Παρουσίαση 4 βιβλίων * Κώστας Κρεμμύδας

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

Ζέφη Δαράκη, Συναντήσεις στο άβατο, Ποίηση, εκδ. Ύψιλον, 2021, σελ.95

Να επινοείς τον εαυτό σου σαν σκιά που σου ξέφυγε πάλι…
ή Το ακατοίκητο της γραφής

Μην αρπάζεσαι από την άκρη ενός Αγγέλου
μου σκιάζεις τη σιωπή
Τη θέλω

Είκοσι έξι ποιητικές συλλογές, τρεις συγκεντρωτικές εκδόσεις, ποίηση για παιδιά και μεταφράσεις η πλούσια συμβολή της Ζέφης Δαράκη στα ελληνικά γράμματα από το 1967. Η νέα ποιητική της συλλογή Συναντήσεις στο άβατο είναι αφιερωμένη στον γιο της Γιάννη Λεοντάρη και χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: Μουσικός στα τρένα …όταν έσπασαν οι χορδές της κιθάρας σου/ στον τελευταίο σταθμό –γιατί χάθηκες;…»], Το φεγγαρόφωτο, Αστρίφωτο φως, Θροΐζουν. Ανάμεσα στο φως, τη σκιά και τη σιωπή κυλά ένας βαθειά λυρικός, αισθαντικός, στο διηνεκές θλιμμένος ποιητικός τόνος [«Ο θάνατός μου, σου ψιθυρίζω,/ δεν θ’ αφορά εμένα Αλλά/ τα δάκρυά σου για μένα»]. Εκεί όπου περισσότερα υπονοούνται παρά διατυπώνονται. Όπως τουλάχιστον υποδηλώνουν τα αποσιω-ποιητικά στην αρχή πολλών ποιημάτων: «…/ Περαστικό μου/ όμορφο τίποτα μίλησέ μου [ ]Νύχτωσέ με σκοτάδι δεν βλέπω παρά μονάχα/    ακούω τα βήματά μου/ από έναν περαστικό». Μια αόρατη αλλά και γιατί  όχι ορατή θλίψη κατά το Ευαγγελικό «ορατών τε πάντων και αοράτων».

Πολλοί εναγωνίως εξακολουθούν ν’ ατενίζουν την ποίηση, σημάδι αισθήματος ευθύνης, ανησυχίας αλλά και εγρήγορσης. Η Ζέφη Δαράκη μιλά εν γένει για το φαινόμενο: «…/ Επειδή υπάρχουνε πλήθη/ ανώνυμων θανάτων όταν/ τελειώνει ο Θεός Επειδή/ στα πίσω δωμάτια/ ή σε ανώνυμα μπαρ λιμνάζουν/ ποιητές κατηφείς/ ανάμεσα σε αδικαίωτους στίχους// γι’ αυτό υπάρχουν ακόμη άγρια στάχυα/ υπάρχουν νυχτολούλουδα να/ παρηγορούνε/ ακαλλιέργητους κήπους».  

Διακόπτει φράσεις, έννοιες, σκέψεις, αναποφάσιστη αφήνοντας μετέωρη και εν κενώ φαινομενικώς αδιευκρίνιστους στίχους μα στην ουσία σαφέστατα διατυπωμένους στη σκέψη ή τη διαίσθησή μας: ισορροπία ανάμεσα στην «τρομερή γλυκύτητα που [την] καταστρέφει» και στο «ν’ αποφασίζω έπρεπε να μη/ μείνω α ν α π ο φ ά σ ι σ τ η/ έμεινα».

Βαθειά σύγχρονη, άμεση, ακριβής, επίκαιρη και διαχρονική: «η ονειρώδης φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ/ σαλεύει μέσα μας/ πυρπολημένα φαντάσματα στην προκυμαία/ Τραγούδια σπασμένα σκαλοπάτια με κηλίδες αίμα/ Και η ζωή μια βυθισμένη επανάσταση», άδει εν απουσία μας και για λογαριασμό μας. Κι όμως παρόντες άπαντες. Και σε αυτή τη συλλογή. Με τον ανεπαίσθητο ερωτισμό όχι απλά στη ζωή αλλά και προς τον θάνατο:

Πυγολαμπίδα ανάμνηση
κι ανέγγιχτο άγγιγμα
                     Εμένα σιγά σιγά
με τυφλώνει το μέλλον

 Θα σταματήσω να μιλώ

για την εσταυρωμένη στον καθρέφτη [ ]  Κι αλλού: «Ο θάνατός μου, σου ψιθυρίζω,/ δεν θ’ αφορά εμένα Αλλά/ τα δάκρυά σου για μένα».

Θα συμφωνήσω με τη Ζέφη Δαράκη ότι «ο κόσμος θα ομόρφαινε αν/ δύο και δύο,/ κάναν τίποτα». Άλλωστε «…/ Το ποίημα έχει/ Το δικό του παράφορο παρόν// Ύστερα/ κλείνει τα ουράνια πίσω του/ και χάνεται/ σαν φτερούγα νεκρού». Εξυπακούεται, το καλό ποίημα.

***

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Ποίηση, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021, σελ. 50

Γράφω, γραφή, γράμματα και ιστορίες ποίησης

Τι απομένει τελικά από το απειροελάχιστο πέρασμά μας εν ζωή στην κοσμική τάξη πραγμάτων; Ποιητικά-υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και εναύσματα που αντλεί η Χλόη Κουτσουμπέλη από συμβάντα, συγγραφείς, ποιητές, βιβλία για να μεταπλάσει σε στίχους. Άραγε είναι παράτολμη η τέχνη; Θέλει η ποιήτρια να μας δείξει πόσο συγγενικά με το παράλογο η ποίηση βαδίζει; Αυτόχειρες και μελλοθάνατοι οι συγγραφείς ή απλώς βρισκόμαστε σε αέναη επανάληψη και συνεχή διάλογο εν εξελίξει με εποχές, γεγονότα, ιδέες; Συμβολικά ξεκινά μ’ ένα άγνωστο γλυπτό της κλασσικής αρχαιότητας, αυτό της Κόρης Φρασίκλειας που φιλοτέχνησε ο Αριστίων ο Πάριος και βρέθηκε μόλις το 1972 στον δήμο Μυρρινούντος που έχει ταυτίζεται αρχαιολογικά στην σημερινή τοποθεσία Μερέντα στα Μεσόγεια κοντά στο Μαρκόπουλο. Αυτήν τη συνέχεια αποζητά κι εξελίσσει ποιητικά η Χλόη δίνοντας σύγχρονη υπόσταση σε όσα υπήρξαν. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο σκεπτικό στις επιλογές των συγγραφέων που παραθέτει ή είναι απλώς κομμάτι ο καθένας προσωπικών της προτιμήσεων. Πολλοί έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την αυτοχειρία: η Σύλβια Πλαθ στα 31 της, η Ανν Σέξτον [που δεν κατονομάζεται αλλά αισθάνομαι πως προκύπτει εμμέσως απ’ τα γραφτά της Χ.Κ.] στα 46 της, νεότατος ο Λόρδος Βύρων σχεδόν εξεβίασε το τέλος του, 26 ετών βαριά φυματικός αναχώρησε ο Κρυστάλλης, στα 37 του ο Βαν Γκογκ, 32 ετών ο Κώστας Καρυωτάκης… Ακόμη και η δασκάλα Άννι Έντσον Τέιλορ που στις 24 Οκτωβρίου 1901, στα 63α γενέθλιά της, διάλεξε να πέσει από τους καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε ένα βαρέλι προκειμένου να εξοικονομήσει κάποια λίγα χρήματα απ’ το παράτολμο εγχείρημά της, θα μπορούσε να προσμετρηθεί στους εν δυνάμει αυτόχειρες. Έστω κι αν τελικά επέζησε με μικροτραύματα: «Στον τάφο μου ας γράψουν:/ Άννι Έντσον Τέιλορ/ Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα

«Καρπός σκεβρωμένου δέντρου χωρίς φύλλα» υπήρξε ο Διονύσιος Σολωμός που μοιάζει ν’ απολογείται για τη λατρεία του σε μια μητέρα-σάβανο: χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω/ εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,/ παιδί άπιστης μάνας/ αδελφός ξένων παιδιών/ εραστής άυλων γυναικών./ Ποιητής.

Στην περίπτωση του Βαν Γκογκ η Κ. στέκεται στο συμβάν του αυτοτραυματισμού του ζωγράφου, που αισθάνθηκε εγκαταλειμμένος απ’ τον προστάτη αδελφό του, μόλις πληροφορήθηκε στο Κίτρινο Σπίτι της Αρλ ότι ο Theo ετοιμαζόταν για γάμο. Από τα ποιήματα της Χλόης παρελαύνουν επίσης ο Καββαδίας, η Έμιλι Ντίκινσον, το γνωστό παραμύθι του 1734 Ο Τζακ και η φασολιά, Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ, η Όλγα, η Μάσσα και η Ιρίνα Πραζόρωφ από το θεατρικό δράμα του Τσέχωφ Τρεις αδελφές,  η Ηλέκτρα από την καταραμένη γενιά των Ατρειδών, η Λήδα και ο κύκνος Ζευς: «Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:/ Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό», γράφει εύστοχα η ποιήτρια. Ένα είδος ομφαλού της γης. Είθε.

***

Δημήτρης Αθανασέλος, Το πρόσωπο εντός μου, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2021, σελ. 61

 Έντονο θεατρικό ύφος [«Στην εξώπορτα οι φράκτες υψώνονται ψηλοί / το εσωτερικό δυσδιάκριτο. Δίπλα στην ιτιά…»], απλή καθημερινή γραφή, ένα έντιμο ξεκίνημα. Ίσως λείπει συχνά μια δεύτερη γνώμη και μια καλή επιμέλεια να μας απαλλάξει από τα περιττά, να δώσει αιχμή σε όσα αξίζει να ειπωθούν, να προλάβει επαναλήψεις, ασάφειες [«Ήταν τότε που το βίωμα ήταν μέτρα, χιλιόμετρο πιο ψηλό από την όποια έννοια και ερμηνεία»], να αναδιατάξει στίχους, στροφές, σημεία στίξης ώστε εύκολα να ρέει το ποίημα, να δημιουργεί συγκίνηση και να συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Π.χ.: «η ιτιά που δεν κλαίει γιατί νιώθει πως έκανε το χρέος της». έστω «παιχνίδι» με την ιτιά κλαίουσα. Όμως μια μετοχή αντιπαραβάλλεται με το όμοιό της: «χαμογελούσα ιτιά». Ο περιφραστικός τύπος μάς βγάζει από τη δυσκολία της ποίησης. Συνήθως η ποίηση δοκιμάζεται στα δύσκολα. Ακριβολογεί. Η υπόλοιπη πρόταση: «γιατί νιώθει πως έκανε το χρέος της» μάλλον μετέωρη: ποιο χρέος;

Σελ 47 το παρενθετικό «εγώ, πυροτεχνουργός της ευτυχίας» βρίσκεται ανάμεσα σε δυο ανόμοιες παύλες. Οι στίχοι «δεν ακούστηκε κρότος/ μέσα σε κρότους κυλάει η ζωή μας» ασφαλώς είναι ευθεία αναφορά στον Μίλτο Σαχτούρη [μέσα σε κρότους/ μέσα σε κρότους/ κύλησε η ζωή μου]. Θ’ άξιζε ν’ αναφερθεί στις Σημειώσεις της σελ. 59. Σελ. 29 η σκέψη τραβά την ανηφόρα. Στίχος που έχει ευθεία αναφορά στον Θεοδωράκη: η ζωή τραβάει την ανηφόρα/ με σημαίες με σημαίες και με ταμπούρλα.

Ο Δ.Α. είχε να διαχειριστεί ένα υλικό που ενδεχομένως στο μέλλον βρει την ακρίβεια και την ισορροπία του. Καλή οργάνωση χρειάζεται, αναδιάταξη λέξεων, απαλλαγή των περιττών, διάβασμα κι επιμονή. Είναι προκλητικός ο δρόμος της ποίησης.

 ***

Γιώργος Κουτούβελας, Απόσπασμα Δυτικού Πολιτισμού, Ποίηση, σκίτσο εξωφύλλου Κωστής Γκιμοσούλης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2018, σελ. 56

 Έβδομη συλλογή του δραστήριου Γιώργου Κουτούβελα  που προτάσσει, ως μότο των ποιημάτων του, στίχους του Αλέκου Παναγούλη γραμμένους το 1969 κάτω από απάνθρωπες συνθήκες ως έγκλειστος της δικτατορίας: «Πόσο φτωχή του Δάντη η φαντασία/ της κόλασης σαν έπλαθε εικόνες/ εμείς ξέρουμε/ Πιο φοβερές εικόνες στη ζωή/έχουμε ζήσει». Πολλά έχουν από τότε αλλάξει μολονότι τα βασανιστήρια εξακολουθούν απρόσκοπτα να βαραίνουν κράτη και συνειδήσεις. Ο Παναγούλης πέθανε, κάτω από αδιευκρίνιστες ακόμη συνθήκες, ενώ η κυρίαρχη αντίληψη της κοινωνίας –δυστυχώς ακόμη και στον καλλιτεχνικό χώρο– στρέφεται από ετών σε πιο ανάλαφρες εκδοχές με την ποσότητα να μας κατακλύζει και την ποιότητα να δυσανασχετεί.

Η συλλογή του Κ. χωρίζεται σε δυο ενότητες: κόλαση και παράδεισος. Άλλωστε το ένα προϋποθέτει πάντοτε το άλλο. 

Ποίηση οργισμένη –σημάδι νεότητας. Βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν ψυχραιμότεροι στίχοι. Άλλωστε η ποίηση δεν εξαγριώνεται μήτε εξαγριώνει. Λειτουργεί νηφάλια και διαλέγεται ήρεμα. Ακόμη κι όταν τη στέλνουν στην πυρά. Ιεροεξεταστές και μη. Αυτή η δύναμη και υπεροχή της. Δεν ξέρω αν οι σπουδές στη Θεολογία, που παρά τις λιγοστές εξαιρέσεις της [βλ. Σάββας Αγουρίδης], παραμένει πιστή σε εμμονές και θέσεις παρωχημένες, έχει βαρύνει στην πορεία του Γ.Κ. πάντως στην ποίησή του οι αναφορές στο θείο, έστω και εξανθρωπίζοντας το, επανέρχονται με συχνότητα: «Πίστεψε στον Θεό κι έμαθε να παίζει πόκερ», «Μόνο ένας μικρός πάνινος θεάνθρωπος, σταυρωμένος πάνω της,/ θα εξύψωνε την όλη συγκίνηση», «Όταν προσευχόμασταν, ο Θεός είχε στη διαπασών/ σκυλάδικα και δεν μας άκουγε», «για καθεμία εκκλησία του Άη Γιώργη… ».

Ποίηση κοινωνικής ευαισθησίας και πολιτικής πράξης. Με ζωντανά δείγματα μιας ρεαλιστικής, κάποτε επαναστατημένης γραφής.

Ο Χριστός αναζητείται σχεδόν σε ολόκληρο το βιβλίο. Σημάδι εσώτερης πίστης; Κάθε πιστεύω παραμένει σεβαστό. Ιδίως όταν αφορά απτά και όχι άυλα. Πάντως [θεωρητικά] η χριστιανική θρησκεία διακρίνεται για τη μεγαθυμία της. Ας το δούμε και στην ποίηση. Ίσως ποιήματα όπως αυτό της σελίδας 45 «Συμβουλή», να περιττεύουν. Μακριά από μας η καθοδήγηση. Αρκετούς ινστρούχτορες, από τη γαλλική instructeur = καθοδηγητές, συμβουλάτορες, παράγει το μιντιακό και πολιτικό σύστημα εσχάτως. Και μάλιστα εν μέσω καπιταλισμού. Κι ας μάθαμε από το ΚΚΣΕ τον όρο. Έγραφα τα παραπάνω πριν διαβάσω και το ποίημα για τη συμβολή του Μαξ Βέμπερ στον δυτικό πολιτισμό.

Κώστας Α. Κρεμμύδας