Γράμμα Σύνταξης
Τεύχος 53Σε λίγο βλέπω να φορολογούνται και τα ποιήματα… απλά δεν μπορώ να φαντασθώ αν θα φορολογούνται γράμμα –γράμμα ή στίχο– στίχο. Πολύ σύντομα τα μεταμοντέρνα αριστερά σαΐνια που τιτιβίζουν ολημερίς τις παλιές κλασικές μελωδίες της γερμανοτσολιάδικης νομενκλατούρας, ξεχνώντας ότι μέχρι χθες την ξεχέζανε πατόκορφα (και τώρα τη βλέπουν αγαπησιάρικα σα συντρόφια), θα φορολογήσουν όλες τις κερδοφόρες τέχνες. Και πού να κρύψω τόσα έσοδα από την ποίηση, ρε παιδιά… Μεταξύ μας, γέμισα όλα τα σεντούκια… (Σήμερα είδα καταστηματάρχες να βρίζουν κάποιους του ΣΔΟΕ που τριγυρνούσανε στην πιάτσα να πιάσουν τους μεγάλους φοροφυγάδες. «Σα δεν ντρέπεστε», έλεγαν, «όλο κι όλο ένας πελάτης μπήκε στο μαγαζί μας, σε μας έρχεστε…»)
Αλέξανδρος Αραμπατζής
Κατερίνα Ζησάκη
ημερολόγιο μιας γενιάς
τις περισσότερες μέρες
συμπεραίναμε ένα κοχύλι
κάποιος καλούσε τις μύγες να έρθουν
ο πιο καλός δίπλωνε τις κουβέρτες
κι ύστερα
όλοι μαζί
δεν κοιταζόμασταν
για ώρες
άμα κανένας πήγαινε να πέσει στον γκρεμό
δεν τον κρατούσαμε
έτρεχε βέβαια
ανάμεσά μας
μια μικρή ανησυχία
μα πάντα κάποιος την έλιωνε
κατσαρίδα
και την πετούσε στη γωνιά με τ’ άλλα έντομα
σιγολιώναμε
ακουμπισμένοι
στο βάθρο του αψηλού
–έτσι το ’παμε
ποιητική αδεία–
αηδία
καθώς τα οστά και η σάρκα χώριζαν
ο αμφιβληστροειδής αποκολλούνταν
κι έτσι
εκουσίως ανήμποροι και τυφλοί
ένας ένας πεθαίναμε απάνω στο βάθρο
μια μέρα πέρασε από κει
ένας που ήθελε να συνομιλήσει
μα γλώσσα πια δεν είχαμε
μίλησε λίγο με τα νεκρά έντομα στη γωνιά
ύστερα έσκαψε
έβαλε τίμιο σταυρό
τα σκέπασε με χώμα
πήρε διακριτικά κάμποσα απ’ τα οστά μας
έφτιαξε ένα μουσικό όργανο
κι έφυγε
φήμες λεν τριγυρνά
τραγουδάει λένε
ακόμα
προσαχθέντες
ό,τι ήτανε να πράξουμε
το γράψαμε στα ποιήματα
έπεσαν εκεί
δακρυγόνα
μολότοφ
ο κόσμος ανάποδα
οργανωθήκαμε
κι ορμήσαμε απάνω
ήρθε το δίκιο
άνθισαν τα σπίτια μας
οι άνθρωποι δεν κλαίγαν πια
και δεν αυτοκτονούσαν
βρήκαμε κι έναν
ωραίο επίλογο
–έρως; –
«πρέπει κανείς να προσέχει το κλείσιμο»
ύστερα ύπνος
ή κάνα τσίπουρο
βιβλία βόλτα
στο δρόμο δίπλα συλλήψεις και σφαγή
είδες εκδότη;
πρόλαβα το ’γραψα
πρόλαβα το ’πα
Κάποτε και ο σοφότερος εκδότης τα χάνει. Το περιοδικό σηκώνει τα χέρια ψηλά ενώ οι απέναντι με τα αυτόματα μας σημαδεύουν. Μας μένει ο φόβος: στο δρόμο, στη δουλειά, στα γκισέ ανεργίας του ΟΑΕΔ, στους κουστουμαρισμένους ποιητές, στις χειραψίες, τα φτηνά λόγια, τα φλας –τα πολλά φλας που μάταια προσπαθούν να δώσουν προοπτική στο σκοτάδι. Στεκόμαστε φοβισμένοι απέναντι στα μισοκλεισμένα μάτια, γιατί ξέρουμε να κοιτάμε καθαρά βλέμματα, στα βαριά ανερμάτιστα λόγια, στα ψεύδη και τις προδοσίες, στις υπουργικές μερσεντές, στις αγορεύσεις από βήματος της Βουλής, στο κενό που μεγαλώνει κάτω απ’ τα πόδια μας. Είμαστε πολλοί; Τελικά θα βγούμε στους δρόμους; Θα αρπάξουμε τη ζωή στα χέρια μας; Ή θα περιμένουμε με το σταγονόμετρο τις δόσεις και τις επιπλοκές; Όλοι μαζί ή ο καθένας μονάχος; Δεν έχουμε καμιά απάντηση αυτή τη φορά. Και το χειρότερο είναι πως δεν έχουμε και κανένα ερώτημα.
«Μ»
Share this Post