Μόνο εμείς οι δύο
Οι άνθρωποι είναι πέτρες
σηκώνονται και βουλιάζουν.
Ο χρόνος είναι από πέτρα
πέφτει και χάνεται.
Σ’ αυτόν τον άδειο ουρανό
δεν υπάρχει τίποτα πια
παρά η λάμψη των ματιών σου.
Σε βρήκα γυμνή
και σε σκεπάζω.
Εσύ μπαίνεις στη νύχτα
εγώ βγαίνω απ’ το σώμα σου.
Μόνο εμείς οι δύο
κι ο κόσμος αλλάζει
η σκέψη μας γίνεται σάρκα
γίνεται πουλί
που φλέγεται
χωρίς να καίγεται
και έπειτα φτεροκοπά
γύρω απ’ τη μεγάλη πέτρα των ανθρώπων.
Ακόμα και το ποίημα πουλώ
Σύννεφα πουλώ χρωματιστά
σύννεφα στρόγγυλα και πορφυρά
τη θάλασσα πουλώ τη γαλανή
τις χαραυγές πουλώ
και τα χρυσά τα δειλινά.
Το κίτρινο φεγγάρι που μάζεψα
απ’ το πράσινο κλωνάρι
τη ρόδινη φωτιά πουλώ
και το λευκό το χιόνι
τ’ άστρα και τον ουρανό
των λουλουδιών τον ίσκιο
ακόμα και το ποίημα πουλώ
κι αυτά που χάνονται μες στην καρδιά
τις λέξεις μου και τα πουλιά.
Μακριά απ’ τον εαυτό σου
Έφυγες
κι άφησες
μια παύση στο τίποτα.
Έτρεξες μακριά
απ’ τον ατέρμονο κύκλο του χρόνου
μακριά απ’ τον εαυτό σου
απ’ την ίδια σου τη φωνή
εσύ ο πρωτότοκος
της κίνησης
προτού βλαστήσουν
τα δάκρυά σου
κι ονειρευτείς το χιόνι στο κορμί σου
και την αδιάκοπη θλίψη σου
που ολοένα αναχωρεί.
Ίσως και να μην υπάρχω
Βράχια και θάλασσα
ο ήλιος καίει τις πέτρες
είναι μια φλόγα που σκορπίζεται
ο χρόνος ξεμακραίνει
περνά με χέρια χρυσά
πως να μιλήσω για τη λευκή του γεωμετρία;
Τίποτα δεν υπάρχει
φωνάζω μα κανείς δεν απαντά
στη διαφάνεια εδώ του διαστήματος
την διαφάνεια της σιωπής.
Μες στην εκστατική γαλήνη
το μεσημέρι αποτραβιέται
τραγουδούν τα πουλιά
ανάμεσα στο τώρα
και στο χρόνο τον ατέλειωτο
σηκώνεται ο κόσμος πιο ψηλά.
Το φως λεηλατεί τους ουρανούς
ένα πουλί απότομα στέκεται στον αέρα
πριν να γυρίσω σπίτι
στην πέτρα που πετάει
η μέρα μου που τραγουδάει για όλους
κάνει τα μάτια μου ν’ ανθίσουν.
Μαζεύω τις εικόνες μου
που ξυπνούν και χωρίς να κινηθούν χορεύουν
και πάω στον εαυτό μου.
Ίσως και να μην υπάρχω
ούτε και να είμαι αυτός
που στην αγρύπνια του απείρου στέκει.
Σταύρος Μίχας