ανθρώπων
8/7/18
Είχε αφήσει το παιδί στα σκαλάκια του Ιερού, αριστερά από την Ωραία Πύλη, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Φασκιωμένο, τυλιγμένο με την πάνα του, μόλις σαράντα ημερών. Τα μάτια του γαλανά, το χνούδι απ’ τα μαλλάκια του ξανθό. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
Όμως εκείνη δεν την έβλεπε την ομορφιά του. Δεν τα ήθελε τα κορίτσια – μπορεί και να μην τα ήθελε καν τα παιδιά. Η μάνα της σαν τη Φραγκογιαννού – πολλά χρόνια μετά τον Παπαδιαμάντη – τα καταριότανε όπου κι αν τα συναντούσε. Την είχε και την ίδια καταραστεί όταν γεννήθηκε, καταράστηκε και τούτο το αγγελούδι μόλις το έπιασε στην ποδιά της. Καμιά τους δεν είχε διαβάσει τη Φόνισσα, δεν ξέρανε να διαβάζουν, το άδικο όμως πότιζε το μυαλό τους.
Αδικημένη από τη μάνα της, υποταγμένη στον άντρα της ακόμη και η Παναγία την είχε παρατήσει. Πού να στραφεί;
Αργότερα, όταν αλλάξανε οι εποχές κι αρχίσανε πια οι γυναίκες να ορίζουνε το κορμί τους, ήρθε ο καιρός να υπηρετήσει κι εκείνη το δίκιο. Δε σε ήθελα παιδί μου, να παραδεχτεί, όπως δε με ήθελε κι εμένα η μάνα μου και πριν από μένα άλλες μανάδες τα δικά τους κορίτσια. Είχα παρακαλέσει τότε την Παναγία να είσαι αγόρι αλλά Εκείνη δε με άκουσε. Ίσως δεν έφτανε η πίστη που είχα, αλλά, τόσα ήξερα, τόσα μπορούσα, τόσα έκανα. Συχώρα με παιδί μου, να πει. Για να ησυχάσει η ψυχή της η ετοιμοθάνατη, να ημερέψει και η κόρη της, η αδικημένη. Όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε τον ίδιο της τον εαυτό τον άφησε να καταλάβει πόσο την αδίκησε τη ζωή του παιδιού της, ούτε έκλαψε μια φορά πολύ με δάκρυα ζεστά μέσα από την καρδιά της. Αντί γι αυτό, ξάπλωνε στο κρεβάτι, σκέπαζε το κορμί της που πονούσε, κι έκλεινε τα μάτια.
Δεν είμαι καλά, έλεγε. Δε μπορώ. Και γύρευε να την νταντεύουνε τα παιδιά της, να της κρατάνε παρέα, να της φέρνουνε δώρα, να της λένε γλυκόλογα.
Ελένη Γ.
Share this Post