«Να πάρω ένα δρόμο και να μη γυρίσω» φοβέριζε η μάνα της Λέτας, κάθε φορά που έχανε την ψυχραιμία της με τις «αναποδιές» του πατέρα της –έτσι ονομάτιζε τις απιστίες του. Χρόνια την άκουγε, ποτέ δεν την είδε να το κάνει· δεν τολμούσε, μάθαινε να υπομένει και να τον φαντάζεται· το δρόμο, φυσικά, γιατί στα άλλα έκλεινε τα μάτια της.
Όταν ήρθε η δική της η σειρά, η Λέτα αποφάσισε γρήγορα. Διέγραψε μ’ ένα κόκκινο «Χ» την αιτία πίσω της και πήρε το δρόμο τον μακρύ κι αγύριστο· τον περπάτησε κι αυτόν και πολλούς ακόμα, σεργιάνισε τα καλήμερα και τα κακοήμερα, και το σούρουπο στάθηκε σ’ ένα παγκάκι ν’ ανασάνει, μέχρι ν’ αποφασίσει που θα πέρναγε τη νύχτα της. Πάντως, πίσω δε θα γύριζε. Ευτυχώς είχε χρήματα μαζί της· ήταν το πρώτο που σκέφτηκε να πάρει φεύγοντας.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει για τα καλά όταν μπήκε στο πρώτο φωτισμένο καφενείο που βρήκε μπροστά της. Μια έντονη μυρωδιά κανέλας και κονιάκ την αγκάλιασε. Κάθισε στο μοναδικό τραπεζάκι που βρήκε άδειο. Το περιβάλλον τής φάνηκε γνωστό, όπως είναι όλα τα στολισμένα μέρη κάθε Παραμονή Χριστουγέννων. Μια ταραχή περπάτησε το κορμί της. Ένοιωσε τη συγκεκριμένη νύχτα γραπωμένη πάνω της, σαν ενοχλητική παλιά γνωριμία· δε θυμόταν από πότε τη μισούσε. Ίσως να έφταιγαν τα φώτα της, που μπορεί να μύριζαν γιορτή όμως η θαλπωρή τους ήταν φευγάτη.
Μια γυναικεία φιγούρα διέσχισε το χώρο, είπε «Χρόνια Πολλά» και κάθισε δίπλα της. «Από μακριά βρωμάω εμπιστοσύνη» συλλογίστηκε η Λέτα και τής γύρισε την πλάτη, κάνοντας την αδιάφορη μέχρι να βαρεθεί και να φύγει. Η ώρα περνούσε και η ξένη δεν έλεγε κουβέντα, ούτε και να φύγει έλεγε. «Τέτοιες μέρες όλοι αποζητούν τη συντροφιά» είπε μια λογική σκέψη, που ξεμύτισε όπως η φυσαλίδα στην επιφάνεια του νερού. Η Λέτα συμφώνησε. Κοίταξε τις γιρλάντες στο παράθυρο· είχε κιόλας νυχτώσει. Όταν το βλέμμα της ξαναμπήκε στο χώρο, το χριστουγεννιάτικο δέντρο έδειχνε θλιβερό. Τα στολίδια του παλιά και ταλαιπωρημένα, τα φωτάκια του λιγοστά κι αδύναμα· σε κάθε πολύχρωμο αναβόσβημα ένα μουρμουρητό, σαν παράπονο, έφτανε συγκεχυμένο στ’ αυτιά της. Όλα έδειχναν αφιλόξενα ρομαντικά.
Μετά από λίγο, η ξένη την άγγιξε στο μπράτσο και τής μίλησε σαν να τη γνώριζε χρόνια. Η Λέτα δεν τραβήχτηκε, άφησε τα λόγια να μπλέκονται γύρω της με μια παράξενη ιεροτελεστία και βυθίστηκε στο οικείο κενό της. Στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε διακρίνει τα χαρακτηριστικά τής άγνωστης· δεν την απασχολούσε ούτε η χαρά ούτε η λύπη της, ήθελε μόνο να γνωρίζει ποιον είχε απέναντί της. Μέχρι τώρα, φοβόταν το άγνωστο, την έλλειψη συγκροτημένης σκέψης και την αδυναμία ενδοσκόπησης· εκείνη τη στιγμή προστέθηκε και η ανεπάρκεια μνήμης.
Ο χρόνος κυλούσε αργά, η ζωή της έδειχνε να επαναλαμβάνεται και αυτή η ξένη γυναίκα δε σηκωνόταν να φύγει. Η Λέτα πρόσεξε πως τής απευθυνόταν στον ενικό, σαν παλιά γνώριμη, και το εκμεταλλεύτηκε μήπως και καταλάβει τι συνέβαινε.
«Λοιπόν, τι θα κάνεις απόψε;» τη ρώτησε για να κερδίσει χρόνο.
«Θέλεις να πάμε κάπου;» είπε η ξένη.
Δεν απάντησε αμέσως. Φυσικά και δεν ήθελε· να την ξεφορτωθεί ήθελε, μια και καλή, και να βρει την ησυχία της. Όμως, η ξένη δεν έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται τη δυσφορία της.
«Έχω έναν φοβερό πονοκέφαλο» είπε τελικά η Λέτα, ψάχνοντας τους λεπτοδείχτες του ρολογιού στον απέναντι τοίχο.
Οι σκιές, που εναλλάσσονταν, και το μουρμουρητό των θαμώνων τής έστελναν μια αναστάτωση. Έκλεισε τα μάτια, ψάχνοντας δικαιολογία για να προστατευθεί. Το χρειαζόταν. Η ξένη εξακολουθούσε να μιλάει. Άπλωνε την καρδιά της στην ποδιά της Λέτας, άλλες φορές με συγκεχυμένα λόγια για Χριστούγεννα, οικογενειακά τραπέζια κι εκδρομές κι άλλες αραδιάζοντας ιστορίες με λεπτομέρειες, λες και είχαν κοινές αναμνήσεις. Η Λέτα βλαστήμαγε την τύχη της. Δεν έφταναν τα δικά της προβλήματα είχε κι αυτή τη γυναίκα, που σίγουρα έκανε λάθος να νομίζει ότι την γνώριζε, να της γεμίζει το κεφάλι με ένα τρίξιμο σαν της σκουριασμένης λαμαρίνας όταν νικιέται από τον αέρα.
Μόλις ο καφετζής έφερε τον επόμενο γύρο με τα τσίπουρα, η Λέτα άπλωσε το χέρι της να σερβιριστεί και δυο-τρία άδεια ποτηράκια άρχισαν να χορεύουν ξεδιάντροπα μπροστά της.
«Λέτα είσαι καλά;» είπε η ξένη.
Αυτή η γυναίκα γνώριζε το όνομά της. Ίσως την είχε ακούσει να το επαναλαμβάνει ανασυλλαβισμένο. Ήταν ένα παιχνίδι, που έπαιζε με τον πατέρα της, κάποτε, και μεγαλώνοντας το συνέχιζε στα δύσκολα. Μέσα από την επανάληψη των συλλαβών το όνομά της ξεπρόβαλλε αυτούσιο: Τα/λέ –τα/λέ –τα/λέ –τα/λέ –τα…
«Είναι αργά, πρέπει να φύγουμε» είπε η ξένη.
«Δεν ήρθαμε μαζί· τα/Λε –τα/Λε –τ…».
«Λέτα, σε παρακαλώ άκουσέ με, πρέπει να πάμε στο σπίτι.»
«Και που ξέρεις εσύ που είναι το σπίτι μου;»
«Αν δεν ξέρω εγώ τότε ποιος ξέρει;»
«Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Ποια είσαι εσύ που…;»
«Λέτα, ξέχασες; Είναι όλοι στο σπίτι, όπως κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Μας περιμένουν. Είναι κρίμα να κρυώνει το φαγητό. Τόσον κόπο έκανα…». Σταμάτησε για λίγο, ζύγιασε τα λόγια της και συνέχισε: «Έλα Λέτα μου, η μαμά έκανε τόσο κόπο…».
«Η μαμά δεν θα μαγειρέψει αυτά τα Χριστούγεννα. Την είδα στο Σταθμό. Τη βοηθούσε ένας άνδρας ν’ ανεβάσει τη βαλίτσα της στο τραίνο. Η μαμά πήρε το δρόμο της· δεν πρόκειται να γυρίσει.»
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου