Αφιερωμένο σε όσους
φοβούνται ν’ αγκαλιάσουν αδυναμίες
Στο τετράδιο. Στην πρώτη σελίδα. Μια εργασία. Δε θυμάμαι σε ποιο μάθημα. Μάλλον κάποια ερώτηση γλωσσική. Μπορεί και μαθηματικά και φυσική. Δεν έχει σημασία.
Είχαν γίνει όμως λάθη. Μικρά, μεγάλα, δεν μπορώ να προσδιορίσω. Πάντως υπήρχαν κοκκινίλες και μουτζούρες, υπογράμμιση βιαστική κι έντονη. Το στυλό του διορθωτή βίαιο. Στην πρώτη -πρώτη σελίδα. Αμέσως μετά το εξώφυλλο. Δε μεσολαβούσε κάποιο φύλλο κενό, άσπιλο, να μην εκτίθενται τα ανθρώπινα, τα αδύναμα, τα θνητά, οι δοκιμές, σε πρώτη-πρώτη άμεση θέα.
–Θα το σκίσω. Θα το ξαναγράψω σωστά και θα του βάλω εγώ άλλο βαθμό καλύτερο.
Δεν της αρέσαν τα λάθη. Την αρρωσταίναν. Αγωνιζότανε, προσπαθούσε, κουραζόταν πολύ και τα ήθελε όλα τέλεια. Όπως πρέπει να είναι δηλαδή, όπως ζητούν οι κανόνες. Αυτοί που αν τους τηρήσεις – έτσι της λέγαν – θα πετύχαινε τους στόχους. Κάτι στόχους που ακόμη ήταν θολοί μέσα της, μπερδεμένοι και μακρινοί, αλλά μπορούσανε κάπως να της ζεστάνουν το στήθος. Ένα στήθος στενό και άγουρο.
Το δικό μου στήθος – ώριμο κυρτωμένο – είχε τότε ταραχθεί. Έπρεπε να μάθει την ομορφιά της αδυναμίας, της λειψάδας, του διαφορετικού.
Αμήχανα είχα σηκώσει τα μάτια μου στο παράθυρο. Της αρέσαν τα απαλά χρώματα, οι όμορφες μυρωδιές, η αγάπη που θα της δείχναν οι άλλοι.
–Θα σου χαρίσω κουρτίνες, της λέω. Θα τις κρεμάσουμε δω που μπαίνει έτσι το φως άγριο…
Τι είναι η μάθηση αν δεν έχει χαρά; Αν δε νιώθεις μέσα σου τη ζεστασιά του ήλιου, το απαλό φως που φιλτράρεται και φωτίζει τα πράγματα έτσι που να μπαίνουν στην ψυχή και στο μυαλό μας προσαρμοσμένα σε ό, τι μπορούμε να αντέξουμε κάθε φορά. Οι αστραπές, αυτές που αλλάζουν τη ζωή μας, συμβαίνουν συνήθως τη νύχτα και ξαφνικά μια στο τόσο. Δεν είναι της κάθε μέρας το βιολί.
Θέλω να παρακαλέσω τον θεό των πραγμάτων, του ήλιου και του απαλού φωτισμού (θα υπάρχει αφού τον επικαλούμαι) να ρίξει την ακτίνα του σπλαχνικά. Για να υψωθούν οι κεραίες, να γίνει επαφή με ό,τι υποτονθορίζει στο φως, για να λάμψει με γενναιότητα η ζωή.
Κλικ.
Μπήκε το απαλό φως, ημέρωσε τις μουτζούρες, απάλυνε τις εξοχές του απροσμέτρητου (!) λάθους.
–Κοίτα τι όμορφα που θα φαίνεται τώρα η πρόοδός σου!
Μετά από τούτη την πρώτη σελίδα την κακομοίρικη, κοίτα τις άλλες που αρμενίζουν στα ύψη. Κοίτα τι ωραία που είναι να μεγαλώνεις. Και τι καλά που δεν έσκισες τη σελίδα. Τι καλά που δεν ακύρωσες τη σπουδαία πορεία προς το μεγάλωμά σου.
Κοιτάζω την παλιωμένη κουρτίνα – κρέμεται ακόμη στο παράθυρο. Η εργασία που έχω τώρα μπροστά μου είναι γεμάτη ασάφειες, με ένα λόγο σαν να στραμπουλιέται η γλώσσα, το μυαλό και το χέρι πριν τον αποτυπώσει. Δε βγαίνει αβίαστος σαν το νερό που ρέει ανεμπόδιστο, φυσικός και πηγαίος, όπως θέλουν να είναι ο λόγος όσοι διορθώνουν γραπτά. Οι διορθωτές, όχι οι δάσκαλοι. Γιατί αυτοί, οι τελευταίοι, έχουν άλλους κώδικες όχι μολύβια κόκκινα και βαθμούς.
Μένω κοιτάζοντας την κουρτίνα. Η ίδια εκείνη κουρτίνα που βάλαμε τότε. Μια κουρτίνα λεπτή και όμορφη. Κάπως παλιωμένη τώρα, όμως ακόμη καθαρή και γενναία.
Χαμηλώνω αργά το μολύβι μου (ένα κόκκινο μολύβι που αυτονομείται συχνά και φτιάχνει κόκκινες δυνατές γραμμές, βίαιες, ενώ παραδίπλα σφαδάζουν οι κατακόκκινες λέξεις κάποιας αλαζονείας) και φέρνω μπροστά μου το πρόσωπο. Φοβισμένο, αμήχανο πρόσωπο. Το λάθος δείχνει το δρόμο για το μεγάλωμα ψιθυρίζω ξανά και ξανά στον θεό των βαθμών, των μέτρων και των σταθμών, που ακίνητος με κοιτάζει απ’ το παράθυρο. Η λεπτή κουρτίνα έχει μαλακώσει κάπως το βλέμμα του έτσι όπως το κρατάει καρφωμένο στη δική μου ζωή χρόνια τώρα.
Κλικ!
Ελένη Γ.