Το κτήριο ανέκφραστο
Εχεμύθεια σφηνωμένη στους σοβάδες
στους ξεχειλωμένους διαδρόμους
Οι φάκελοι κρατάνε μυστικά
Μην τους εμπιστεύεσαι
Ένα πρωί αρχειοθετούν την αποκαθήλωση
ξεκρεμάνε από τους τοίχους όλα τα κάδρα
Απομένουν σημάδια σταύρωσης και ίχνη από καρφιά
Φιγούρες κρέμονται ανάποδα
ζωγραφισμένες με βρώμικο νερό
Κάποτε θυμίζουν άνθρωπο
άλλοτε ζώο που το δαγκώνουν και δαγκώνει
λίγες φορές τον Ιησού δωδεκαετή
την ώρα που γλυκά τον μαλώνει η μητέρα Παναγία
Πιο πολύ σαν κερδίζουν μέσα σου φωνή
έχουν πολλά να εξιστορήσουν
Για τον παππού πατριάρχη με ένα κάρβουνο στα χείλη
κι όταν φιλά μαυρίζει τα επόμενα φιλιά
Τον πατέρα που γυρνάει μεθυσμένος από την άλλη
και ρίχνει στο τασάκι δυο βρισιές
να σβήσει τα σημάδια
Το παιδί που γεννήθηκε σε μια περιπέτεια ή βιασμό
Στο σχολείο «αγνώστου πατρός»
κι όλοι ακουμπάνε τους ψιθύρους βόλια
πίσω από την πλάτη του
Τη γυναίκα με τα περίεργα σημάδια στον λαιμό
Δένει σφιχτά γύρω ένα χοντρό φουλάρι
πνίγεται κι όλοι νομίζουν πως κρυώνει
Το κορίτσι που θυμάται ένα αλλιώτικο χάδι
κάπου εκεί στα έξι
και τώρα στα δώδεκα μαθαίνει στο σχολείο
πως ο θείος δεν την αγαπούσε
Το αγόρι που του δένουνε λέξεις βαριές στα πόδια
και το πετούν στη θάλασσα
να μάθει να κολυμπά στον οχετό
Τη γυναίκα που καθαρίζει μια ζωή κρεμμύδια στην κουζίνα
για το στιφάδο που του αρέσει
μα ο λαγός σαν παραμύθι βγάζει φτερά
πετάει μια μέρα απ’ το ταψί
αφήνοντας φωτογραφίες στολισμένες στο σαλόνι
ενθύμια κυνηγετικού περιπτέρου
Τη σάρκα που ξεπουλιέται κάθε βράδυ
για να μην αγοράσει
τζάμπα την ανέχεια
Την έφηβη που το σκάει απ’ το σπίτι
περνώντας μέσα από καθρέφτη ματωμένο
Τη γυναίκα που σπάει μια μέρα τη χρυσή βέρα
και ερωτεύεται τα ασημένια δώρα της σελήνης
Όσοι τη βλέπουν μες στο φως
με τα παράξενά της μάτια
τρελή λένε πως είναι γιατί αυτοί
γεννήθηκαν γνωστικοί και δυστυχείς
Αρχειοθετείται
Η ευημερία δεν είναι πια κοινωνική
Πίσω από σάπιες πόρτες
ξεριζώνει τα μάτια
κατασπαράζει το δέρμα
Μένει μόνο με τα κόκαλα
κι έτσι ταυτοποιείται.