Ημερολόγιο ασημάντων 243: Χωρίς μοτίβο / Τα βάσανα μου λέω σε ένα γάτο κουφό | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

17.1.20 Ξυπνάς χωρίς μοτίβο και προοπτική του Αγίου Αντωνίου με πρησμένο δάχτυλο, μ’ αυτό που κάποτε έγραφες καλλιγραφικά, εσύ ο δεξιόχειρ.

Με κάτι ορνιθοσκαλίσματα άφησες χτες μια κάρτα με ευχές και λίγα χαρτονομίσματα για τα χρόνια πολλά στον υιό.

Ξυπνάς στις έξι το πρωί από τον ήχο του νερού στο μπάνιο που κάνει ο Αντώνης και στέκεσαι μετέωρος, με το σλιπάκι και αναποφάσιστος κοιτάζοντας από ψηλά την ξύλινη σκάλα που κάποτε θαύμασες όταν αγοράσατε το σπίτι και κόντεψε να σκοτωθεί η κόρη σου μικρή.

Από χτες βρέχει. Μία ποτιστική βροχή, αλλά η μυρωδιά του καπνού που καίει ακόμη χιλιόμετρα μακριά τα σπαρτά μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο.

Ξυπνάς το πρωί χωρίς μοτίβο, χωρίς σχέδιο, χωρίς κανένα πρόγραμμα, δεν έχεις καμία εκδοχή και μέσα στο αυστραλιανό καλοκαίρι ακούς για το master plan για το κλείσιμο των μονάδων λιγνίτη της ΔΕΗ. Μπράβο, αυτοί έχουν πλάνα κι εσύ το δικό σου: να μπανιαριστείς, να πλύνεις τα δόντια σου, να κάνεις καφέ να δεις το δρ. Νταγκ στο Medicare να σου δώσει σίδερο (βιταμίνες), ίσως κάνεις και το εμβόλιο ζωής για την πνευμονία.

Ξυπνάς και σκέφτεσαι τους φίλους σου που έχασες όπως το Γιαννάκη Τσακογιάννη, κάπου στην Τουλούζη, όπως το Χάρη άγνωστο πού, και ψάχνεις φωνή ζώσα να σου μιλήσει στο διαδίκτυο και δεν βρίσκεις παρά μόνο ψηφιακές πόρνες une chatte mouillée à pénétrer.

18-19.1.20 Σ/Κύριακο. Τόσο ασήμαντο, ούτε στα ασήμαντα δεν χωράει. Μιλάω για τα βάσανά μου στον Μάικρο τον 15χρονο φαφούτη γάτο μας, αλλά δεν μ’ ακούει είναι κουφός. Έξοδος για ψώνια. Έξοδα για ψώνια. Η θυγατέρα επιθύμησε τυρί κασέρι, ό,τι διατάξετε. Άσε θα το πάρει η Αρετή, ποιος άλλος; Ο καιρός μουλωχτός, υγρός, πούστης, σκοτεινιάζει ξαφνικά, τα φώτα του υπεραυτόματου αυτοκινήτου ανάβουν μόνα τους. Μισό κιλό κεράσια 18 δολάρια. Αυτό είναι σημαντικό. Δεν ξέρω πώς ένας συνταξιούχος μπορεί να φάει κεράσια στην Αυστραλία. Δεν τρώει γιατί θα πνίγει όπως κόντεψα να πνιγώ εγώ από κουκούτσι βερίκοκου. Πάντα κινδυνεύω να πνιγώ από κάτι και ποτέ δεν πνίγομαι, όση ώρα κι αν κολυμπάω. Δηλαδή δεν κολυμπάω και πολύ. Χίλια δολάρια για τη στολή νηπιαγωγείου της Έρικας. Σακάκι και τέσσερις φούστες και υποδήματα. Η Έρικα τάισε πάλι με τροφή γάτας, γάτου, την τριπίθαμη lizard Λίζυ (δεν είναι κοντή είναι μακρουλή, η οικιακή σαύρα και τρομακτική. ) Νάτα τα ασήμαντα. 

  • Βίαιη επίθεση της θυγατρός Μαρίας προς τη μάνα της. Το θέμα είναι το κοντρόλ. Τα λεφτά είναι το μέσο για έναν πιο αποτελεσματικό έλεγχο. Σε ανύποπτο χρόνο η μικρή Έρικα είπε ότι θα πάει Αμερική και το σχολίασε η Αρετή με τον Αντώνη και ο Αντώνης που το παίζει μπαμπάς το είπε στη Μαρία μας κι αυτή έπαθε κρίση: «Αυτό τον άνθρωπο που εσύ τον μισείς που το λέτε μαλάκα και είναι μαύρος είναι ο πατέρας των παιδιών μου και τα παιδιά μου είναι μαυράκια και μισά Αμερικανάκια. Δεν μπορεί να μην ξέρουν την ιστορία τους, να μην ξέρουν τον παππού τους, να μην ξέρουν το μποξ και τα όπλα και την πίτσα και τα Μακντόναλντς, όλα αυτά για τα οποία μπορεί κι εγώ να διαφωνώ, αλλά είναι μέρος της κουλτούρας της πατρικής κι εσάς δεν σας πέφτει λόγος», συνέχισε η Μαρία πάντα σε έξαλλη κατάσταση «και δεν μπορείς να μιλάς πίσω από την πλάτη μου. Λίγο respect τουλάχιστον». 

  • Μα δεν είπαμε πίσω από την πλάτη σου τίποτα, πήγε να τραυλίσει η Αρετή. Πάψε εσύ της είπε ο Αντώνης, δεν μπορείς να ακούσεις τον άλλο χωρίς να μιλάς, ότι ο άλλος είναι μία Φωνή και η Μαρία συνέχισε να φωνάζει έξαλλα σπα-ρα-κτι-κά και να απειλεί ταυτόχρονα θεούς και δαίμονες 

«Έτσι με ξευτιλίζει» είπε η Αρετή μπροστά στον άλλον που ’χει βγει στο μπαλκόνι με κάνει σκουπίδι, «θα πουλήσω το σπίτι και θα εξαφανιστώ από τη ζωή τους.» 

Την Τρίτη με πρωτοβουλία του Αντώνη έχει μίτιγκ με σοβαρές «αποφάσεις». Μπούρδες μίτιγκ μέσα στην κόλαση με ανθρώπινα κουρέλια. Κι αυτή ήταν και είναι τα υπολείμματα της οικογένειάς μου. 

Είναι δύο το πρωί, τώρα κατεβαίνει η Έρικα υπνωτισμένη και πάει να συνεχίσει τον ύπνο με τη Αρετή! Μετά από δράμα και κλάματα που δεν περιγράφονται.

  • Είχαμε και κάτι πιστολίδια στην πατρίδα σε ταβέρνα στα Βλάχικα, προς Βάρκιζα μεριά, όπου σκοτώσανε εν ψυχρώ μέρα μεσημέρι, μπροστά στα παιδιά τους δύο μαυροβούνιους, αλλά δεν ήταν στα Εξάρχεια, οπότε δεν τρέχει και τίποτα. Μαφιόζικοι λογαριασμοί, συνηθισμένα πράγματα. 

 

Δημήτρης Τζουμάκας