Το τελευταίο ποιητικό πόνημα του Κώστα Κρεμμύδα με τίτλο Κάπα όπως μακάβριο (εκδ. Μανδραγόρας 2019) απαρτίζεται από τις εξής παλαιότερες αναθεωρημένες συλλογές του: Το ασανσέρ Μια ημιτελής συνουσία (1993), Ωδή στα τρόλεϋ (1995), Υπέρ ηρώων (1998), Μηνύματα σε κινητό (2002), ενώ ολοκληρώνεται με μια σύντομη ενότητα αποτελούμενη από πέντε ποιήματα υπό τον τίτλο Η αγωνία στο μαύρο (2019).
Πρόκειται για μια θεματολογικά, γλωσσικά και τεχνοτροπικά πειραματική, κι εν πολλοίς ερμητική ποίηση, όχι ιδιαίτερα βατή στον μέσο αναγνώστη – κάτι για το οποίο ο ποιητής έχει απόλυτη συνείδηση. Εξού και στο ποίημα «Φαρμακερές διαδόσεις» επισημαίνει αυτοσαρκαζόμενος: «Λέγεται πως η ποίηση είναι δύσβατος και ενίοτε απροσπέλαστος δρόμος πάντως εγώ […] προτιμώ να κρατώ σημειώσεις ολόρθος φαινομενικά υγιής στην είσοδο πολυκαταστήματος κρύβοντας τις ρωγμές μου ανάμεσα σε κολοκυθάκια τυροκροκέτες και φρούτα εποχής αναζητώντας την έμπνευση ανάμεσα σε προσφορές και αγαθοεργίες», σ. 127). Τον μυημένο αναγνώστη όμως τον αποζημιώνει πλουσιοπάροχα, χαρίζοντάς του μια επίγευση από απρόσμενες εμπειρίες, συναρπαστικά σκιρτήματα, ευφρόσυνες αναλαμπές, αισθητικές απολαύσεις και ποικίλα διανοητικά ερεθίσματα. Εφαλτήριο αυτής της ποίησης είναι το ξεσκαρτάρισμα συσσωρευμένων ζεουσών και ανεξίτηλων αναμνήσεων από το προσωπικό αρχειοφυλάκιο του ποιητή και η αξιολόγηση και διάσωσή τους από τη λήθη, δια των αλχημειών της τέχνης, όπως παρατηρεί στην καταληκτική μονολογική του σύνθεση «Κάπα όπως μακάβριο» («Στοιβάζονται όλα που πίσω μας εγκαταλείπουμε, όσοι μας άφησαν, όσους αφήσαμε μα γίνονται ανάμνηση. Γι’ αυτό ξεπέφτουμε στα ποιήματα μνήμες βαθιά χαρακωμένες που τρέχουν να σωθούν», σ. 159). Κύριο δε μοτίβο αυτής της ιδιότυπης και ρηξικέλευθης ποίησης είναι ο διάχυτος πεσιμισμός από τις οδυνηρές εμπειρίες των εγκοσμίων, ο οποίος εδράζεται στο υπαρξιακό ανικανοποίητο και απορρέει από τη διάψευση των νεανικών ονείρων και τη ματαίωση των προσδοκιών από τη ζωή. Κύριος «δράστης» αυτής της δυσανασχέτισης είναι το δίπολο χρόνος-μνήμη, στοιχεία που υποδαυλίζουν την απαισιοδοξία και ξύνουν διάφορες διαχρονικές «πληγές» κρατώντας τες εσαεί ανοιχτές. Πρόκειται για μια ποίηση πολυσχιδή και πολυδιάστατη, η οποία έχει ιδεολογικο-πολιτικές καταβολές και περιστρέφεται κυρίως γύρω από τα αδιέξοδα τριών κεντρικών πόλων: ιδεολογίας-πολιτικής, έρωτα-αισθησιασμού και ύπαρξης-φιλοσοφίας, συνδετικός κρίκος των οποίων είναι η συνειρμητικότητα. Τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά αναμιγνύονται αξεδιάλυτα (όπως αξεδιάλυτες και επικαλυπτόμενες είναι και οι μνήμες στο συνειδητό και ασυνείδητο), διαπλέκονται και συγχωνεύονται αρμονικά και συν-λειτουργούν αποτελεσματικά μέσω του καταλυτικού, στην προκειμένη περίπτωση, τεχνάσματος της προφορικότητας.
Η καινοτομία στην ποίηση του Κρεμμύδα έγκειται στη ευφάνταστη χρήση αυτής τη αιχμηρής προφορικότητας που αντανακλά έναν αντισυμβατικό, ανατρεπτικό, αντιεξουσιαστικό, και εν πολλοίς αναρχικό ποιητικό λόγο – που ενίοτε φτάνει ως τον μηδενισμό – ως παραμορφωτικό καθρέφτη της αντίστοιχης ανθρώπινης κατάστασης. Οι ανατροπές εδώ είναι δύο ειδών: πρώτον, αυτή που επιφέρει ο χρόνος κατεδαφίζοντας τα πάλαι ποτέ οράματα του ποιητικού υποκειμένου (για έναν καλύτερο, δικαιότερο, ανθρωπινότερο, λιγότερο χυδαίο κόσμο) και, δεύτερον, αυτή που δημιουργεί η ίδια η ποίηση προκειμένου να εξισορροπήσει την δυσβάστακτη απώλεια του «χαμένου παραδείσου» και, ως ένα βαθμό, να την αποκαταστήσει. Διότι η άρνηση της ήττας και η μη αποδοχή των τετελεσμένων της μοίρας αποτελούν τη μόνη εφικτή ικανοποίηση/αποζημίωση του ποιητικού υποκειμένου. Είναι ένα ανάχωμα το οποίο, μέσω της ψευδαίσθησης της τέχνης, αποτελεί ένα βασικό λόγο για να συνεχίσει να υπάρχει κανείς, κοροϊδεύοντας το χρόνο ως την τελική πτώση («Όλοι όσοι συνεχίζουμε να πέφτουμε να σηκωνόμαστε – σε μια αέναη κίνηση στο αβέβαιο – μέχρι να ξαναπέσουμε με κρότο αφήνοντας σε άλλους ζητωκραυγές και κούφιες βεβαιότητες, «Κάπα όπως μακάβριο», σ. 161).
Ωστόσο, παρόλο που η αντιεξουσιαστική κι ανατρεπτική ιδιοσυστασία της ποίησης του Κρεμμύδα έχει κατά βάση ιδεολογικο-πολιτική χροιά, η επανάσταση που πρεσβεύει δεν είναι κυριολεκτική (κοινωνική ή ένοπλη) αλλά έχει σαφώς αυτογνωσιακό προσανατολισμό και αυτοαναφορικό (μεταμοντερνιστικό) χαρακτήρα. Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι εδώ υπάρχουν κάποια ξεχωριστά στεγανά, καθώς το ψυχικό άγχος και άλγος απ’ το υπαρξιακό αδιέξοδο δεν είναι κάτι το ανεξάρτητο, αλλά σχετίζεται άμεσα με όλο το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό φάσμα των διεργασιών που διενεργούνται στη ζωή, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Συνεπώς η ποίηση, ως μια απ’ τις πολλές εκφάνσεις της ζωής, δεν (μπορεί να) είναι αμέτοχη στις διεργασίες μιας κοινωνικοποιημένης και αλληλοεξαρτούμενης ανθρωπότητας, τη στιγμή που η γλώσσα, και ο λόγος γενικότερα, αποτελούν αναπόσπαστες συνιστώσες του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι. Πολύ δε περισσότερο όταν η ποίηση είθισται να εκλαμβάνεται από πολλούς (αν όχι τους περισσότερους) ως μια ελιτίστικη πολυτέλεια της αστικής τάξης και όχι ως αναγκαιότητα όλων των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της πλέμπας που αναλίσκεται στη βιοτική μέριμνα. Με τον παρόντα τόμο ο Κρεμμύδας καταδεικνύει έμπρακτα και πειστικά την ιερότητα και τον λυτρωτικό ρόλο της ποίησης. Συγκεκριμένα, ότι η γλώσσα και η τέχνη (ιδίως η τέχνη της γλώσσας) δεν είναι μια ανωφελής, διακοσμητική, αυτάρεσκη και αυτοηδονιστική δραστηριότητα, αλλά ένα όχημα αυτοσυνειδησίας και αυτογνωσίας το οποίο, με τον κατάλληλο χειρισμό, μπορεί να μετεξελιχθεί σε υπολογίσιμο όπλο αντίστασης και καταπολέμησης των κακώς κειμένων, χωρίς να είναι αναγκαστικά πολιτικοποιημένη, στρατευμένη ή οτιδήποτε άλλο.
Συνειδητοποιώντας την αποτυχία, τις ατελέσφορες θυσίες των προσωπικών και κοινωνικών αγώνων στην Ιστορία, τον συμβιβασμό και το τέλμα του παρόντος, επόμενο είναι ο ποιητής της παρούσας συλλογής να εξεγείρεται και διαφοροποιείται, αφού θα ήταν άτοπο να μηρυκάζει χρεοκοπημένες συνταγές και απολιθωμένα πρότυπα του παρελθόντος. Εξού και η δική του εξέγερση είναι τελικά συγκρουσιακή, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό, προσωπικό τρόπο. Η ριζοσπαστικότητά της εστιάζεται στην αναθεωρητική στάση και πλεύση του αναγνώστη. Δηλαδή σε μια ευρυγώνια θέαση του κόσμου και μια ανανεωμένη αναγνωστική οπτική των ποιητικών κειμένων, ως προϋπόθεση αποδόμησης του κατεστημένου λόγου. Πρωταγωνιστικό ρόλο δολιοφθορέα εδώ αναλαμβάνει η προφορικότητα (χωρίς να απουσιάζουν όμως πλήρως αρχαϊκές, λόγιες, ξενόγλωσσες, ή θρησκευτικές διατυπώσεις), στόχος της οποίας είναι ο διεμβολισμός, η διάβρωση και αποδόμηση του κυρίαρχου (mainstream) ποιητικού λόγου. Η ανατροπή εδώ συνίσταται στην αναθεώρηση των προκατειλημμένων εννοιών «έντεχνης» (υψηλής) και «λαϊκής» (κατώτερης/ περιθωριακής) ποίησης, την αλλοίωση και τελική απεξάρτηση απ’ τον παραπάνω εννοιολογικό εθισμό. Ως αντίβαρο και υποκατάστατο προτείνεται το συνηθισμένο, τετριμμένο, μπανάλ και ό,τι θεωρείται ευτελές, χυδαίο, ασήμαντο και περιφρονημένο. Για τον Κρεμμύδα, ο κατάφωρος διαχωρισμός μεταξύ «ανώτερης» και «κατώτερης» ποίησης είναι άτοπος, άδικος, απαράδεκτος και εξοβελιστέος. Φυσικό είναι λοιπόν ο αντισυμβατικός, αντιποιητικός και κατ’ εξοχήν αντιεξουσιαστικός του λόγος να απαξιώνει τον καθωσπρεπισμό και τη ματαιοδοξία στην τέχνη, να αντιμάχεται τον καθιερωμένο υπεροπτικό αισθητισμό (του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη»), αμφισβητώντας και ταρακουνώντας τις όποιες εδραιωμένες βεβαιότητες και προκαταλήψεις του αναγνώστη. Απώτερος σκοπός είναι ο αναστοχασμός, προβληματισμός, η αναθεώρηση και, τελικά, η απόρριψη των προαναφερθέντων ταμπελών.
Ο αντιποιητικός, λαϊκός και αντικαθεστωτικός λόγος του Κρεμμύδα αντικατοπτρίζεται στη ρεαλιστική θεματική, γλωσσική και τεχνοτροπική πολυσυλλεκτικότητά του. Η πολυπρισματικότητά του διευρύνει τις σημασιολογικές παραμέτρους του κάθε ποιήματος, καθώς και του συνολικού συνθετικού του εγχειρήματος. Ανάμεσα στα αντιπροσωπευτικότερα χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του ξεχωρίζουμε: Ρεαλισμό, ρομαντισμό, ελευθεροστομία, αντιθέσεις, ελλειπτικότητα, ανατροπές στη δομή, το συντακτικό, τη γραμματική, στην εναλλαγή προσώπων, εικόνων, νοημάτων, μηνυμάτων, τα οποία ξαφνιάζουν και/ή προβληματίζουν τον αναγνώστη δημιουργώντας του, ενίοτε, μια ερμηνευτική αμηχανία. Διάφορες υβριδικές συνθέσεις και φόρμες, όπως ερμαφροδιτισμό πεζοποιημάτων, ελευθερόστιχων, άτιτλων ποιημάτων (υποδηλώνοντας μια θεματολογική ή άλλη ταυτότητα), κεφαλαία γράμματα και λέξεις εντός μιας πρότασης χωρίς προηγούμενη τελεία, λέξεις μόνο με κεφαλαία γράμματα (σηματοδότες που υποδηλώνουν ή συμβολίζουν τη ρευστή, αναρχική και χαώδη ιδιοσυστασία της ύπαρξης και της «αέναης κίνησής [της] στο αβέβαιο», όπ., σ. 161). Επίσης, επισημαίνεται παντελής ή μερική απουσία στίξης, όπως τελειών κλπ., (παραπέμποντας στην αυθόρμητη ροή του υποσυνείδητου της υπερρεαλιστικής γραφής), παραλλαγές του ίδιου ποιήματος («Παραλλαγές», σ. 94), ηχητικά λογοπαίγνια και παρηχήσεις («Εστάλη το μήνυμα», σ. 146), διάλογοι ή μονόλογοι που διεξάγονται με φίλους και/ή άτομα που σημάδεψαν τον ποιητή, και άλλου είδους συνομιλίες. Και, βέβαια, ειρωνεία και δηκτικό (αυτο)σαρκασμό.
Σ’ αυτή την αυτοεξομολογητική, αυτοαναφορική κατάθεση του ποιητικού υποκειμένου (όπου παρελαύνουν άγνωστα, οικεία και αγαπημένα πρόσωπα, χώροι, χρονολογίες, ήχοι από γραμμόφωνα, κασέτες και πικάπ, τρόλεϊ και τρένα, ως αλληγορικά μέσα απόδρασης – κυριολεκτικά και μεταφορικά – από την ασφυκτική καθημερινότητα), το «μακάβριο» σκηνικό που αντικατοπτρίζεται στον καθρέφτη του εξωφύλλου της συλλογής συντίθεται από μια γκάμμα πτυχών, όψεων, απόψεων και κατόψεων της ανθρώπινης ύπαρξης και του πεπρωμένου της, μέσα από ένα αναδρομικό, αυτογνωσιακό οδοιπορικό – συναρπαστικό αλλά και επώδυνο. Μια προσωπική και συλλογική (κοινωνική, εθνική) πορεία σημαδεμένη από ομορφιά και ασχήμια, ελπίδες και διαψεύσεις, εξάρσεις και απογοητεύσεις, χαρές και λύπες, νίκες και ήττες, ηδονή και οδύνη, έρωτα και θάνατο.
Τα στοιχεία φθοράς (υλικής) και αφθαρσίας (ψυχικής) παρουσιάζουν εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όπως επισημάνθηκε εξαρχής, η απαισιοδοξία είναι διάχυτη παντού, εξαιτίας της διάψευσης κι απογοήτευσης, της φθοράς, της παρακμής και του αναπότρεπτου βιολογικού θανάτου. Ωστόσο, η ευρηματική εικόνα του εξωφύλλου τής υπό εξέταση συλλογής αναιρεί το όλο πεσιμιστικό πνεύμα των περιεχομένων της. Δηλαδή, η φωτογραφία με την απεικόνιση ενός… αναστημένου σκελετού που κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη ενός κομοδίνου (προφανώς διαλογιζόμενος, μονολογώντας και/ή διαλεγόμενος με τον εαυτό του και άλλους), με υπόκωφη υπόκρουση κάποια ποιητικά αυτοεξομολογητικά σπαράγματα για τα παρακμιακά φαινόμενα της ζωής και ορισμένα ενσταντανέ θανάτου. Πράγμα που υποδηλώνει την αφθαρσία της ψυχής αφού, παραδόξως, ο σκελετός εξιστορεί τα της υπαρξιακής περιπέτειας (παράπονα, φόβους, αγωνίες, κλπ), ανακαλώντας εμμέσως την βιβλική προφητεία του Ιεζεκιήλ: «[…] και προσήγαγε τα οστά εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον και ιδού επ’ αυτά νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαιναν επ’ αυτά δέρμα επάνω, και πνεύμα ουκ ην εν αυτοίς». Άλλωστε, όπως εξομολογείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια το ποιητικό υποκείμενο «όλοι οι νεκροί μου / παραμένουν παρόντες» («Ο πατέρας μου ήταν διάσημος», σ. 83).
Πρόκειται για μια αυθεντικά προσωπική, ατίθαση, ελευθερόφρονα και πολύσημη ποίηση μεταμοντερνιστικής υφής. Πρωτότυπη στη σύλληψη κι εκτέλεση, η οποία προβληματίζει, συναρπάζει και συγκινεί με την επινοητικότητα, υπευθυνότητα κι εντιμότητά της. Μια ρωμαλέα ποίηση απολογισμού που μας ευαισθητοποιεί στο πώς να μη βυθιστούμε στην άβυσσο της απελπισίας, αξιολογώντας τις υπαρξιακές συντεταγμένες τις ανθρώπινης συνθήκης και διατηρώντας ίσως το σημαντικότερο: την ανθρωπιά μας. Μιλώντας για παράπλευρες απώλειες, με τη συλλογή του αυτή ο Κρεμμύδας μάς προσφέρει γενναιόδωρα τις πολύτιμες παράπλευρες δωρεές του.
Υ.Γ.: Το «Κάπα» του τίτλου της συλλογής προφανώς παραπέμπει στο ονοματεπώνυμο του ποιητή κι ενδεχομένως στις διάφορες διαχρονικές «Κρίσεις» της ανθρωπότητας).
Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος
(Κώστας Κρεμμύδας Κάπα όπως μακάβριο, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας 2019, σελ. 161)