόλα αυτά μπορεί κανείς στην φιλία με τον Τιτίνιο να διακρίνει ανθρώπινα χαρακτηριστικά στον Κάσσιο, καθιστώντας μεταξύ άλλων σαφές ότι ακόμα και οι μηχανορράφοι, αν ο Κάσσιος χαρακτηρίζεται έτσι, συνήθως είναι άνθρωποι όπως όλοι οι υπόλοιποι.

Συγκρίνοντας, τέλος, τους δύο πρώτους μεταξύ των συνωμοτών, απαγορεύεται να παραβλεφθεί η αναφορά του Αντωνίου στον νεκρό πια Βρούτο, τον οποίον και αναγνωρίζει ως τον πιο ευγενή ανάμεσα στους Ρωμαίους, αλλά και αυτόν που πάντα δρούσε με μοναδικό στόχο το καλό της Ρώμης. Είναι σαφές ότι η τιμητική αυτή αναφορά για τον Βρούτο μάλλον, έστω και δια της παράλειψης αντίστοιχης μνείας προς αυτόν, μάλλον αποδίδει στον Κάσσιο τον τίτλο του πραγματικού συνωμότη, εκείνου που είχε κίνητρα πιο σκοτεινά —ή πιο προσωπικά, στον βαθμό που αυτά ταυτίζονται.

Έχοντας φθάσει αισίως ως εδώ και υποθέτοντας ότι ο αναγνώστης διαθέτει ακόμα πνευματικές αντοχές, έχει έρθει πια η ώρα να αναφερθούμε και στην ίδια την Ρωμαϊκή Δημοκρατία, της οποίας τα πιθανά ελαττώματα συχνά αναφέρθηκαν παραπάνω.

Εννοείται ότι, με τα σημερινά, τουλάχιστον, κριτήρια, μια δημοκρατία στην οποία μερικοί άνθρωποι αποφασίζουν να σκοτώσουν κάποιον άλλον και να εμπλέξουν όλη την κοινωνία σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο είναι μια δημοκρατία μάλλον προβληματική, έστω κι αν με κάποιον τρόπο και υπό κάποιο πρίσμα η δολοφονία μπορεί να δικαιολογηθεί.

Εδώ, όμως, πρέπει πρώτα από όλα να σχολιαστεί κάτι θεμελιώδες σε οποιαδήποτε συζήτηση περί Δημοκρατίας και εν γένει οποιαδήποτε συζήτηση πολιτική: την Δημοκρατία την κάνουν κυρίως και πρώτα απ’ όλα οι πολίτες. Είναι το κατ’ εξοχήν, ίσως το μοναδικό, μάλιστα, πολίτευμα, στο οποίο η συμμετοχή των πολιτών είναι επιβεβλημένη. Μάλιστα, η «επιβολή» αυτή έχει την δική της ιδιαιτερότητα, να μην είναι επιβολή. Οι πολίτες είναι —πρέπει να είναι— ελεύθεροι να συμμετέχουν ή να μην συμμετέχουν, και η απόφαση για συνεχή συμμετοχή πρέπει, αντίστοιχα, να είναι σχεδόν ενστικτώδης, σχεδόν αντανακλαστική, έτσι που να μην απαιτείται καμιά έξωθεν ή άνωθεν προτροπή.

Εκεί ακριβώς ίσως λανθάνει και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Δημοκρατία: η δυνατότητα του πολίτη —πράγματι, πολλών πολιτών— να μείνουν αδρανείς. Η αδράνεια αυτή είναι που δίνει το ελεύθερο σε ανθρώπους σαν τον Καίσαρα —ενδεχομένως— ή τον Αντώνιο — σίγουρα — να δράσουν, και πολλές φορές όταν τα αποτελέσματα της δράσης τους γίνουν αντιληπτά είναι αργά για να αντιστραφούν με την απλή συμμετοχή.

Βεβαίως, όπως διαβάζουμε και στο Κοιμητήριο της Πράγας του Umberto Eco, κάθε δημοκρατική κοινωνία έχει το δικαίωμα να αυτοκαταστραφεί. Φυσικά και το δικαίωμα αυτό υφίσταται, αλλά μάλλον είναι αντίστοιχο του δικαιώματος του γράφοντος ή του αναγνώστη να πέσουν από το παράθυρο· η —αδιαμφισβήτητη— ισχύς του δικαιώματος δεν σημαίνει ότι πρέπει και να ασκείται[9]. Έτσι και η δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει —ή θα περιμέναμε να θέλει— να αποφύγει την καταστροφή. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, σκηνές όπως αυτές που έλαβαν χώρα στο Κολοσσαίο ίσως θα έπρεπε να ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά κάποιου δημοκρατικού πολίτη. Εννοείται ότι τα αντανακλαστικά του Βρούτου ενεργοποιήθηκαν, αλλά μάλλον δεν υπήρχαν και πολλοί σαν κι αυτόν στον λαό της Ρώμης.

Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να εντοπίσουμε και το βασικό ελάττωμα που έχει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία: οι πολίτες της είναι ένας όχλος, έτοιμος να παρασυρθεί από έναν ικανό ρήτορα σε μονοπάτια επικίνδυνα. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικοί απαγορεύεται να είναι καλοί ομιλητές. Κάθε άλλο. Απαραίτητο, όμως, είναι οι πολίτες να μπορούν να διακρίνουν πότε μία ομιλία θέτει σε κίνδυνο κάποιες βασικές αρχές της Δημοκρατίας και πότε όχι. Να κατανοούν, δηλαδή, με σημερινούς όρους, ότι μια ενδεχόμενη διαφωνία για ζητήματα φορολογικά είναι απολύτως θεμιτή και οι διαφωνούντες είναι πολιτικοί αντίπαλοι, ενώ ένας λόγος που σταθερά υπονομεύει την λειτουργία της δικαιοσύνης και βάλλει κατά βασικών θεσμών και δικαιωμάτων είναι λόγος που εκφέρεται από έναν εχθρό της Δημοκρατίας.

Φυσικά, η αρχική στάση του ακροατηρίου δεν είναι λανθασμένη.

Α’ ΠΟΛΙΤΗΣ: Εγώ θ’ ακούσω τον λόγο του Βρούτου.
Β’ ΠΟΛΙΤΗΣ: Εγώ του Κάσσιου, και να συγκρίνουμε στους λόγους
ό,τι ξεχωριστό μας πει ο καθένας.

Πράγματι, κάπως έτσι λειτουργεί η Δημοκρατία. Οι πολίτες ακούν και, ο καθένας με τα δικά του κριτήρια, αποφασίζει. Αναγκαίο, όμως, είναι αυτά τα κριτήρια, πάρα τις αυτονόητες διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο, να έχουν και μία εξίσου αυτονόητη σύγκλιση σε ό,τι αφορά στα όρια του τι είναι δημοκρατικό και τι όχι, στο πότε κινδυνεύει η Δημοκρατία και πότε είναι ασφαλής. Αυτή η κρίση μάλλον απουσιάζει από τους πολίτες της Ρώμης, και γι’ αυτό λίγο αργότερα παρασύρονται και φωνάζουν ότι οι συνωμότες είναι «αχρείοι, φονιάδες!». Βεβαίως, δεν απαγορεύεται να αλλάζει κανείς γνώμη, και μάλιστα η δογματική και αδιάλλακτη επιμονή δύσκολα θα χαρακτηριζόταν ιδανική. Οι γνώμες διαμορφώνονται μέσα σε κάποιο πλαίσιο γεγονότων και καταστάσεων, και όταν αλλάζουν οι καταστάσεις επόμενο είναι κάποιοι άνθρωποι να αλλάξουν γνώμη. Ιδανική ίσως χαρακτηρίζεται η προσήλωση σε ορισμένες θεμελιώδεις αξίες, οι οποίες σε οποιαδήποτε κατάσταση υπαγορεύουν, τρόπον τινά, τον σχηματισμό της γνώμης. Έτσι, είναι δυνατόν από την μία ιστορική στιγμή στην άλλη να αλλάξουν οι ρόλοι του σφαγέα και του θύματος της τυφλής βίας. Η τοποθέτηση, όμως, χωρίς δεύτερες κουβέντες, με το μέρος του θύματος είναι κάτι που μάλλον δεν αλλάζει τόσο εύκολα —ή, τουλάχιστον, σε αυτό μπορούμε να ελπίζουμε.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, και για να μην μακρηγορούμε άσκοπα —παρόλο που το έργο είναι και πολιτικό— επιστρέφουμε στους Ρωμαίους πολίτες για να εξετάσουμε υπό ποιες συνθήκες μετέβαλαν την στάση τους τόσο δραστικά. Αν προσέξουμε τον λόγο του Αντωνίου, θα δούμε ότι είναι ένας λόγος που απλώς κολακεύει τους πολίτες, ένας λόγος που αποσκοπεί στο να κινήσει τα πιο ταπεινά ένστικτα, ίσως να τους δημιουργήσει τύψεις —άρα, οργή— που δεν απέτρεψαν τον θάνατο ενός ανθρώπου που —όπως λέγεται— τόσο τους αγαπούσε. Είναι ένας λόγος, επομένως, βασισμένος αποκλειστικά στο συναίσθημα, σε αντίθεση με τον λόγο του Βρούτου και, υποθέτουμε, του Κάσσιου, που παραθέτουν ένα επιχείρημα μάλλον λογικό.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο λαός της Ρώμης μάλλον είναι μία μάζα ανθρώπων που αποφασίζει μόνο —ή κυρίως— με το συναίσθημα, αφήνοντας την λογική σε δεύτερη μοίρα και καθιστώντας, έτσι, τον εαυτό του βορά κάθε δημαγωγού αρκετά προικισμένου. Φυσικά, κάποιος θα πει ότι οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν, και πράγματι κάποιος που επιβουλεύεται την Δημοκρατία θα αναδειχθεί μόνο αν βρεθούν αρκετοί να τον υποστηρίξουν. Τότε, ίσως βρεθεί κάποιος πιο αυστηρός να διατυπώσει την κρίση πως ο συγκεκριμένος λαός δεν αξίζει να έχει Δημοκρατία, αλλά κάποιος θα απαντούσε ότι ακόμα κι αυτή η κρίση επιβάλλει στην μειοψηφία τις ορέξεις της πλειοψηφίας σε σημείο που δεν είναι δημοκρατικά ανεκτό.

Ένας τέτοιος λαός, όμως, ή τουλάχιστον η πλειοψηφία του, δύσκολα θα καταλάβει ότι πήρε την απόφαση να αυτοκαταστραφεί. Μόνο όταν οι φλόγες του πολέμου φτάσουν έξω από τα σπίτια των πολιτών. Αλλά τότε είναι αργά. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι αν εχθροί της Δημοκρατίας είναι —και πράγματι είναι— αυτοί που θέλουν να την καταλύσουν, να σπείρουν το χάος όπως ο Αντώνιος, τότε οι καλύτεροί τους σύμμαχοι είναι πολίτες που παρασύρονται άκριτα, αλλά και οι κρίσιμες —έστω— μειοψηφίες που απλώς επιλέγουν να σιγήσουν. Εδώ βεβαίως αξίζει να γίνει κουβέντα και για τους θεσμούς μιας Δημοκρατίας, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες επίσης δρουν ως ανάχωμα, αλλά αν και παρέλκει, η συζήτηση αυτή απλώς θα μας δείξει για άλλη μια φορά πόσο προβληματική ήταν η Δημοκρατία της Ρώμης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν άξιζε να πιστεύει κανείς σε αυτήν, καθώς οι πολίτες αλλάζουν και οι θεσμοί φτιάχνονται, έστω μετά από πολύ καιρό και πολλή προσπάθεια.

Δεν πρέπει, βεβαίως, να λησμονούμε ότι η οποιαδήποτε μειοψηφία ή πλειοψηφία —όροι που στην Δημοκρατία αλλάζουν θέση συχνά— απαιτούν και τους ηγέτες τους για να κινητοποιηθούν. Όμως, οι ηγέτες αφενός θα αναδειχθούν μέσα από τις τάξεις των ομοϊδεατών τους και αφετέρου θα καταφέρουν ελάχιστα μόνοι τους, καθώς ήδη σχολιάσαμε πως η Δημοκρατία είναι πολίτευμα συλλογικό. Άλλωστε, κάθε ηγέτης εκ των πραγμάτων χρειάζεται κάποιους των οποίων ηγείται, διαφορετικά είναι, απλώς, ένας ομιλητής.

Έτσι, λοιπόν, όσο μεγάλη κι αν είναι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η ευθύνη που δικαίως καταλογίζεται σε έναν ηγέτη, αντίστοιχα είναι μεγάλη και η ευθύνη των πολιτών που επέλεξαν τον ηγέτη, έτσι ώστε να είναι απαράδεκτο να κρύβεται κάποιος από τους δύο πίσω από τον άλλον.

Το πλαίσιο λειτουργίας της Δημοκρατίας, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι αυτό και είναι ένα πλαίσιο απαιτητικό για όλους, αφού απαιτεί, πρωτίστως, ο πολίτης να σέβεται τον εαυτό του ως πολίτη και φορέα μερικών βασικών ελευθεριών, ικανό, μάλιστα, να ξεχωρίσει πότε και πώς πρέπει να τις ασκεί και να τις υπερασπίζεται. Και η ελευθερία αυτή είναι ακριβώς η δυσκολία της Δημοκρατίας: πρέπει ο καθένας να εντοπίσει και να έρθει αντιμέτωπος με τις ευθύνες του. Διαφορετικά, μάλλον δεν μιλάμε για Δημοκρατία.

ΑΝ ΕΠΙΛΕΞΟΥΜΕ, και ίσως είναι φρόνιμο, κάπου εδώ να κλείσουμε την συζήτησή μας και να αφεθούμε στο ίδιο το έργο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σχολιάσαμε ή έστω αγγίξαμε όλα όσα άξιζε να σχολιαστούν. Η εξαγωγή συμπερασμάτων είναι, βεβαίως, υπόθεση προσωπική του κάθε αναγνώστη ή θεατή του έργου, και έτσι τα όποια περαιτέρω συμπεράσματα του γράφοντος, έστω και αν εξάγονται μέσα από τους δαιδάλους του παρόντος κειμένου, μάλλον παρέλκουν, και τελικά ελπίζουμε ότι το κείμενο, αν δεν τυράννησε υπερβολικά τον αναγνώστη, θα χρησιμεύσει περισσότερο ως τροφή για σκέψη, όπως άλλωστε και το ίδιο το έργο.

***

[1] Roman tragedies, στα αγγλικά. Εκεί εντάσσονται και τα Αντώνιος και Κλεοπάτρα και Κοριολανός.

[2] Οι διαφορές μεταξύ της ιστορίας που αφηγείται ο Πλούταρχος και αυτής που παρουσιάζει ο Σαίξπηρ, στις οποίες δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά, μπορούν όλες να δικαιολογηθούν αν αναλογιστεί κανείς την φύση του θεάτρου, τις περιορισμένες —ειδικά την ελισαβετιανή εποχή— δυνατότητές του, αλλά και την επιθυμία του συγγραφέα για αποφυγή της πλήξης και ένταση της αγωνίας.

[3] Για τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα φρόνιμο θα ήταν να μην γίνει εκτεταμένος λόγος. Αρκεί να σχολιαστεί επιγραμματικά πως τα κίνητρά τους ήταν μάλλον πιο ταπεινά —προσωπικά και ερωτικά—, η μοίρα τους ήταν η επιτόπια θανάτωση και οι τιμές που τους αποδίδονται, μαζί με τον όρο τυραννοκτόνοι είναι έργο μεταγενέστερων Αθηναίων, με ρητό ή άφατο σκοπό να επισκιάσουν την σπαρτιατική συνεισφορά στην αποτίναξη της τυραννικής διακυβέρνησης των Πεισιστρατιδών, παρουσιάζοντάς την ως έργο αποκλειστικά της Αθήνας και των Αθηναίων.

[4] Σε ελεύθερη απόδοση του γράφοντος.

[5] Πηγή της καταμέτρησης:

https://www.shakespeareswords.com/Public/LanguageCompanion/CharactersParts.aspx

[6] Σημειώνεται, έστω για λόγους ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, ότι γενικότερα ο αριθμός των στίχων οποιουδήποτε χαρακτήρα δεν πρέπει από μόνος του να αποτελεί ικανό αξιολογικό κριτήριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ανώνυμος και αναφερόμενος μόνο με την ιδιότητά του υπηρέτης του Δούκα της Κορνουάλης στον Βασιλιά Ληρ: εκφωνεί, όλους κι όλους, 10 στίχους, κι όμως το περιεχόμενό τους κανείς δεν μπορεί να το αγνοήσει.

[7] Αγνοούμε, για λόγους συντομίας, το ιστορικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και άσχετο με όσα συζητάμε, παράδειγμα της ανταρσίας του 47 π.Χ.

[8] Με τον οποίο ίσως διαφωνήσουν ο Αριστοτέλης, ο Κομφούκιος, αλλά και η ίδια η σαιξπηρική φιλοσοφία —αν υφίσταται και, κυρίως, αν μπορεί να ανιχνευθεί— όπως εκφράζεται στο σονέτο 103.

[9] Να ασκηθεί, μάλλον, μιας και οι εξακολουθητικοί χρόνοι δεν είναι απόλυτα συμβατοί με το ποιον της πράξης.