Στα χρόνια της κρίσης και της αγανάκτησης

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

Χρίστος Κυθρεώτης, εκεί που ζούμε, Μυθιστόρημα, εκδ. Πατάκης, 2019, σελ. 448
Ιάκωβος Ανυφαντάκης, κάποιοι άλλοι, Μυθιστότημα, εκδ. Πατάκης, 2019, σελ. 344

 Το 2019 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πατάκη δύο μυθιστορήματα ιδιαίτερα ταλαντούχων συγγραφέων. Μάιο το εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη, Νοέμβριο το κάποιοι άλλοι του Ιάκωβου Ανυφαντάκη. Με τα δύο μυθιστορήματά τους οι δύο συγγραφείς κατέχουν εξέχουσα θέση στην ευκρινή ομάδα της γενιάς των γύρω στα σαράντα πεζογράφων μας.

            Το εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη είναι η Οδύσσεια ενός εικοσιτετράωρου τριανταπεντάρη διανοούμενου δικηγόρου που αρχίζει με το χάραμα εργάσιμης Παρασκευής του Ιουνίου, σε χρόνο της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης και τελειώνει στο χάραμα της επόμενης ημέρας του Σαββάτου. Όταν επιτέλους επιστρέφει σπίτι του στα Εξάρχεια για να κοιμηθεί ο ύπνος του καταλήγει να είναι νόστος. Η μέρα ήταν εξαντλητική με πολλά απρόοπτα, αναπάντεχες περιπέτειες που καθυστέρησαν την επιστροφή του στο σπίτι. Αντιμετώπισε ως συνήγορος, μία δίκη που από ιλαροτραγωδία κατέληξε σε τραγωδία, την πίεση των χωρισμένων γονιών του που τον κατέτρεχαν με τα προσωπικά τους, δύο ραντεβού με πρώην έρωτες, μνήμες από τις πόλεις που έζησε και τόσα άλλα που έτρεχαν γύρω του με ταχύτητα. Όμως το μυθιστόρημα είναι μια ήρεμη δύναμη, ένα πλατύ ποτάμι που κυλά χωρίς να βρίσκει στενωπούς. Ο ήρωας –που επίκειται να μεταναστεύσει αλλάζοντας επάγγελμα– αντιμετωπίζει τα γεγονότα με κατανόηση απονέμοντας δίκαιο στους εμπλεκόμενους σαν να του πήγαινε καλύτερα να γίνει αμερόληπτος Δικαστής, πράγμα που επεδίωξε αλλά μετάνιωσε όπως και την ημέρα της Οδύσσειάς του δεν είναι απόλυτα βέβαιος ότι δεν θα μετανιώσει για την επιλογή της μετανάστευσής του. Παρατηρεί ωστόσο τα πάντα και συγκρατεί σε μέτρο την ειρωνεία του. Δεν σαρκάζει ούτε τον ημισαλεμένο γείτονά του των Εξαρχείων που βγάζει τον σκύλο του βόλτα στο λυκαυγές ούτε τον νεαρό σκακιστή που νυχτιάτικα σε διάδρομο νοσοκομείου που μυρίζει θάνατο αφηγείται μια σκακιστική νουβέλα διαφυγής.

            Το μυθιστόρημα κάποιοι άλλοι του Ιάκωβου Ανυφαντάκη εξελίσσεται επίσης στα χρόνια της κορύφωσης της κρίσης, θύμα της οποίας είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος. Ένας ήρωας οργισμένος με όσα έχουν συμβεί, απολυμένος από τη δουλειά τού πολιτιστικού συντάκτη σε εφημερίδα, ζώντας από το μισθό της ιατρού γυναίκας του στο Γκντάνσκ της Πολωνίας. Η απώλεια των προσδοκιών, η εκπνέουσα επιθυμία του να κάνει παιδί και να ζήσει με την γυναίκα του σαν ένα ζευγάρι ταινίας του Γούντυ Άλεν, θεραπεύεται με εκδηλώσεις βίας και σεξισμού που μάλλον ενέδρευαν και προ οικονομικής κρίσης στον χαρακτήρα του. Είναι όμως ερωτευμένος με μια νεαρή Πολωνίδα που συμβολίζει την αγνότητα. Ένα πτώμα που πέφτει από αεροπλάνο στην ταράτσα της πολυκατοικίας που ζούσε στο Γκντάνσκ τον παρακινεί να ερευνήσει διαδικτυακά το απίθανο γεγονός και εισέρχεται σ’ ένα λαβύρινθο παγκόσμιων συνωμοσιολογιών και δολοπλοκιών σε μια σκανδιναβικού τύπου ελκυστική αστυνομική νουάρ ιστορία που τρέχει παράλληλα με την παραπέουσα προσωπική του ζωή και την επηρεάζει. Η έξοδος από τον λαβύρινθο συντελείται με αλλόκοτο επίσης τρόπο, όταν πλέον χωρισμένος από τη γυναίκα του, έχει επιστρέψει στην Ελλάδα κι εργάζεται ως πωλητής σε κατάστημα τουριστικών ειδών στην Κρήτη.

            Οι εκ διαμέτρου αντίθετοι ήρωες των Κυθρεώτη και Ανυφαντάκη είναι δύο όψεις της νεωτερικής Ελλάδος, της κρίσης, της αγανάκτησης κι όσων προηγήθηκαν. Είναι ωστόσο και οι δύο ανασφαλείς και ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί, όσο κι αν ο ήρωας του Ανυφαντάκη δείχνει φαινομενικά ματσό άνδρας. Ανήκουν δε, όπως κι όλοι οι Έλληνες χαρακτήρες των μυθιστορημάτων τους, σε αυτή την περίλαμπρη νύφη των κομμάτων, μεσαία τάξη, απολιτική σε μεγάλο βαθμό, κομπιναδόρικοι εν μέρει – αν και ο ήρωας του Κυθρεώτη δείχνει με ποιους θα πήγαινε παρατηρώντας μία ομάδα νέων πολιτικοποιημένων έξω από την ασφάλεια νυχτιάτικα για συμπαράσταση σε συλληφθέντες συντρόφους τους.

            Κοινό γνώρισμα των δύο μυθιστορημάτων είναι ο σεβασμός του αναγνώστη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκε στους δύο κεντρικούς ήρωες αλλά αυτοί δεν παρασύρονται σε ναρκισσιστικές αυτοαναλύσεις. Κυρίως παρατηρούν την πραγματικότητα γύρω τους Ελληνική και παγκόσμια, πότε ρεαλιστικά, πότε γκροτέσκα και κατορθώνουν να ολοκληρώσουν τις προσωπικότητες των άλλων χαρακτήρων των βιβλίων. Παρέχουν ακόμη γνώσεις για επαγγέλματα, εργασίες, τόπους, συνήθειες, είναι εν γένει χορταστικά μυθιστορήματα. Δεν θέλεις να τ’ αφήσεις από το χέρι σου. Ο Ανυφαντάκης γράφει και για την σύγχρονη Πολωνία, όπου προς το τέλος του βιβλίου εκεί θα επιστρέψει.

             Οι δύο συγγραφείς αγαπούν τις ιστορίες που αποτελούν τις βάσεις της πεζογραφίας. Για έναν έρωτά του ο ήρωας του Κυθρεώτη λέει ότι την αγάπησε για την ιστορία της. Μελαγχολική αλλά αγαπητική για τη ζωή η στάση του ήρωα του Κυθρεώτη η ζωή είναι απέραντη, λέει ο ήρωάς του και αλλού φουρκισμένος από ένα ενοχλητικό τηλεφώνημα ανακουφίζεται βλέποντας στο κέντρο της Αθήνας την ωραιότητα του καλοκαιρινού πρωινού. Αρκετά καχύποπτη και με δόντια που τρίζουν του ηττημένου ήρωα του Ανυφαντάκη.

            Εν τέλει οι δύο συγγραφείς σήκωσαν ψηλά τον πήχη με τα βιβλία τους και τον πέρασαν.

           

Βασίλης Λαδάς