Μάριος Κούνας ✽ Ποίηση

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

Ανώνυμοι Σχιζοφρενείς

Ζήτησε να ξαναμπεί αυτοβούλως
— χωρίς εισαγγελική παρέμβαση,
Για να κάνει γνωριμίες
Και να στήσει την ομάδα του.
Δεν χρειάστηκε να προτάξει απειλές
— άρκεσε το ιστορικό του.
Πήρε μαζί του προκηρύξεις
Για μια συνάντηση έξω
Και Φόρμες Συμμετοχής
Μα ήταν δύσκολο να χτίσεις κίνημα
Μες στη Φωλιά του Κούκου.
Θες τα χάπια
Θες οι ενέσεις
Και τα ηλεκτροσόκ.
Θες η ποικιλία διαγνώσεων
Θες οι πράκτορες του συστήματος
Που ξετρύπωναν από παντού
(— Μανία καταδίωξης,
Σύμπτωμα της νόσου.)
Τελικά, καμία σημασία
Πλήρης Αδιαφορία.
Οι άλλοι «απολύθηκαν» πριν απ’ αυτόν.
Δεν τον χαιρέτησε κανείς
Κι απέμεινε μόνος του
Με βαριά αγωγή και καρδιά
Να απαγγέλνει στον εαυτό του
Ένα ποίημα γραμμένο για ντουντούκα
Τους «Ανώνυμους Σχιζοφρενείς».

 

Πληροφορημένη Απόγνωση

Κι αν τίποτα απ’ όσα έγραψα
δεν έχει νόημα
Κι αν φτύνω αίμα στον ουρανό
βάφοντας κόκκινο το ηλιοβασίλεμα
Κι αν χάραξα στο δέρμα μου
Ένα ζευγάρι μάτια—τα δικά σου
Που με κοιτούν σαν να μην με ξέρουν
Κι αν μουσουλμάνες τρίβουνε τα κεφάλια τους
στους τοίχους ορθόδοξων εκκλησιών
Κι αν δεν υπάρχει λουλούδι στον κήπο μου
που να μην έχω στρίψει σε τσιγάρο
Κι αν περνάω ξημερώματα απ’ την αυλή σου
Για να μαζέψω τις γόπες που πέταξες
—Με λίγο κραγιόν στις άκρες τους—
απ’ το παράθυρό σου
Και να τις φυλάξω
Ωστόσο,
Το τέλος δεν έρχεται
Παρά όταν αποφασίσει εκείνο
Πως είναι πια ώρα.

 

Προτιμήσεις

Μ’ αρέσει
να βλέπω τους αστραγάλους
και τα πέλματά σου
Πλάι στο σεντόνι στο κρεβάτι
Όταν σηκώνεσαι με τα εσώρουχα
Για να πας στο μπάνιο
Το πρωί.
Μου αρέσει
Να σου ανακατεύω τον καφέ
Και να διαβάζω τα γράμματά σου
στα σημειώματα κάτω απ’ το μαγνητάκι στο ψυγείο
Ή στη λίστα του σουπερμάρκετ.
Μ’ αρέσει να μου λες ότι θέλεις να πας για πεντικιούρ
Για να κάνεις ένα δώρο στον εαυτό σου
Και να μου ζητάς να πάμε για μπιλιάρδο
αλλά να μου λες «πάμε να φύγουμε»
Όταν τελικά βλέπεις πώς είναι τα μπιλιαρδάδικα
Καθώς και να λες ότι θέλεις να πάμε για πατινάζ
Απλώς για να ανασηκώσεις ονειροπόλα το βλέμμα
την ώρα που λες τη λέξη «πατινάζ».
Μ’ αρέσει η κίνηση που κάνεις για να μου θυμίσεις
ότι δεν έχεις δαχτυλίδι αρραβώνων περασμένο στο δάχτυλο
Μ’ αρέσουν τα μάτια σου όταν λάμπουν
Και το χαμόγελο που δοντίζεις
πάνω από το φαγητό που μόλις μας σέρβιραν
στο εστιατόριο ή
στην πιτσαρία.
Μ’ αρέσει η νευρική κίνηση που κάνεις με το πόδι
Όταν δουλεύεις και με κοιτάς μ’ ένα μειδίαμα
Αλλά κι ο τρόπος που με διατάζεις να βάλω σειρά
Όταν είσαι κουρασμένη.
Τελικά, μ’ αρέσουν όλα,
Κι εκείνα που δεν μ’ άρεσαν όταν ήμασταν μαζί
Τώρα μ’ αρέσουν.

 

Γύφτικα Λιβάδια Για Πάντα

Θα ξανασυναντηθούμε όλοι κάποτε
σ’ ένα τσιγγάνικο πανηγύρι σιμά στη φωτιά
οι πιο βίαια ξεκομμένοι φίλοι μου
θά ‘ναι κει και θα χορεύουνε ξυπόλυτοι
θα γυρίσουν να μέ δουν και θα χαμογελάσουν
χωρίς να χάνουν το ρυθμό
οι στάχτες απ’ τη φωτιά θα πυρπολούν τον ουρανό
κάτι γέροι με λατέρνες θα στροφάρουν ευτυχισμένοι
κι ύστερα νηφάλιοι, χορτασμένοι,
με την πάντα ξεδοντιάρικη φάτσα τους
θα την ξαπλάρουνε να στρίψουν κανά τσιγάρο
στις παλιές ξεσκιμένες αλλά αναπαυτικές πολυθρόνες
που βλέπουμε δίπλα στους κάδους σκουπιδιών και στις χωματερές.
Θα είστε εκεί,
όλοι οι εχθροί μου, που οι συνθήκες μάς έκαναν να μισιόμαστε
και δεν προλάβαμε ποτέ να ξηγηθούμε
θα αγκαλιαστούμε και θα τραγουδήσουμε
κατσαρίδες θα τρέχουν πάντα πάνω μας
αλλά δε θα μας πειράζουν διόλου
γιατί θά ‘χουν μισό άσπρο και μισό καραμελένιο χρώμα
σαν αυτές τις σοκολάτες
όλα τα γυφτάκια της Πανεπιστημίου
θά ‘ναι εκεί στην έρημο του πουθενά μαζί μας
μια μεγάλη ορχήστρα με κιθάρες μπιρελικές & κοντραμπάσα
ντέφια και λαούτα·
θα δίνουν τη συναυλία με τα όργανα που δεν πρόλαβαν ποτέ να αγγίξουν
—πέρα από κείνα τα μισοσπασμένα, χαρακωμένα, με ματωμένες τις χορδές
μπαγλαμαδάκια —
που δεν πρόλαβαν, γιατί αν και
γεννήθηκαν κανονικά,
δε μεγαλώσαν κανονικά,
ούτε ονειρεύτηκαν κανονικά
και τελικά δεν πέθαναν κανονικά.
Και μέσα στο μυστικισμό ετούτο
μ’ όλους τους καταδικασμένους καλλιτέχνες,
τα χαμένα ζώα που δεν πρόλαβαν να στηλωθούν στο χορό της Φύσης,
σαν αστροναύτες της ερήμου
όλα τα πιο απωθητικά, μα πιο αδικημένα αντικείμενα της σεξουαλικότητάς μου,
θα φωτιστούν στο μισοσκόταδο της σπηλιάς,
από τις στάχτες που περιφέρονται στο χωρίς βαρύτητα κενό, τυχαία,
και με φωτογραφικούς υπολογισμούς,
θα φανούν όμορφοι…