Ο εύκολος έρωτας κι ο δύσκολος θάνατος | Κώστας Κρεμμύδας

In Δοκίμιο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


Δοκίμιο



Ο εύκολος έρωτας[1] κι ο δύσκολος θάνατος

 «Ψυχοθεραπεία Α’»

Πάρτε μικρό νυστέρι, έλεγε ο γιατρός. Οπλισθείτε το χέρι του αρχιτέκτονα, τη σκληράδα του μεταλλειολόγου, το μάτι του επιμελητού Μνημείων Λόγου και Τέχνης. Όχι πια οι πυρακτωμένες λέξεις μα τα ψυχρά υλικά – γυαλί, αλουμίνιο γραφίτης. Μείνετε πάντοτε ο ευγενής νοσταλγός ενός παραδείσου πετρωμάτων ή ακρωτηριασμένων έργων τέχνης. Σκεφτήκατε ποτέ την ικμάδα και το σφρίγος ενός συνταξιούχου συλλέκτη;

Νοσοκομείο Εκστρατείας (1972),

 

Mε τον Νίκο Αρσλάνογλου, τελικώς κατακυρωμένο ως Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (με αφαίρεση του ένρινου «ρ» χάριν ευφωνίας του επιθέτου και προσθήκη στο βαφτιστικό «Νικόλαος» του ονόματος Αλέξης (επιρροή  από τον Αλιόσα Καραμαζόφ, ήρωα του γνωστού μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι), γόνο και κληρονόμο της Μακεδονικής Εριουργίας –Μάκερ– που χρεοκόπησε στη δεκαετία του 1950), διευκολύνομαι για μια μικρή «αποκαθήλωση» έναντι των συνήθων αγιοποιήσεων που …εκτοξεύονται αφειδώς, μετά θάνατον, εις βάρος πολλών ποιητών και της κεκτημένης αίγλης που τους συνοδεύει. Το ότι δεν βρίσκεται εν ζωή άλλωστε επιτρέπει μια ανεμπόδιστη κριτική. Κάτι που δε θα τολμούσα να πράξω για ζώντες. (Ομολογουμένη δειλία η μισή συγχωρείται κι η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται).

Θα πρέπει να παραδεχτούμε πως για ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό της γενιάς μου το όνομα του Ασλάνογλου έγινε καταρχήν γνωστό όχι μέσω της ποίησής του αλλά από τη διαμεσολάβηση του Διονύση Σαββόπουλου στην περίφημη πλέον και σφόδρα προφητική «Θανάσιμη μοναξιά τού Αλέξη Ασλάνη» (1975), όπου μεταξύ άλλων και οι σπαρακτικοί στίχοι του Σαββόπουλου: […] όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω/ σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό[2]. […] Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω/ Αλέξη πες μου,/ Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι/ το καλοκαίρι έχει τελειώσει/ από καιρό έχει τελειώσει/ τι ζητάς/ στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά/ κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια/ μετανάστες ξαναγύρισαν εδώ/ τρομαγμένοι φεύγουν απ’ τη Γερμανία/ την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ. […] Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά/ δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις/ αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες μια φορά/όπως πριν/ έτσι και τώρα θα με νιώσεις.

Με το έργο του αυτό ο Σαββόπουλος μας εισήγαγε, πολύ πριν σταθούμε στην ποίησή του καθεαυτή, στην πεμπτουσία της μοναχικής, αυτοαναφορικής και αυτοκατεδαφιστικής δημιουργίας του Ασλάνογλου: κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά/ όσο παλιώνω διαβάζουμε στο ποίημα του Θεσσαλονικιού ποιητή: «Θέλω λυπητερά τραγούδια», της συλλογής Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963). Τίτλο που άλλαξε αργότερα στο αντίστοιχο ποίημα της συγκεντρωτικής έκδοσης του 1978, επιλέγοντας το άνευρο: «Θέλω να γράψω ποιήματα», (βλ. Ο Δύσκολος θάνατος, σελ. 87). Μια από τις συνήθως ανεπιτυχείς επιλογές τού Ασλάνογλου που επενέβαινε εκ των υστέρων συχνά στα ποιήματά του απονευρώνοντας την αρχική του σύλληψη. Μια όντως αυτοκαταστροφική τάση που υποδηλώνει είτε έντονη ανασφάλεια, είτε έναν διαρκή φόβο έκθεσης εξαιτίας των προσωπικών του –κυρίως ερωτικών– επιλογών που βρίσκουν θέση στα ποιήματά του. Τροποποιώντας τα, για να απαλύνει ενδεχόμενες εντυπώσεις και επιπτώσεις από τη δημόσια έκθεση, ανασκολοπίζει το τελικό αποτέλεσμα.

Συχνά και μάλλον αυτονόητα ερωτήματα διαβάζουμε στα πρώτα του ποιήματα: τι κάνω; πού πάω, τι να ελπίσω, πού βαδίζουμε, πού να γύρω το κεφάλι… Ενώ η φόρμα και το περιεχόμενο των ποιημάτων του, ιδίως στις πρώτες συλλογές, περνά μέσα σε συχνές επαναλήψεις από στίχο σε στίχο, από στροφή σε στροφή: κι αυτή, ν’ αφεθεί, κι ο αέρας του βραδιού […],Τι κι αν έδωσε […] τι κι αν τα αργύρια, […] ξέρω καλά τι είναι η αλήθεια (τέσσερα «κι» και «τι» σε οκτώ όλους κι όλους στίχους στο ποίημα «Ιούδας», από τον Δύσκολο θάνατο). Ή στο ποίημα «Νυχτερινό» της ίδιας συλλογής: Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη, Ακόμα μια νύχτα κάτω από του ίδιους αστερισμούς, Ακόμα μια νύχτα θα σφίξω, Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη… Αλλά και στο ποίημα «Μέσ’ στ’ αυτοκίνητα», της συλλογής Ο θάνατος του Μύρωνα παρατηρούμε επαναλήψεις του «έτσι»  στον 1ο, 4ο, 13ο και 18ο στίχο. Επαναλήψεις έχουμε ακόμα και στους τίτλους των ποιημάτων του: «Μέσ’ στ’ αυτοκίνητα», «Μεσ’ το υγρό σκοτάδι», «Μεσ’ το δωμάτιο», «Μέσα στο βράδυ», «Μεσ’ απ’ τα δάχτυλα».

Ενώ τα ποιήματά του διαθέτουν έντονο το ρυθμό εντούτοις η συνοχή τους από στίχο σε στίχο, από στροφή σε στροφή, κάποτε από φράση σε φράση είναι τόσο χαλαρή –για να μη πούμε ασύμβατη ώστε να παρεμποδίζεται η ολοκληρωμένη πρόσληψη του περιεχομένου ενός ποιήματος που κάποτε λες και συντίθεται από σκόρπιες ημερολογιακές σημειώσεις. Ως αποτέλεσμα χάνεται η συγκίνηση, το μέτρο, η ένταση και η ουσία καθώς οι ωραίες εικόνες ή οι κάποιοι ξεχωριστοί στίχοι διασκορπίζονται μέσα στο σώμα του ποιήματος. Παραθέτω ενδεικτικά το ποίημα «Μνήμη», από την ενότητα Αισθηματική ηλικία της συλλογής Δύσκολος θάνατος: Μέσα στα σκονισμένα χαρτιά που ο ήλιος ξεγυμνώνει/ ξένο δωμάτιο, άρωμα βορεινό, θολωμένες μορφές/ στην ίδια γη, συγκεχυμένα ποτήρια από ανάσες// Ένα κιτρινισμένο φύλλο άγγισα/ φτερούγα από ανάμνηση του 48// Βαθμοί λατινικών και αρχαίο θέμα/ langues vivantes, sciences naturelles// Ο ταξιδιώτης που έφυγε προχθές/ άφησε αχνάρι του Βορρά στα δάχτυλά μου// Η μνήμη μου στη θλίψη ενός καλοκαιριού/ θα λιγοστεύει. Ίσως από τα πιο ασύνδετα και δίχως συνάφεια ποιήματά του.

Πολλές επίσης οι φράσεις κλισέ που εμπεριέχονται σε στίχους. Σταχυολογώ ενδεικτικά: άδολες υπάρξεις, στα παθιασμένα σου χείλη, καθώς μαδούσα ένα τριαντάφυλλο, μαδημένο τριαντάφυλλο, δεν νιώθω πια τίποτα ούτε για σένα, πένθιμη λάμψη, εκεί που η θάλασσα σμίγει, ζώντας αδιάκοπα με παραισθήσεις κι αυταπάτες

Θα πρότεινα με την ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε τις Ωδές στον πρίγκιπα που γράφτηκε στο διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών του Ασλάνογλου την περίοδο 1971-1975 στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε το 1981 και κατά τον ποιητή –αν δεχτούμε τις διηγήσεις του Διονύση Στεργιούλα στο αφιέρωμα του περιοδικού «Οδός Πανός» τχ. 90-92, Μάρτιος-Αύγουστος 1997– είναι «το πιο σπουδαίο βιβλίο» του. Ενώ, πάλι κατά τον Ασλάνογλου, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις Στεργιούλα: «το ιστορικό μέρος του έργου αφορά τον πρίγκιπα Νοροντόμ Σιχανούκ που είναι η σημαντικότερη προσωπικότητα της εποχής μας». (σ. 70, περ. «Οδός Πανός ο.π.). Καταρχήν ως προς το ιστορικό πλαίσιο θεωρώ πως ο Ασλάνογλου αστειευόταν. Ο παρωχημένος τίτλος ευγενίας –που εξακολουθεί ωστόσο να θέλγει στη θηλυκή εκδοχή της πριγκίπισσας τον παιδόσκοσμο– αναφέρεται στον ίδιο τον ποιητή, που θεωρεί εαυτόν πρίγκιπα, δίχως να αποκλείεται ωστόσο και η υπόνοια (αυτό)σαρκασμού. («Αν του χρόνου με βάλουν, όπως μου έχουν υποσχεθεί, στην επιτροπή κρατικών βραβείων, θα προτείνω για βράβευση τον εαυτό μου. Είμαι ο μόνος από όσους άξιζαν το βραβείο, που δεν το πήρε», ακούμε τον Ασλάνογλου στο ίδιο κείμενο του Στεργιούλα). Το ίδιο συχνά επίσης στην ποίηση του Ασλάνογλου συναντάμε το όνομα «Μύρων». Ίσως να αποδίδεται σε κάποιον ερωτικό σύντροφο είτε λέγεται Μύρων, είτε «είναι ο Βαγγέλης».

Οι λέξεις κάθε ποιήματος της σπαρακτικής (με την έννοια των σπαραγμάτων) συλλογής Ωδές στον πρίγκιπα μοιάζουν ξένες μεταξύ τους, οι στίχοι ασύνδετοι, οι στροφές κομμένες δίχως λόγο, αναίτια, συσκοτίζουν την τελική αίσθηση. Δεν προδιαθέτουν καμιά ενότητα ύφους, μορφής, περιεχομένου: [ ] μικρές θαλάσσιες εκδρομές και τα βραδάκια λικνίζεσαι στις δισκοθήκες/ η καρβουνόσκονη μόλις αγγίζει τα παιδιά της δυτικής ακτής/ σήμαντρα δειλινού και άνθη λεμονιάς/ μες στους δασώδεις λόφους της Αιώνιας Πόλης// Κι όμως η θέση σου είναι στην Αθήνα, Άρχοντα/ μόλις ακούγεσαι μες στα παράσιτα και τους πομπούς/ σ’ άκουσα χθες με άλλη μουσική να θρηνωδείς/ η φωνή σου δεν άλλαξε, την ξέρω απ’ τον καιρό της διαδοχής/ η νύχτα πέφτει

Ας κάνουμε ένα πείραμα να διαβάσουμε τα 16 ποιήματα απνευστί για να διαπιστώσουμε τι μένει στον κάθε αναγνώστη ως απόηχος, ποια έξαρση, συγκίνηση και ποια εικόνα από ένα έργο που κατατίθεται με φιλοδοξία σύνθεσης. Από τα πιο ασυχεχή ποιήματα της συλλογής θα ξεχώριζα τον «Κατάδικο», το «Πένθιμο τραγούδι», ή τα «Δελφίνια» όπου από τη Γλυφάδα και την Καστέλλα ο ποιητής μάς μεταφέρει στο …Μόλυβο και στις ακρογιαλιές όπου έσυρες τα μαλλιά σου στις θερμασμένες πισίνες και στα παλιά αρχοντικά/ και στα τερατουργήματα κάποιας απλοϊκής καρδιάς καθώς βλασταίνει/ στο πιο αθώο, στο πιο φιλντισένιο φιλί!..

Ενώ χρησιμοποιεί λέξεις εύηχες, εικόνες αισθησιακές –ο ίδιος λέει: «βασικά είμαι εικονοπλάστης, στα ποιήματά μου υπάρχει έντονα μια εικονοπλασία, […] μια κινηματογραφική αντίληψη του χώρου που «σπάζει το πρόσωπο»,(σ.σ. μήπως και το ποίημα τελικά;)–, ενώ οι φράσεις του έχουν καλλιέπεια, εντούτοις το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει ανοχύρωτο δίχως βάσεις και συγκεκριμένη στόχευση με φευγαλέο το συνολικό αποτέλεσμα. Δεν έχει διάρκεια στην ένταση, δε δημιουργεί συνολικά –πέρα από ορισμένους αξιομνημόνευτους στίχους– έντονα συναισθήματα, δεν καταγράφεται επί πολύ στη μνήμη, ίσως γιατί παραείναι εγκεφαλική η κατασκευή του κι ας ισχυριζόταν ο ίδιος πως απεχθάνεται «τις διανοητικές κατασκευές, τα φραστικά κλισέ ή τη στιχουργική σκέψη». Κι ενώ δήλωνε με σαφήνεια πως τον ενδιαφέρει η σκέψη «να είναι βιωματική, να δένεται», εντούτοις αυτό δεν εισπράττεται σε πολλά ποιήματά του. Ήδη από το 1972 (βλ. σ. 31-32, Θανάση Μαρκόπουλου Ένα πουλί στην άσφαλτο» ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου) ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει κάνει λόγο «για κάτι μπερδεμένο και ομιχλώδες που χαρακτηρίζει την ποίησή του» και «για στιχουργική σπασμωδικότητα». «Μονάχα που η επίμονη κατεργασία πολλές φορές αποκαλύπτει την έλλειψη υποδομής και το άρπαγμα απ’ το τυχαίο», συνεχίζει εύστοχα ο Χριστιανόπουλος και προσθέτει απευθυνόμενος στον Ασλάνογλου: «Εκείνο που με εκπλήσσει είναι η μανία σου κάθε φορά που διαβάζεις ποιήματά σου, ν’ αντικαθιστάς όποια λέξη δεν σου αρέσει[..] Φαίνεται πως δεν ξεριζώνεις τις λέξεις από μέσα σου, αλλά τις τσακώνεις σαν τις μύγες και γι’ αυτό δεν τις πονάς, και αλλοιώνεις το ποίημα για χάρη των ιάμβων («Η κάτω βόλτα», εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 92-93).

Κι έχει δίκιο ο Χριστιανόπουλος γιατί πραγματικά οι συνθέσεις του Ασλάνογλου πολλές φορές δεν διαθέτουν την ένταση και τον πόνο που υποδηλώνουν οι λέξεις του. Να φταίει η διαρκής μεταλλαγή της ποιητικής του ύλης; η συνειδητή ποικιλία της ποιητικής του φόρμας που άλλοτε είναι πεζόμορφη (στις Ωδές στον πρίγκιπα, στο Αργό πετρέλαιο, στα Τρία ποιήματα αλλά και αλλού), με αποτέλεσμα να κινείται μεν περισσότερο ελεύθερα μεταξύ ποιητικού, πεζογραφικού, θεατρικού λόγου δίχως ωστόσο να κατασταλάζει και να καταλαγιάζει κάπου αυτή η φόρμα;. Στο κείμενό του «Η γέννηση ενός βιβλίου», από την ενότητα Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα, Ύψιλον 1991, χρονογραφικά δημοσιεύματα από την εφημερίδα «24 ώρες» που πολλά από αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ποιητική πρόζα, ο ποιητής σημειώνει σχετικά με τη συλλογή του Αργό πετρέλαιο: Σχεδίαζα σιγά σιγά το πεζό του Αργού πετρελαίου που θ’ αγκάλιαζε και τις Ωδές.  […] Το πεζό προχωρούσε με ρυθμούς, τονισμούς, ισορροπίες συγκίνησης και ποιοτικής έκφρασης. […]  Με μια βδομάδα στην Σάμο –Καρλόβασι, Πυθαγόρειο, Μαραθόκαμπος– το πεζό του Αργού Πετρελαίου είχε ουσιαστικά κλείσει. Βλέπουμε δηλαδή δέκα χρόνια μετά την έκδοση ως ποιητικής συλλογής ο ίδιος ο ποιητής να αναγνωρίζει το «Αργό πετρέλαιο» ως πεζό. Και όπως ξέρουμε άλλη δομή και ροή και μέτρο και μουσικότητα έχει μια έστω ποιητική πρόζα κι άλλη ένα ποίημα. Ίσως αυτό να εξηγεί την ασάφεια που εισπράττεται ως ασυνέχεια μέσα στο ίδιο το ποίημα. Το άμορφο του ποιήματος «Επεισόδιο» της σχετικής συλλογής είναι ενδεικτικό.

Δεν έχω ως στόχο την αποκαθήλωση του συνολικού έργου του ολιγογράφου[3] Ασλάνογλου που αποτελεί ούτως ή άλλως ξεχωριστή περίπτωση στην ελληνική γραμματολογία της σύγχρονης ποίησης. Άλλωστε όπως παραδέχεται και ο ίδιος σε μια συνέντευξη που παραθέτει ο Θανάσης Μαρκόπουλος[4] στο επίμετρο του βιβλίου του Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, 1948-1996, εκδ. Παρέμβαση Κοζάνης 1996, «Συχνά η συγκέντρωση του έργου ενός ποιητή μου δίνει την εντύπωση ενός ετερόκλητου συνόλου όπου για λόγους ιστορικούς, ο ποιητής τύπωσε δίπλα στην ώριμη δουλειά του και τα πρωτόλεια. Έτσι τα καλά ποιήματα χάνονται σ’ ένα πλήθος μετρίων και, φυσικά, διαστρέφεται η φυσιογνωμία του δημιουργού. Αυτά τα πράγματα μπορεί να ενδιαφέρουν τους φιλολόγους κι επ’ ουδενί λόγω τους φίλους της καλής ποίησης…». Μια αλήθεια που συναντάται σε πλήθος αναγνωρισμένων και μη ποιητών καθώς συχνά –ακόμα και μέσα στο ίδιο ποίημα– υπάρχουν στίχοι περιττοί, πολλώ μάλλον περιττά ποιήματα σε μια συλλογή. Άλλοτε πάλι ακούμε τον δημιουργό να επαινεί μετά μανίας το κάθε νέο του έργο υποστηρίζοντας πως είναι το καλύτερο βιβλίο του …μέχρι την κυκλοφορία του επομένου, οπότε και επαναλαμβάνεται η ίδια ρήση. Θέλω να πω πως είτε ως προ-ποιητική ύλη είτε ως ημερολογιακή σημείωση είτε ως φράση που στέκει αυτοτελής και άρτια, το ποίημα βλασταίνει και μέσα στην αναιτιοκρατία (τυχαιότητα ή ιντετερμινισμός) εκεί όπου η σχέση αίτιου και αιτιατού δεν είναι κατ’ ανάγκην προβλέψιμες, υπολογισμένες και νομοτελειακά προκαθορισμένες. Παρά και πέρα των προθέσεων του δημιουργού. Συμβαίνει συχνά, συναντάται και στον Ασλάνογλου. Και από την άποψη αυτή είναι προτιμότερη μια επί μέρους προσέγγιση του ποιητικού σώματος από μια υποκειμενική διθυραμβική υμνωδία ολόκληρης της ποίησής του. Εκεί όπου ξεχωρίζει Η αναχώρηση: Θα φύγω κάποτε απ’ το νυχτερινό σταθμό/ γλιστρώντας προς τη χλόη άγνωστων τόπων/ καθώς το ψάρι, αδιάφορος για τον πολύχρωμο βυθό/ αθόρυβα, καθώς αξιωματούχος πικραμένος θα γλιστρήσω/ Όχι πως φεύγοντας θʼ αλλάξω τη ροή των βρώμικων νερών (Νοσοκομείο Εκστρατείας, Ποιήματα 1964-1972, Θεσσαλονίκη 1972), ή το «Θέλω να γράψω ποιήματα» από την ενότητα Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, Φεβρουάριος 1963.

Αλλά υπάρχουν και ποιήματα που δεν μπορούν να σταθούν να μιλήσουν: Και η πόλη δε σε λογαριάζει πια καθώς αρδεύεις/ τις βιομηχανικές ζώνες της δυτικής ακτής/ ψάχνοντας στα καφενεία λίγο οξυγόνο/ γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει σήμερα/ μέσα στα τραμ της χαμένης αφετηρίας !..

 

Για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου έχουν γραφτεί πολλά υμνητικά γενικόλογα κι ενδεχομένως δυσανάλογα με το τελικό του έργο. Ανεξάρτητα του ποιητικού του βάρους η φήμη του, περισσότερο, παρά η καθεαυτώ μελέτη του έργου του μας επηρέασε σφόδρα. Ως συγνώμη για όσα τόλμησα να εκστομίσω (που δεν τα ανακαλώ) θα ήθελα να κλείσω με ένα ποίημά μου επηρεασμένο από τον θάνατό του και αφιερωμένο σε έναν πρόωρα χαμένο του Μανδραγόρα, τον κριτικό ποίησης και σύντροφο Χρήστο Ηλιόπουλο που έφυγε στα 44του, στις 23 Ιανουαρίου 1997, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Ασλάνογλου:

 

Είχε Πανσέληνο στις 23 Ιανουαρίου

 

τόσοι πολλοί
οι θάνατοι
του Μύρωνα
εφέτος

Φοβάμαι το κακό και το ξορκίζω
Σαράντα χρόνια οι ποιητές
μελαγχολούν κοιτάζοντας τα άστρα:
ο Άρης κατακόκκινος πλανήτης
λίγο πιο κάτω απ’ την ουρά του Λέοντα
ο Κρόνος με κομψότατους δακτύλιους
στο μεταξύ διάστημα Ιχθύων
κι αν ζούσε η γιαγιά μου κι έβλεπε
θα μ’ έπιανε το σούρουπο απ’ το χέρι
να δω να ευφρανθώ ως τα μεσάνυχτα

Νεκροί κυκλοφορούν ανάμεσά μας ποιητές
αγωνιούν για όσα αφήνουν
ονόματα, γραμμές, επίθετα
κόλλες χαρτί με εκδοχές και στάσιμα
Εννέα Αυγούστου σε κατάσταση αποσύνθεσης
Κωνσταντινουπόλεως είκοσι εννιά και θυμάμαι
Εννέα Αυγούστου σε κλίνη εκστρατείας

Οι εφημερίδες το ’γραψαν 7 Σεπτέμβρη
«Από το ’80 στην Αθήνα οι εκλάμψεις
του Αρθούρου Ρεμπώ»
Αφαίρεση ζωής διαίρεση σε τόπο άξενο
Δύσκολος θάνατος για να ξεχάσεις
Οδός Ηρώων Πολυτεχνείου
μόλις στο 12

Του μίλησα πολλές φορές
δεν άκουγε
Τον γύρεψα σ’ ανηφοριές σε ατραπούς και σε πλατείες
«τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽ ἁ λίγεια μινύρεται
στο απάτητο άγιο μυριόκαρπο δάσος

Να ζήταγε το Νέφος του Ωρίωνα
κοιτάζοντας στα δυτικά μήνα Γενάρη;
Μήπως το άστρο Μπετελγκέζ
τον Αλνιτάκ, τον Αλνιλάμ ή τον Μιντάκα;
Μά αυτοί απέχουν εκατομμύρια έτη φωτός
κι εμείς μόλις που καβατζάραμε τα σαράντα
Ενέπρησαν την πόλιν αυτοίς τοις ιερείς
δίχως τα άστρα να το πάρουνε χαμπάρι
(εδώ καλά καλά δεν το πιστεύανε οι άνθρωποι
οι γνώριμοι κι οι άγνωστοί μας Χρήστο)

Φοβάμαι το κακό και το ξορκίζω
Σαράντα χρόνια οι ποιητές
μελαγχολούν κοιτάζοντας τα άστρα

 

 

Κώστας Κρεμμύδας

 

[1] τα πάρτυ στην ταράτσα της έπαυλης

και μας κερνούσανε τα δυνατά λικέρ κι ύστερα έρχονταν

οι αναπαυτικές σαιζ-λογκ κι ο εύκολος έρωτας

και το φθινόπωρο θα βάραινε μονάχα σα μια καινούργια αρχή.

(Δύσκολος θάνατος, α’ έκδοση 1954).

[2] «Πράγματι {ο Ασλάνογλου] είχε ένα πράσινο παλτό παλιότερα, όταν έμενε στην οδό Ερμού, όπως μας είπε», Βαγγέλης Χεκίμογλου, «Το παλτό του Ασλάνογλου», περ. Εντευκτήριο, τχ. 18, σελ. 100-103.

[3]  Δημοσίευσε 141 ποιήματα  σε σχεδόν 50 χρόνια δημιουργίας.

[4] Το βιβλίο ήρθε ως συνέχεια της μεταπτυχιακής έρευνας του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου την περίοδο 1992-94 στο Αριστοτέλειο. Αξιοσημείωτα και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη νεώτερη έκδοση του Θανάση Μαρκόπουλου «Ένα πουλί στην άσφαλτο, Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου», εκδ. Μελάνι 2013, σ. 245.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία