Αυτοί – εκεί έξω που περιμένουν να πέσεις για να γεμίσουν την άδεια τους ζωή – βλέπανε μόνο την παλιομοδίτικη εμφάνισή μου. Το παρατημένο μου σώμα και τις υστερικές μου φωνές – απύθμενη βλακεία του κόσμου.
Όταν λοιπόν το νέο κυκλοφόρησε – με είχε παρατήσει ο Θύμιος κι έμενε με μια άλλη γυναίκα – ακόμη κι αυτοί που το παίζανε αδιάφοροι και υπεράνω, κυρίως αυτοί, πεθαίνανε για να πουν το λογάκι τους.
Τότε ήταν που ξεσκαρτάρισα τους ανθρώπους. Η ίδια η μάνα μου – αν η μάνα δε σου συμπαρασταθεί τι να περιμένεις από τους άλλους – εμ και συ παιδάκι μου δε φτιάχνεσαι λίγο, δεν φροντίζεις τον εαυτό σου! Αν της το επέτρεπε η σεμνοτυφία της θα μου έλεγε ότι έπρεπε να φοράω εσώρουχα σέξι, κοντές φούστες και τέτοια.
Τα άκουγα στην αρχή – κι άλλες αισθήσεις ενεργές εκτός απ’ την ακοή – με πόνο και σπαραγμό. Δεν είναι και λίγο να σε παρατήσει ο άλλος που μαζί του έκανες παιδιά, έστησες σπιτικό και περίμενες ότι θα μείνει για πάντα δίπλα σου. Δεν είναι και λίγο να μάθεις ότι τα έφτιαξε, ερωτεύτηκε, δηλαδή επιθύμησε πολύ, μια άλλη γυναίκα, ακόμη κι αν αυτή είναι ανόητη, φοράει κοντές φούστες, ψηλές γόβες και φέρεται σαν μια κούκλα της τηλεόρασης. Παθαίνεις ένα μεγάλο πατατράκ. Σου έρχονται τα πάνω κάτω. Λες δε μπορεί, πού ζούσα εγώ; Σε άλλο πλανήτη; Εκείνος γούσταρε μια ανόητη κι άφησε εμένα την καλλιεργημένη γυναίκα με το επίπεδο και τα ενδιαφέροντα, τη μάνα των παιδιών του;
Ποιος φεμινισμός, ποια ισότητα; Εδώ μόνο σκληρά στερεότυπα! Ο άντρας μου με είχε παρατήσει, τον τράβηξε στο κρεβάτι της μια ξανθιά, νεότερη, με κοντή φούστα και τακούνι στιλέτο!
Δε μπορώ να πω ότι τον πρώτο καιρό υπερασπιζόμουνα τον εαυτό μου. Η γη είχε φύγει κάτω από τα πόδια μου δεν ήμουν η ίδια. Δεν ήμουνα τίποτα.
Αχ και να είχα την εμπειρία, την ψυχραιμία και την ωριμότητα που έχω τώρα! Θα τους κοίταζα όλους αυτούς στα μάτια, θα σήκωνα ψηλά το κεφάλι και θα τους την έφτυνα την ανοησία τους μέσα στα ίδια τους τα μούτρα
Ποιος δεν κράτησε ποιον; Ποιοι δεν κρατήσανε τι;
Ένα γάμο που κατέληξε σύμβαση πεθαμένη; Έναν έρωτα που έδειχνε από την αρχή – σε όσους μπορούσανε να το δουν – το θλιβερό του σαρκίο;
Τι είναι ο άντρας; Ένας ανάπηρος στο μυαλό που χρειάζεται μια γυναίκα να τον κουμαντάρει, να του λέει κάνε εκείνο, κάνε το άλλο, όμως να τον αφήνει κιόλας να αισθάνεται πρίγκηπας και θεός και δεν ξέρω γω τι άλλο;
Μην είναι ένα ον με περιορισμένες δυνατότητες κι ανάγκες συγκεκριμένες – το μυαλό βρισκότανε για αιώνες μέσα στο παντελόνι – που τώρα αιωρείται χαμένος και μετέωρος στο καινούριο σύμπαν των γυναικών, αδύναμος να καταλάβει τον άνθρωπο που στέκεται δίπλα του;
Αν στ’ αλήθεια τον ήθελα τον άντρα μου, θα στολιζόμουνα για χάρη του, αν με ικανοποιούσε δεν θα έβγαζα πουθενά υστερίες. Θα γελούσα, θα χαιρόμουνα τη ζωή, θα διασκέδαζα στην αγκαλιά του. Έφυγε από το σπίτι γιατί αυτός ο τρόπος του ταίριαζε, ήταν οικείος στον χαρακτήρα, την ανατροφή, μπορεί και αταβιστικό στοιχείο του φύλου. Κι εγώ, ένα τρόπο φυγής οικείο σε μένα είχα επιλέξει, ας μη γελιόμαστε. Τον υποτιμούσα, εκδικιόμουνα τον εαυτό μου και θύμωνα με τον κόσμο.
Όταν πέρασε η πρώτη περίοδος – του πένθους, του θυμού, της προσαρμογής – κι άρχισα να αδυνατίζω, να μειώνω τις ρυτίδες (υπήρχαν θεραπείες, εγώ δεν ήθελα να τις ξέρω) και να τονίζω τη θηλυκότητά μου, τους είδα πάλι όλους αυτούς εκεί έξω να σχολιάζουν.
Η πάλη των φύλων, κάτι σαν εκείνη την πάλη των τάξεων, ή σαν την άλλη πάλη του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο.
Ελένη Γ.