Νίκος Χαρτοματσίδης | Φωτογραφία σχολικής εκδρομής

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Κατά διαστήματα επανερχόταν. Οι αισθήσεις του λες και τον τραβούσαν. Ερχόταν μια – μια. Ποτέ όμως με την ίδια σειρά και με την ίδια ένταση. Τον μπέρδευαν. Ακοή, όσφρηση, αφή, πόνος. Αυτός ο τελευταίος κυριαρχούσε και ανέτρεπε τις αισθήσεις. Όσφρηση, πόνος, ακοή, ακοή, όσφρηση πόνος. Μυρουδιές, ήχοι, πόνος. Πόνος, μπόχα από άχυρο που σαπίζει, βογκητά κάπου δίπλα του. Μελωδικά καμπανίσματα, απλωμένη οσμή καμένου κάρβουνο. Πόνος, βαθύς αναστεναγμός, όχι ανθρώπινος, έτσι αναστενάζουν οι μηχανές του τρένου, χωρίς συναίσθημα μόνο με απορία. Πόνος. Απώλεια συνείδησης. Και ξανά ακοή, όσφρηση, αφή. Τα μάτια παραμένουν σφαλιστά. Μια φωνή δίπλα του αραδιάζει λέξεις. Η φωνή τού φαίνεται γνωστή. Η διαδρομή όμως των λέξεων ως την συνείδηση είναι ατελείωτη. Ο πόνος παρεμβαίνει και σαν μπάτσος τής κλείνει τον δρόμο. Εικόνα τραύματος που αιμορραγεί. Πόνος.

 Η όσφρηση ξανά τον τραβάει από την λήθη. Στην μπόχα του πολυκαιρισμένου άχυρου έχει προστεθεί και αυτή του γράσου. «Γιατί γράσο;». Αυτή είναι η πρώτη απόλυτα συνειδητή ερώτηση. Στέκεται δίπλα του. Σαν σημείωση στο περιθώριο σχολικού βιβλίου. Η συνείδηση.  Ψάχνει τις λέξεις που πρέπει να συνοδεύουν το γράσο, ίσως νοτισμένες τραβέρσες. Επαναδιατυπώνει και την ερώτηση. Προσθέτει και άλλες λέξεις. «Πού βρίσκομαι και βρωμάει γράσο;» Ο πόνος επανέρχεται, η μπόχα του γράσου όμως τον κρατάει όσο μπορεί, ένα παράξενο σχοινί σωτηρίας …

 Επαναλαμβάνεται το ξύπνημα των αισθήσεων. Η όσφρηση πιάνει άρωμα λιωμένου χιονιού, κάποια χαραμάδα τού επιτρέπει να εισχωρήσει. Χώνεται ανάμεσα στην μπόχα του γράσου και των σαπισμένων άχυρων. Ξανά ο πόνος σαν χτύπημα παγωμένης χιονόμπαλας κατευθείαν στο στήθος δεξιά. Θυμώνει, θέλει να σκύψει να αρπάξει το χιόνι. Νέος πόνος. Φέρνει λιγοθυμία, ξανά τον κρατάει το σχοινί της μπόχας του γράσου. Όπως η αλυσίδα το σκυλί στην αυλή. Από κάπου μακριά φτάνει στα αυτιά του το ρυθμικό σφυροκόπημα ενός πολυβόλου. Νιώθει πως τινάζεται. «Έρχονται !» Είναι σίγουρος πως ουρλιάζει. Τον σουβλίζει ο πόνος. « Έρχονται πάνω μας!» Με το αριστερό του χέρι ψάχνει για το αυτόματό του. Γιατί με το αριστερό; Το κροτάλισμα του πολυβόλου είναι μονότονο και μόνο οι άμαθοι συναγωνιστές της επιμελητείας θα ανακάλυπταν μουσική στους χτύπους αυτούς. Όχι, δεν πρέπει να είναι πυροβολισμοί, κάτι άλλο είναι, ένα ρυθμικά επαναλαμβανόμενο χτύπημα, που ποιος ξέρει γιατί έρχεται κάτω από την πλάτη του, κάτω από τα σαπισμένα άχυρα. Ο ρυθμός των χτυπημάτων προσπαθεί να ανοίξει κάποια πόρτα πρόσβασης στην συνείδησή του …

Αυτό το ρυθμικό κροτάλισμα που ακούει είναι ωραίο, ειρηνικό· καμία σχέση με πόλεμο. Σχολική Εκδρομή, αυτό του θυμίζει. Η τάξη του στριμωγμένη σε λίγα κουπέ, εκδρομή με το τρένο στην Θεσσαλονίκη. Υπήρχε και φωτογραφία από την εκδρομή αυτή. Όλοι μαζί παρατεταγμένοι με τον Λευκό Πύργο πίσω τους να αγνοεί την ύπαρξή τους. Πόνος λιγοθυμιά…

Τα μάτια αρνούνται να ακολουθήσουν τις άλλες αισθήσεις, παραμένουν κλειστά, έτσι μένει δίπλα του η φωτογραφία της εκδρομής στην Θεσσαλονίκη. Σαν καρτ ποστάλ που ήρθε με καθυστέρηση χρόνων στην σωστή διεύθυνση. Το ρυθμικό χτύπημα έχει σταματήσει. Από κάπου εισχωρούν στον κόσμο του ξένες φωνές. Κουβεντιάζουν; δεν καταλαβαίνει γρι, ξεχωρίζει τις λέξεις από τις παύσεις. Κουράζεται. Καταφέρνει και διώχνει τις φωνές. Μένει μόνος του με την καρτ ποστάλ….

 Έτσι, χωρίς λόγο, το αριστερό του χέρι αρχίζει να εξερευνά τη περιοχή γύρω του. Χώνεται μέσα στην ζέστη των σάπιων άχυρων, μετά ανακαλύπτει την τραχύτητα ενός υφάσματος και στέλνει κωδικοποιημένη ερώτηση στην συνείδηση. Καραβόπανο; Η συνείδηση νωθρή ακόμα έχει καρφωθεί στη καρτ ποστάλ, ψάχνει κάποιον. Το χέρι συνεχίζει την δικιά του πορεία εξερεύνησης. Έχει φθάσει στο στήθος. Τυλιγμένος με ύφασμα. Η συνείδηση απαντάει χωρίς να ρωτηθεί. «Είναι επίδεσμος! Νοτισμένος ! Αν το ξέχασες, είσαι τραυματίας! Έφαγες την σφαίρα της ριπής δεξιά στο στήθος!» Το χέρι συνεχίζει την εξερεύνηση. Τεντώνεται υπερβολικά ! Σαν να καλεί κάποιον. Στην πρόσκληση ανταποκρίνεται μόνο ο πόνος ….

Τον συνεφέρνει το κουδούνισμα από ένα καμπανάκι που όλο πλησιάζει. Το ακούει δίπλα του να τον προσπερνάει. Κατανοεί τον ήχο, έχει ξεκλειδώσει την μνήμη. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός στην μικρή πόλη τους· ένας γέρος σιδηροδρομικός με ένα σφυράκι με μακρύ χερούλι χτυπάει τις ρόδες που καμπανίζουν από ευχαρίστηση. Από την μνήμη του ανεβαίνει και η φωνή του καθηγητή που τους εξηγούσε τον λόγο της πράξης. Μόνο η φωνή όχι το νόημα. Κάπου στην εικόνα πρέπει να εμφανιστεί και Αυτή με την γκρι ζακέτα πάνω από την σχολική ποδιά με τον λευκό γιακά της να στραβώνει, κοντοκουρεμένη, σοβαρή, αποφασισμένη. Οι ώμοι τους ακουμπούν. Τυχαία. Ο αριστερός της στον δεξιό του. Τι το ήθελε το άγγιγμα; Τον θέρισε ο πόνος ….

Ναι,  πρέπει και αυτή την στιγμή να είναι σε τρένο. Η συνείδηση προχωράει βήμα, βήμα. Συνθέτει με τα αποκόμματα των πληροφοριών και των αισθήσεων την εικόνα. Είναι τραυματίας, ξαπλωμένος πάνω σε άχυρα. Η φωνή δίπλα του είναι του Κόκκινου, αυτό ήταν το αντάρτικο ψευδώνυμό του. Το όνομά του συνηθισμένο, Στάθης. Από τους πρώτους στην ΕΠΟΝ. Ο Κόκκινος Στάθης. Έτσι τον φώναζαν. Στην ανακατωσούρα μετά την Απελευθέρωση το Στάθης χάθηκε, του έμεινε μόνο το Κόκκινος. Ήταν στην διμοιρία του. Μαζί σηκωθήκαν στην επίθεση, μαζί έφαγαν την ριπή, ο Κόκκινος που ήταν μισό βήμα πίσω του την «γλύτωσε» με θρυμματισμένο τον ώμο, είναι και πιο κοντός ο μπαγάσας.

 Όταν συνήλθε για πρώτη φορά στο Νοσοκομείο στην Γιουγκοσλαβία ήταν στο διπλανό κρεβάτι. Υποχρεωμένος να ακουμπάει στην αριστερή του πλευρά.

–Θα την σκαπουλάρουμε Μαγκάκο. Είχε παράξενο αντάρτικο ψευδώνυμο. Του το κόλλησαν, ίσως επειδή τραγούδαγε συχνά το «Οι Φυλακές του Ωρωπού». Ο Κόκκινος σαν να τρόμαξε από την οικειότητα του και πρόσθεσε:

–Θα γιάνουμε συναγωνιστή Διμοιρίτη. Αν μας κρατήσουν οι Γιουγκοσλάβοι. Κάποια πράματα δείχνουν να έχουν στραβώσει εδώ…

Το διαπίστωσε και ο ίδιος αργότερα. Τους μάζεψαν από το Νοσοκομείο και τους στοίβαξαν σε κάτι παλιά παραπήγματα ενός στρατοπέδου. Και τα βλέμματα των Γιουγκοσλάβων συντρόφων έγιναν ένοχα.

–Έβαλαν και σκοπούς. Κρατούμενους θα μας καταντήσουν. Άκουσες τους πυροβολισμούς το βράδυ; Δύο δικοί μας το έσκασαν. Τους ξέρεις, ήταν από τη άλλη διμοιρία, με κάπως ελαφρότερα τραύματα. Δεν ξέρω αν τα κατάφεραν. Κάτι δεν πάει καλά. Κάτι στις σχέσεις των Κομμάτων. Δεν πολυκατάλαβα. Θα συνέλθεις, θα μάθεις και θα μου τα εξηγήσεις. Όπως το 46 που ήρθες στο χωριό και μας εξήγησες το πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Θα μας διώξουν. Ήρθε ένας γαλονάς και μας το πέταξε στα μούτρα: «Να πάτε σε αυτούς που θεωρείτε συντρόφους σας!»

Τα μάτια του επιτέλους αποφάσισαν να του δείξουν πού είναι. Άνοιξαν. Έκαναν την γύρα τους στην πραγματικότητα και τον πληροφόρησαν. Βαγόνι φορτηγό, σκοτεινό, στρωμένο με άχυρο και πάνω του απλωμένο καραβόπανο, παλιά ξασπρισμένα από τον ήλιο σκεπάσματα γερμανικών καμιονιών. Από τις χαραμάδες του τοίχου μπαίνουν μέσα αχτίδες του ήλιου, προσκαλούν τις νιφάδες της σκόνης σε χορό. Αταίριαστος ο λυρισμός. Θέλει να δει τον Κόκκινο. Κάνει το λάθος, ξεκινάει την προσπάθεια να ανασηκωθεί ακουμπώντας στον αριστερό αγκώνα. Ο πόνος τον θερίζει.

Τον ξυπνάει η μυρωδιά της καμφοράς και ο ήλιος που μπαίνει από ένα παράθυρο βαγονιού. Γυρισμένος στο αριστερό του πλευρό. Απέναντί του, ξαπλωμένος στην κουκέτα ο Κόκκινος. Του γελάει.

–Τυχεράκια  Μαγκάκο ! Όλη την περιποίηση την πέρασες αναίσθητος. Σε έπλυναν, σε ξύρισαν παντού και μετά, όταν ήσουν πια ορφανός από ψείρες σού καθάρισαν το τραύμα. Εσύ χαμπάρι! Ακίνητος. Κούτσουρο! Με τρόμαξες Μαγκάκο. Θα μας πάνε σε Νοσοκομείο έξω από την Σόφια – είπε και άναψε τσιγάρο– δεν είναι σιγαρέτα Π* αλλά καπνίζονται και δεν καίνε όσο τα φύλλα της βελανιδιάς. Έχεις καπνίσει φύλλα βελανιδιάς; Πώς δεν έχεις καπνίσει. Αν είσαι νηστικός σε ζαλίζουν με την πρώτη.

Ακούμπησε πίσω στο μαξιλάρι. Ο πόνος τον συμβούλεψε να βρει την φωτογραφία της σχολικής εκδρομής.