Οπωσδήποτε, ο όμορφος καρπός του ξένου άντρα με το γαλάζιο βραχιολάκι ήταν η αφορμή. Όμως από νωρίς κείνο το απόγευμα, πριν από το φτηνό κόσμημα με τις λεπτές χάντρες και το ανακουφιστικό άγγιγμα στο μυαλό μου (τόση ώρα μέσα στις αλλιώτικες φάτσες, τα άλλα ντυσίματα και τις ξένες φωνές) προετοιμαζόταν αυτή ή κάποια άλλη αντίδραση. Γιατί βέβαια τα πρόσωπα και τα γεγονότα υπήρχαν. Κι αν δεν τα είχα ως τώρα προσέξει δε φταίνε αυτά (πρόσωπα, γεγονότα, πράγματα), αλλά ούτε όμως κι εγώ, αφού δεν είχε ακόμη έρθει η στιγμή.
Και κατ’ αρχήν ήταν το Παρίσι! Η αφίσα δηλαδή του φημισμένου πύργου – ψηλός, έσχιζε τη μιζέρια του δρόμου και της γειτονιάς – και δίπλα του Paris καλλιγραφικά, με ωραία γραμματοσειρά, μέσα στην αίθουσα. Μια ανοιχτή τζαμαρία ένωνε το μέσα με το έξω και όλο ήταν ένας μεγάλος (ίσως τεράστιος) χώρος, κάτι σαν πλατεία με καθίσματα στη σειρά, όπου ήταν παραταγμένοι οι άντρες.
Τα καθίσματα γεμάτα, δεν έπεφτε καρφίτσα όπως λέμε και ξεχωρίζαν από μακριά τα φανελάκια τους ζωηρόχρωμα (πράσινα, μπλε, κόκκινα, κίτρινα). Όλα τα κεφάλια τους – σκούρα δέρματα, μαύρα μαλλιά – ήταν προσηλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, ψηλά στο ίδιο σημείο του τοίχου. Ακίνητοι παρακολουθούσαν τη μεγάλη οθόνη που έδειχνε ένα ματς για το «Κύπελο εθνών της Αφρικής».
Και στο επόμενο τετράγωνο όμως – η τσάντα σφιχτή στο πλευρό μου και το μπουκάλι με το ιταλικό κρασί για δώρο, φιόγκος και καραμέλα διακόσμηση, κρεμασμένο στον καρπό μου – κι άλλο μαγαζί με οθόνη μεγάλη που έδειχνε το ματς και πάλι άντρες. Μόνο άντρες. Όλοι τους ήτανε νέοι, ίσως νεότεροι αυτοί, με τα μαύρα τους μαλλιά και τα σκούρα τους πρόσωπα. Η πινακίδα εδώ, παλιά – με ελληνικά κεφαλαία «ΕΛ ΜΠΑΣΑ» και αραβικά – καφέ και εστιατόριο μαζί, ποτά και φαγητά της πατρίδας. Ζωγραφισμένη η πινακίδα με ζωγραφιές και γράμματα άγνωστα σε μένα, και σε άλλους πολλούς κατοίκους της γειτονιάς φαντάζομαι, ανθρώπους που δεν έχουμε ποτέ επισκεφθεί την Αφρική (τι κι αν το ελ Μπασάν είναι στην Αλβανία όπως διάβασα), που δεν καταλαβαίνουμε λέξη αραβική, που μεγαλώσαμε πιθανόν με παραμύθια κι ιστορίες για τους κακούς μωαμεθανούς, τους βάρβαρους τούρκους και τους μαύρους ειδωλολάτρες που τρώνε ανθρώπους και χορεύουν γύρω από μεγάλες φωτιές.
Τις γυναίκες τους τις είδα αργότερα να κάθονται κι αυτές στην ίδια θέση που ήταν και πριν, την ώρα δηλαδή που έπεφτε η ζέστη και ξεκίνησα να κάνω τις δουλειές μου, τη γλυκιά κείνη ώρα που βγήκα απ’ το σπίτι – το προγονικό σπίτι του 20ου αιώνα, που ανήκε σταθερά στην ίδια οικογένεια και είχε αντέξει στον Πόλεμο και στην Κατοχή, αλλά όχι στην Ειρήνη δεν θα άντεχε, είχαν βουλιάξει τα θεμέλια κι έγερνε, γι’ αυτό και το είχαν γκρεμίσει και στη θέση του υψώσανε, όπως και τόσοι άλλοι στη γειτονιά, τη συνηθισμένη σύνθετη οικοδομή να στεγάσει παιδιά, εγγόνια κι άλλους Έλληνες, μετανάστες εσωτερικούς της ειρήνης και της ανάπτυξης. Απ’ το σπίτι αυτό είχα βγει κείνο το απόγευμα στα μαγαζιά της γειτονιάς να κάνω τις δουλειές μου – τις συνηθισμένες δουλειές δηλαδή μιας γυναίκας της τάξης μου και της ηλικίας μου. Στην πόλη που ζω, στην πατρίδα που μου έλαχε.
Καθόντουσαν οι γυναίκες τους, ακόμη απέξω απ’ το κτίριο της νομαρχίας, στο μεγάλο και άνετο περιστύλιό του – μπορεί όχι δικές τους, δεν γνωρίζω τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους, ποιες είναι μουσουλμάνες και ποιες όχι – όμως καθόντουσαν με τις μπούρκες, τα πασούμια και τα χείλη τους τα φουσκωμένα. Παχιές, έγκυες; φρεγάτες όλες τους τεράστιες και βλοσυρές όπως μου φαινόντουσαν. Κουβεντιάζανε, και η εικόνας τους μου θύμισε τις γυναίκες (μικροκαμωμένες αυτές και συνήθως μαυροντυμένες), που γειτονεύανε τα απογεύματα στο χωριό μου, πριν έρθω να εγκατασταθώ στο διαμέρισμα, εσωτερικός μετανάστης της πατρίδας και της προόδου. Κάτω από τη συκιά καθισμένες στα σκαμιά και στα πεζούλια οι γυναίκες στο χωριό, που περιέγραφα στα ερωτευμένα μου γράμματα και, σα να διαβάζω λαογραφία, ο Γιώργος της πόλης.
–Οι ξένοι αυτοί δεν ψωνίζουν από μας. Έχουν τα δικά τους μαγαζιά. Δεν μπαίνουν στα καταστήματά μας, μόνο στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσουν ελάχιστα πράγματα. Δυο μαρούλια, ένα μεγάλο δίλιτρο γάλα.
Με τον καιρό (της ειρηνικής, ας πούμε, διείσδυσης) – τούτος ο αιώνας έτσι φαίνεται θα κυλήσει, η Φύση μοιάζει να κάνει τον πόλεμο, τα όπλα μας ελάχιστα μπροστά στα δικά της υπερόπλα – μπορεί όμορφα τραβηχτικά βραχιολάκια, να μας συνδέσουν. Ιδίως αν συνοδεύονται από αρωματισμένα σώματα, που τα μυρίζω πρέπει να ομολογήσω – παρόλο που δεν είμαι πια μια νέα γυναίκα – καθώς περνούν και όλο περνούν από δίπλα μου. Νεαροί άντρες με σκούρα δέρματα, μαύρα μαλλιά και πρόσωπα γελαστά.
Και τώρα, αν προέκυψε ένα σχήμα τελικά (τα σχήματα αρέσουν στους ανθρώπους, ηρεμούν το μυαλό μας τετράγωνα, κύκλοι και τρίγωνα ακόμη ανακουφιστικά) και μάλιστα το εύκολο ερωτικό σχήμα, ενώ μόνο για το βραχιολάκι στον καρπό του άντρα ήθελα να βρω τις λέξεις, ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι εδώ υπάρχουν και συγκρούονται πλήθος αμέτρητες δυνάμεις της ζωής. Μιας ζωής πλούσιας, που μας τρομάζει πολλούς με το σφρίγος της. Απλώνεται, όλο απλώνεται και θεριεύει.
Ελένη Γ.