Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου (1925-29.2.2020) Μια ξεχωριστή δυναμική γυναίκα: αγωνίστρια, διανοούμενη, ζεστή κι ανθρώπινη

In Uncategorized by mandragoras

 

 

Κώστας Κρεμμύδας

Είναι φορές που νιώθεις κάτι πάνω από βαθειά φιλία. Σαν μια συγγένεια εξ αίματος να δημιουργείται, σκεφτόμουν σε κάθε τηλεφώνημα με την Ελένη [Κυβέλου]-Καμουλάκου (1925). Μετά την επιδείνωση της υγείας της αραίωσαν οι επαφές μας που χρονολογούνται απ’ το ξεκίνημα του Μ. στο 3ο τεύχος το αφιερωμένο στον Κώστα Κουλουφάκο. Το μόνιμο ερώτημά της «πώς τα βγάζετε πέρα βρε παιδιά; Σας σκέφτομαι…». Συνδρομήτρια, συμπάσχουσα σε ό,τι κάνουμε, συνεργάτης αγαπημένη. Συμπατριώτισσα με τη ζωγράφο Μαρία Κωστάκου-Κουλοφάκου γνωριστήκαμε σε μια από τις φιλόξενες βραδιές στο πάντα ανοιχτό σπίτι των Κουλουφάκων. Η Χρύσα Κουλουφάκου μάλιστα θεατροποίησε και παρουσίασε ένα διήγημα της Ελένης Κ. στα πλαίσια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης, στο Μελίνα Μερκούρη, που οργανώσαμε για την Μαρία Κωστάκου. Χρόνια αργότερα η χαράκτρια Δήμητρα Σιατερλή διάλεξε το «Κάλεσμα» της Ελένης Κ. να συμπεριληφθεί στο Λεύκωμα ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, Σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες & χαράκτριες,  
που εκδόθηκε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλώρινας. Στην παρουσίαση στου Ζωγράφου, στο Μουσείο Γουναρόπουλου, το 2015, δεν μπόρεσε να έρθει η Ελένη.

«…Όταν κυνηγημένη κουβάλησε στην Αθήνα πέντε παιδιά, όπως η γάτα τα γατιά της, η μάνα μας έγινε οικοδόμος. Τόνοι τσιμέντο πέρασαν απ’ τα χέρια της χτίζοντας, παράνομα, εν μια νυχτί τσιμεντολιθόσπιτα για κατατρεγμένους άστεγους. Ένα δωμάτιο με δυο τετράγωνα ανοίγματα για παράθυρα, ένα μπερντέ στην πόρτα, σκεπή από πισσόχαρτο κι’ ένα αποχωρητήριο, χωριστά, μικρογραφία του σπιτιού. Έτσι τάβγαλε πέρα “κείνους τους δίσεχτους καιρούς τους ποντισμένους χρόνους” όπως έλεγε η ίδια. Αυτή είναι η μάνα μου. Πέθανε και ετάφη εκτός σχεδίου», παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα και το φιλοξενούμε ολόκληρο στη συνέχεια, από το κείμενο της Ελένης Καμουλάκου όπως δημοσιεύθηκε στον Μ. και στο Λεύκωμα. Αναφέρεται στις Λαζαρίνες, ψωμιά σε σχήμα ανθρώπου που πλάθουν οι γυναίκες ανήμερα του Λαζάρου, το Μεγάλο Σάββατο, σε ανάμνηση των ψυχών των κεκοιμημένων. Έτσι η Καμουλάκου αποφάσισε να ζυμώσει ψωμί για την ψυχή της μάνα της: «Την αποθέτω ευλαβικά στο λαδωμένο ταψί, τη ρίχνω στο φούρνο και τη σιγοψήνω. Όταν ροδίσει και γίνει τραγανή, την κόβω με τα χέρια μου κομμάτια κομμάτια και την τρώω την αρμυρομητέρα μου

Η Ελένη Καμουλάκου γεννήθηκε το 1925 και έζησε τα παιδικά της χρόνια στα Κόκκινα Λουριά, ένα μικρό χωριό στη νότια Λακωνία. Ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας και το μόνο κορίτσι. To 1942, μαθήτρια στο Γυμνάσιο Γυθείου, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και έδρασε στην Πελοπόννησο και στα Επτάνησα ως μέλος του Συμβουλίου περιοχής Πελοποννήσου. Όπως χιλιάδες της γενιάς της, συμμετείχε στην εποποιία της Αντίστασης και βίωσε το δράμα του Εμφύλιου. Μετά τα Δεκεμβριανά, συνελήφθη στη Ζάκυνθο, πέρασε κακουργιοδικείο και καταδικάστηκε σε δεκατέσσερα χρόνια φυλακή. Έκανε επτά χρόνια στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, από όπου απολύθηκε το 1952. Τα βιώματα της φυλακής την σημάδεψαν και την διαμόρφωσαν.

Πενήντα χρόνια μετά μια Κυριακή μεσημέρι στο σπίτι μας, στον Κολωνό, μια αναπνοή από την οδό Πρεβέζης 22 που συνελήφθη ο Νίκος Πλουμπίδης, η Ελένη Κ. μας διηγιόταν τις εμπειρίες της από κείνα τα χρόνια. Μαζί με τον Πλουμπίδη στην παρανομία η Έλλη Παππά από το 1949 και στη συνέχεια από τον Ιούνιο του 1950 με τον Νίκο Μπελογιάννη έως την άμεση σύλληψή τους. Στου Αβέρωφ γεννήθηκε ο γιος της Έλλης και του Νίκου Μπελογιάννη 23.8.1951. Επειδή η Έλλην Παππά-Ιωαννίδου ήταν παντρεμένη με το στέλεχος της Αριστεράς Ηλία Ιωαννίδη [και ο Μπελογιάννης  –αν δεν κάνω λάθος– παντρεμένος από τα χρόνια που είχε την ευθύνη συντονισμού του αγώνα στην Πάτρα] στο κόμμα υπήρχε προβληματισμός [και εξ αιτίας των αυτονόητων ηθών της εποχής] για το αν θα έπρεπε να επισημοποιηθεί η σχέση Μπελογιάννη-Παππά. Η Έλλη Παππά στις φυλακές Αβέρωφ  με εντολή της καθοδήγησης του ΚΚΕ διορίστηκε Γραμματέας της Γυναικείας Ομάδας Κρατουμένων. Στου Αβέρωφ βρίσκονταν 760 κρατούμενες γυναίκες από τις οποίες 120 μελλοθάνατες, ενώ μεγάλωναν και 30 παιδιά που έμεναν στη φυλακή μέχρι τριών ετών μαζί με τις μητέρες τους. Κάποια στιγμή με απόφαση του κόμματος επισημοποιήθηκε η σχέση Έλλης Παππά-Μπελογιάννη. Οπότε δόθηκε εντολή στις συγκρατούμενες να ετοιμάσουν πάνινα/ υφασμάτινα κόκκινα γαρύφαλλα που τα εναπέθεταν τιμητικά στα πόδια της Έλλης Παππά που κρατούσε στην αγκαλιά της τον νεογέννητο Νίκο. Μια διαδικασία που δεν βρήκε σύμφωνες πολλές από τις γυναίκες της εποχής. Οργισμένη η αντίδρασή τους, μεταξύ αυτών και Μαρία Καραγιώργη –είχαν μάλιστα κάνει δημόσια παρέμβαση–  για τη μεταθανάτια έκδοση του βιβλίου της Ε. Παππά Μαρτυρίες μιας διαδρομής (2010). Η Καραγιώργη -Γυφτοδήμου, το γένος Αγριγιαννάκη, στέλεχος του ΚΚΕ από τα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά και της γερμανικής Κατοχής ήταν σύζυγος του Κώστα Καραγιώργη [γνωστός στην παρανομία ως «Γυφτοδήμος» δραματική μορφή του ΚΚΕ, διευθυντής του Ριζοσπάστη, (βλ. στο βιβλίο Νίκος Παπακόγκος, Απλά της Πίνδου λόγια)]. Ο Καραγιώργης  έπεσε σε δυσμένεια [κατά τη γνωστή πρακτική] και εξοντώθηκε το 1955 στις φυλακές της Ρουμανίας. [Αποκαταστάθηκε τρία χρόνια μετά]. Τόσο η Διδώ Σωτηρίου όσο και η Έλλη Παππά δούλεψαν στον Ριζοσπάστη –η Ελένη μας διηγήθηκε κάποια γεγονότα σχετικά με τις παρατηρήσεις του Καραγιώργη προς τη Διδώ Σωτηρίου για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί από την εφημερίδα σχετικά με την δολοφονία του δημοσιογράφου, ανταποκριτή του αμερικανικού ραδιοφωνικού δικτύου CBS, Τζορτζ  Πολκ. Ενδεχομένως αυτό να εξόργισε την Έλλη Παππά κατά του Κώστα Καραγιώργη.

Τη Μαρία Καραγιώργη γνώρισα μέσω της Ελένης Κ. σε μια από τις παρουσιάσεις βιβλίων στην ΕΣΗΕΑ, στην Ακαδημίας. Με την Μαρία Καραγιώργη ξαναβρέθηκαν συνεξόριστες στη Γυάρο κατά τη διάρκεια της επταετίας. 

Μετά την αποφυλάκισή της το 1952 η Ελένη Καμουλάκου συνέχισε τον αγώνα μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ, παντρεύτηκε τον συναγωνιστή της Γιάννη Καμουλάκο, και δούλεψε για χρόνια ως δημοσιογράφος στην “Αυγή”. Από την περίοδο της Αυγής χρονολογείται [νομίζω] και η βαθειά εκτίμηση/φιλία τους με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο.

Η Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου ήταν ιδρυτικό μέλος και γραμματέας της Κίνησης «Η Γυναίκα στην Αντίσταση». Η Κίνηση συγκέντρωσε και εξέδωσε σε βιβλίο γυναικείες μαρτυρίες από την κατοχή και την Εθνική Αντίσταση (Η Γυναίκα στην Αντίσταση, εκδόσεις Πολιτεία), εξέδωσε σε δίσκο βινυλίου τραγούδια των γυναικών στις Φυλακές Αβέρωφ, κατέγραψε οπτικοακουστικά αγωνίστριες του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ (παραγωγή 1982, σκηνοθεσία Άννα Κεσίσογλου, αρχείο ΕΡΤ), ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη συγκέντρωση αρχειακού υλικού, συμμετείχε σε ομιλίες και συνέδρια και έκανε παρεμβάσεις μαζί με άλλες γυναικείες οργανώσεις για το νέο οικογενειακό δίκαιο. Στο διάστημα αυτό η Ελένη μίλησε και έγραψε για τον ρόλο και την εμπειρία της γυναίκας στην Αντίσταση και τον μετασχηματισμό των γυναικών μέσα από τη συμμετοχή και τη δράση τους στον αντιστασιακό αγώνα. Η ίδια αναφέρει: Ένας σοβαρός λόγος που ιδρύσαμε αυτή τη γυναικεία αντιστασιακή οργάνωση, τη “Γυναίκα στην Αντίσταση”, ήταν για να γράψουμε, ή μάλλον για να πούμε κι εμείς τη δική μας ιστορία με δικά μας λόγια, έτσι απλά, όπως παλεύαμε απλά, όπως πεθαίναμε απλά. (Η Γυναίκα στην Αντίσταση, μαρτυρίες, αρχείο ΕΡΤ).

Ενστάσεις σοβαρές διατύπωσε επίσης η Ελένη Καμουλάκου για τον ελλειπτικό τρόπο προσέγγισης της δολοφονίας της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, εκ μέρους του Μάνου Ελευθερίου στο μυθιστόρημά του Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές (2012). Με είχε πάρει για να με συγχαρεί για το κείμενό μου στον Μ. Μου έδωσε μάλιστα κάποια σχετικά βιβλία και 2-3 κασέτες από κάποιες συζητήσεις για την υπόθεση της δολοφονίας που μάλλον πρόχειρα φόρτωσαν στο ΕΑΜ. Ο ελλιπής χρόνος μου δεν μου επέτρεψαν να τα δω διεξοδικά κι έτσι, μετά από καιρό, δικαιολογημένα η Ελένη Κ. με παρακάλεσε να τα επιστρέψω, όπως και έκανα, για ν’ ασχοληθεί η ίδια. Η υγεία της δεν το επέτρεψε. Πρέπει όμως το αρχείο της να μελετηθεί προσεκτικά καθώς αποτελεί [απ’ όσο μπορώ να συμπεράνω] σοβαρή μαρτυρία στα όσα δραματικά συνέβησαν στα δίσεκτα χρόνια. Το γεγονός ότι η Ελένη είχε μια ζηλευτή πορεία/προσωπικότητα παραμένοντας μέχρι τέλους συνεπής, αδογμάτιστη με αρχές βαθιές στ’ ανθρώπινα ιδανικά αλλά και  με χιούμορ και ζωντάνια στις διηγήσεις της, με οδηγεί στην πεποίθηση ότι και τα γραπτά της [αν υπάρχουν] θα φωτίσουν πολλές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Ήμουν τυχερός που τη γνώρισα. Θα ’θελα να ’χα τη δυνατότητα να την κινητοποιούσα [και ν’ αξιοποιούσα] περισσότερο στα όσα πολλά είχε να δώσει.

 

 

Κάλεσμα [Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου]

Ρίχνω μια διπλή χούφτα αλάτι στο νερό, νερό και τ’ ανακατεύω.

Αλείφω τα χέρια μου με λάδι για να μην κολλήσει το ζυμάρι και πλάθω τη μητέρα μου, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

Αρχίζω απ’ το κεφάλι. Μια μπάλα στρογγυλή. Καρφώνω δυο γαρύφαλλα, τα μάτια της. Με το μικρό μου δάχτυλο ανοίγω δυο τρύπες, τα ρουθούνια. Μια μαχαιριά το στόμα της. Το κορμί της το πλάθω χοντροκόκκαλο, κυρτώνω λίγο τη ράχη. Στους ώμους της αποτυπώνω με το δείχτη μου δυο βαθιές αυλακιές σαν αυτές που χαράζει το σκοινί τρώγοντας λίγο-λίγο το πέτρινο χείλος του πηγαδιού.

Εκατοντάδες οργιές σκοινιά την έλιωσαν και τάλιωσε κουβαλώντας στην πλάτη της ξύλα, κλαδιά, βαρέλια με νερό, πελώριες κοφίνες με σταφύλια για πάτημα, κούνιες μωρών , σύκα για λιάσιμο…

Πλάθω τα δυο βυζιά πεσμένα, κρεμάω τις ρόγες σαν χοντρές σταγόνες που πέτρωσαν πριν στάξουν. Εφτά παιδιά βύζαξε, δεκατέσσερα χρόνια και βάλε. Τραβάω προς τα κάτω την κοιλιά της, ρυτιδωμένη με βαθιές ραγάδες, την ξεχειλώνω και την ρίχνω σαν μπροστοποδιά, πάνω στο αιδοίο. Ανοίγω τη λεκάνη, πετάω προς τα έξω τους γοφούς, χτίζω με ζυμάρι, που το σφίγγω με μπόλικο αλεύρι, τα πόδια της. Δυο γεμάτες στρογγυλές κολόνες που πατάνε σταθερά πάνω στα πλατιά πέλματα, με τα χοντρά ανοιχτά δάχτυλα.

Έτσι γερά θεμελιωμένη μπόρεσε να σηκώσει στους ώμους της, δυο παιδικά φέρετρα, ένα παγκόσμιο πόλεμο, μια κατοχή κι έναν εμφύλιο, τον τάφο του πατέρα μου, ένα ξεσπίτωμα όταν οι ξένοι καταχτητές  και οι ντόπιοι συνεργάτες τους μας έκαψαν το σπίτι, δυο πτυχία πανεπιστημίου και τρία απολυτήρια γυμνασίου, ένα σφαγμένο αδερφό κι έναν ξεριζωμό αδερφοκτόνο.

Τελευταία πλάθω τα χέρια της. Μυώδη, στιβαρά, με φουσκωμένα ποντίκια, οι παλάμες της σαν φτυάρια, τα δάχτυλα όλο σκασίματα και ρόζους. Πλάθω ένα τούβλο και το βάζω μέσα στις χούφτες της, σαν δίπλωμα ή σαν βραβείο. Το δικαιούται.

Όταν κυνηγημένη κουβάλησε στην Αθήνα πέντε παιδιά, όπως η γάτα τα γατιά της, η μάνα μας έγινε οικοδόμος. Τόνοι τσιμέντο πέρασαν απ’ τα χέρια της χτίζοντας, παράνομα, εν μια νυχτί τσιμεντολιθόσπιτα για κατατρεγμένους άστεγους. Ένα δωμάτιο με δυο τετράγωνα ανοίγματα για παράθυρα, ένα μπερντέ στην πόρτα, σκεπή από  πισσόχαρτο κι’ ένα αποχωρητήριο, χωριστά, μικρογραφία του σπιτιού. Έτσι τάβγαλε πέρα «κείνους τους δίσεχτους καιρούς τους ποντισμένους χρόνους» όπως έλεγε η ίδια.

Αυτή είναι η μάνα μου. Πέθανε και ετάφη εκτός σχεδίου. Την αποθέτω ευλαβικά στο λαδωμένο ταψί, τη ρίχνω στο φούρνο και τη σιγοψήνω.

Όταν ροδίσει και γίνει τραγανή, την κόβω με τα χέρια μου κομμάτια κομμάτια και την τρώω την αρμυρομητέρα μου. Κι εκείνη το σκάει τη νύχτα από τον Άγιο Πέτρο κι’ έρχεται νύχτα και με βρίσκει, μου δίνει δροσερό νερό να ξεδιψάσω, με λέει γλωσσού κίσσα και φώκια και μου φανερώνει τα μελλούμενα, τα καλά και τα κακά. Όλα. Η μάνα μου.

Σημ : Στην αρχική φωτογραφία όρθια η Χρύσα Κουλουφάκου, η Ελενη Καμουλάκου και δεξιά η Μαρία Κωστάκου-Κουλουφάκου. Η εικονογράφηση του διηγήματος της Ε. Καμουλάκου είναι από δυο χαρακτικά της Δήμητρας Σιατερλή.