Διήγημα
Ελένη Γούλα | Ήρθε για να γιατρέψει τα δέντρα
Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, ήμουν κι εγώ εκεί.
–Ψάχνω το σπίτι του Μίμη του Χύμου…
Είχε μια έρρινη κάπως φωνή. Καμιά σαρανταριά χρόνων με πουκάμισο και σακάκι σουέτ. Κρατούσε μια τσάντα δερμάτινη – λεπτή, τετράγωνη – που έμοιαζε να έχει μέσα το λάπ-τοπ, μολύβια και εργαλεία. Όχι τσάντα για ρούχα ή φάρμακα. Απόγευμα, κατά τις πέντε. Νοέμβριος αλλά χωρίς κρύο. Οι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους με ελαφρά ακόμη πουλόβερ. Χωρίς μπουφάν, χωρίς σκουφιά. Ούτε οι βροχές είχαν πέσει ακόμη δυνατές. Μόνο τα δέντρα κιτρινίζανε και τα φύλλα τους τα φυσούσε ο άνεμος και τα σκόρπιζε στους δρόμους και στις αυλές.
Τον ήξερα το Μίμη το Χύμο. Τα παιδιά του τα είχα στο σχολείο. Δασκάλα ήμουνα στα παιδιά του δημοτικού. Η τελευταία δασκάλα που διορίστηκα σε κείνο το χωριό. Τοποθετήθηκα, ενώ ξέραμε όλοι ότι την επομένη το σχολείο θα έκλεινε. Τα παιδιά – καμιά δεκαπενταριά – θα τα μετέφερε ο δήμος στη διπλανή κωμόπολη με λεωφορείο. Είχε βγει χρονοδιάγραμμα. Δε καταλαβαίναμε καλά τι συνέβαινε. Είχανε έρθει στη ζωή μας τα πάνω κάτω. Αρχή καινούριου αιώνα λέγανε συμβαίνουν ανακατατάξεις. Μερικοί περιμένανε και τη συντέλεια του κόσμου.
–Μπορώ να σας πάω αν θέλετε…
Είχε απευθυνθεί σε μένα. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στη στάση. Μερικοί άντρες πιο πέρα καθόντουσαν στον ήλιο, ό,τι είχε απομείνει από αυτόν. Γέροι με ριχτά τα σακάκια και σκεβρωμένα κορμιά.
–Σας ευχαριστώ πολύ. Καλοσύνη σας. Τίποτα άλλο δεν είπε. Δεν άνοιξε το στόμα του να πει τίποτα. Αλλά κι εγώ τσιμουδιά. Ούτε να ρωτήσω γιατί ήρθε ούτε τι ήθελε τον κύριο Μίμη.
Του έδειξα από μακριά μια ξύλινη πόρτα παλιά, από αυτές που φτιάχνανε πριν σαράντα τουλάχιστον χρόνια μονόφυλλη βαμμένη μπλε και έκανα μεταβολή. Μη νομίσει ότι είμαι καμιά ξελιγωμένη κιόλας. Καλύτερα να με έπαιρνε για παράξενη, σνομπ, σαλεμένη…
Ύστερα γύρισα στο σπίτι που έμενα προσωρινά, συνέδεσα τη φωτογραφική μηχανή στον υπολογιστή, άναψα μια μικρή σόμπα κιροζίνης και άρχισα να επεξεργάζομαι τις φωτογραφίες μου.
Κανονικά έπρεπε τώρα να είμαι στην πόλη.
Έτσι τα είχα σχεδιάσει. Και βέβαια να μην είμαι καν δασκάλα. Φανταζόμουνα ότι θα διαπρέψω σε τόσα πράγματα. Στην τέχνη. Στη γραφή. Στη διακόσμηση. Είχα δώσει ευκαιρία στη ζωγραφική ως τα σαράντα. Και στην εργένικη ζωή επίσης ως τα σαράντα. Τώρα σε τούτο το χωριό ήθελα να βρω μόνιμο σύντροφο. Τη ζωγραφική όχι δεν την είχα εγκαταλείψει. Μόνο το αποδέχθηκα ότι με αυτή δεν θα μπορούσα να εξασφαλίσω τα προς το ζην. Έτσι ακολούθησα τη φωνή της λογικής, έδωσα τις τελευταίες εύκολες εξετάσεις του οργανισμού – μετά θα τις καταργούσαν, θα έπαυαν οι προσλήψεις και τέτοια – και ήρθα εδώ για να ασκήσω το λειτούργημα.
Μ’ αρέσανε τα παιδάκια. Είχα πολύ μεγάλη υπομονή μαζί τους. Τους έδειχνα τα γράμματα, περίμενα να ζωγραφίσουνε τις ουρίτσες, άκουγα τις απορίες τους… Ξεχνούσα τις έγνοιες της ζωής μου.
Ύστερα μου άρεσε και η φύση. Τριγυρνούσα στις εξοχές και τραβούσα φωτογραφίες. Το βράδυ τακτοποιούσα τις εικόνες μου σε αρχεία ψηφιακά. Μια δουλειά καλλιτέχνη ανώτερη από όσες είχα καταπιαστεί ως τότε.
Δεν ήτανε η εξοχή των διακοπών, ο τουρισμός του καταναλωτή, η εξευτελιστική σχέση με την ύπαιθρο – κοίτα ένα ταβερνάκι, κοίτα μια γραφική παραλία, να εδώ να κάτσουμε, εδώ να πιούμε καφέ. Α! ας περπατήσουμε λίγο ακόμη πριν παραγγείλουμε – αλλά ένας παλμός που χτυπούσε μέσα μου…
Κι εγώ τον ακολουθούσα. Ακολουθούσα τον παλμό.
Το κάνανε κι άλλοι. Είχαν αναγκαστεί να το κάνουν πολλοί και ν’ αλλάξουνε τη ζωή τους.
*Την άλλη μέρα ο Γιωργάκης ο μικρός του Μίμη ήρθε τρέχοντας να μου πει για τον ξένο.
–Ήρθε για να γιατρέψει τα δέντρα!
Του αγκάλιασα τη στενή πλατούλα και κούνησα το κεφάλι. Είναι λοιπόν γεωπόνος, είπα, έχοντας στο μυαλό μου ότι πρώτα απ’ όλα είμαι η δασκάλα τους και από μένα περιμένουν να μάθουν τις λέξεις που ονομάζουν τα πράγματα.
–Όχι! Όχι γεωπόνος! Κάπως αλλιώς είπε ότι το λένε το επάγγελμά του… Πανέξυπνος. Για μένα που μεγάλωσα σε πόλη και δεν είχα παιδιά, μου φαινότανε ο Γιωργάκης εξαιρετικός.
–Μήπως φυσιοδίφης, φυσιογνώστης, φυσίατρος…
Ο Γιωργάκης κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά στις λέξεις μου και συνέχισε να λέει για τον ξένο ότι τον βάλανε να κοιμηθεί στη σάλα, ότι είχε ένα μικρό-μικρό κομπιούτερ ότι έμενε στην Αθήνα και ήξερε τη γιαγιά του.
Με τα αυτιά μου άκουγα τη φλυαρία του μικρού αλλά το μυαλό μου είχε κολλήσει στις λέξεις.
Ο γεωπόνος πονάει τη γη (γη+πόνος), σκεφτόμουνα, κοπιάζει δηλαδή γι αυτήν. Πώς λέγεται αυτός που μπορεί να τη γιατρέψει; Γεωθεραπευτής, δεντρογιατρός, φυτοθεραπευτής, φυτογιατρός…
Πριν λίγο καιρό είχα ακούσει κι εγώ για την αρρώστια των δέντρων.
«Το μικρόβιο ξεκίνησε από τη ζέστη… ήρθε στη χώρα κρυμμένο σε φτηνούς εισαγόμενους κορμούς. Εδώ τώρα μεταλλάσσεται και αντέχει στο κρύο. Προσβάλλει πολλά είδη δέντρων, όλα σχεδόν τα δέντρα της πατρίδας μας κινδυνεύουν. Ακόμη και οι ελιές…»
Στο χωριό δεν το πολυσυζητούσαν. Σα να μην τους αφορούσε, σα να μπορούσε να το λύσει κάποιος άλλος, έξω από αυτούς το πρόβλημα, σα να μην ήταν οι ίδιοι σε θέση να κάνουνε τίποτα. Ακόμη και οι γεωπόνοι του κράτους, ακόμη και αυτοί, πηγαινοερχόντουσαν λες και κάνανε κάποια άλλη δουλειά, κάτι άλλο ήτανε η κύρια ασχολία τους και απλά τους πλήρωνε το δημόσιο ταμείο για να κάθονται σε ένα γραφείο και να συμπληρώνουν κενά σε φόρμες συγκεκριμένες, έτοιμες από πριν.
Είδος μικροβίου: «Αγνώστου προελεύσεως», σύμπτωμα: «κιτρινισμένα φύλλα», ενδεικνυόμενη θεραπεία:
Έστελναν τα χαρτιά με το ταχυδρομείο όχι με μέιλ ή φαξ, κάποτε ερχότανε η απάντηση, ξεφυσούσανε μπαϊλντισμένοι, πάλι χαρτιά! Και ξανακαθόντουσαν στο γραφείο με τον καφέ και το τσιγάρο. Δεν ξέρω γιατί όλοι όσοι πιάνανε τα γραφεία του κράτους θεωρούσανε σωστό να καπνίζουνε κιόλας και να μη ντρέπονται καθόλου γι αυτό.
Εγώ δεν κάπνιζα πια. Το είχα κόψει κι αυτό μαζί με τόσες άλλες συνήθειες της ζωής μου.
–Πάμε να κάνουμε μάθημα!
Είχα φέρει πολλές φωτογραφίες. Δικές μου αλλά και ξένες. Το μάθημά μας ήτανε οι τέσσερις εποχές. Κι εγώ δεν τις είχα φωτογραφίσει ακόμη όλες. Το πέρασμα από το καλοκαίρι στο Φθινόπωρο. Μόνο αυτό είχα καταγράψει ως τώρα.
Την επόμενη μέρα γνώρισα τον Αργύρη.
Τον συνάντησα, καθώς γύριζα από τη θάλασσα, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος και ο ουρανός φλεγότανε. Η καρδιά μου είχε φουσκώσει να σπάσει.
Με χαιρέτησε πρώτος ο Μίμης. Είχε σταθεί κάτω από ένα μικρό πεύκο στην άκρη του δρόμου και με είδε όπως περνούσα.
–Καλησπέρα, κυρία Βιολέτα…
Δίπλα του ο ξένος, με ένα πουλόβερ και ένα ξεθωριασμένο τζην. Παπούτσια αθλητικά. Γύρισε και μου χαμογέλασε.
–Έμαθα από το Γιωργάκη ότι είσαστε η δασκάλα του…
–Κι εγώ ότι ήρθατε να γιατρέψετε τα δέντρα…
Είχα κρεμάσει τη φωτογραφική μηχανή στον ώμο και του είχα απλώσει το χέρι μου. Ένα μεγάλο κάπως άγριο χέρι με δάχτυλα μακριά.. Η αίσθηση του οικείου. Πότε άλλοτε είχα σφίξει ένα παρόμοιο χέρι;
–Δεν ξέρω αν θα τα γιατρέψω… είπε σοβαρός. Ύστερα σήκωσε τα μάτια του από τα σακουλάκια που έβαζε σε ένα καλάθι και μου χαμογέλασε. Το πιο σημαντικό στην δενδροκαλλιέργεια, όπως και σε όλα βέβαια είναι η πρόληψη.
Δεντροκαλλιεργητής! Υπάρχει τέτοια ειδικότητα;
Το χωράφι δεν ήταν του Μίμη, αλλά ένα από κείνα που είχαν ήδη προσβληθεί από το μικρόβιο. Ο ιδιοκτήτης του δεν έμενε στο χωριό. Είχε σπουδάσει και είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, κάνοντας κάποια άλλη δουλειά, όχι χειρωνακτική. Δουλειά γραφείου. Τα δέντρα, τα είχε παρατήσει στην τύχη τους.
Ο Αργύρης, απ’ ό,τι κατάλαβα, τριγύριζε στο χωράφι και ξεχώριζε μερικά φύλλα που τα έβαζε σε σακουλάκια πλαστικά. Κάτι σημείωνε με ένα στυλό ειδικό που να γράφει στο νάυλον και συνέχιζε παρακάτω. Με καλέσανε και μπήκα κι εγώ στο χωράφι. Μου άρεσε που εκείνος ο ξένος άντρας μιλούσε για πράγματα άγνωστα σε μένα και μου έδειχνε πολύ τρυφερά ακόμη και τα ταπεινά χορταράκια. Αφού τελείωνε με το δέντρο, έσκυβε στο χώμα και έκοβε κάποια χόρτα με το μαχαιράκι του, χωρίς να τα ξεριζώνει.
Αυτό είναι λαψάνα, αυτό ραδίκι, τούτο τζοχός…
Όπως στεκόμουνα δίπλα του, μου τα έδειχνε και μετά τα τακτοποιούσε κι αυτά στα σακουλάκια.
Δεν ήξερα τα ονόματά τους. Μόνο ότι δε μ’ αρέσουνε να τα τρώω σαλάτα. Προτιμούσα τη χωριάτικη με μπόλικη φέτα. Εδώ όμως δε σκεφτόμουνα την άνοστη γεύση τους.
–Ελάτε απ’ το σπίτι το βράδυ να πιούμε ένα κρασί. Η Φωτούλα έμεινε να μαγειρέψει…
Ο Μίμης είχε κάνει την πρόσκληση και ύστερα είχε μπει στο αγροτικό.
Ο ξένος τακτοποίησε καλά τα σακουλάκια στο καλάθι και με χαιρέτησε. Αν είμαστε στον πολιτισμό της κατανάλωσης θα μπορούσαμε ίσως να βγαίναμε για έναν καφέ…
–Περάστε κατά τις εφτά με οχτώ.
Ήτανε πέντε.
Όταν έφτασα σπίτι άναψα τη σόμπα και έβαλα τη φωτογραφική μηχανή να αδειάζει στο σκληρό. Θα ξεχώριζα τα θέματα, θα τακτοποιούσα τους φακέλους. Ένας καινούριος φάκελος θα άνοιγε με τα χόρτα. Θα τα έβρισκα όλα ή δυνατόν. Λεπτομέρειες από τα φύλλα, τα άνθη τους την άνοιξη, τους καρπούς… Θα τα συνόδευα με λεζάντες. Όλα τα ονόματα που δίνουν εδώ, και δίπλα, τις επιστημονικές τους ονομασίες. Φυτά παλιά όσο και η γη.
Ετοιμαζόμουνα να φτιάξω κάτι για φαγητό, όταν χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού, που περιλαμβανόταν κι αυτό στην επίπλωση.
Ήτανε η κυρία Φωτούλα. Αν μπορούσα να περάσω από το σπίτι τους, θα ήταν τιμή τους…
Και να ήθελα – που δεν ήθελα – δε μπορούσα πια να αρνηθώ. Έκανα ντουζ, ντύθηκα – μισή ώρα στην ανοιχτή ντουλάπα τι να φορέσω – και πήγα. Ήταν η ατμόσφαιρα γιορτινή. Εκτός από μένα – η μοναδική δασκάλα, τιμή για το σπιτικό τους που δέχτηκα – και τη γειτόνισσα που σπούδαζε μέσω ίντερνετ ελληνικό πολιτισμό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ήτανε ακόμη μια ξαδέρφη της Φωτούλας, ένα ζευγάρι κάπως ηλικιωμένων γερμανών που είχανε σπίτι στο χωριό, ένας θείος του Μίμη, που είχε γεννηθεί πριν την Κατοχή και μας έλεγε ιστορίες από την πείνα – και βέβαια τα παιδιά του Μίμη. Μαζί με τα μικρά και η μεγάλη τους κόρη, η Ελένη, αυτή που πήγαινε στο λύκειο στη διπλανή κωμόπολη και θα έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Έμεινε λίγο μόνο να μας χαιρετήσει – ευγενέστατη, χαμογελαστή αν και κάπως ντροπαλή.
–Θέλω να μπω στην ιατρική…μου είπε. Θα γινότανε ίσως μια γλυκιά γιατρίνα, αν κατάφερνε να πιάσει σε όλα σχεδόν τα μαθήματα είκοσι… Ίσως παιδίατρος. Είχε κάτι σγουρά μαλλιά που τα έσπρωχνε προς τα πίσω και ένα φωτεινό πρόσωπο. Ο μεσαίος ο Βασίλης, όπως πολλά από τα παιδιά σάντουιτς διέφερε από τα αδέρφια του. Δούλευε κυρίως τα χέρια του και όχι το μυαλό του αυτός.
Ο Αργύρης – το τιμώμενο πρόσωπο – ήτανε γενικώς απασχολημένος, όλοι θέλανε να μιλήσουνε μαζί του, να μάθουνε για το πώς βλέπει την κατάσταση, πώς του φάνηκε το χωριό, και άλλα τέτοια που γενικά ρωτάνε οι άνθρωποι σε ανάλογες περιπτώσεις. Όταν μάλιστα έρχεται κάποιος καινούριος και όλοι φαντάζονται ότι έχει κάτι διαφορετικό να τους πει. Οι καθηλωμένοι στη μονοτονία όσο κι αν είναι καθησυχαστική – της φύσης.
Αυτός απαντούσε ευγενικά, χαμογελούσε, μιλούσε για τις δυσκολίες των δέντρων πόσο χρειάζονται πια την ανθρώπινη φροντίδα αφού η ατμόσφαιρα γίνεται εχθρική… θα προσαρμοστούν κάποιες ποικιλίες και άλλες θα εξαφανιστούν πιθανόν, εξηγούσε και τα μάτια του παίρνανε μια έκφραση κάπως μελαγχολική. Η σχέση του με τα δέντρα έμοιαζε σχέση υπαρξιακή, θα τον ζωγράφιζα ίσως με ρίζες απλωμένες στο χώμα, τα ρούχα του όπως οι κορμοί…ίσως η οικειότητα που μου έβγαζε ήταν ότι τον είχα ήδη φανταστεί έναν άντρα που γίνεται δέντρο… Ένας άντρας δέντρο με γερές ρίζες και κορμό, ένα αμετακίνητο στοιχείο που δίνει ζωή και σκιά στη φύση, στους ανθρώπους…
Περιφερόμουνα στο δωμάτιο – ένα καθιστικό για τη μεγάλη οικογένεια εκεί το τζάκι εκεί η τραπεζαρία και οι καναπέδες, όπως θα έπρεπε να είναι το δωμάτιο όπου η οικογένεια μπορεί να κουβεντιάσει, να παίξει, να ζεσταθεί. Εμείς ποτέ δεν είχαμε τέτοιο δωμάτιο, η μάνα μου κι εγώ όλη η οικογένεια, σκεφτόμουνα και ο Αργύρης, ένας άντρας που ήξερα για αυτόν ελάχιστα όπως και για τους πιο πολλούς άντρες άλλωστε, ποτέ δεν είχα ζήσει από πολύ κοντά έναν άντρα μόνο στη Γαλλία δυο χρόνια όταν πήγα να μάθω να ζωγραφίζω και να ξορκίζω έτσι τους διαβόλους μου…
Ήπιαμε κρασί που το έφτιαχνε ο Μίμης από το αμπέλι του, ένα σκούρο χρώμα σαν κονιάκ, και φάγαμε ντόπια εδέσματα όπως πίτες δυο ειδών, τηγανοψώματα και λουκάνικο ψημένο στα κάρβουνα… ναι και χόρτα άγρια. Αυτά τα έβαλε η Φωτούλα στο πιάτο μου μαζί με λάδι και λεμόνι.
–Να τα φάτε έτσι όπως είναι ζεστά. Δεν πικρίζουνε καθόλου γιατί τα έβρασα σε μπόλικο νερό και είναι ραδίκια από το βουνό μας…
Ήτανε γλυκά και μου αφήσανε μια γεύση κι αυτά οικεία παρόλο που δεν τα έτρωγα τα χόρτα για σαράντα περίπου χρόνια. Τα φυλλαράκια τους, οι ίνες μαλακωμένες και τα τρυφερά τους κοτσάνια.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και μέιλ με τον Αργύρη πριν τους αποχαιρετίσω «έχω να σηκωθώ νωρίς, να ετοιμάσω και εργασία για το σχολείο…» δικαιολογήθηκα χωρίς όμως να κοιτάω σταθερά τη Φωτούλα στα μάτια, τη στιγμή που ο Αργύρης εξηγούσε στη γειτόνισσα ότι του άρεσε στο χωριό και θα ξανάρθει όταν βγούνε τα αποτελέσματα των αναλύσεων.
*
–Ήρθε;
–Έγινε τίποτα μεταξύ σας;
–Τι συνέβη λοιπόν;
*
Μερικές φορές η ζωή μοιάζει με παραμύθι. Δεν είναι όμως.
*
Στον έρωτα πρέπει να καείς!
*
Το μικρόβιο φυσικά μεταδόθηκε και σε άλλα δέντρα του χωριού
Αλλά τα δέντρα του Μίμη μείναν ανέπαφα. Η αγωγή που σύστησε ο Αργύρης ήταν αποτελεσματική.
Δεν ήρθε, όχι δεν ήρθε για να την εφαρμόσει ο ίδιος. Την έγραψε όμως – αναλυτικά με όλες τις λεπτομέρειες – σε μια μεγάλη κόλλα χαρτί και την ταχυδρόμησε μαζί και το υγρό για τον ψεκασμό. Χρειαζότανε προσοχή, τόνιζε, έπρεπε να βάλει κανείς τις σωστές δόσεις και να γίνεται με τις κατάλληλες συνθήκες. Αέρας, υγρασία, θερμοκρασία…
Ο Μίμης χανότανε στα χωράφια του. Τριγύριζε και μετρούσε τις συνθήκες, έβαζε και έβγαζε τις αμπούλες. Μερικοί τον κοροϊδεύανε. Σιγά να μην τα σώσεις. Τι είσαι εσύ καλύτερος…
Τον είχα παρατηρήσει κι εγώ σε μια από τις βόλτες μου. Απόλυτα δοσμένος στη δουλειά του. Ούτε καν πρόσεξε ότι είχα μείνει στην άκρη και τον παρατηρούσα. Ακόμη και τις φωτογραφίες που τράβηξα ούτε αυτές τις αντιλήφθηκε.
Γιατί βέβαια συνέχισα όλη τη χρονιά να φωτογραφίζω τη φύση – τη λεπτομέρεια από το κίτρινο χρώμα του ασπάλαθου. Τα μικρά μοβ λουλουδάκια της μολόχας, τα κομπάκια της αψιθιάς – και μόλις κλείσανε τα σχολεία έμεινα κι άλλο. Μέχρι το τέλος Αυγούστου. Μέχρι να ξανανοίξουν τα σχολεία και να πάω στο επόμενο χωριό.
Τώρα έχω πολλές εικόνες.
Έχω φωτογραφίσει τις αλλαγές των εποχών αναλυτικά. Το ελληνικό φως σε πολλές -πολλές εκδοχές. Όταν ο ήλιος είναι ψηλά και όταν χαμηλώνει. Όταν ανατέλλει στην αριστερή κορφή του βουνού και όταν κατεβαίνει και εμφανίζεται μια οργιά τουλάχιστον δεξιότερα. Όταν οι ακτίνες του πέφτουν πάνω στο βουνό, πάνω στη θάλασσα, στα φυλλοβόλα και στα αειθαλή δέντρα, στον ουρανό, στους ανθρώπους, στα ζώα. Στην ανατολή, στη δύση, όταν τα σύννεφα σκοτεινιάζουν τη ζωή…
Το φθινόπωρο ήταν έτοιμη η έκθεσή μου…
Μια έκθεση όχι ζωγραφικής αλλά φωτογραφίας!
Απέφυγα τον αναμενόμενο τίτλο «Οι τέσσερις εποχές» και προτίμησα τον μονοσύλλαβο «βόλτα». Πολλές βόλτες στη φύση.
Στο διαδίκτυο απ’ όπου δειλά την ξεκίνησα, βρήκε ανταπόκριση. Οι φίλοι μου – πολλοί δουλεύανε πια στην Ευρώπη – είχανε συγκινηθεί. Τους έλειπε κιόλας ο ήλιος, το φως, τα χρώματα, οι άνθρωποι…
Ένας κριτικός μάλιστα – που βολτάριζε στο διαδίκτυο φαίνεται ψάχνοντας τάσεις και προσανατολισμούς, ενέταξε τη δουλειά μου σε μια «ευρύτερη διάσπαρτη καλλιτεχνική τάση που προσπαθούσε να ‘διαβάσει’ ξανά τα πράγματα στην πηγή τους και να συλλαβίσει μια καινούρια ιδεολογία…». Εγώ συνέχιζα να είμαι δασκάλα βέβαια στην επαρχία και ανέβηκα στην Αθήνα για τα εγκαίνια της έκθεσης, που έγινε λίγο πριν την επέτειο του Πολυτεχνείου σε μια όμορφη αίθουσα του κέντρου.
Η αγωνία μου ήταν μεγάλη. Όχι τόσο για την αξία της δουλειάς μου, αλλά επειδή η προσωπική επαφή με τους αληθινούς ανθρώπους δεν ήταν το φόρτε μου. Γι αυτό άλλωστε και κρυβόμουνα πίσω από φακούς και καβαλέτα.
Ωστόσο ντύθηκα όσο πιο καλά μπορούσα, ένα μαύρο στενό φόρεμα, που νομίζω ότι με κολάκευε, (είχε ένα σκίσιμο στο πλάι και άφηνε να φαίνεται το πόδι, απ’ τα πιο δυνατά σημεία του σώματός μου), και στάθηκα στην υποδοχή. Ήξερα ότι δε μπορούσα πια να το αποφεύγω. Όλα τα έργα ολοκληρώνονται μόνο μέσα από την επικοινωνία τους με το κοινό. Το όποιο κοινό.
Ήρθαν πολλοί στα εγκαίνια. Γνωστοί και άγνωστοι. Κάποιοι ζήτησαν να με γνωρίσουν κάπως περισσότερο, με ρωτούσανε για τον τόπο της έμπνευσής μου, για τις επιλογές… και κάποιοι – ελάχιστοι – ενδιαφέρθηκαν και για τις τιμές…
Ένιωθα πολύ αναστατωμένη καθώς άκουγα τα ευγενικά σχόλια: Τι χρώματα! Τι φύση! Τι ευαισθησία! Πόση ομορφιά που την ξεχνάμε…
Ανάμεσα στους επισκέπτες ήταν και την κόρη του Μίμη – είχε μπει στην ιατρική Αθηνών! Τη συνόδευε ένας λεπτός άντρας με λεπτά κάπως άγρια χέρια.
–Αργύρη!
Ένα κενό στο στομάχι, ένα σκίρτημα όπως λένε. Τον κοίταξα ίσια στα μάτια – δε με είχε ξεχάσει! Ίσως μου κάνει μια πρόσκληση, ίσως εκφράσει μια ετοιμασμένη από πριν φράση, κάτι εξαιρετικό ίσως…
Μου έδωσε το χέρι χαμογελώντας, δοσμένος όμως σε κάτι δικό του πέρα από τις φωτογραφίες, τις οικειότητες και άλλα τέτοια που θα ήθελα εγώ να φανταστώ.
–Ήθελε η Ελένη να τη συνοδεύσω. Με μεγάλη μου χαρά να σας ξαναδώ κυρία Βιολέτα και να θαυμάσω και τη δουλειά σας, που όπως βλέπω είναι εξαιρετική. Εμπνευσμένη ολόκληρη από τη φύση. Μια φύση αυθεντική…
Δεν έμεινα κάγκελο εκεί μπροστά τους – ο πολύς κόσμος, η βαβούρα και οι καλοί τρόποι που έπρεπε να δείξω – αλλά αργότερα όταν τους πήρε το μάτι μου να αποχωρούν. Από πίσω τα κορμιά τους δεν κρυβόντουσαν όπως προσπαθούσαν να κάνουν τα πρόσωπά τους.
Την ίδια περίπου εποχή
οι στατιστικές
κάνανε λόγο για πολλές αυτοκτονίες στη χώρα.
Πλησίαζε πάλι ο μαρασμός και ο θάνατος. Μετά βέβαια θα ακολουθούσαν η αναγέννηση και τα άπειρα χρώματα της ζωής.
Ελένη Γούλα
Δεκέμβριος 2011- Απρίλιος 2012
Share this Post