Ελένη Νανοπούλου * H ΦΩΛΙΑ

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Την είδα τώρα τελευταία μόνη της. Λες κι είχε χάσει από το ύψος και την κορμοστασιά πόντους, ζωντάνια και αίγλη. Και παραμιλούσε. Όπως πολλοί άνθρωποι στο δρόμο τα τελευταία δύσκολα χρόνια. Ατημέλητη και κακοβαμμένη στο πρόσωπο, σα να μην έβλεπε στον καθρέφτη τι έκανε ακριβώς. Είχε πάρει μπογιές, κραγιόν, ρουζ κι είχε δημιουργήσει ένα πίνακα άγριο, εξπρεσιονιστικό: το πρόσωπό της. Απέστρεψα το βλέμμα μου με κάποια δυσφορία.

Είχα πολύ καιρό να την συναντήσω. Και το κέντρο της πόλης μας –το χωριό μου εδώ και τριάντα χρόνια– είναι η καλύτερη ευκαιρία για να δεις γνωστούς, συγγενείς και φίλους χωρίς ραντεβού. Έτσι απλά, στο δρόμο. Στις τρεις λεωφόρους και στα ενδιάμεσα κάθετα ή παράλληλα στενά που περιτριγυρίζουν και ορίζουν το κέντρο. Δημοτικό Θέατρο, Δημαρχείο, Ναός, Αστυνομία, Πλατεία. Εκεί γύρω καφετέριες, ουζερί, μπαρ και καταστήματα. Όλο και κάποιον θα δεις . Έτσι βλέπαμε συχνά πυκνά και τις δύο αδελφές να περπατάνε πάντοτε παρέα κι όλοι να τις κοιτάζουν με περιέργεια, ακόμα κι όσοι τις είχαμε δει κατ΄ επανάληψη.

Αδύνατο να περνούσαν απαρατήρητες. Το ύψος, βλέπεις. Κι όχι ότι ήσαν πολύ ψηλές-μάλλον μέτριες, γύρω στο 1.60 εκ. θα έλεγα –δέκα πόντους τα τακούνια και τριάντα-σαράντα πόντους ο κότσος τους, φαίνονταν δίμετρες. Ίσως υπερβάλλω, αλλά η εντύπωση αυτή ήταν. Το βαμμένο ξανθό μαλλί τους ξασμένο και στερεωμένο ψηλά, ένα μακρόστενο κολοκύθι στο κεφάλι τους. Περιποιημένες, μακιγιαρισμένες και ντυμένες με γυαλιστερά κραυγαλέα ρούχα κι ασορτί τακούνια και τσάντες. Μέσης ηλικίας και πάνω. Καμάρωναν για τα βλέμματα που προκαλούσαν, ιδίως τα αντρικά, λικνίζονταν στην πασαρέλα του μυαλού τους και χαμογελούσαν ικανοποιημένες. Δεν ξέρω τι έκαναν στους δρόμους, αν περιφέρονταν απλώς ή κάπου πήγαιναν. Όπως δεν ξέρω αν ήσαν καλά ή «ψήλωνε ο νους» τους μαζί με το μαλλί. Πάντως ήταν ένα θέαμα μοναδικό και έριχνε μια πινελιά ακόμα στο σύνολο των γραφικών τύπων της πόλης μας.

Όταν ρώτησα μια κυρία γέννημα-θρέμμα που σχεδόν ξέρει τους πάντες και τα πάντα για την πόλη, έμαθα ότι η μια αδελφή είχε πεθάνει κι η άλλη μελαγχόλησε –ήσαν δίδυμες– κατάλαβα ότι γι αυτό την είδα έτσι εγκαταλειμμένη κι απεριποίητη. Μάλιστα η κυρία μού είπε και μια ιστορία που δεν είχα ακούσει. Κάποτε, λέει , επειδή έβαζαν πολύ λακ στο μαλλί για να σταθεί εκεί πάνω και σπάνια το έλουζαν, είχαν κατσαρίδες φωλιάσει στον κότσο τους*. Κάποια στιγμή ενοχλήθηκαν, πήγαν σε μια γειτόνισσα να τις δει για τη φαγούρα και το μυστικό διέρρευσε.

Τώρα ούτε κότσος ούτε η παλιά δόξα. Καθένας στον κόσμο του. Κανείς δεν την κοιτάζει στο δρόμο. Προχωράει και μιλάει στην αδελφή της σα να είναι ακόμα δίπλα της.

*Το χτένισμα «φωλιά» ήταν ένας ψηλός κότσος, διάσημος την δεκαετία του ’60. Για να σταθεί έπρεπε να ψεκαστεί με λακ. Τον διατηρούσαν χωρίς λούσιμο για πολλές μέρες, με αποτέλεσμα να γίνεται «φωλιά» για κατσαρίδες.