Κώστας Κρεμμύδας | Σκαλίζω τους κάδους με επιμέλεια ρακοσυλλέκτη

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Κώστας Κρεμμύδας | Σκαλίζω τους κάδους με επιμέλεια ρακοσυλλέκτη

 

Και μη θαρρείτε ότι διαβάζετε ιστορία
είναι μονάχα οι τρόμοι μου, οι φαντασιώσεις μου
πιο αληθινές από την αλήθεια
λιγότερο φανταστικές από το θεό
πανάρχαιες σαν τον κόσμο μα πιο αληθινές από αυτόν
πιο πραγματικές από σας.
(«Το Μηδέν»)

Είδος χαρακτικής πάνω σε μέταλλο με τη βοήθεια οξέος, κάτι δηλαδή σαν την ποίηση που χαράσσεται με δυσκολία πάνω σε σκληρές επιφάνειες της ψυχής: Στην Καλογραίζα, στα Πατσαβουρέικα/ μαινόταν ο εμφύλιος, γνώρισα ένα μάγκα/ στην Κασταμονής αρχάγγελος και στη Βοσπόρου/ λεβέντης στο πιοτό ατράνταχτος/ κι όταν μεθούσε με τον άκρατο/ λαμπάδιαζε τις γειτονιές με το τραγούδι του,/ άστραφταν οι μαύρες μέρες του ’48.// Ξεμέθυστος την άλλη μέρα ανέβαινε στη σκαλωσιά/ σκαρφάλωνε στα ύψη το ’κανε ανάληψη/πύρινες γλώσσες καίγανε την Καλογραίζα/ λες κι ήταν Πεντηκοστή/ ενώ εγώ ψιθύριζα έντρομος/ όπως μας μάθαιναν στο κατηχητικό/ «Ελέησόν με Κύριε ο Θεός, ελέησόν με»/ ώσπου κατάλαβα επιτέλους και του φώναξα σε άλλη γλώσσα/ τη δική του γλώσσα, την ακατανόητη σ’ εμέ/ «Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».
Να σημειωθεί πως ο τόπος και ο χρόνος είναι δύο παράμετροι που στοιχειώνουν και «στιχίζονται» στους στίχους του Τάσου Γαλάτη. «Οι δρόμοι της Καλογραίζας» (ο Γαλάτης εμμένει στην αρχική γραφή που ετυμολογικά παραπέμπει στην Καλογραία Αγία Φιλοθέη που βασανίστηκε επί Τουρκοκρατίας τον 16ο αι.), «Στα Πατσαβουρέικα», που κατέληγαν τα λιγνιτωρυχεία –απέναντι απ’ το Ολυμπιακό Στάδιο, στην Αλσούπολη της Νέας Ιωνίας– μια περιοχή γεμάτη μουντζούρες –εξ ου και η ονομασία τους, «Ο Δελφίνος των Ποδαράδων», «Τα ουράνια Πατσαβουρέικα», είναι ποιήματα που συναντούμε και στην Κάθοδο (2011).
Στη νέα συλλογή οι ίδιες περιοχές-μνήμες εντάσσονται μέσα σε μια πιο σύγχρονη αλλά και ματωμένη περίοδο: της γερμανικής Κατοχής. Άλλωστε η Νέα Ιωνία –μετά την Κοκκινιά, σημερινή Νίκαια– ήταν η περιοχή με τη σημαντικότερη αντιστασιακή δράση. Και το πλήρωσε: Στο μπλόκο της Καλογρέζας τον Μάρτιο του 1944 εκτελέστηκαν από τα τάγματα ασφαλείας 22 ανθρακωρύχοι, πολλοί άλλοι συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν από τους Γερμανούς. Αιτία στάθηκε η δολοφονία του ταγματάρχη Δημήτρη Αλεξόπουλου ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την δολοφονία 6 ανθρακωρύχων κατά την διάρκεια απεργίας. Αίμα που βάρυνε πάνω στη ζωή και το έργο του Τάσου Γαλάτη (κατά το ληξιαρχικό: Αναστάσιος Αρ. Παπαδόπουλος). Γι’ αυτό τα ποιήματά του διαβάζονται με πόνο και υπόκρουση τις αναμνήσεις. Δοκιμάστε να τα διαβάσετε με μουσική υπόκρουση τα τραγούδια του Βαγγέλη Κορακάκη: το Πέραμα, το Λαύριο, το Πρώτο φθινόπωρο… Θα διαπιστώσετε πως κι αυτά του Τάσου είναι ένα μεγάλο ζεϊμπέκικο (σ.11).
Κι ενώ το χτες συνήθως αποφορτίζεται στο πέρασμα του χρόνου, στην ποίηση του Τάσου παραμένουν αναλλοίωτα εικόνες, οδύνες, όνειρα άπαντα παρελθόντα στο δικό του παρόν: ράκη που μπορούν να ντύσουν την ποίηση του έντρομου κόσμου μας.
Μέσα στους δρόμους και τις συνοικίες της Αθήνας ο ποιητής γράφει το δικό του ρέκβιεμ στα νεανικά του χρόνια αλλά και στην εποχή μας με τη βεβαιότητα πως κανέναν δεν πρόκειται να ταράξει τα εμποτισμένα στο σώμα του τραύματα που οι ειδικοί συνηθίζουν να ορίζουν ως «βιώματα». Άλλωστε τα ποιήματα που απαγγέλλονται στις εθνικές επετείους είναι συνήθως ηρωικά κι ενίοτε βερμπαλιστικά. Αντίθετα η λυρική διάσταση των ποιημάτων του Γαλάτη υμνεί αυτούς που συνήθως οι επίσημοι ξεχνούν: τους ταπεινούς ρακοσυλλέκτες ερειπίων.
Αναφερθήκαμε ήδη στις επιρροές του χώρου και του χρόνου στην ποίησή του. Αν δεν λαθεύω ο Γαλάτης δεν έχει Μικρασιατική. Κατάγεται από την Νέα Φυγαλεία της Ολυμπίας και γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Η Νέα Ιωνία, όπου βρέθηκε και τον στοιχειώνει έκτοτε, δημιουργήθηκε την Κυριακή 27 Ιουνίου 1923, όταν ο Νικόλαος Πλαστήρας εγκαινίασε στην τότε περιοχή «Ποδαράδες» τον συνοικισμό για τους πρόσφυγες από την Σπάρτη της Πισιδίας. Ονομάστηκε αρχικά Πισιδία αλλά καθώς εγκαθίσταντο ολοένα περισσότεροι πρόσφυγες και από άλλες πόλεις της Ιωνίας κατέληξε τελικά στη σημερινή της ονομασία. Η περιοχή κατοικήθηκε και από Αϊβαλιώτες –γενέτειρα και τόπος ζωής μέχρι τον Αύγουστο του 1922 και της δική μου γιαγιάς, που ήταν επίσης εκπαιδευτικός. Ο πατέρας μου, από την άλλη, έχει Κεφαλλονίτικη καταγωγή. Οι υπόγειες διαδρομές που μας κάνουν υποσυνείδητα να ξεχωρίζουμε ποιητές. Δεν είναι στενές οι σχέσεις μας με τον Τάσο αλλά μου πάει κι αυτός (αιωνίως μειδιών μέχρι γέλωτος) κι η ποίησή του. Ενώ κι εγώ μονολογώ μαζί του: Κανείς δεν κατεβαίνει από τη Φυλή/ να διώξει τους τριάκοντα, να ξαστερώσει ο τόπος…
Για τις χάρτινες σκιές του Μίμαρου ίσως μιλήσουμε άλλη φορά.

Κώστας Κρεμμύδας

Τάσος Γαλάτης,
Νυχτερινή οξυγραφία,
Ποίηση,
εκδ. Τυπωθήτω,
λάλον ύδωρ,
Αθήνα 2013,
σελ. 60

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία