Κριτική
Το ωραίο και το δύσκολο δεν είναι να κρατήσεις, είναι να πέσεις και να σηκωθείς…
Γράφω πάλι απ’ τον εγκαταλειμμένο σταθμό.
Εδώ που βρίσκομαι αποκλεισμένος, ψηλά στη μεθόριο.
Δύσκολο να υπολογίσω πόσον καιρό περιμένω.
Οι μέρες περνούν, οι μήνες γίνονται χρόνια
τα χελιδόνια έρχονται και φεύγουν
άλλα τρένα περνούν δίχως να σταματήσουν
κι εγώ συνεχίζω να μένω πάντα εδώ.
Και κανένας να τον ρωτήσω πότε θα περάσει το τραίνο μου.
Θυμάμαι ήταν άνοιξη όταν ήρθα.
Τώρα νωρίς σκοτεινιάζει τα βράδια.
Κι οι νύχτες είναι κρύες κι ατέλειωτες.
Κι ούτε οι μέρες είναι όπως κάποτε άσπρες.
Κι όμως, ακόμα και μέσα σε τούτη την ερημιά
υπάρχει ομορφιά∙ και το θαύμα
ξαναγεννιέται κάθε μέρα μπροστά μου. […]
Tόσο που σκέφτομαι πως δεν είναι κι άσχημα εδώ πάνω.
Ίσως κιόλα συνήθισα.
Κι εξάλλου, κανένας δεν ξέρει
ποια ύποπτα ή κι επικίνδυνα μέρη πρέπει να διασχίσει
ούτε και σε ποια σκοτεινή άχαρη χώρα
μπορεί να τον οδηγήσει το τραίνο του.
(Θανάσης Κωσταβάρας, Απόσπασμα Ημερολογίου Β’)
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν αρκεί μονάχα η δυσφορία για τη διαφθορά και τον κυνισμό που κυριαρχούν στην πολιτική μας ζωή. Και μπορεί τα έσχατα να απαλύνουν τα πρώτα, όμως οι υπαρκτές και αλληλοδιάδοχες ασχήμιες της εξουσίας και των μηχανισμών της θα μας συμπαρασύρουν στην κρίση του συστήματος, ανεξάρτητα από το βαθμό συνδιαλλαγής και συμμετοχής μας. Γιατί το τραγικό δεν είναι ο Ζαχόπουλος και ο προϊστάμενός του πρωθυπουργός του πολιτισμού, τα αναβολικά και οι μπίζνες του Ολυμπισμού, το γκαζόν που παραμυθιάζει(;) την καμένη γη της Ολυμπίας, τα κέρδη, που προϋποθέτουν την υποταγή μας∙ είναι η ανοχή στα τετελεσμένα, η σκέψη για «φτηνά ανταλλάγματα», ο φόβος που υποχρεώνει ν’ ανοίξουμε τρύπες μέσα στο χώμα για να γλιτώσουμε τα χειρότερα… Κι όμως κάτι πρέπει να μένει, επιμένει να αχνοφέγγει στο βάθος η ελπίδα: τα ποιήματα του Θανάση Κωσταβάρα, που μπορεί να έφυγε ξαφνικά στις 17 του περασμένου Οκτώβρη, ενάμιση μόλις χρόνο μετά την αγαπημένη του Αγγελική, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ζωντανός στη θύμησή μας. Για αυτά ας μιλήσουμε σήμερα με τη βεβαιότητα πως είναι ακηλίδωτα πάντα τα έργα της ποίησης.
Ο Θανάσης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές και η Αγγελική, μια από τους πιο εμπεριστατωμένους κριτικούς λογοτεχνίας, που παρέμεναν συνειδητά προσωπικά ελεύθεροι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ήρθαν μια Τρίτη, πριν δέκα χρόνια, στον Μανδραγόρα κι από τότε συμμετείχαν σταθερά στη Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού. Ατέλειωτες οι κουβέντες μας για τους νέους λογοτέχνες, για την απουσία σοβαρής κριτικής, για την υποταγή σε κυκλώματα των εκδοτικών συγκροτημάτων. Τους λυπούσε και τους εξόργιζε η ένταξη των δημοσιογράφων σε αυλές και σαλόνια. Η λογοτεχνία και ο πολιτισμός ήταν η καθημερινή τους σκέψη και αγωνία, μοιραζόντουσαν τις ανησυχίες και τα κοινά οράματα, πάλευαν για τις απόψεις τους, που τις διατύπωναν ακόμα και με αιχμηρότητα (όταν χρειαζόταν), πάντοτε όμως με το δικό τους σεμνό, καλοπροαίρετο και δημιουργικό τρόπο. Δούλευαν αθόρυβα για περιοδικά σαν τον Μ, τον Πολίτη, το Αντί. Άλλωστε ήταν συνειδητοί αριστεροί, με την ουσιαστική έννοια του όρου. Αριστεροί ως προς τη στάση ζωής και τις προσωπικές τους επιλογές. Έντιμοι, με θέση για την κοινωνική δικαιοσύνη, με προσωπική ηθική, αξίες και σεβασμό στον άνθρωπο.
Εργάστηκαν ακούραστα επί μήνες για να ολοκληρωθεί η Ανθολογία ποίησης της γενιάς του ’90, ένα εκδοτικό εγχείρημα του Mανδραγόρα. Με αγάπη για τους νέους και αγωνιώντας να δοθούν βήματα έκφρασης και ευκαιρίες σε όσους γράφουν και δημιουργούν, διάβασαν τις εκατοντάδες συνεργασίες, τις κατέταξαν και εισηγήθηκαν στην επιτροπή του Μ τις καλύτερες τριάντα πέντε. Η Αγγελική έγραψε ένα σημαντικό κείμενο ως εισαγωγή της Ανθολογίας και συνέβαλαν με τον Θανάση, στην οργάνωση εκδήλωσης προς τιμήν των νέων ποιητών. Ανοικτοί σε συζητήσεις με τους νεότερους δημιουργούς χωρίς να υποτιμούν και χωρίς να μειώνουν κανένα. Κι είχαν πάντα για όλους ένα λόγο ενθάρρυνσης και τόνωσης. Ποτέ αφ’ υψηλού. Πάντοτε σαν ίσος προς ίσον. Ποτέ με τον αέρα του καταξιωμένου απέναντι στο μαθητευόμενο.
Τις Τρίτες, μετά τη Συντακτική του «Μ», ξενυχτούσαμε συζητώντας στο Lοw Profile Café, στη Λυκαβηττού. Χαιρόντουσαν πάντα να γνωρίζουν ανθρώπους, να μοιράζονται σκέψεις κι ιδέες. Κι ο Θανάσης, αιώνιος έφηβος, ακούραστος μέχρι τα 80 του, προσφερόταν πάντα να γυρίσει με το αυτοκίνητό του όποιους ξέμεναν μέχρι αργά στο μπαρ, ακόμα κι αν έμεναν στις τέσσερεις άκρες της Αθήνας. Τον Μάιο του 2005 έφυγε από τη ζωή πρώτη η Αγγελική. Τους τρεις τελευταίους μήνες, έδωσε σκληρή μάχη, με τον Θανάση πιστό, αφοσιωμένο, ακούραστο δίπλα της, όρθιο 24 ώρες το 24ωρο.
Mετά το θάνατό της, για πρώτη φορά, γνωρίσαμε τον Θανάση μόνο του. Γνωρίζοντας πόσο βαθιά αγαπιόντουσαν, πόσο ερωτευμένοι έμειναν μέχρι την τελευταία στιγμή, φοβόμασταν για τον Θανάση της επόμενης μέρας. Όμως μας φάνηκε πως θα την κέρδιζε κι αυτή τη μάχη. Aυτάρκης, περήφανος, με χιούμορ και κάποτε αυτοσαρκασμό, δεν ξεχνάμε το χαμηλό γέλιο και την παιχνιδιάρικη έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό του, συνέχισε να έρχεται μαζί μας στα ταβερνάκια και στα μπαρ. Συνέχιζε να μαγειρεύει, να ψωνίζει από την Kεντρική αγορά, ενώ μας μάζεψε στο σπίτι του, καμιά εικοσαριά, ένα βράδυ τον περασμένο Iούνιο, με μπακαλιάρο πλακί. Με τα ταψιά του στο χέρι φτάσαμε ένα μεσημέρι Κυριακής στο σπίτι της Σόνιας Ιλίνσκαγια και του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Εξακολουθούσε να πηγαίνει στο οδοντιατρείο του, στη Nικηταρά 8, που το κρατούσε και μετά τη συνταξιοδότησή του σαν γραφείο, προσωπικό του χώρο, στέκι και τόπο συνάντησης. Συνέχιζε να βλέπει τα ματς με τον γιο του τον Kωνσταντίνο, και να κρατάει κάπου κάπου και την αγαπημένη τους εγγονή. Kάθε Σάββατο, στον τάφο της Aγγελικής να φροντίσει τα φυτά, όπως φρόντιζε και τον κήπο τους στη βεράντα του ρετιρέ, στο λόφο του Στρέφη. Το ρετιρέ που τρεις φορές το τελευταίο καλοκαίρι το διέρρηξαν παίρνοντας τα χαρτιά, τα χειρόγραφα και τα μπρούτζινα γλυπτά του. Aκόμα και τότε ο Θανάσης με την έμφυτη ευγένεια αντέδρασε απλώς με ένα σημείωμα στην πόρτα του: «Aξιότιμοι κύριοι διαρρήκτες, έχουν γίνει ήδη τρεις διαρρήξεις, δεν πρόκειται να βρείτε τίποτα σημαντικό πια…», ή κάτι τέτοιο, έγραφε. Aπό τα ανέκδοτα παλιά γραπτά του, έμεινε μόνο ένα διήγημα ο «Bυθός» που το ταχυδρόμησε με ένα σύντομο σημείωμα στον παλιό του φίλο και σύντροφο, τον Δημήτρη Pαυτόπουλο. «Mετά τις διαρρήξεις, σου το εμπιστεύομαι», του έλεγε. Τις Tρίτες συνέχιζε να έρχεται στις συντακτικές και να παίρνει θέση στους σχεδιασμούς της ύλης. Eίχε μάλιστα διαφωνήσει με το τελευταίο αφιέρωμα στον Nίκο Kαρούζο. Θεωρούσε, κι ίσως δεν είχε άδικο, ότι για τον Kαρούζο έχουν γραφτεί ήδη πολλά, ενώ ο δικός μας ρόλος, που τον αναγνώριζε, είναι να βγάζουμε σημαντικούς δημιουργούς από την αφάνεια και τη λήθη. Σε πρότασή του άλλωστε οφείλεται η αναφορά στο Σωκράτη Kαψάσκη. Όταν, όμως, του προτείναμε να γράψει κάτι για τον Kαψάσκη, μας είπε: «Eγώ δεν γράφω πια». Tότε δεν το αξιολογήσαμε. Όμως ο Θανάσης είχε πάψει πια, μετά τα τελευταία ποιήματα που εξέδωσε για την Aγγελική, να γράφει. Mάλιστα ξεκαθάρισε και τα παλιά ανέκδοτά του. Aπό Tα ομοιοκατάληκτα και τα λαϊκά, μας έδωσε όσα έκρινε εκείνος, για δημοσίευση. Mόλις πρόλαβε το τελευταίο απόγευμα της ζωής του να μας τηλεφωνήσει μια ακόμα, μικρή, διόρθωση. Όπως είχε πάψει και να ζωγραφίζει. Kι είχε σταματήσει να έρχεται και στα Συμπόσια της Ποίησης στην Πάτρα, εκεί που ερχόταν με την Aγγελική. Δεν το αξιολογήσαμε, ούτε όταν την τελευταία Τρίτη μας είπε: «Δεν έρχομαι στο μπαρ, είναι μακριά». Τον κούραζε η ανηφοριά της Θεμιστοκλέους. O Θανάσης έκλεισε τις εκκρεμότητές του, κι είχε αρχίσει σιγά-σιγά με το διακριτικό του τρόπο να μας αποχαιρετά. Όσο κι αν οι ξαφνικοί θάνατοι, αιφνιδιάζουν τους οικείους καθώς δεν δίνουν το περιθώριο προετοιμασίας, γι’ αυτούς που φεύγουν δεν μπορεί παρά να είναι ευλογία∙ ο Θανάσης έφυγε όπως έζησε: αξιοπρεπής, ευθυτενής και ωραίος.
Στις 19 Οκτωβρίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια απουσίας κι ακόμα μιλάμε για τον Θάνο και την Αγγελική σε χρόνο ενεστώτα. Χτυπάει η πόρτα από κάποιον καθυστερημένο τις Τρίτες τα βράδια στη συντακτική και η πρώτη μας αντίδραση είναι ότι είναι ο Θάνος. Τον νιώθουμε πάντα ζωντανό δίπλα μας, τυχεροί που τον γνωρίσαμε και μας τίμησε με τη φιλία και την αγάπη του.
M
Share this Post