Πρώτα γνώρισα τα ποιήματα του Αντρέα Τιμοθέου. Και τ’ αγάπησα ομολογώ. Μιλούσαν μια γλώσσα οικεία για πράγματα γνώριμα κι ανθρώπους απλούς και ταπεινούς σαν τους δικούς μου. Ύστερα γνώρισα τον άνθρωπο. Και είδα την αλήθεια της γραφής και στην αλήθεια του προσώπου του.
Πέρυσι τα Χριστούγεννα συμπεριέλαβα δύο ποιήματά του από την ποιητική συλλογή Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ, εκδόσεις Παράκεντρο 2019 στο δοκίμιό μου Έλλειψη, η το οποίο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην ψηφιακή έκδοση του περιοδικού Μανδραγόρας και οικειώθηκα περισσότερο με την ποιητική του ματιά. Από τη συλλογή αυτή του Πλανόδιου εντόπισα στοιχεία μνήμης του γενέθλιου τόπου και των παιδικών χρόνων, μια έμμεση λατρεία της φύσης, αγαπημένους απόντες, τη μοναξιά, την επίγνωση του θανάτου.
Ιδιαιτέρως στο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Πλανόδιος» ο ποιητής Αντρέας Τιμοθέου πυκνώνει την κύρια προβληματική της συλλογής, μια προβληματική που κυοφορείται αντιστοίχως και στην τελευταία του ποιητική συλλογή Το Δείπνο του Σώματος από τις εκδόσεις Μανδραγόρας 2021. Μια προβληματική ουσίας που συμπεριλαμβάνει την δυναμική αλληλεπίδραση του ποιητή με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που τον αφορούν, κεντρώνουν τον ποιητικό του λόγο και τον διοχετεύουν σε ένα δημιουργικό επέκεινα.
Το ποίημα αναφέρει: «Αναμετριέμαι με του ανθρώπου την ήττα/ κι όσα κωφά παρέμειναν στο κάλεσμά μου./ Γράφω στον Έρωτα/ κάθε που γεύομαι το σώμα του θανάτου./ Πασχίζω να ξορκίσω τα μελλούμενα,/ μα ο χρόνος πια μου φανερώνεται,/ γλύφει το όνειρο, σχεδόν στεγνό,/ ξένο στο χάδι/ κι εγώ φυλάγομαι σαν έμαθα σε κόρφους γυναικών εξόριστων/ από αγάπη./ Χωρίς αντάλλαγμα/ επιστρέφω θραύσματα χαράς,/ μια ζωή επιστρέφω,/ αλλάζω τα παλιά με καινούργια./ Αυτό διαλαλώ,/ πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ/ και τόσο μόνος.» Ο ποιητής δηλώνει πως «φυλάγεται» από ένα «χάδι ξένο» το οποίο ο χρόνος το κουβαλά και επικάθεται πρώτα στη μνήμη του και κατ’ επέκταση στα όνειρά του. Η πλάνη η οποία ως έννοια συγγενεύει ετυμολογικά με το επίθετο «πλανόδιος» δηλώνει την αίσθηση του ποιητή να αποδεχτεί τις συνεχείς εναλλαγές του χρόνου που του φανερώνουν ένα μέλλον δυσοίωνο, που ο ίδιος πασχίζει να ξορκίσει. Η μοναχικότητά του στον τελευταίο στίχο «και τόσο μόνος» μας υπενθυμίζει ένα υπαρξιακό σύνορο καταγωγής το οποίο ο ίδιος το κληρονομεί αφού «έμαθε σε εξόριστες γυναίκες» την έννοια της αγάπης, ένα βίωμα που επιστρέφει και διερευνάται και στην καινούργια του ποιητική συλλογή.
Πράγματι στη νέα του ποιητική συλλογή Το Δείπνο του Σώματος, ο ποιητής μετουσιώνει τις λέξεις και τους στίχους σε ένα ποιητικό ανάγνωσμα εσώτερης περι- πλάνησης. Συγκεκριμένα, το σάρκινο σώμα του τέμνεται και αποκτά έναν γλωσσικό κώδικα μεστό ο οποίος μας συστήνει ερωτήματα όπως: Η αισθητική της σάρκας φράζει ή διανοίγει διόδους προς το όνειρο; Πώς με λέξεις πλάθεται η μνήμη; Πόσο έρωτα χωράει η πλάνη της απτότητας;
Ιδιαιτέρως, το Δείπνο συνομιλεί με μια γλώσσα σωματο- ποίησης ενός ποιητή που συνεχίζει με άγρυπνο το μέσα βλέμμα του να αυτοπαρατηρείται όχι πλέον ως πλάνητας αλλά κυρίως ως ο κεντρικός υποκινητής και αποδέκτης εμπειριών.
Στο ομώνυμο ποίημα «Το δείπνο του σώματος» ο ποιητής αφηγείται μιαν εστίαση διανθρώπινων αισθημάτων η οποία τονίζει τον τρωτό χαρακτήρα του. Οι «μνηστήρες» του ποιήματος χαρακτηρίζονται από έντονες συναισθηματικά κανιβαλιστικές τάσεις αφού «πρόθυμα θα καταπιούν/ τη λάμψη» του ποιητή και λίγο παρακάτω «με ικανοποίηση θα τον κοιτούν» τονίζοντας ένα συμβολικό κατασπάραγμα από το οποίο ο ποιητής ανέλπιστα βγαίνει αλώβητος, «ελεύθερος» και «ζοφερός/ χωρίς ανάγκη ενδύματος/ ή άλλης πρώτης ύλης». Η αγωνία της ουσιαστικής συνάντησης των ερωτικών υποκειμένων του ποιήματος εντοπίζεται στον στίχο «Κανείς απ’ τους μνηστήρες του/ δεν θα τον γνωρίσει» τοποθετώντας τη μάταια συνεύρεσή τους στη μονόπλευρη συμμετοχή των εραστών ως «ανυποψίαστων» για την ανιδιοτελή προσφορά του ποιητή στο βωμό του έρωτα. Αυτή τη μεγαλοσύνη των αισθημάτων την εντοπίζουμε αντίστοιχα στον στίχο του «Πλανόδιου», «Χωρίς αντάλλαγμα/ επιστρέφω θραύσματα χαράς». Ακόμα, στο τελευταίο τρίστιχο του ποιήματος του Δείπνου, με εμφατικό το πρώτο ρηματικό πρόσωπο ο ποιητής μας μαρτυρεί πως «Για το ταξίδι/ υπήρξα Οδυσσέας/ με τόλμη Πηνελόπης» καταφάσκοντας στην έλλογη κατάτμηση της «άθικτης λαμπρότητάς» του κατά τη διάρκεια του ερωτικού ταξιδιού. Το θάρρος του Οδυσσέα και η καρτερικότητα της Πηνελόπης, ως μυθικές αναφορές, υπερθεματίζουν εύστοχα το σύνολο του ψυχισμού του Αντρέα στο ερωτικό παιχνίδι, το οποίο δεν παύει να αποτελεί ένα «σπουδαίο γεύμα». Ίσως συνεχίζει να επιζεί εδώ το δίστιχο του «Πλανόδιου», «Γράφω στον Έρωτα/ κάθε που γεύομαι το σώμα του θανάτου» όμως με μια πιο ώριμη ματιά, πιο έτοιμη να ηττηθεί.
Οι διακειμενικές συναντήσεις στα ποιήματα των δυο συλλογών συνεχίζουν την ύπαρξή τους και αλλού. Καταρχάς αξίζει να σημειωθεί πως το πρώτο κατά σειρά ποίημα της συλλογής Το Δείπνο του Σώματος έχει τίτλο «Εξορίας εγκώμιον» και αναφέρει πως «Έψαχνα να βρω την Εδέμ/ Πλανόδιος./ Ίσως η εξορία μου τη συστήσει.» Το οξύμωρο σχήμα της επαινετικής διάθεσης του ποιητή (εγκώμιο) για κάτι τόσο ζοφερό όσο μια εξορία όπως δηλώνει ο τίτλος, προμηνύει την εν συνόλω αγέρωχη στάση του απέναντι στα δεινά. Εν τέλει οι δυσκολίες που προμηνύονται δεν θα του ορθωθούν εμπόδιο στην κατάκτηση της προσωπικής του ευδαιμονίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι η λέξη «Εδέμ» προέρχεται από το εβραϊκό «έντεν» που σημαίνει «ευχαρίστηση» και «απόλαυση». Με άλλα λόγια, αυτή η νέα «Εδέμ» του Αντρέα συνοψίζει σε αυτό το τετράστιχο ολόκληρη την προηγούμενη ποιητική του εργασία με τίτλο Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ, μόνο που τώρα αυτά τα σύνορα τα έχει υπερβεί και πλέον αποζητά εξόριστος τη νέα συνέχεια ενός γόνιμου αυτοπροσδιορισμού.
Ακολούθως, στο ποίημα «Μετά την Εδέμ» από την ποιητική συλλογή Το Δείπνο του Σώματος που αριθμεί μόλις δύο δίστιχα διαβάζουμε «Όσο περίμενα/ οι λέξεις έφτιαχναν εσένα.» και «Είναι ωραίος ο πόθος μου/ γιατί σου μοιάζει». Σε αυτή τη διπλή στιχουργική παράθεση οριοθετείται η αγωνία του ποιητικού υποκειμένου να πλάσει γλωσσικά τον «ωραίο» άλλο μέσα από την παρατεταμένη αναμονή. Συνεχίζει να «διαλαλεί» ο ποιητής τον «πόθο» του, ας θυμηθούμε το ρήμα από το ποίημα «Πλανόδιος», κόντρα «σε όσα κωφεύουν» τη διάθεσή του να σαρκωθεί το ερωτικό όνειρο και να το μεταπλάσει αυτή τη φορά σε ένα αισιόδοξο παρόν.
Τελειώνοντας οφείλω να επισημάνω την συνέπεια της εύστοχης χρήσης της ελληνικής γλώσσας από τον ποιητή Αντρέα Τιμοθέου με έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό, ατόφιο δείγμα του υφολογικού του συγγραφικού αποτυπώματος. Και στις δυο παρουσιαζόμενες συλλογές η αφηγηματική του οικονομία, η ποιητική του διάθεση και οι ζωντανές του εικόνες διανθίζουν ένα λυρικό μα και συνάμα ένα σαφές, ρεαλιστικό πλαίσιο αναφοράς που θίγει πτυχές μια προσωπικότητας που εξελίσσεται και πλουτίζει από τη ζωή και την ενασχόλησή της με τα γράμματα.
Πηνελόπη Ζαρδούκα
ποιήτρια & φιλόλογος