Δημήτρης Τζουμάκας | Η ζωή μου συρρικνώνεται και αιματολογικά. Δεν θα προλάβω τελικά να συνευρεθώ…

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


Διήγημα

Δημήτρης Τζουμάκας  | Η ζωή μου συρρικνώνεται και αιματολογικά. Δεν θα προλάβω τελικά να συνευρεθώ…

30.11.2016 Τετάρτη. Έμεινα μέσα στο σπίτι, όπως η γηραιότερη γυναίκα του κόσμου που έχει να βγει από το δυάρι της 20 χρόνια και τον τελευταίο χρόνο παραμένει κλινήρης. Η Έμα Μοράνο γιόρτασε χτες τα 117 της γενέθλια. Δεν βλέπει, δεν ακούει και δεν βγαίνει από το σπίτι, έχει όμως πλήρη νοητική διαύγεια. Η Μορένο γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1899 «Τρώω δύο αβγά την ημέρα, αυτό είναι όλο. Τρώω και γλυκά. Δεν τρώω όμως πολύ γιατί δεν έχω δόντια». Εγκατέλειψε τον βίαιο σύζυγό της το 1938, όταν το πρώτο και μοναδικό παιδί της πέθανε στη βρεφική ηλικία. Έζησε μόνη, εργάτρια σε βιοτεχνία σακιών.

–Δεν ξέρω αν τα μυγάκια που βλέπω μπροστά στα μάτια μου οφείλονται στην αποκόλληση υαλοειδούς ή είναι αληθινά και διαιτώνται με τα αποφάγια της μακαρονάδας μου. Κάνω έτσι και σκοτώνω αέρα. 

Έβλεπα σκάκι ολημερίς, με μυγάκια, τις παρτίδες Κάρλσεν και Καριάκιν που μέρες παλεύουν στη Ν.Υόρκη για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Τέλειωσαν ισόπαλοι 6-6. Κέρδισαν από μία παρτίδα ο καθένας και οι άλλες ισοπαλία. Όλα θα κριθούν τώρα στο μπαράζ στις γρήγορες παρτίδες που θα παίξουν.

1.12.2016. Αυτόνομη οργάνωση και αντιφασισμός γράψανε με μεγάλα μαύρα γράμματα στο κλειστό περίπτερο απέναντι από το κλειστό σουβλατζίδικο στην πλατεία Βικτωρίας. Και πάνω στο άγαλμα «ΜΚΟ, σαν να λέμε ρατσιστές με δίπλωμα»! Εξτρίμ συνθήματα παιδιά, κάτι προσφέρουνε κι οι επαγγελματίες ανθρωπιστές. Έχω βγει από το καβούκι μου να κάνω τις αιματολογικές εξετάσεις που μου έγραψε πάλι ο Παπαχρόνης. Επιστρέφοντας από το ιατρικό Κέντρο Παπανδρέου και πηγαίνοντας να πάρω το υπό διόρθωση ρολόι μου, ακούω ένα μπουμ. Δεν έδωσα σημασία, ποτέ δεν αισθάνθηκα ανασφαλής στην περιοχή κι όταν με ρωτάνε αν φοβάμαι που μένω στο κέντρο με τους ξένους και τους λούμπεν λέω καθόλου, ότι επικίνδυνα είναι μόνο στο Μενίδι, στην Εκάλη και στη Γλυφάδα. Εδώ κυκλοφορείς ότι ώρα θέλεις. Τελικά με πήραν από την Αυστραλία και με ρώτησαν αν είμαι καλά γιατί είδαν την έκρηξη στην τηλεόραση, την δείχνει τώρα, άνοιξέ την. Είδα συντρίμμια, αστυνομία και τραυματίες. Έκρηξη υγραερίου στο Έβερεστ της πλατείας Βικτωρίας με τη λογίστρια του καταστήματος νεκρή, όπου φαίνεται ότι γινόντουσαν εργασίες με τη γνωστή βαλκάνια προχειρότητα και «πολυξεροσύνη». Ο θάνατος κάνει βόλτες όποτε του καπνίσει εκμεταλλευόμενος την ανθρώπινη ανευθυνότητα. Απροστάτευτο προσωπικό και πελάτες, μηδέν έλεγχος φυσικά.

Σκεφτόμουν την αυτοκτονία, αλλά πρέπει να βρεις και τον τρόπο.

Τίποτα δεν βγάζει νόημα πια και καλύτερα.

«Η ιδέα της αυτοκτονίας μας βοηθάει να περάσουμε τις δύσκολες νύχτες», λέει ο Νίτσε. «Έχεις δίκιο», του λέω. Η γυναίκα που σκοτώθηκε ήταν μητέρα δύο ανήλικων κοριτσιών. Τώρα βάλανε κάτι κεράκια στο πεζοδρόμιο. Τα ίδια είχαν βάλει και στη Μιχαήλ Βόδα που ο ναρκομανής πατέρας τεμάχισε την κόρη του. Τα ίδια βάζουν εκεί που σκοτώνονται με τα αυτοκίνητα. Για την ψυχή μας που σκοτώθηκε για πάντα όμως (εδώ κάτι πρέπει να βρω να το γυρίσω έτσι Για την αθωότητα που χάθηκε για πάντα, ποιος θα ανάψει κερί, ποιες γριούλες; ή κάπως έτσι κλπ.).

Σε παρτίδες μπαράζ, με μειωμένο χρόνο σκέψης κρίθηκε στη Νέα Υόρκη, ο τίτλος του παγκόσμιου πρωταθλητή… Οι 12 παρτίδες κλασικού χρόνου δεν είχαν αναδείξει νικητή. Ο Νορβηγός Μάγκνους Κάρλσεν κέρδισε τον Σεργκέι Καριάκιν από τη Ρωσία στα μπαράζ που ακολούθησαν με 3-1 (δύο νίκες και δύο ισοπαλίες). Είναι 25 χρονών και οι δύο, θα παίξουν πολλές παρτίδες στη ζωή τους.

2.12.12 Friday. Τίποτα. Απλώς αγόρασα εφημερίδα, αγοράζω μέρα παρά μέρα και πήγα να συναντήσω τη Χουανίτα την Αργεντινή ζωγράφο στην Πρεσβεία της Βενεζουέλας. Συμφωνήσαμε στα εγκαίνια να αγοράσω το εντυπωσιακό πουλί της στην ίδια τιμή που ο μεγάλος Έλλην Ζωγράφος μου πρόσφερε το «ψάρι» του. Καπάρωσα το έργο με δύο πενηντάρικα. Μοιράζω πενηντάρικα! Μάλλον καπαρώνω τη Χουανίτα όταν γυρίσω από την Αυστραλία. Η Χουάνα είναι πολύ καλή με το γκράφιτι, ζωγράφος μεγάλων επιφανειών, muraliste τρόπον τινά, όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα. Μου δείχνει τα έργα που έχει κάνει στα σχολεία, εντυπωσιακά. Πώς ξεκίνησα; Πήγα σε ένα σχολείο και τους έδειξα δουλειά που έχω κάνει στη Νέα Yόρκη και στο Λονδίνο, τους ρώτησα αν θέλουν να τους κάνω δέντρα, πουλιά πάνω στους τοίχους του σχολικού τους κτιρίου με μία εξευτελιστική τιμή και δέχτηκαν. Και ξέρεις; κανείς δεν πειράζει ένα γκράφιτι που είναι καλό. Ε μετά το θέλησαν και άλλοι.

–Το βράδυ είδα στο γαλλικό κανάλι ρεπορτάζ για τον Ολάντ που δεν θα διεκδικήσει δεύτερη φορά την Προεδρία και μία κομεντί γλυκόπικρη με τα γνωστά παρισινά τριγωνάκια. Και ολίγο λεσβιακό ρομαντισμό καθώς η εξέλιξη των ηθών καλπάζει.

 

3.12.16 Σάββατο. Όλα στο κόκκινο. Πήγα στο ιατρικό κέντρο Παπανδρέου, πήρα τις εξετάσεις και είδα τα αποτελέσματα στο κόκκινο. Τρόμαξα. Είναι φανερό ότι πρόκειται για πολυοργανική ανεπάρκεια του συστήματος. Η ζωή μου συρρικνώνεται και αιματολογικά. Δεν θα προλάβω τελικά να συνευρεθώ με χείλια αιδοία. Τη Δευτέρα πρέπει να κλείσω ραντεβού με το γιατρό, προς το παρόν τηλέφωνο στην Μπέμπα να πάρουμε αέρα στο βουνό. Το πιο ωραίο της Αττικής, την ανεκτίμητη Πάρνηθα που δοκίμασαν να τη χτίσουν κι αυτή ζωντανή κι ο δικτάτορας άφησε ένα τσιμεντένιο έκτρωμα που δεν το έχουν κατεδαφίσει εισέτι. Πήγαμε γύρω γύρω, με κακή διάθεση λόγω των κακών ιατρικών αποτελεσμάτων, ευτυχώς έγινε αλλαγή προπονητή στον Παναθηναϊκό κι ίσως πάρουμε λίγο απάνω μας, ως ομάδα. Χαθήκαμε στα Άνω Λιόσια, στη Φυλή και στο Μενίδι, μας έδωσαν πληροφορίες οι γύφτοι, αρπαχτήκαμε, μουτρώσαμε και στο τέλος φτάσαμε στο Μον Παρνές. Είπα να ρίξω καμιά μάρκα στη ρουλέτα, αλλά προτίμησα να σπάσω το κεφάλι της Μπέμπας με χιονοπόλεμο διότι υπήρχε ακόμη χιόνι-τσιμέντο στο βουνό. Αλλά κι αυτή ήταν επιθετική, δεν σκεφτόταν τον μειωμένο μου αιματοκρίτη και δεν κάθισε να τη σκοτώσω. Πολλοί ποδηλάτες αθλούνται στο βουνό. Αυτοί που κατεβαίνουν, κατεβαίνουν βολίδες. Ψάχναμε μετά να βρούμε τη λίμνη Μπελέτσι και κόκκινους κρίνους, αλλά είδαμε κόκκινα ελάφια και αγριοκάτσικα. Το δάσος είναι σε καλή κατάσταση, αυτή είναι η πρώτη εικόνα. Είναι φανερό ότι έγιναν δεντροφυτεύσεις, προσπάθειες από σχολεία και νηπιαγωγεία, πιθανόν κι απ’ τη Σχολή Μωραϊτάκη, αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα. Υπάρχει μία έφεση μετά την καταστροφή του 2007 για προστασία και έλεγχο. Υπάρχουν άνθρωποι που πονούν τη φύση. Αλλά στην κορυφή δεν υπάρχει πράσινο. Θα πάρει σίγουρα πολλά χρόνια ακόμα για να «επιστρέψει» όλο το δάσος, αν επιστρέψει. Για την ώρα απολαμβάνουμε την παρέα ελαφιών που είναι πολύ κοινωνικά. Λέγεται ότι διαβιούν κάπου χίλια ελάφια στη σημερινή Πάρνηθα! Κρατάω ένα φυλλαράκι πλησιάζει ένα φιλαράκι και τσιμπολογάει! Το κακό είναι ότι η ευγενής έλαφος είναι βουλιμική και τρώει και τις κορυφές δενδρυλλίων, όταν την πιάνει η μεγάλη πείνα, ψιλοφοβάμαι! Παλιά υπήρχαν και ζαρκάδια. Τώρα επειδή ο πληθυσμός των ελαφιών μεγάλωσε γίνονται σκέψεις για τη μεταφορά τους. Να τα πάνε πού όμως; Θα τα τσακίσουν οι Ελληναράδες κυνηγοί. Τουλάχιστον στην Πάρνηθα δεν πυροβολούν, περιμένουν ταμπουρωμένοι στους πρόποδες πίσω από τη Χρυσή Αυγή και τη Χασιά μπας και την κοπανίσει κανένα.

Η πτηνοπανίδα επίσης είναι υπαρκτή δια γυμνού οφθαλμού. Όχι βέβαια σε σχηματισμούς αποικιών, αλλά που και που ξεπετιέται ’κανα σπουργίτι ’κανας μουστακοτσιροβάκος ή’ κανας τζουμακάκος. Και πιο ψηλά τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη κελαηδούνε.

 

Πεινάσαμε και θέλω να προσφέρω ένα πλούσιο γεύμα στην Μπέμπα μετά τον ανταρτοπόλεμο, το χιονοπόλεμο και τις εναέριες τουρκικές παραβιάσεις. Κατεβαίνουμε την εθνική οδό. Πάμε στα Βίλια. Έχουν ανάψει τα τζάκια στις χασαποταβέρνες. Χοντρομπαλούδες, σουσούδες με γούνες κι ένας φαλακρός τύπος με διαβολικό γενάκι ξεκοκκαλίζουν παϊδάκια. Οι καλοφαγάδες μπροστά μας έχουν αρχίσει με γίδα βραστή. Θέλω κι εγώ γίδα βραστή και την κυρία με το ντεκολτέ καλοβρασμένη κι αυτή παρακαλώ.

3ης Σεπτεμβρίου και θανάτου γωνία, πλατεία Βικτωρίας. Εξαιρετικό κείμενο του ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη στην Εφημερίδα των Συντακτών για τη γυναίκα που έχασε τη ζωή της από έκρηξη υγραερίου Χέυδεν και 3ης Σεπτεμβρίου γωνία. Ρέκβιεμ, λυγμός και θυμός. Θαυμάζω το θάρρος του, ζηλεύω την πένα του:

Το υπόγειο όπου η γυναίκα εργαζόταν. Το υπόγειο λογιστήριο. Η εργασία σαν μία κρυφή συνθήκη. Κάπου ανάμεσα σε αμπάρι πλοίου και κελάρι στο οποίο κρύβεσαι για να γλυτώσεις. Στα υπόγεια. Χωρίς οξυγόνο δικαιωμάτων, χωρίς ανθρώπινες συνθήκες. Γραφεία δίπλα σε φιάλες. Υπόγεια χωροταξία της εξαθλίωσης, ορυχείο εκμετάλλευσης ανθρώπινου μόχθου. Ακόμη κι αν πρόκειται για τυροπιτάδικο.

Κατάστημα αλυσίδας εστιατορίων, ταχυφαγείο, παράρτημα αλυσίδας. Κάπως έτσι περιγράφτηκε από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης το κατάστημα των Everest, σαν το όνομα Everest να πρέπει να αποφευχθεί. Όχι για να αποκρυφτεί, απλά για να αποφευχθεί η συμπερίληψή του στην ακολουθία Everest-εργασία-θάνατος.

–Ταινίες πολυπαιγμένες στην τηλεόραση. Μερικές αληθινά καλές. Καταρχήν ο φοβερός Μπονιουέλ με την Τριστάνα του (1970 η εποχή της Γαλλίας μου), έπειτα ένα σπουδαίο κοινωνικό φιλμ Ο εγωιστής γίγαντας του Κλίο Μπάρναρντ: παραβατικά σχολιαρόπαιδα στην Αγγλία κλέβουν καλώδια και τα πουλάνε σε ανθρώπους που εκμεταλλεύονται τα ανήλικα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα:

 

4.12.16 Μαχαιρίτσας στα χάι του. Πάντα είναι στα χάι του. «Πεθαίνω για σένα κι ας είσαι απάτη, εγώ σε λέω αγάπη». Προλαβαίνω και βλέπω πάλι μερικές σκηνές από το δεύτερο μέρος του Μέχρι το πλοίο του Δαμιανού. Ελληνικός νεορεαλισμός εφάμιλλος του ιταλικού, αλλά με νεωτερικά στοιχεία. Κατά τη γνώμη μου μερικές από τις ευτυχέστερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Το δεύτερο μέρος βέβαια το αστικό, όχι το πρώτο το ποιμενικό που έχει μεν μία υψηλή αισθητική αλλά εμένα δεν μου κάνει, παραμένω τρωκτικό της μεγαλούπολης, της αλητούπολης.

Δεν μου κολλάει ύπνος με αυτά τα μαρκαρίσματα στις εξετάσεις αίματος. Βέβαια είναι κοντά στο όριο, αλλά είμαι κάτω από τη βάση. Είναι και τα πονάκια στο στομάχι. Φοβάμαι να κάνω γαστροσκόπηση μη μου βρούνε καρκίνο στομάχου αφού είμαι επιρρεπής σε ένα τέτοιο καρκίνο, λόγω κακοήθους αναιμίας, έτσι λένε οι ειδικοί και το Ιντερνέτ.

–Έχει πέσει η θερμοκρασία, έβρεξε χτες και η μόνη κυριακάτικη διασκέδαση είναι το παζάρι στο Μοναστηράκι και στον Ελαιώνα. Δεν έβγαλα μηνιαία κάρτα στο μετρό αφού στις 11 του μήνα φεύγω για Σύδνεϋ. Ξέχασα να χτυπήσω και το εισιτηριάκι. Φτάνω στον Ελαιώνα. Παζάρι μέσα στις λάσπες, βαλκάνιο, υποβαθμισμένο. Το σκοτώσανε κι αυτό. Η πρόοδος ανοίγει δρόμους-λαιμητόμους. Αλλά οι αθίγγανοι ποτέ δεν πεθαίνουν. Αγοράζω πολλά βιβλία μέσα στα βρωμόνερα. Απ, βλέπω και τον Άρη τον αρχαιολάτρη που πουλάει μεταχειρισμένα βιβλία στην υπόγεια διάβαση της Συγγρού έξω απ’ το Πάντειο. Κάνει τις αγορές του κι αυτός εδώ. Άστα κάτω κύριε αυτά είναι δικά μου, του λέω. Τι λες μάστορα τάχω διαλέξει εγώ. Σας παρακαλώ κύριε, επιμένω μην αρπαχτούμε τώρα. Έι τι κάνεις; μου λέει, έγινες κι εσύ έμπορος όπως εγώ; Εκεί πάμε, του λέω. Έχει καλό πράμα σήμερα μου λέει. Ναι. Να έχει και Ραφαηλίδη, του λέω. Α, τον σκατόψυχο, μου λέει ο ελληνόψυχος Άρης.

Φεύγοντας από το παζάρι προσέχω το λιλιπούτιο εκκλησάκι που δεν χωράει άνθρωπο μέσα και μία στήλη με γυναικείο πρόσωπο. Όλο αυτό τον καιρό το μάτι μου με τα μυγάκια του έπεφτε πάνω στους μουσαμάδες και στις κουρελούδες με το εμπόρευμα κι έχανε έτσι πολιτισμικά και αγωνιστικά στοιχεία του τόπου, όπως αυτή τη στήλη για τη Σωτηρία. Μία στήλη που σήμερα υπάρχει μόνη της στο πουθενά και την ανήγειρε το συνδικάτο εργατών κλωστοϋφαντουργίας ιματισμού δέρματος το 1996, ενώ ένα σύνθημα στη μάντρα σε ειδοποιεί «Η Σωτηρία ήταν δικό μας σπλάχνο… Τη φάγανε κι είχαν όλους εμάς στο νου τους…» Ποια είναι η Σωτηρία; Ωραίοι στίχοι του Ρίτσου επί της στήλης: Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει, θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο. Η Σωτηρία Βασιλακοπούλου φοιτήτρια στέλεχος της ΚΝΕ χτυπήθηκε από αυτοκίνητο την ώρα που μπροστά από την πύλη της «ΕΤΜΑ», εδώ στην οδό Αγίας Άννας στο Βοτανικό, μοίραζε μαζί με τους συντρόφους της, ανακοινώσεις, καλώντας τους εργάτες να πάρουν μέρος σε απεργία ενάντια στην ανεργία, στις απολύσεις και στην ακρίβεια. Αυτό έγινε το 1980. Έλειπα στην Αυστραλία δεν ήμουν συνδρομητής του Ριζοσπάστη και να τα κενά μου βουνό.

–Το μεσημεράκι ήλιος με δόντια, ο καιρός ζεσταίνει κάπως, η Αθήνα είναι μία θλίψη, ξηλώθηκαν οι παλιές βιτρίνες, η περιοχή μου απονεκρώνεται, εγκατέλειψε και η τράπεζα Άλφα την Αχαρνών μετά την τράπεζα Πειραιώς κάτω από το σπίτι μου, μετά την Εθνική στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος. Έχει μείνει μόνο η Eurobank. Φύγανε οι επιχειρήσεις, φύγανε και οι καταθέτες αλβανοί. Τώρα μόνο κινέζικες αποθήκες, πακιστανικά μπακάλικα της πυρκαγιάς, ένα ηλεκτρολόγος- μπρικολαδόρος, υποκαταστήματα του ΟΠΑΠ γεμάτα ξένους και στην Αχαρνών καφάσια οπωρικών από πλανόδιους ρομά. Επανέρχεται η ιδέα της αυτοκτονίας. Γιατί επανέρχεται; γιατί κάτι γίνεται με τα φάρμακα: Δημιουργούν ψυχικές διαταραχές, αισθήματα ευφορίας και μεγαλείου αθάνατου συγγραφέα, μα και συγγραφική κατάθλιψη με κατάπτωση, ίλιγγους και λιλιπούτιες ψευδαισθήσεις. Θα τα κόψω.

5.12.16 Πρωί πρωί ραντεβού με τον ρευματολόγο να δει τις εξετάσεις. Στις εφτάμιση πήρα τηλέφωνο, στις εννιά έκλεισε το ραντεβού. Όχι, γιατί λέμε ότι το δημόσιο σύστημα είναι για πέταμα. Είναι βέβαια μακριά, αλλά δεν ξέρω, εμπιστεύομαι τον Παπαχρόνη. Είναι στην Αγία Παρασκευή. Από το Νομισματοκοπείο πενήντα λεπτά περπάτημα για το ΕΟΠΥΥ. Από το σταθμό Αγίας Παρασκευής 40 πρώτα. Διαλέγω το δεύτερο επειδή δεν έχω χρόνο. Περνάω από ένα οικόπεδο όπου κίτρινες μαργαρίτες στέκονται γελαστές κόντρα στους δέκα βαθμούς Κελσίου της Αθήνας. Ό,τι κι αν έχω θα το αντιμετωπίσω με ζεν και ζανζού, με συναισθηματική χαλάρωση με εσωτερική ακινησία, με το ποτάμι τη ηρεμίας. Γίνομαι Καζαντζακικός: Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα! Ακόμη και την κατάσταση του θανάτου την κάνανε μία ρατσιστική κατάσταση (θάνατος από ναρκωτικά, Έιτζ, καρκίνο κτλ, κτλ. Τα μαύρα και τα άσπρα πρόβατα οι νεκροί μας). Η μιζέρια στα μάτια τους λογαριάζεται για υγεία (Νικόλαος Ντάβας).

Τελικά καλά είχε πει ο ωροσκόπος στη μητέρα μου ότι το 5 είναι ο τυχερός μου αριθμός. «Μια χαρά είναι οι εξετάσεις σου, θηρίο είσαι!», μου λέει ο Παπαχρόνης. «Μα γιατρέ εδώ είμαστε στο κόκκινο». «Τίποτα. Λίγο ο αιματοκρίτης κάτω αλλά δεν είναι αναγκαστικά κακό αυτό». «Μήπως να περιορίσουμε τα φάρμακα;» «Ποια φάρμακα; Μια κορτιζονούλα παίρνεις. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου δώσω κάτι πιο δυνατό γιατί έχεις πίεση, σου δίνω το πιο ελαφρύ είναι μία σφεντόνα που χτυπάει ελέφαντα. Αλλά κι αυτή η σφεντόνα στην περίπτωσή σου βοηθάει ωραιότατα». «Σφεντόνα η κορτιζόνη;». «Κύτταξε και το μαχαίρι εξαρτάται πώς το χρησιμοποιείς. Αν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι χρήσιμο».

Χαρωπός και ευτυχής βγαίνω από το Αρρωστάδικο μπαίνω σε μια κάβα και παίρνω ένα μπουκάλι καλό κόκκινο κρασί για να το πιω με τη μυθική μου σούπα. Αγοράζω και φιστικάκια. Μου ανοίγει την όρεξη η κορτιζόνη. «Δείγμα υγείας, αλλά είπαμε πρόσεξε μη βάλεις βάρος». «Αυξάνει και την ερωτική επιθυμία ντοτόρο;» «Δεν το ξέρω εσύ θα μας το πεις». «Νομίζω πως ναι». «Αυτό είναι εξαιρετικό. Έχετε ταίρι;». «Ναι την Μπέμπα, τη Ζουζού και τη Λουλού». «Τότε είστε ευτυχής». «Ναι αλλά δεν μπορώ να τις δέσω γιατί πρήζονται τα δάχτυλα μου».

Αλλά πώς μπορεί να είμαι ευτυχής χωρίς την Ευρυδίκη; Παίρνω κι ένα λευκό κρασί για τα λαβράκια και τα μπαρμπούνια αύριο. Συναισθηματικά δυστυχής είμαι γιατρέ. Αλλά οι εξετάσεις είναι Ο.Κ οπότε θα κάνουμε πάρτι. Είμαι αθάνατος. Ζήτω του Αθανάτου. Άραγε δουλεύει η στοά των Αθανάτων; Να σκαρφαλώσω στον Υμηττό. Να ψάξω τα 44 είδη της άγριας ορχιδέας να μην πέσω πάνω στη Ρούλα και με φτύσει, ούτε στη Νίκη του φαλακρού βουνού. Πού βρέθηκαν τόσες ορχιδέες εδώ; Πού είμαστε; στη Σιγκαπούρη; Μη μπλεχτώ στις κεραίες του Κόκκαλη και δεν ξέρω ποιανού άλλου. Να δώσουμε μία καρτούλα Βονταφόν σου ζαλίζουν τον έρωτα οι πιτσιρίκες που έχουν ξαμολήσει οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας παντού.

–Μπαίνω στο λεωφορείο μέχρι το Νομισματοκοπείο. Μεγάλοι ηλικίας άνθρωποι ακυρώνουν με ευλάβεια τα εισιτήριά τους:

–Αυτό μας έλειπε τώρα να γίνει ’κανας πόλεμος, λέει μία καλοστεκούμενη κυρία.

–Ε δεν βλέπεις τι ζητάει ο Ερντογάν, λέει η άλλη.

–Αυτός μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει. Να αρχίσουμε κι εμείς τότε να ζητάμε την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια.

–Για όλα φταίει ο Σόιμπλε και η Μέρκελ. Και ήταν και κόρη παπά πανάθεμά την.

–Είδατε τι ψήφισαν στην Ιταλία; Όχι ψήφισαν οι άνθρωποι κι όλα δείχνουν ότι σε λίγο θα είμαστε οι μόνοι Ευρωπαίοι πολίτες υποτελείς των Γερμανών, άνευ οράματος και προοπτικής και το επόμενο φρικιαστικό σενάριο: εδαφικός ακρωτηριασμός!

Μεγάλο μαύρο πανό με άσπρα γράμματα των αναρχικών στην πλατεία Βικτωρίας, εκεί που ήταν το Έβερεστ «ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ». Να τσακίσουμε την κρεατομηχανή του κεφαλαίου. Να δώσουμε μία καρτούλα Βονταφόν;

Πλησιάζοντας σπίτι θυμήθηκα ότι πρέπει να πάρω σέλινα και κολοκύθια για τη μυθική μου σούπα. Υπήρχαν κάτι χοντροκολοκύθια, εντελώς ακατάλληλα και η τιμή τους τρία ευρώ το κιλό! Τέλος πάντων πού να τρέχω τώρα, ας πάρω ένα για τη σούπα. Κοιτάζω, είναι Τουρκίας! Καλά λέω στον μάνατζερ δεν μπορείτε να απευθυνθείτε στους Έλληνες κολοκυθοκαλλιεργητάς; Τι να σας πω; αυτά μας στέλνουνε, αυτή τη συμφωνία έχει κάνει η Εταιρεία. Πήρα με ένα εύρω ένα κολοκύθι και πάω να κάνω τούρκικο βραστό.

 

Ακολουθεί απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα: Ξαναγράφοντας την αμνησία για να μην ξεχνιόμαστε:

 

3.2.2 Για πρώτη φορά ο Νεαρός Γιατρός έπιανε τον εαυτό του να τριγυρίζει πεζή στους δρόμους του Βόρειου Σύδνεϋ, παραμιλώντας, θάνατος στα αφεντικά δεξιά κι αριστερά μπουκάροντας στα μαγαζιά, με στιλ αναρχικό, αγοράζοντας με την πλαστική κάρτα πληροφορίες, ψάχνοντας στο λαβύρινθο του επιστημονικού του πάθους μια ασθενή που διέφυγε. Η αγορά ήταν πεθαμένη, αλλά στο μιλκ μπαρ ένας κινέζος γέμιζε τη βιτρίνα μ’ ένα βουνό ψωμιά, σαν να μη τρέχει τίποτα. Στο πρακτορείο εφημερίδων γινόταν λόγος για «νύχτα της Χιροσίμα», ενώ «the day came angrily hot and windy and heavy with smoke». Η έγκριτη Sydney Morning Herald μιλούσε για «Μαύρη Παρασκευή».

Καλώς ήλθατε στο Κέντρο της Μαϊμούς έγραφε το μαγαζί που ειδικευόταν στα μικρά ζώα, ενώ στο παράθυρο, άσπρα ποντίκια τρέχανε μέσα σε μια ξύλινη ρόδα, χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Στα ενυδρεία, μία θάλασσα από πολύχρωμα ψάρια. Συνωστίζoνταν ελεφαντόψαρα, «έγραφαν» βουστροφηδόν ξυραφόψαρα και σκουληκόψαρα, γκομενόψαρα και μαργαριταρόψαρα και ανυποψίαστα καρχαριάκια. Πουθενά όμως η Μαίρη Ντεζιρέ. Ούτε στο κομμωτήριο, ούτε στο εντεροπωλείο, ούτε στο κοσμηματοπωλείο «Οι Φλέβες Χρυσού». Πουθενά η Μαρία Μαγδαληνή Ποθητού. Μόνο έντομα λεφούσι, αρχαϊκά, ηλικίας 400 εκατομμυρίων ετών μπορεί και παραπάνω στο πάρκο που διασχίζει τώρα. Η αστική συγκοινωνία έχει διακοπεί λες και πέρασαν οι βάνδαλοι, οι οπαδοί της Λευκής Ανωτερότητας και οι συμμορίες των λιβανέζων. Κάτι νεκροφάγα αρπακτικά πτηνά καθαρίζουν τους δρόμους από ημιαποτεφρωμένα σώματα αρουραίων και ουάλαμπυ. Η πόλη βρισκόταν στο έλεος της φωτιάς, οι δρόμοι ήταν άδειοι και στο κατάστρωμα του χάι γουέι εμφανίστηκαν στρουμπουλά κουνέλια που έβαλαν πλώρη για το πάρκιν του Νοσοκομείου.

Ο νεαρός γιατρός έψαχνε στην άδεια χώρα, στην Terra Nullius, μία γυναίκα που είχε χάσει τη μνήμη της, μία γυναίκα, που o οργανισμός της καταστρέφει τη βιταμίνη Β12 και της δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα, με έντονο όμως βλέμμα και τσάκισμα στη φωνή, που περίμενε απ’αυτόν βοήθεια, ίσως έπρεπε να της είχε κάνει προληπτικά την ένεση neo-cytamin. Η ίδια είχε αρνηθεί το παρελθόν της, το είχε πετάξει σαν ένα πουκάμισο, το είχε «γδυθεί» από πάνω της, είχε κλείσει το φως κι όμως έψαχνε πάλι το διακόπτη, γιατί ποτέ δεν φεύγεις από μια κόλαση για να πας σε μια άλλη κόλαση. Μια γυναίκα χωρίς μνήμη, χωρίς ουδεμία εξήγηση, έφυγε και διαφεύγει ακόμη, γλίστρησε ως κωπηλάτης μέσα στην κόκκινη σκόνη, πιθανόν μ’ένα ελαφρύ λύγισμα της μέσης, μια γυναίκα που μεγάλωνε μέσα στο είναι του, δέκα χρόνια, μεγαλύτερή του. Μια γυναίκα της φυγής, ένα εξωτικό πουλί που πετάει μέσα στις φωτιές και πάει.

 Πολλοί αυστραλέζικοι μύθοι για την καταγωγή της φωτιάς, χρησιμεύουν για να εξηγήσουν το διαφορετικό χρώμα ενός σπάνιου πουλιού. Η αμνησιακή ήταν ένα χρωματιστό πουλί που πέταξε στην ελευθερία του. «Η πρωτογονική φαινομενολογία», παρατηρεί ο Bachelard, «είναι μια φαινομενολογία της τρυφερότητας: κατασκευάζει όντα μαζί με φαντάσματα που προβάλλονται μέσω των ονειροπολήσεων. Εικόνες που συνοδεύονται από επιθυμίες και σωματικές εμπειρίες θα συνδέονται με τη φωτιά και τον έρωτα». Η φυγή της ήταν ονειρική, συμβολική, μυστηριώδης, και δεν ξέρουμε αν η Μαίρη υπήρξε μία θεά που ήλθε να σώσει ή να τιμωρήσει τον κόσμο με τα βέλη.

 

3.2.3 Ο Νεγί περπατούσε στα ίχνη της Ντεζιρέ που τα έκαιγε η φωτιά γλιστρώντας πάνω στα λάδια από φύλλα καμένου ευκάλυπτου. Μπροστά του ορθώνονταν κτίρια – καθρέφτες, που άλλοτε σου έστελναν τον ήλιο στα μάτια μα τώρα στουμπώθηκαν από γλίτσα καπνισμένη, κτίρια από τσιγαρόχαρτο και πλαστελίνη, εκκλησίες και Τράπεζες με κυνικούς σπασμούς, δίπλα στην Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου (Saint George) η Τράπεζα Αίματος του Αγίου Βασιλείου, παραδίπλα η Τράπεζα του Χογκ Κογκ, απέναντι η πρεσβυτεριανή εκκλησία και δίπλα το πολιτιστικό Κέντρο των Χάρι Κρίσνα. Όλα αυτά τα οικοδομήματα του φαινόντουσαν εξόχως καταθλιπτικά. Εκρυβαν στα έγκατά τους το χρήμα-θεό και την απληστία των ιερέων. Υπηρετούσαν τη συναλλαγή με άνισους και εξουσιαστικούς όρους με τις ευλογίες της Πολιτείας. Έπρεπε να καούν.

Ο Νεγί έβλεπε ασυγκίνητος την καταστροφή, η αγωνία ήταν για τα έμψυχα για τα τετράποδα που κινούνταν γύρω του αλαφιασμένα κι όχι γι αυτά τα πανάθλια κτιριακά κατασκευάσματα των αδίστακτων κερδοσκόπων. Έπρεπε να καούν. Αυτές οι βιτρίνες δεν ήταν η ζωή μας, ήταν η αντανάκλασή της, έπρεπε να τσακιστούν.

Ο Ν.Γ έπαψε να φοβάται, μάλιστα έπιασε τον εαυτό του να αισθάνεται και λίγο Νέρωνας, η πόλη καίγεται, σκέφτηκε, ας αποτεφρωθεί ! Γαία πυρί μιχθήτω. Αλλά δεν ξεμπερδεύεις εύκολα με τον τεχνοβιομηχανικό πολιτισμό των ανθρώπων. Μετά τις καταστροφές θάρχιζε η ανασυγκρότηση, θα ’ρχόντουσαν οι φαγάνες, οι οικοδομικές εταιρείες και οι ντεβέλοπερς, η Οικονομία θα ξανάπαιρνε φωτιά, η ερπετοπανίδα απάνω της οι χαμαιλέοντες θα έστηναν χορό. Όχι. Οι μέρες που θάρθουν πρέπει νάναι μέρες αφυπνισμένης συνείδησης, ελευθερίας και δημιουργικότηταςΝα ένας κερατοφόρος διάβολος, diable cornu μέσα στα πόδια του, πλάσμα του θεούλη κατατρομαγμένο. Μόνο η Μαίρη δεν βρισκότανε πουθενά πια, ήταν κάπου αλλού τώρα, όπως ο καλός του φίλος στο Πανεπιστήμιο, ο Γιαπωνέζος Hanome, που χάθηκε για πάντα κάπου στην Αγγλία.

«Εσύ παιδί μου δεν θα τα καταφέρεις ποτέ στην Ιατρική βρες κάτι άλλο να ασχοληθείς», του είχε πει ο Καθηγητής με το γενάκι στο Ανατομείο, που τον είδε να κιτρινίζει και να τρέχει να κάνει εμετό κι από κοντά ο Hanome.

Να όμως που τα κατάφερε, ούτε αυτός ξέρει πώς, δια του πείσματος βέβαια, μπόρεσε να δει λίγο πιο μακριά, πέρα από τα χειρουργικά τραπέζια και τα κομματιάσματα, που στο κάτω κάτω, τα απέφυγε επιμελώς. Και πώς καμάρωναν μάνα και πατέρας στην τελετή απονομής των πτυχίων ΙΑΤΡΙΚΗΣ! Και πόσες φορές δεν παίζουν στο βίντεο εκείνη την κακογυρισμένη ταινία, με τη λιβρέα του αυτός, με τις χειραψίες τους και τις πόζες εκείνοι, με τα άμφια και τις βεραμάν ρόμπες οι συγκλητικοί, έτοιμοι όλοι για το μεγάλο τσιμπούσι μετά, στο ινδικό ρεστωράν του Νιουτάουν, NAMASTE.

Ο μπαμπάς στις δόξες του, είχε φέρει και δυο φίλους του ιταλοαυστραλούς από τη Στοά, χόρευαν με τους CHAMELEONTES. «Τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα τώρα son», του είπε ο πατέρας του όταν έφτασαν στο σπίτι, αλλά τα όνειρα ποτέ δεν γίνονται πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι ονειρική, εκτός κι αν είσαι μόνο κοντά σε ανθρώπους με διανοητική και μνημονική διαταραχή.

 Η πραγματικότητα των παθήσεων των ασθενών και οι φοβίες τους ξεπερνούσαν κάθε φαντασία. Είδε την κοπέλα που ξερίζωνε τις τρίχες των μαλλιών της, είδε την μπέιμπυ σίτερ που δηλητηρίασε τρία από τα μικρά παιδιά που «πρόσεχε», είδε Βιετναμέζους με τη φρίκη του πολέμου στο πρόσωπο, όπως και τον άντρα που χέζεται ακόμη απάνω του, γιατί έζησε παιδί την εμπειρία ομαδικών εκτελέσεων. Φρόντιζε κι ένα άτομο που έπασχε από σιδηροδρομοφοβία και τραβιόταν πίσω, κόλλαγε στον τοίχο, στο βάθος της πλατφόρμας, όταν πλησίαζε το τρένο, προσπαθούσε να κρατηθεί από κάπου, από μια κόχη, – μην πέσει στις γραμμές.

Εξέτασε προχωρημένες περιπτώσεις κλειστοφοβίας, όπως αυτή του συγγραφέα, συνομίλησε με ψυχικά διαταραγμένα άτομα που έβλεπαν ιπτάμενους δίσκους και άκουγαν φωνές νεκρών, κουβέντιασε με θύματα παιδεραστών, και γνώρισε και δυο νυμφομανείς. Δυστυχίες της καθημερινότητας, όπως η περίπτωση ενός γιγάντιου άντρα από το Μαυροβούνι που στον ύπνο του νόμιζε πως καθάριζε φασολάκια και κουνούσε τα χέρια του πυρετικά, του είχε μείνει κουσούρι, αφού δούλευε εφτά μέρες την εβδομάδα σε φρουτομαρκέτα για 35 συνεχή χρόνια! Κι ο άλλος που ήθελε να είναι ωραίος κι έκανε δεκαπέντε πλαστικές εγχειρίσεις στο πρόσωπο κι είχε δέκα καρφιά στο σαγόνι, δυστυχίες φρικτές που τις απάλυνε το αφοπλιστικό χαμόγελο ενός διανοητικά καθυστερημένου παιδιού.

 

 

Σαν το μυρμήγκι αποθήκευσες σπόρους ματαιοδοξίας για τον απέραντο χειμώνα

 

3.2.4. Ένα καλοθρεμμένο μαυροπούλι, μάγκι ή γύπας Αυστραλός κάθεται πάνω στα γκολπόστ του γηπέδου, που το διατρέχουν μόνο πυροσβέστες τώρα και εθελοντές, σαν ένα αθόρυβο μπαλέτο, άκρως πειθαρχημένο και οι Παιδικές Χαρές πιο άδειες από κάθε άλλη φορά – κανένα παιδί δεν τις χαιρότανε αυτή τη στιγμή, κανένα πουλί αρπακτικό, κανένα μάγκι δεν θα χυμούσε να του βγάλει το μάτι.

07.2.16 Φούρνος, Λαϊκή, Σουπερμάρκετ. Ψωμί, φρούτα, καφές. Εφημερίδα, Ηλεκτρικός, σινεμά. Καθημερινά το ίδιο κορδόνι. Οι Γάλλοι λεγανε metro boulot dodo. Μετρό, δουλίτσα, νάνι. Εδώ λείπει η δουλίτσα. Έρχετα η Μπέμπα μαγειρεύει, έρχεται η Μπουμπού πλένει, έρχεται η Μπουμπού καθαρίζει έρχεται η Μπέμπα μαγειρεύει. Και ο ποντικός χορεύει και η Μπέμπα μπεμπεκίζει. Να η δούλη του Θεού! Τσα. Πάει και στο φαρμακείο, φέρνει φάρμακα καλά.

 

–Πήγα στην πρώην μου δουλίτσα ως κλέφτης, ακροποδητί τη στιγμή που ο κόσμος της ενημέρωσης έχει κατέβει σε 24ωρη απεργία. Υπερασπίζονται την ελευθεροτυπία και τον πλουραλισμό κι εγώ το δικαίωμα στην «παράνομη» εκτύπωση. Αυτά που κορόιδευα: να εκτυπώσω ένα βουνό σελίδες, να τις κάνω τι; αλλά και να δω κάποια άτομα. Και μόνο το χαμόγελο της Αθανασίας, της Ρούλας και της Μαρούδα αξίζουν την επίσκεψη. Πήγα να χαμογελάσω στην Ελένη που μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως και έστρεψε την κεφαλή. Ύστερα μου έκλεισε και την πόρτα. Σε κάποιους δεν αρέσει το Ημερολόγιο, ιδίως όταν αναφέρεσαι σ’αυτούς ονομαστικά. Έχει και το φλερτ τα όριά του όταν γίνεται μονόπλευρα. Όμως τα πιο επικίνδυνα, είναι αυτά που δεν λέγονται, αυτά που δεν γράφονται στα ημερολόγια.

 Φόρτωσα το Ημερολόγιο με παραπομπές και ποιήματα. Ένας δύο στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη θα αρκούσαν. Σαν το μυρμήγκι αποθήκευσες σπόρους ματαιοδοξίας για τον απέραντο χειμώνα.

 

–Στο σινεμά ΑΣΤΟΡ, καινούριος κινηματογράφος ένας από τους πιο ωραίους πάνω από το ΑΣΤΥ και την Κομαντατούρ στην καρδιά της λαβωμένης Αθήνας για μια αργεντίνικη ταινία του Λουίς Πουένσο του 1986 που αποκαταστάθηκε ψηφιακά και ζωντανεύει μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της χώρας του. Η Αλίσα καθηγήτρια Ιστορίας της «επίσημης εκδοχής» αρχίζει να υποψιάζεται ότι η Γκάμπι, το κορίτσι που έχει υιοθετήσει, είναι ίσως η κόρη ενός «εξαφανισμένου», ενός από τα χιλιάδες θύματα που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από την κυβέρνηση με την κατηγορία της τρομοκρατίας, τη δεκαετία του ’70. Η επίμονη αναζήτηση της αλήθειας θα φέρει το επώδυνο τέλος. Είναι ακριβώς το ίδιο θέμα με το Μαπούτσε που τέλειωσα πρόσφατα.

 

–Άνοιξε ένα μίζερο μαγαζί απέναντι από το σπίτι μου Αχαρνών και Παρασίου γωνία στη θέση ενός άλλου που είχε καταπληκτική βιτρίνα με εσώρουχα γυναικεία, τώρα βλέπεις ένα μίνι μάρκετ με δυο τρία απορρυπαντικά πάνω σε ξύλινα ράφια της πυρκαγιάς. Ο μαγαζάτορας ξένος, με σκουφάκι, ακίνητος σαν μούμια λούζεται στο χειμωνιάτικο φως. Μαγαζάκι σοβιετικής περιόδου χωρίς να έχουμε κομουνισμό με σκάκι και κάποια στοιχειώδη παιδεία.

–Δυο παρακμιακές κυρίες κοντοστέκονται, ξέρεις, εγώ δουλεύω συνέχεια από δεκατριών χρονών απο δω κι από κει και τώρα ούτε για πλύστρα δεν με παίρνουν.

8.12.16 Γενική απεργία και λυσσάνε τα αυτοκίνητα με τα κορναρίσματά τους κάτω από το μπαλκόνι μου. Γιατί δεν πάνε με τα ποδαράκια τους. Τι γελοίος κόσμος!

 

–Στο Ινστιτούτο Γκαίτε περιμένοντας τον πιο ωραίο άνθρωπο του κόσμου (μετά την κόρη μου βεβαίως την τρομερή Μαρία Ναυσικά) για την ταινία Ο Έλληνας γείτονας {1969} του Φασμπίντερ. Πρώτη φορά στο Γκαίτε. Τα «προηγμένα» κράτη περνάνε την προπαγάνδα τους σαν παρέλαση μέσα από τα πολιτιστικά τους κέντρα. Κάθομαι και παρακολουθώ, προτού αρχίσει η ταινία, ένα βίντεο σε δύο οθόνες από εκθέσεις της Documenta ανα τον κόσμο. Μία τεράστια καμηλοπάρδαλη μέσα σε ένα Μουσείο –αν ήταν ζωντανή θα ήταν καλύτερα– ένας πυροσβεστικός στύλος μπροστα στο Ορανζερί κλπ. Οι ειδικοί γράφουν περισπούδαστα κείμενα γι αυτές τις εκθέσεις σε ωραία ιλυστρασιόν βιβλία, που εκτίθενται σε πάγκους. Τώρα θα έχουμε και στην Αθήνα την Documenta με φιλόδοξα πλάνα. Σε μια πόλη υπό απειλή. Τι σημαίνει ζούμε εντός της Ιστορίας; διερωτώνται οι διοργανωτές που χαίρονται να θέτουν φιλοσοφοκά ερωτήματα. Πώς μπορεί να αναδιοργανωθεί η δημόσια σφαίρα; Ποιος έχει δικαίωμα να μιλάει; Ποιος και τι γίνεται ορατό; Οι καλλιτέχνες και οι ακτιβιστές που θα συμπράξουν δεν αποτελούν μία χορωδία. Αντίθετα εισάγουν ρήξεις {;} νέες κατευθύνσεις παρεμβαίνουν ο ένας στις αφηγήσεις του άλλου. Ένα δυσαρμονικό σύνολο φωνών και σωμάτων από σύγχρονα αντι-πατριαρχικά, queer, διεμφυλικά και απάτριδα κινήματα της πόλης των Αθηνών κι όχι μια ενορχηστρωμένη πρακτική ετερογλωσσίας και ετερογένειας.

Ο Έλληνας γείτονας {1969} σκίζει όμως. Ο Φασμπίντερ μας δείχνει πόσο μεγάλος σκηνοθέτης είναι. Είναι μία ταινία εντελώς επίκαιρη που κριτικάρει το ρατσισμό στα λαϊκά στρώματα της Γερμανίας και στους χαμένους της παρτίδας. Αλλα είναι και μία γενικότερη κριτική στον καπιταλισμό, όπου η μόνη αξία είναι το χρήμα. Η φθορά των ανθρώπινων σχέσεων και η αδυναμία έκφρασης των αισθημάτων αναδεικνύεται μέσα από την «ακινησία» των πρωταγωνιστών που περιμένουν κάποιον Γκοντό : οι άντρες ψάχνοντας την καλή «δουλειά» κι οι γυναίκες την αγάπη. «Η αγάπη είναι το καλύτερο, το πιο ύπουλο, το πιο αποτελεσματικό εργαλείο κοινωνικής καταπίεσης», έχει πει Βέρνερ Φασμπίντερ.

To 1969 είναι και η χρονιά που o Μπονιουέλ γυρίζει την ταινία «Ο Γαλαξίας» La voie lactée. Στην πρώτη κιόλας σκηνή αυτής της ταινίας ένας παπάς συναντάει δύο ζητιάνους που του ζητάνε ελεημοσύνη κι αυτός ρωτάει τον ένα «έχεις καθόλου χρήματα;». Ο ζητιάνος απαντάει «όχι», οπότε ο ιερεύς αποφαίνεται χαιρέκακα «δεν θα έχεις ποτέ σου» και αποχωρεί ως καρδινάλιος! Στον καπιταλισμό της κλίμακας μιας μικρής γειτονιάς του Φασμπίντερ, δηλαδή στις παρυφές της οργανωμένης (οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά) ζωής του ανθρώπου όπου το βλέμμα πέφτει πάνω στα πράγματα και στην τιμή τους, τα χρήματα είναι θεός και χρειάζονται για να κάνεις έρωτα, πιθανόν να αγοράσεις και αγάπη! Η «αγάπη», μέσα στο κινηματογραφικό ντεκόρ ακινησίας και απόγνωσης του Φασμπίντερ, όπως ενίοτε συμβαίνει με όλους μας μπορεί να γίνει δύναμη ανταλλάξιμη, μπορεί να φέρει χρήματα, μπορεί να αγοράσεις χρήματα! (Το ίδιο κατα κάποιο τρόπο κάνουν και οι ΜΚΟ και η Εκκλησία: Αυτές προσφέρουν αγάπη και φροντίδα και παίρνουν χρήματα από τις κυβερνήσεις).

 

–Επιστρέφω με ταξί γιατί είναι αργά. Ρε μάνα πώς έβαλες τα κεφτεδάκια στο τηγάνι; αφού είσαι τυφλή, λέει ο παχουλός και μαμάκιας ταξιτζής. Μετά από λίγο πάλι: Ρε μάνα πώς θα κάνεις σαλιγκάρια; αφού είσαι τυφλή!

-Ετοιμάζω τη βαλίτσα μου γεμάτη παιχνίδια της δεκάρας για το Άμπου Ντάμπι τέσσερις ώρες και σαρανταπέντε λεπτά πτήση. Και μετά άλλες δεκατέσσερις ώρες για Μελβούρνη και μετά άλλη μιάμιση ώρα για Σύδνεϋ. Άμπου Ντάμπι στα Ενωμένα Εμιράτα της Αραβίας. Συνειρμικά μου έρχεται στο μυαλό το νορβηγικό φορτηγό πλοίο «Τάμπα» που εδώ και πολλά χρόνια διέσωσε 400 «λαθρομετανάστες» κοντά στα χωρικά ύδατα της Αυστραλίας και η ρατσιστική κυβέρνηση Χάουαρντ δεν το άφηνε, δεν το άφησε τελικά να προσεγγίσει σε λιμάνι της Αυστραλίας! Ο Χαόυαρντ επανεξελέγη χάρη στη σθεναρή «πατριωτική» του σταση να μην αφήσει τους πειναλέους ξένους να εισέλθουν στη χώρα και να αρπάξουν τον πλούτο. Ο Λεπέν θαύμασε τη «μεταναστευτική πολιτική» της Αυστραλίας. Οι άνθρωποι είναι ελεεινοί ατομιστές, όλοι οι λαοί είναι ακροδεξιοί και δεν το ξέρουνε.

 

–Πάμε με τους πρόσφυγες στη Ραφήνα. Εκδήλωση αντιρατσιστική. Θα συναντήσουμε και τον Κώτσο το βασιλιά της περιοχής να μασουλάει τίποτα παϊδάκια. Θέλουμε τους πρόσφυγες σε κάθε γειτονιά, θα του πούμε.

 

9.12.16 Τίποτα. Λιακάδα έξω κρύο μέσα στο σπίτι. Παναθηναϊκός- Γαλατασεράι μπάσκετ στο ΟΑΚΑ. Στην αρχική πεντάδα του ΠΑΟ όλοι ξένοι. Μαύροι αμερικανοί κι ένας λευκός ελληνοαμερικάνος ο Καλάθης.

 

10.12.16 Σάββατο στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο παλιό καλό Φιξ που επιτέλους άνοιξε. Κτιριακά προτιμούσα το προσωρινό, στο παλιό Ωδείο της Ρηγίλης, ήταν πιο συμμαζεμένο. Δεν μου αρέσει το κουτσούρεμα του ΦΙΞ -που παρ’ όλα αυτά είναι πολύ μεγάλο για τα ελληνικά Μουσειακά δεδομένα (πλην Ακροπόλεως). Εύχομαι να λειτουργήσει κανονικά, αλλά ήδη το εντευκτήριο ήταν κλειστό και μέσα στο κτίριο ήμουν εγώ κι ένα σωρό φύλακε ςπου φύλαγαν τα βίντεο και κάτι κούτσουρα επί του δαπέδου.

Γνωστά ονόματα καλλιτεχνών και στο υπόγειο στην «Ροή του κόσμου» δεν θα μπορούσε να λείπει η κα Δανάη Στράτου που για ένα χρόνο ταξίδευε και κινηματογραφούσε οκτώ ποταμούς, απ’ ό,τι μαθαίνουμε από το σημείωμα που έχει αναρτηθεί. Όσο κι αν κοιτάζω δεν μπορώ να ξεχωρίσω Μισσισιπή από Βόλγα, Νείλο από Κίτρινο ποταμό, Κηφισό από Ιλισό. Δεν υπάρχει καμία πληροφορία, δεν μαθαίνω τίποτα, καμία συγκίνηση. Εντάξει είναι χάπενιγκ, μεταμοντέρνο, δεν έχει αίσθημα, είναι ψυχρό. Οποία διαφορά όταν έξω από το καβούκι της Δανάης υπάρχει ένα μικρό βιντεάκι της Ρία Πακέ του 2005 από την κοινότητα της Αμβέρσας που είναι «όλα τα λεφτά του Φασμπίντερ». Ένα βίντεο απίθανης ομορφιάς, αισθαντικότητας από τη ζωή στην πολυπολιτισμική Μέση Ανατολή με την ανθρωπογεωγραφία της από τη δυτική όχθη στην έρημο κι από κει στη νεκρή θάλασσα: Μία γυναίκα που πλέκει δίπλα στο νερό, ένα μαύρο σκυλί στο κέντρο της ερήμου, ένα παιδάκι που κάνει κούνια μπέλα στην είσοδο μίας ετοιμόρροπης πόρτας επαναστατημένοι νεολαίοι με κουκούλες ίσον έργα τέχνης απέναντι στα σώματα ασφαλείας ένα βίντεο σπαρακτικά ανθρώπινο. Η Δανάη έκανε τον τουρισμό της χωρίς να μας δείξει τουρίστες. Θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλές κακίες για το πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο ένας πλούσιος που δηλώνει καλλιτέχνης και πώς ένας αληθινός καλλιτέχνης. Το δήθεν και το αληθινό. Κατά κάποιο τρόπο η δουλειά της Δανάης πάει ασορτί με τις φωτογραφίες στην ταράτσα με το νάρκισσο θορυβοποιό σύζυγο.

 

Ακολουθεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα για τους φανατικούς της Αμνησίας:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

  1. Οι φωτιές που κατατρώγανε την Πολιτεία

 Ο νεαρός γιατρός δεν είχε συνειδητοποιήσει την έκταση του προβλήματος και με έκπληξη έβλεπε τώρα ότι οι φωτιές ήταν παντού. Επρόκειτο για μια καταστροφή βιβλική και όλα τα κανάλια πια φιλοξενούσαν τις φωτιές, που πλησίαζαν σε απόσταση αναπνοής την πόλη του Σύδνεϋ. ( Έχουμε πρόβλημα ορθογραφίας, δεν μου κάθεται με γιώτα το ύψιλον του Σύδνεϋ κι έχουμε και το νεαρό γιατρό που τον λένε Σύδνεϋ κι όλα αυτά ενώ) Τα δάση έπεφταν το ένα μετά το άλλο κι ο αέρας χειροτέρευε τα πράγματα. Οι πύρινες γλώσσες «έγλειφαν» τα περίχωρα, η πλησιέστερη φωτιά βρισκόταν ήδη στο Chatswood που απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα από το Νοσοκομείο! Η πόλη κηρύχτηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αστεία αστεία έσβηνε από το χάρτη μέσα από καπνούς. Από λεπτό σε λεπτό κινδύνευαν να γίνουν όλα παρανάλωμα του πυρός. Η κοινωνία του θεάματος της βίας και της αφασίας των χυδαίων ατραξιόν, η κοινωνία που θεοποίησε την εργασία και το εμπόριο λευκής σαρκός (άντε και της μαύρης και του χόρτου) έσβηνε τα φώτα της, μπροστά σε εκρήξεις κουκουναριών και φλεγόμενων κορμών δέντρων, υποχωρούσε ως έντρομος κλόουν ο πολιτισμός του ηλεκτρικού ρεύματος. Μήπως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το Νοσοκομείο; Και να πάνε πού παρακαλώ;

 Ο Νεγί αισθάνθηκε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Οι Ολλανδοί ζουν κάτω από την επιφάνεια της θαλάσσης έχουν κάνει οχυρωματικά έργα για να σταματούν τη διείσδυση των κυμάτων κι εμείς εδώ δεν έχουμε κάνει κάτι δυνατό για να εμποδίσουμε τις φωτιές. Τσίμπησε με δύναμη το λαρύγγι του και σηκώθηκε όρθιος με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Ο κύριος όγκος του πληθυσμού βρισκόταν κιόλας στις παραλίες, πολλοί μέσα στις βάρκες ! Ο Ν.Γ πλησίασε στο παράθυρο. Έβλεπε τον ορίζοντα ένα σύννεφο κόκκινο και μελανί, ένα αιμάτωμα πηχτό, ένας έφηβος που προσπαθούσε να φάει το ίδιο του το χέρι… Ο Νεγί άνοιξε λίγο το παράθυρο και τα αποκαΐδια έφτασαν στο πρόσωπό του, μαζί με φευγαλέες εικόνες από φλεγόμενα τσουλιστά δέντρα, μαζί με το θανατηφόρο, ηδονικό άρωμα της γαρδένιας που είναι η εποχή της. Η υπόθεση θυμίζει Σεράγεβο, σκέφτηκε ο Νεγί κι ένιωσε πάλι αυτό το πάγωμα στην πλάτη. Έπρεπε να ενημερωθεί καλύτερα από την τηλεόραση, ξαναγύρισε λοιπόν στο μαγικό κουτί κι είδε τα ζώα να τρέχουν πανικόβλητα με τις φωτιές στον πισινό τους. Διάβολε πρέπει να τ’ αφήσουν ελεύθερα όσα βρίσκονται στο Ζωολογικό Κήπο, μονολόγησε ο Νεγί που είχε ξεχάσει εντελώς τη Μαίρη κι ανησυχούσε τώρα και για τα δύο ιγκουάνα, με γάλα σαν κροκόδειλοι, που ζούσαν στην αυλή της Γέφσι.

Η κόκκινη λαίλαπα περνούσε θεαματικά τα ποταμάκια κι ήταν σχεδόν κωμικός ο τρόπος, που πηδούσε τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους και ξεπάστρευε πανέμορφες μανόλιες και μπουκαμβίλιες – τίποτα πια δεν τη σταματούσε, όλα ήταν δικά της, τα ιθαγενή δέντρα, οι ευκάλυπτοι, οι τζακαράντες, τα murrayas grevilleas και τα εξωτικά liquidambars. Έκανε μεγάλη ζημιά στα σπίτια των πλουσίων και στα ιδιόκτητα δάση τους – δεν ήταν παιχνίδι, σε λίγο θα κατέβαινε στις εργατικές συνοικίες, με τα λιγοστά χαρτόδεντρα κι εκεί θα δινόταν η κυρίως μάχη. Όμως αν πάνε οι φλόγες στις φυλακές του Long Bay τι θ’ απογίνουν οι κρατούμενοι; Ο Νεγί, ο οποίος είχε κάνει στο Neuilly sur Marne της Γαλλίας, τα πρώτα του επιστημονικά βήματα με καθυστερημένα παιδιά, ένιωθε μια περίεργη αγάπη για τους έγκλειστους αυτούς κι ένα μίσος για τις φωτιές, που μέσα σ’ ένα 24ωρο είχαν κάνει άνω-κάτω την Πολιτεία. Ο νεαρός γιατρός άρχισε πάλι να αδημονεί και να φοβάται, όταν ένα χέρι του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Η Μαίρη Ντεζιρέ, η κυρία Μαρία Μαγδαληνή Ποθητού του Sydney εκδηλώνει αισθήματα στοργής χωρίς να θυμάται, σκέφτηκε ξαφνιασμένος ο Νεγί. Για να συμπονέσεις κάποιον χρειάζεται η ανάμνηση ενός πόνου, η Γυναίκα αυτή διαψεύδει τη μνημονική εμπειρία, με παρηγορεί αυτή τη στιγμή, στο παρόν χωρίς να θυμάται το παρελθόν! Εκτός κι αν ξυπνούν μέσα της τα κοιμισμένα μνημονικά ίχνη, εκτός κι αν λειώνει ο πάγος της αμνησίας, οπότε θα θυμηθεί τα πάντα σε λίγο και θα μας αποχαιρετήσει και θα μας πει τσάο. Δεν είχαμε τίποτα να δώσουμε. Τίποτα. Μόνο όργανα και φωτογραφίες μνημονικού βασανισμού διαθέτουμε. Τουλάχιστον Μαίρη να βρεθείς προετοιμασμένη μπροστά στο μαρτύριο που σε περιμένει, εσύ που τόσο προσπάθησες να ξεφύγεις και να ξεχάσεις. Γύρνα πίσω στη Ζούγκλα του Μαυροπίνακα, στην Κόλαση του Ντιεν μπιεν Φου, στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού, στο χρόνο-χρήμα, στα κομπλεξικά σου παιδιά, στις άσπονδες φίλες, στον ευνουχισμένο σου άντρα, στους δρόμους με τις καρμανιόλες και τα ναρκωτικά, στο κατεστραμμένο τοπίο, εκεί που πίνεις για να ξεχάσεις. Θα ξεκινήσεις αγαπητή μου ακριβώς από κει που είχες μείνει, στην ψωραλέα δυσανθρωπίλα, θα δεις τι σημαίνει τρέλα, με τους τρελούς δίπλα να τρελαίνονται καθώς οι τιμές στα σούπερ μάρκετ απογειώνονται. Γιατί λοιπόν να γυρίσουμε στο παρελθόν σου; Αξίζει να αποκαταστήσουμε την τάξη; Η μνήμη σταθεροποιεί και επιβεβαιώνει την ύπαρξη της τάξης. Σύστημα σημαίνει θυμάμαι. Το χρόνο το συλλαμβάνουμε μόνο μέσα από τη διαδοχή συμβάντων και ημερολογιακών ραντεβού. Ό,τι δεν έχει μνήμη δεν έχει χρόνο, δεν υπάρχει ως Σύστημα. Κύττα προς το παρόν είμαστε ασφαλείς, εν τάξει στην αταξία σου και στην αμνησία σου, είσαι τόσο αθώα και αξιαγάπητη, γιατί βιάζεσαι να φύγεις; Πού πας καραβάκι;

 

3.1 Έξω ο κόσμος καίγεται, έξω ο κόσμος είναι μία φλεγόμενη βάτος, μας πολιορκούν πύρινες γλώσσες που καταβροχθίζουν χιονάτες μαργαρίτες, ορχιδέες-αράχνες, ορχιδέες-όνους, καφεδόδεντρα, λαστιχόφυτα, μανιτάρια-άλογα, νεραϊδόξυλα, σκουληκόξυλα, κέδρους και ευκάλυπτους και δέντρα μαύρα παιδιά, ξεσπιτώνοντας κοαλάκια, σκιουράκια, καστοράκια, οππόσουμ, νυφίτσες, μούκουρα τσίτσικα και γαλάζιες αλεπούδες.

 

Η Μαίρη του Sydney είχε εγκαταλείψει πλέον κάθε προσπάθεια να θυμηθεί κι είχε αποκοιμηθεί ήσυχα σαν μωρό παιδί σε αλατόδασος, παπαρούνα του κήπου των ελλειμματικών ασθενών. Το πολυεθνικό κανάλι στην τηλεόραση έπαιζε ένα παράξενο φιλμ από τη Νέα Γουινέα. Ήταν ολοζώντανη, γήινη και στρουμπουλή η πρωταγωνίστρια του έργου. Κι έβρεχε συνέχεια, έβρεχε στο τροπικό νησί. Ο Νε.Γι γύρισε πάλι στα ιδιωτικά κανάλια που εμπορευόντουσαν φωτιές. Ο πρωθυπουργός της Πολιτείας βγήκε στην τηλεόραση και κάλεσε όλους τους κατοίκους να προσευχηθούν αύριο Κυριακή στην εκκλησία, να βρέξει, να σβήσουν οι φωτιές.

 

3.1.1 Περασμένα μεσάνυχτα κι είχαν διακοπεί όλα τα προγράμματα ψυχαγωγίας στη μικρή οθόνη κι οι τηλεπαρουσιαστές έξω στους δρόμους, μπροστά σε πυρπολημένα κτίρια και καμένα δέντρα, αυτή η νύχτα είναι σημαντική για το μέλλον της πόλης. Οι άνθρωποι φαινόντουσαν εντελώς τρομοκρατημένοι μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, μιλούσαν γρήγορα, είχαν αποκαΐδια στα φρύδια τους, ενώ η Μαίρη Ντεζιρέ κοιμόταν ήσυχα. Υπήρχε σύγχυση και πανικός, γιατί ο κόσμος δεν ήξερε από πού ερχόταν η φωτιά και πού πήγαινε, δεν μπορούσαν να δουν μέσα από το πυκνό παραπέτασμα του καπνού και δεν είχαν ιδέα ποιο είναι το μέτωπο και το βάθος της πυρκαγιάς και τι ζημιές είχε κάνει. Ο Νεγί είχε αποθέσει τις ελπίδες του στον επικεφαλής των επιχειρήσεων, έναν αρχιπυροσβέστη που του φαινόταν σοβαρός και ψύχραιμος και ήξερε να μιλάει, για το πώς θα σταματήσουν τις φωτιές, προτού καταστρέψουν τα πάντα. Πάντως με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς θα χάνονταν πέντε περίπου χιλιάδες κατοικίες, ενώ υπήρχε διακοπή ρεύματος σε εξήντα χιλιάδες σπίτια και εξ αιτίας αυτού, είχαν χαθεί χιλιάδες προγράμματα στα κομπιούτερ, είχαν λειώσει τα φαγητά στην κατάψυξη και οι συναγερμοί αχρηστευμένοι εισί

 

3.1.2 Ο Νεγί σηκώθηκε να τηλεφωνήσει στη Γέφσι, άλλα αυτή είχε βγει απ’ το απόγευμα να επισκεφτεί στο Νοσοκομείο ένα μωρό που γεννήθηκε μες τις φωτιές και δεν είχε ακόμη επιστρέψει. Η Γέφσι ήταν μια ευχάριστη κοπέλα, με χρυσή τραλαλά καρδιά, της άρεσε να κάνει έρωτα με τις ώρες και θύμωνε όταν αυτός τέλειωνε σε κάποιο λογικό χρόνο. Στον Νεγί δεν άρεσαν οι συγκρίσεις, αλλά η Γέφσι φάνταζε τώρα ένα επιπόλαιο και κακομαθημένο άτομο, που της είχαν έλθει όλα βολικά και που είχε βρει αυτό τον ηλίθιο να τη δέρνει με μία παντόφλα και να τη γαμάει όλη νύχτα, ενώ η Μαίρη Ντεζιρέ ήταν πλάσμα εξ ουρανού, το δε βλέμμα της υπαινίσσονταν την ύπαρξη ενός μυστικού.

Αύριο μεθαύριο, βέβαια, θα έχει τελειώσει αυτή η ιστορία της αμνησίας, όπως κι αυτό το κακό με τις φωτιές, όλα θα φαίνονται τόσο ξένα, θα ’χουμε μάθει κατά γράμμα το παρελθόν της, θα έχουμε τη θριαμβευτική επιστροφή στο σπίτι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Γιατί, όπως αναφαίρετο είναι το δικαίωμά μας να φεύγουμε από την όποια κωλοκατάσταση και τον κάθε φασίστα έτσι, δικαίωμά μας είναι να θέλουμε να επιστρέψουμε στα ίδια, στη δική μας πυρά, στην προσωπική μας κόλαση. Εκτός κι αν η Μαρία Μαγδαληνή Ποθητού έχει «φύγει» για πολύ μακριά, οπότε τα πράγματα είναι όντως δύσκολα, η ψυχολογική στήριξη απαραίτητη και σε βάθος χρόνου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να μεταφερθεί από Δευτέρα κιόλας, στο Νοσοκομείο του Balmain, μαζί με τους άλλους αφασικούς, ελλειμματικούς, αμνησιακούς και πάσης φύσεως ψυχικά ασθενείς.

 

3.1.3 Έκλεισε την τηλεόραση, έριξε ένα σεντόνι στα πόδια της Μαίρης και πήγε στο παράθυρο να δει τη συνέχεια. Δεν φοβόταν τώρα πια, είχε συνηθίσει την καταστροφή από τη συνεχή προβολή εικόνων στη μικρή οθόνη. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν μία και κάτι.

Κυριακή πια κι είχες την εντύπωση ότι ο ουρανός ήταν ένα καζάνι αναποδογυρισμένο πάνω απ’ το κεφάλι σου. Αστυνομικές σειρήνες και πυροσβεστικά οχήματα χάλαγαν τον κόσμο, εθελοντές οπλισμένοι με μια πετσέτα στο πρόσωπο, μαζί με δασοκομάντος που είχαν καταφθάσει επί τούτου από Βρισβάνη και Μελβούρνη, άναβαν μικρές φωτιές στο χορτάρι, για να κάψουν ό,τι ακόμα καίγεται και να αναχαιτίσουν έτσι τον κύριο όγκο της φωτιάς, που κατέβαινε σαν λαίλαπα από τα βόρεια κι οι φλόγες της άγγιζαν τα κτίρια, πολιορκούσαν τους τάφους κι αναστάτωναν τη βασιλική ησυχία των νεκρών. Ο ισχυρός άνεμος που έπνεε ήταν ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο, ο Νεγί έβλεπε συνέχεια ομάδες ανθρώπων να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, να παίρνουν την τηλεόραση και το σκύλο τους στ’ αυτοκίνητα, να φεύγουν για τη θάλασσα κι ένας καλοντυμένος κύριος κατούραγε στο πάρκιν, –ο καθένας και το σκεπάρνι του, στρατιώτες και πυροσβέστες, ακόμη και η κοινότητα των γκέι είχε ριχτεί στο μέτωπο της φωτιάς. Φωτιές και δάκρυα, ζώα που σκούζουν, ένα καλοκαίρι λυγμός, καθώς ο σπήκερ συλλάβιζε τώρα τα ονόματα των πρώτων νεκρών.

 Μέσα σε τέτοιες πολεμικές συνθήκες, ο Νε.Γι κατάφερε να πάει για ύπνο με την ελπίδα, ότι αύριο θα είναι μια άλλη μέρα, τα πάντα θα έχουν τελειώσει αισίως, οι φωτιές θα έχουν σβήσει ή θα έχουν τουλάχιστον τεθεί υπό έλεγχο. Στον ύπνο του είδε νεροποντές και κάποιον Ιησού, μαζί με τον Μπούλη Φραγκόπουλο, να περπατάει στα κύματα μοιράζοντας επαναστατικές προκηρύξεις. Τον ξύπνησαν το πρωί στις οκτώ τραγούδια χριστιανών.

 

Φεύγω για τον καταναλωτικό παράδεισο της Αυστραλίας

3.2 Πορνόγερε ξώφλησες, θα σε φάμε ψοφίμι. Ο Νε.Γι βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απρόσμενο και λίγο αστείο θέαμα. Μια μεγάλη ομάδα από νεαρά κυρίως άτομα και των δύο φύλων είχε κάνει κατάληψη στο Νοσοκομείο κι έπαιζε μπάλα μόνη της. Οι νεαροί μόλις τον είδαν του ρίχτηκαν και τον γέμισαν φυλλάδια σ’όλες τις γλώσσες, μέχρι και κινέζικα του πάσαραν, μάλλον κορεάτικα ήτανε τούτα : «Ο Χριστός σε αγαπάει». Ο νεαρός γιατρός έσπρωξε για να περάσει, μια ασουλούπωτη χριστιανή τραγουδίστρια, που μύριζε άσχημα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Μαίρης. Το κρεβάτι άθικτο και η ίδια απούσα. Πάνωθε, αραχτός όμως, του καλού καιρού, καθόταν ένας χριστιανός μουσικός που δοκίμαζε την κιθάρα του κι ο Νεγί τον παρακάλεσε, είναι αλήθεια λίγο έντονα, να αποχωρήσει αμέσως.

 

Ο Ν.Γ. έτρεξε, όχι χωρίς αγωνία στο σαλόνι, όπου υπήρχε κι εκεί ένα παράξενο πλήθος, οι άνθρωποι προσεύχονταν για τη Σωτηρία του κόσμου, αλλά πουθενά δεν έβλεπε τη δική του ασθενή. Είναι φανερό, ότι τις λίγες ώρες που αποκοιμήθηκε, είχαν συμβεί σημεία και τέρατα -μαζικές μετακινήσεις ατόμων με νοητική υστέρηση από το γειτονικό Ίδρυμα το οποίο κινδύνευε να τυλιχθεί στις φλόγες- που έκαναν το νεαρό γιατρό να σταθεί στην άκρη φέρνοντας το χέρι του στο μέτωπο: Όλοι οι ασθενείς διάβαζαν αριστερίστικα έντυπα με εξαιρετική σοβαρότητα και αφοσίωση. Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο μελετούσε την εικονογραφία της Le Drapeau Rouge, ενώ ο αυτιστικός καλλιτέχνης, που είχε εντυπωσιάσει τις προάλλες τον Νεγί με τα τολμηρά γυμνά καλλιτεχνήματά του, καταβρόχθιζε την Αναρχική Παρέμβαση στις πτυχές της πραγματικότητας κι είχε δίπλα του την Φωνή του βασιλιά Όχλου.

Κάποιος είχε παραβιάσει το γραφείο του κι είχε σκορπίσει τις αναρχικές εφημερίδες και τα περιοδικά, που τόσο καιρό σχολαστικά συγκέντρωνε σ’ ένα μπαούλο. Διαμοίρασαν τα ιμάτιά μου, σύλησαν τα τελευταία συνθήματα, τα ιδεολογικά μου ράκη, το Ψωμί και τη Στέγη, την Αναρχική ομάδα Ωχρά Σπειροχαίτη, Τα παιδιά της Γαλαρίας, Το Νησί της Αλφαβήτου. Κλεμμένος κι Ο Κόκορας που Λαλεί στο Σκοτάδι. Στα χέρια ενός αξιοθρήνητου τροβαδούρου ο Τυφλοπόντικας, στα νύχια των φανατικών χριστιανών Ο αδέσποτος Αναρχικός, στο πάτωμα τσαλαπατημένη Η μάσκα της Αναρχίας, γραμμένη απ’ το χέρι του Σίλεϋ με αφορμή τη σφαγή του Μάντσεστερ, κατεστραμμένο ένα σπάνιο τεύχος του γαλλικού hara-kiri, στα χάλια της η αγγλο-ισπανική εφημερίδα Love and Rage/Amor y Rabia

Έντυπα πολύτιμα για το νεαρό γιατρό, όπως Ο κύκλος της φωτιάς κι Ένας κόσμος στα μέτρα σας, είχαν γίνει ρημαδιό. Ο Νεγί κατέβηκε τρέχοντας στη ρεσεψιόν.

–Ψάχνετε κι εσείς γι αυτή τη γυναίκα με την αμνησία; τον ρώτησε η ρεσεψιονίστρια.

–Ναι, της απάντησε σαν χαζός ο Νεγί και Το κόκκινο νερό

–Δεν την είδα εγώ, την είδε όμως η νυχτερινή που άλλαξα πριν λίγο. Δεν πρέπει να έχει πάνω από μισή ώρα που έφυγε.

–Ποιος άλλος την έψαχνε; Πώς την άφησαν και έφυγε;

–Δεν ξέρω κύριε, έχουν σπάσει τα τηλέφωνα από τις εφημερίδες, ήλθε και μία κωφάλαλη κοπέλα, πριν λίγα λεπτά, που κρατούσε ένα τόξο στο χέρι και την ζητούσε επίμονα κι άντε να συνεννοηθείς μαζί της έτσι όπως μούγγριζε και απειλούσε.

–Κρατούσε τόξο;

-Μούγγριζε και απειλούσε κι ήταν ψηλή.

–Κρατούσε τόξο;

–Ναι τόξο.

–Με βέλη;

–Δεν είμαι σίγουρη, νομίζω πως ναι, μία φαρέτρα με βέλη!

 

Δημήτρης Τζουμάκας

Share this Post