«Δε χαλαλίζω ούτε ένα χαμόγελο για τα ασήμαντα ανθρωπάκια» σκέφτηκε η Μαργαρίτα ρίχνοντας υπεροπτικά βλέμματα στους συνεπιβάτες της και κατάπιε γρήγορα για να ξεμπερδεύει, το χαμόγελο που μόλις πήγαινε να γεννηθεί στα χείλη της.
Ύστερα η Μαργαρίτα έγειρε στο πλάι και πέθανε.
Τώρα στο λεωφορείο βρίσκονταν σκόρπιοι στα φθαρμένα και κακοδιατηρημένα καθίσματα μία μικτή παρέα απ’ τα ΚΑΠΗ της Ηγουμενίτσας, ένα ζευγάρι ερωτευμένοι δάσκαλοι που δεν σταματούσαν λεπτό να ανταλλάσουν φιλιά, θωπείες και σάλια, μία οικογένεια με τρία νήπια που είχαν αποφασίσει να ανακοινώνουν στη διαπασών όλες τις ανάγκες τους στους εξαντλημένους γονείς τους (μαμά πεινάαααω, μπαμπά διψάαααω, πού είναι το κουνελάαακι, η πόλυπόοοοκετ, το ελικοπτεράααακι μου, διψάαααω ξανά, θέλω τσίιιισα, να φάαααω, βαρέεεεθηκα, ΠΟΙΟΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΟΚΑΛΑΚΙ ΜΟΥ;).
Αυτό το κοκαλάκι το αναζητούσε μετά μανίας ένας εξάχρονος μπόμπιρας, χωρίς κανένα στοιχείο θηλυπρέπειας, αλλά αυτό είναι μια άχρηστη προς το παρόν λεπτομέρεια. Κι επίσης η οικογένεια ή τα ΚΑΠΗ –θα αποφασιστεί όταν έρθει η ώρα- κουβαλούσαν μαζί τους έναν γέρο σκύλο, που βαριόταν ακόμη και να γαβγίσει.
«Το θέλει για σφεντόνα» μου σφύριξε μισανοίγοντας το δεξί της μάτι η πεθαμένη δεσποσύνη Μαργαρίτα και ξαναβούτηξε στην ανυπαρξία.
Τινάχτηκα. Μιλούσε για τον μικρό και το κοκαλάκι υποθέτω αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που με ενδιέφερε τώρα. Κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε σ’ αυτό το λεωφορείο και ως ένας αφηγητής που σιχαίνεται τις εκπλήξεις που δεν προσχεδιάζει, δεν ήμουν καθόλου διατεθειμένος να το ανεχτώ.
Η Μαργαρίτα είχε αποδημήσει εις Κύριον αμέσως μόλις σκέφτηκε κάτι πολύ υποτιμητικό για τους συνεπιβάτες της και αυτό δεν ήμουν διατεθειμένος να το διαπραγματευτώ. Είχε γίνει ένα με την ξεπατωμένη πλάτη του καθίσματος, λες και ήταν με ούχου κολλημένη πάνω του, με το κεφάλι μόνο ελαφρά γερμένο στο πλάι, αποφασισμένη να προστατεύει το με το κορμί της λεκιασμένο αφρολέξ απ’ την κοινή θέα. Εκεί έπρεπε να μείνει, εντελώς νεκρή, μέχρι το λεωφορείο να φτάσει στον προορισμό του. Αθήνα, κατά πάσα πιθανότητα, άλλοι για βόλτα, άλλοι όπως το ζευγαράκι των δασκάλων, επιστρέφοντας για λίγο στα πάτρια εδάφη. Αθήνα, αλλά αυτό μπορεί και να αλλάξει αργότερα, αν κάποιος επιβάτης έχει χωρίς να το ξέρουμε ή αποκτήσει αργότερα, πολύ σοβαρούς λόγους να μας σύρει όλους αλλού.
Λοιπόν, δεν υπάρχει περισσότερο θάνατος από αυτόν που σχεδίασα στο άψε σβήσε για την σνομπαρία. Της επιφύλασσα περισσότερο μέλλον στην αρχή αλλά ας όψεται η γλωσσάρα της και η ψωνάρα της.
Εκεί, ανάμεσα στο ζωηρό ανθρωπομάνι, η καλοβαλμένη Μαργαρίτα έχει πεθάνει ερήμην όλης της ανθρωπότητας. Δεν είχε πια κανένα δικαίωμα να παραβιάζει το περιβάλλον της απόλυτης σιωπής.
Δεν ξέρω πώς ξεκαθαρίζεις τη μοίρα ενός ήρωα, στον ίδιο τον ήρωα, πώς τον βάζεις στη θέση του, πώς τον πείθεις να μην παίρνει αδικαιολόγητες πρωτοβουλίες. Δεν είχα μεγάλη εμπειρία και μερικοί αυθάδεις, πού και πού, χώνουν τη μύτη τους στις επιλογές μου και μου τις ανατρέπουν. Έτσι δε θα γίνω ποτέ μεγάλος συγγραφέας, πάει και τελείωσε.
Ο μπόμπιρας ψάχνει το κοκαλάκι του αγριεμένος. Ψάχνοντας στα τέσσερα μέσα σ’ όλο το λεωφορείο φτάνει στα πόδια της Μαργαρίτας, χώνεται ανάμεσα στις μακριές της γάμπες, τις απομακρύνει μεταξύ τους αφήνοντας μια καλή νυχιά που ξεκινάει το δρόμο μιας θηλιάς γεμάτης υποσχέσεις στο μπεζουλί αραχνοΰφαντο καλσόν στην αριστερή γάμπα, κρατιέται απ’ τις κόκκινες σουέτ γόβες αφήνοντας μικρές λαδερές λιμνούλες απ’ το τέταρτο κομμάτι τυρόπιτας που μόλις είχε καταβροχθίσει, βάζει δύναμη και σηκώνεται μπροστά της. Παρατηρώ τη σκηνή με κομμένη την ανάσα. Ευτυχώς αυτή τη φορά η Μαργαρίτα δεν αυθαδιάζει και παραμένει στο ρόλο της. Νεκρή, εντελώς νεκρή, ακίνητη, για κάποιον περίεργο ρόλο δεν σωριάζεται στο πλαστικό δάπεδο του λεωφορείου, για κάποιον λόγο που ακόμη δεν αποφάσισα, κοσμεί τη θέση της ως χαλκομανία.
Ο μπόμπιρας την κοιτάζει αδιάφορα κι ύστερα, αφού ρίχνει μερικά βλέμματα δεξιά κι αριστερά, σκύβει και ψιθυρίζει κάτι στο αυτί της. Αν δεν κάνω λάθος στο δεξί που ξεπρόβαλε προκλητικά μέσα απ’ τα στιλπνά μαλλιά της και το οποίο είχε απομείνει για άγνωστο λόγο και γυμνό από σκουλαρίκι, κάποια στιγμή νωρίτερα που ήμασταν όλοι απασχολημένοι με τους υπόλοιπους επιβάτες του λεωφορείου. Το γυμνό αυτί της Μαργαρίτας δε σαλεύει. Κι εκεί που κάνω να αναστενάξω ανακουφισμένος, το αριστερό αυτί της νεκρής Μαργαρίτας κουνιέται ανεπαίσθητα και παραβιάζει και αυτό το φράγμα των καστανόξανθων μαλλιών της. Περιμένω τη συνέχεια με κομμένη την ανάσα, γιατί είμαι σίγουρος ότι η κίνηση δεν θα περιοριστεί στην περιοχή του αυτιού.
Περιορίζεται. Επιτέλους αναστενάζω. Ο μικρός ξανασκύβει, στο νεοεμφανισθέν αυτί αυτή τη φορά. Το μυστικό κρατάει περισσότερη ώρα κι όταν ο μπόμπιρας σηκώνεται πάνω το πρόσωπό του είναι κόκκινο απ’ τα γέλια. Η Μαργαρίτα, σαν καλό κορίτσι παραμένει νεκρή με τα δυο αυτιά της να ξεχωρίζουν δεξιά κι αριστερά σαν σημαίες. Ο μικρός περιμένει όμως μια αντίδραση. Τη σκουντάει θυμωμένος. Τρέμω μήπως η Μαργαρίτα σωριαστεί κάτω. Δεν πρέπει κανένας να καταλάβει πως είναι νεκρή. Τρέμω και μήπως αναστηθεί. Τώρα πια, είναι μέρος του διάκοσμου του λεωφορείου, συστατικό στοιχείο του τοπίου και θα’ πρεπε να εφεύρω ένα νέο ενδιαφέρον στοιχείο στο χώρο αν αποφάσιζε να αναστηθεί.
Τελικά η Μαργαρίτα παραμένει στο ύψος της περίστασης, νεκρή και κολλημένη στο κάθισμά της. Ο μπόμπιρας απομακρύνεται κλωτσώντας το υπερυψωμένο δάπεδο του λεωφορείου, που φιλοξενούσε τις θέσεις.
Σε λίγο ξεχνιέται και δεν ξανασχολείται μαζί της. Δε θα μάθουμε ποτέ τι της ψιθύριζε επίμονα στο αυτί – και στα δυο αυτιά- και γελούσε.
Γιατί όμως αλλάζει απότομα το σκηνικό και όλοι οι επιβάτες στο λεωφορείο αρχίζουν να τραγουδούν; Αν σας έλεγα πως τους τη βάρεσε ομαδικώς θα με πιστεύατε; Θα σας άρεσε ως εξέλιξη του σεναρίου;
Αν ο λόγος ήταν μια νεράιδα της μουσικής που εισέβαλε απ’ το πουθενά και τους ξεσήκωσε με τη μαγεία της φωνής της;
Δεν είμαστε σε ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ούτε σε παραμύθι όμως.
Ξέρετε, τα πράγματα είναι συνήθως πιο απλά απ’ όσο νομίζουμε.
Οι σουμιέδες των καθισμάτων είχαν ξεχαρβαλωθεί από καιρό κι όπως το λεωφορείο έπαιρνε τις στροφές πλαγιάζοντας πότε στη μια και πότε στην άλλη πλευρά του δρόμου, εκείνοι έβγαζαν ένα στρίγγλισμα που έμοιαζε με κακοφωνία στην όπερα. Αυτό όμως οι καθόλου μυημένοι επιβάτες δεν το αναγνώρισαν. Αναγνώρισαν μόνο μια μουσική παράξενη, αταίριαστη με το χώρο, τη στιγμή και τις ζωές τους και είχαν τόση ανάγκη να ακούσουν μουσική! Είχαν τόσο καιρό να ακούσουν μουσική ή ακόμη και να τραγουδήσουν. Μερικοί μπορεί να είχαν και χρόνια.
Άρχισαν λοιπόν όλοι μαζί να ξελαρυγγίζονται και τότε, πριν προλάβω να τους κάνω να σκάσουν, η Μαργαρίτα σηκώθηκε με τα μάτια κλειστά, η θέση κολλημένη πάνω της, αυτή και η θέση της ένα, άνοιξε τα χέρια σα φτερά, έτοιμη να πετάξει; να χορέψει; να αναστηθεί;
Πριν το αποφασίσει ξανακάθισε.
Πήγα δίπλα της και της κάρφωσα ένα στιλέτο στην καρδιά. Είναι καλό οι επαναστάσεις να πνίγονται στο αίμα την ώρα που πάνε να γεννηθούν.