Η επιστροφή ✽ Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 


Η πολυθρόνα στεκόταν άδεια στην άκρη της προβλήτας. Δεν την πλησίαζαν ούτε τα ζωντανά, λες και δεν άντεχαν το βάρος της επίκρισης γι’ αυτή την πολυτέλεια. Το βλέμμα του δεν παραμέριzε από το σχήμα της. Την άφηνε να παρεμβαίνει στο κάδρο. Στην απέναντι στεριά ξεχώριζε μια κορφή κυπαρισσιού. Μόνο. Οι πόνοι ξεχύνονταν σαν μαύροι ίσκιοι γύρω του. Κι έτσι όπως έπαιζε η εικόνα, στην προσπάθειά της να καλύψει την απόσταση, άφηνε κάποιους ήχους να φτάνουν κάθε φορά που ο αέρας φύσαγε προς το μέρος του. 

Αναρωτήθηκε: «Αν τεντωθώ θ’ ακουμπήσω τη νοσταλγία μου κάτω από τον λιγνό του ίσκιο;». Άπλωσε το κορμί του στην ψάθα την αλατισμένη και το έσυρε στα πόδια της θάλασσας. Έκλεισε τα μάτια και ανακάλεσε τις στιγμές πριν τη σιωπή. Το κύμα στάθηκε βουβό, έτοιμο ν’ ακούσει την ανάγκη του.

«Γύρισα» είπε στα θολά.

«Γύρισες» είπε κι η θάλασσα. «Όμως πού;».

Η σκέψη του αντέκρουε τις αισθήσεις του. Τίποτα απ’ όσα άφησε φεύγοντας δεν είχε σταθεί πάνω απ’ το χώμα. Πέτρες και ψυχές ένας σωρός καθώς οι μνήμες του πάλευαν να στηθούν κάτω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα.

Ο ποιητής ταξίδεψε – πάνε χρόνια – φώναζαν τα νερά. Πάνω στο μνήμα το κρανίο ενός σκυλιού κι ούτε καντήλι ούτε απολειφάδι από κερί. Τι άλλο έμενε πέρα απ’ τα λόγια μερικών που καμαρώνουν πως τον γνώριζαν; Ήτανε τάχα αυτόχειρας ή κέρδισε το χρόνο του ασπρίζοντας από το βάρος της σοφίας, που ποτέ δεν αποχτιέται ολόκληρη;

Κομμάτια αρμύρας, ξεραμένα στα χαλίκια, τις πρόσκαιρες γεύσεις φώναζαν στους περαστικούς. Ουτοπία και οι φωνές των σειρήνων, έρχονταν από κόσμο αρχαίο που δεν κατακτήθηκε ποτέ. Στην ώρα πάνω, άρχισε να κατεβαίνει ένα σύννεφο άσπρο και τον τύλιξε, πηχτό σαν να ’ταν υφαντό σεντόνι –στημόνι υφάδι σφιχτά δεμένα με χτυπήματα γερά.

«Πόσα θυμάσαι;» ρώτησε ο νους.

«Τρία θαρρώ σαν τα λαλήματα του κόκορα, που πεθαμένους δεν ξυπνάει μόνο μετράει τις αύρες όσων απομένουν».

«Και πόσες είναι;» 

«Τρία λαλήματα» έτριξε η πολυθρόνα ετούτη τη φορά.

«Είναι καιρός» βγήκε απ’ το κύμα η φωνή της θάλασσας.

«Ήρθε ο καιρός να φύγουμε χαιρέτα» έκρωξε και η κάργια επιτρέποντας στο το κυπαρίσσι να σταθεί όρθιο.

Ήταν καιρός, σκέφτηκε κι αυτός, να σηκωθεί ν’ αφήσει πίσω του τη γη.

«Μην απαντάς!» βουίξανε τα κύματα.

Δε είπε λέξη. Παράτησε τη σάρκα του να τη χαρούνε ακίνητη. Δεν θα μιλούσαν άλλο για σμιξίματα, μόνο για χωρισμούς ’πο δω και πέρα.