Ποιήματα φοιτητών |2ου Τμήματος Δημιουργικής Γραφής Συγγραφής

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Παιδαγωγική Σχολή  Τμήμα Νηπιαγωγών
Κοινό Διιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών 
Δημιουργική Γραφή και Συγγραφή (τμήμα 2ο)

 2ου Τμήματος Δημιουργικής Γραφής Συγγραφής

Με αφορμή τα πρόσφατα μαθήματα στο Εργαστήριο Ποίησης έχουμε τη χαρά να παρουσιάσουμε τις εργασίες των φοιτητών του Μεταπτυχιακού Τμήματος ως ένα πρώτο ελπιδοφόρο δείγμα γραφής. Οι εργασίες (κοινές για τους φοιτητές κάθε τμήματος) αφορούν ποιήματα γραμμένα με τη μέθοδο της αυτόματης γραφής, μετατροπή πεζού λόγου σε ποίημα, αξιοποίηση αυτούσιων φράσεων κάποιων πεζών κειμένων σε ένα νέο ποίημα κλπ. Αφήσαμε πλήρη ελευθερία στους φοιτητές προκειμένου να διαλέξουν τα ποιήματα με τα οποία θα ασχοληθούν και θα παρουσιάσουν στη συνέχεια. Παρότι είναι κοινά τα θέματα έχει ενδιαφέρον να δούμε τις διαφορετικές οπτικές των ποιημάτων που παρουσιάζουμε σήμερα. 

Κ.Κ.

«Ποίηση»

 Διδάσκων: Κρεμμύδας Κώστας

Εξάμηνο: Α’

 
   

Θεσσαλονίκη 2023

 

  Σας δίδεται το ποίημα «Σε μια κάποια ηλικία» του  Czeslaw Milosz (Τσέσλαφ Μίλος), Πολωνού ποιητή, πεζογράφου, μεταφραστή και διπλωμάτη. Ο ποιητής με τρόπο καυστικό μας δίνει έναν πυκνωμένο απολογισμό ζωής. α) Διαβάστε το ποίημα και στοχαστείτε πάνω σε αυτό. Κάντε ένα ποίημα με τον τίτλο «Απολογισμός» και θα πυκνώνει κριτικά τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.

 

Φωτίου Άννα

«Απολογισμός»
Ζητήθηκε να κάνουμε της ζωής μας τον απολογισμό,
θαρρείς πως μπορεί να γραφτεί σε λόγο ποιητικό!
Τόση απερισκεψία, φαντασία και μεγαλομανία,
δεν μπορεί να γυριστεί ούτε σε φανταστική ταινία!

Ε! ανθρωπάκο!
μικρέ, άβουλε, άμυαλε, φιλαράκο!
Νομίζεις πως όλα τα γνωρίζεις
και πως τη ζωή σου εσύ ορίζεις;

Μια πανδημία ήρθε και της ζωής ανέτρεψε τη ρότα,
τρέξε δεξιά και αριστερά και τώρα ρώτα.
Ποια τα σπουδαία στης ζωής τη νότα;

Αναλογίστηκες ποτέ,
πώς ζεις μέσα στο τρέξιμο χωρίς σταματημό,
και η ζωή περνά και χάνεται σαν το νερό;

Η τεχνολογία λες, σου έλυσε τα χέρια,
χάθηκες στη μαγεία της και είσαι για γέλια.

Και από χρήματα δεν το συζητώ,
γεμάτο πορτοφόλι στο λεπτό,
μιας και έχεις εκεί όλα τα… – pass
μπορείς με αυτά πια, να καλοπερνάς!

Πού χρόνος για μια βόλτα, για ένα παγωτό,
ή για ένα παιχνίδι με το μικρό.
Αφού και αυτό χαμένο είναι, μες το κινητό!

Ας μην πιάσω τις ειδήσεις,
τέτοια πλύση εγκεφάλου, γίνεται να μην κολλήσεις;

Ε! ανθρωπάκο,
μικρέ, άβουλε, άμυαλε, φιλαράκο!
Ξύπνα πριν να είναι αργά,
και φύγει η ζωή σου μακριά.

Ε! ανθρωπάκο,
μικρέ, άβουλε, άμυαλε, φιλαράκο!

 

ο Θέμα:

α) Διερευνήστε την ποιητικότητα αυτούσιων φράσεων και νοημάτων από τον παρακάτω αποχαιρετισμό στον ποιητή Νίκο Καββαδία που εκφωνήθηκε από τον ναυτεργάτη φίλο του, Χρήστο Παντελίδη, ο οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το «Μαραμπού». β) Χρησιμοποιήστε αυτούσιες τέσσερις (4) από αυτές τις φράσεις που εσείς θεωρείτε ποιητικές και συνταιριάστε τες με όσες πρωτότυπες δικές σας κρίνετε απαραίτητες σε ένα πρωτότυπο και ευφάνταστο ποιητικό κείμενο.

 

Αποχαιρετισμός στον Νίκο Καββαδία
Αγαπημένε μας, σύντροφε ποιητή!
Αποφάσισες το πνεύμα σου να φύγει, να χαθεί.
Δεν περίμενες να βρεις και συ μια νέα Αμερική
και σαν άλλος Κολόμβος να αναγνωριστεί.

Σου ’χω νέα όμως, σύντροφε ποιητή,
δεν έφυγες ποτέ, είσαι πάντα εκεί.
Την ώρα που οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές
τραγουδούν με στόμφο τις δικές σου κατεβασιές.
Την ώρα που οι καπεταναίοι δοκιμάζουν την μπουρού
σαν να σου στέλνουν μήνυμα στα βάθη τ’ ουρανού.

Βιάστηκες, αγαπημένε μας, για το ταξίδι το αλαργινό
χωρίς να ‘χεις μαζί σου, λίγο θαλασσινό νερό.
Χωρίς να σκεφτείς πως, αν και μοναδικό το ταξίδι αυτό,
είναι όμως μοναχικό και χωρίς γυρισμό.

 

 

 

 

3ο Θέμα:

Γράψτε ένα ποίημα για τον «έρωτα».

Έρωτας

Τον έρωτα ψάχνεις κάθε λεπτό,
καθώς είναι της ψυχής το γιατρικό.
«Έρως» λέξη μικρή, μα και μεγάλη,
τρανό γιατρικό που συχνά φέρνει ζάλη
Κυκλοφορεί στο αίμα σαν ναρκωτικό,
θολώνει σκέψη και μυαλό.

«Σ’ αγαπώ» φωνάζει ο νέος,
«Σ’ αγαπώ» φωνάζει ο γέρος.
Χιλιοπειπωμένη λέξη και συναίσθημα
ανάβει σαν σπίθα ως ερέθισμα.

Γράφτηκαν κείμενα πολλά
για έρωτες που ζήσαν από παλιά.
Έρωτες αποδεχτοί
και άλλοι όμως, μισητοί.
Σαν άλλοι Καπουλέτοι να ψάχνουν τη λύση να βρουν
στις καρδίες του κόσμου να μιλούν
και αιώνια να χιλιοτραγουδιστούν.

 

 

 

 

 

4ο Θέμα:

Να μετατρέψετε σε ποίημα τα παρακάτω κείμενα:

Τόλης Νικηφόρου, Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς

 

Στη βιβλιοθήκη

Να ’μαι πάλι εδώ
κι αυτό το καλοκαίρι.
Βόλτα στον ωκεανό
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.

Πέρα απ’ το Καραμπουρνάκι
τα βαποράκια στη σειρά
βόλτα να πάνε ως το λιμανάκι
περιμένουν καρτερικά.

Οι αναμνήσεις χύθηκαν
σαν γάργαρο νεράκι
απ’ το γήπεδο ακούστηκαν
ιαχές σαν βραδινό αεράκι.

Να ‘μαι χωμένη στη βιβλιοθήκη
μες την ησυχία, στη δροσερή γαλήνη
στα ράφια τριγυρίζω σαν ποντίκι
χαμένη στων βιβλίων την όμορφη δίνη.

Πιάνω βιβλία πολλά
προτού κατασταλάξω.
Τ’ όνομά μου λέω δειλά
μην τύχει και αλλάξω.

Σαν χρυσοθήρας ψάχνοντας βουνά από χρυσάφι
βρίσκω κρυμμένους θησαυρούς
στων σελίδων τη ράχη.

Όσα ξέρετε για τα βιβλία
είναι πέρα ως πέρα αληθινά,
γιατί κρύβουν μέσα τους μαγεία
που σε αλλάζει παντοτινά.

Χάθηκαν οι παιδικές μου παρορμήσεις
πίσω από αποφάσεις σοβαρές.
Με το βιβλίο βρέθηκα σε νέες εξορμήσεις
πέρα από σχολικές προσταγές.

Έτσι διάβασα όλη τη λογοτεχνία
που βρισκόταν κρυμμένη στη βιβλιοθήκη.
Όλη την ποίηση και την πεζογραφία
που κυκλοφορούσε στη Θεσσαλονίκη.

Να ’μαι τώρα πάλι εδώ
στο μέρος που με μύησε
σε αυτό που τόσο αγαπώ
και τη ζωή μου γύρισε.

 

 

 

 

 

****

 

Χριστίνα Παυλίδου

Θέμα 1ο

 

Απολογισμός

 

Τι να σου πω κι εσένανε και τι να καταλάβεις
αλλιώτεψε ο κόσμος μάτια μου μα εσύ μυαλό δε βάζεις
Όμορφα είναι τα μάτια σου κι ο τρόπος που κοιτάζεις
μα τη σκληρότητα του κόσμου αυτού δε θες να αναλάβεις.

Ότι είναι δηλαδή σκληρός ο κόσμος όπου ζούμε
Τι να ‘ναι άραγε αυτό που όλοι μας ζητούμε;
Ειν’ η αγάπη η καθαρή, η ντόμπρα, η παιδική κι αθώα
που μόνο ξέρει να συμπονά τη φύση μα και τα ζώα.

Θέμα 2ο

 

Ο χτεσινός άνεμος έφερε σε μας τους ναυτικούς το πιο θλιβερό ραπόρτο
πως δε θα δίνεις λέει αναφορά πλέον στον πρώτο

Για ποιο ταξίδι κίνησες κι εμάς ούτε κουβέντα
ξεκουράσου αγαπημένε ποιητή στην τελευταία σου κουκέτα
Εσύ μονάχα βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό
κι εμείς τώρα θα πάμε για σκάντζα βάρδια.

Θυμήθηκα που μια φορά μου είπες όταν με είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί χίλια μίλια πέρα απ’ τις Εβρίδες*.

*ο στίχος είναι από το ποίημα του Νίκου Καββαδία «Πούσι» 


Κείμενο δεύτερο

 

με αφορμή το βιβλίο:

Τόλης Νικηφόρου: Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς
[Να μετατραπεί το πεζό σε ποίημα.]Εκεί που βόλταρα αγέρωχος μες στη Θεσσαλονίκη
βγήκ’ εμπρός μου έξαφνα απ’ τη βιβλιοθήκη
Ένας κόσμος ολάκερος φαίνεται μέσα αποτα βιβλία
κι η πόλη ωραία απλώνεται μετά την παραλία.

Όσες φορές κι αν πέρασα ποτέ μου δεν εμπήκα
μα τώρα που σε γνώρισα δε φεύγω από κοντά σου
Χρόνο δίνω για να διαβάσω μάτια μου
όσα η ποίηση λαλεί παρέα με τη πεζογραφία.

****

Άννα Πατέρα

Το εθνικό σύνδρομο
(από τη συνέντευξη του Θωμά Γκόρπα της 18ης Φεβρουαρίου 1990)

Σ’ αυτή τη χώρα ο λαός ζει δίχως σοβαρότητα,
Δεν έχει μέτρο και σκοπό, συνείδηση ή ταυτότητα.
Για ότι δεν του πάει καλά, ψέγει τις κυβερνήσεις του,
Δεξιές ή αριστερές, μαζί, τρέφουν τις ψευδαισθήσεις του.

Ζητάει τουρισμό, λεφτά, μα δίχως μέσα και δουλειά
Ζητάει επανάσταση, μα έχει ξεχάσει τα παλιά.
Ξεχάσαμε τη γλώσσα μας κι όλη την ιστορία μας,
Ξεχάσαμε την ποίηση και την πεζογραφία μας.

Δεν ξέρουμε τι είμαστε, πού θέλουμε να φτάσουμε,
Μα ούτε τι δεν είμαστε, τι πρέπει να αλλάξουμε.
Τι χάλι, πώς κατάντησε, ο μέσος Έλλην, κυνηγός
Του κέρδους και της δόξας του, χωρίς ουσία, ένας μωρός.

Περνιέται για επιτυχής, μεγάλος στο επάγγελμά του,
Αυτός που, φίλος κολλητός, για τα επιτεύγματά του,
Γράφει, προβάλει και μιλά, τύπο και τηλεόραση,
Καθένας είναι, το λοιπόν, όσος η εξαγόραση.

Αισθάνομαι μια λύπη πια, γι’ αυτήν την γελοιότητα,
Πορεύτηκα ιδιότροπα, μα πάντα με αβρότητα,
Εγώ που δεν φοβήθηκα, αθάνατος μες στη ζωή,
Τώρα πιστεύω πως σωσμός, ούτε από θαύμα θα γενεί.

 

 

 

1ο Θέμα:

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ξεκινήσαμε, βήμα γοργό και φωνή δυνατή
Απόλυτα βέβαιοι, βίαιοι αρνητές
Ένας χείμαρρος σάρωσε τις μεγάλες ιδέες
Το μη χείρον, τι να κάνεις κι έτσι είναι η ζωή
Οι πολλοί έχουν δίκιο μα οι λίγοι σωπαίνουν
Στα ρηχά ναυαγοί απαντήσαμε ναι
(Ναι στα παιχνίδια, στα ψώνια, ναι στα ταξίδια)
Εκατόχρονος ύπνος μας κατέλαβε όλους
Σαν χαστούκι βαρύ μας αφύπνισε το φιλί
Και τα μάτια ανοίξαν στον βρώμικο κόσμο
Κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη κι ήταν σκοτάδι
Πότε πέρασε η μέρα;

 

 

2ο Θέμα:

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Αργήσαμε να ξεκινήσουμε, αναποφάσιστοι περιμέναμε κάποιο σημάδι.
Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.
Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές;
Με ποιο σκοπό, βάλθηκες να χαλάσεις τον κόσμο μας, να ταράξεις την ηρεμία μας;
Μας έφερες νέα, ιδέες μακρινές, φανταστικά όνειρα
Ξεσήκωσες τους ανυπόμονους, στενοχώρησες τους βολεμένους
Με τον καιρό, όλοι σε καταλάβαμε και σκύψαμε ξανά στους υπολογισμούς μας
Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε.
Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι.
Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου το κεφάλι, μπαίνεις μέσα στον κύκλο
Του φιδιού που τρώει την ουρά του. Δεν ήσουν το σημάδι μας.

 

3ο Θέμα:

Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο έρωτας, γιατί να σε αφορά;
Ο έρωτας αφορά τους νέους
Ή όσους αισθάνονται ακόμα νέοι
Ο έρωτας αφορά τους αργόσχολους
Εκείνους που διαθέτουν χρόνο και χρήμα
Για το αντικείμενο του πόθου τους
Ο έρωτας αφορά εκείνους που έχουν φαντασία
Που αφήνουν τα όνειρα να τους παρασύρουν κάπου αλλού
Που το σπίτι τους δεν είναι ένα μικρό τετράγωνο
Με υψωμένα κάγκελα, αλλά μια μεγάλη πλατεία
Που παίζουν παιδιά με κόκκινα ποδήλατα
Ο έρωτας δεν σε αφορά
Γύρισε πίσω στη δουλειά σου
Μη χαζεύεις άλλο, έχεις προθεσμίες να πιάσεις
Σου αφήνω ελεύθερο το βράδυ του Σαββάτου,
Τότε μπορείς να νιώσεις έρωτα κι εσύ

 

****

Χριστίνα Μιχαηλίδου

 


Οι λέξεις

Οι λέξεις,
παίζουν κρυφτό στα
σκονισμένα ράφια.
Αγγίζονται με χάδια ερωτευμένων
Γελάνε σιωπηλά
Κλαίνε δυνατά
Ταξιδεύονται με
αναστεναγμούς πολύτιμους
Παρασύρονται σε ηδονές ανείπωτες
Κυνηγιούνται ανάμεσα στις παραγράφους
Κι έτσι όπως κάνεις να τις πιάσεις
γράφουν το Τέλος της σελίδας
πηδούν στο κενό και γλυτώνουν,
όσο εσύ πνίγεσαι στο άρωμα τους

(Τόλης Νικηφόρου, Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς)

 

Στιγμές

Συνάντηση στιγμών
Άλλοτε αστείων, άλλοτε σοβαρών

Βιάστηκαν να παρασυρθούν
από τον αέρα που φυσούσε στις ταράτσες
Από τα αποτσίγαρα του φοιτητή
στα αδειανά κουτάκια μπύρας

Περίμεναν

Μπήκαν με φόρα στην οικογένεια
Μαγείρεψαν, ξεσκόνισαν, σφουγγάρισαν
Έκαναν παιδιά
και ξενύχτια μπόλικα

Περίμεναν

Πλήθαιναν με τα χρόνια
Ταίριαξαν με τις ρυτίδες
Με τον βιαστικό έρωτα κάτω από τα σεντόνια
Με λάθη και συγγνώμες


Περίμεναν

Ίδρωναν να προλάβουν το λεωφορείο
Τις φωνές των δρόμων
Τις σιωπές των δρόμων
Μίλησαν με φίλους, έκλαψαν, λύγισαν

Εξάντλησαν τα περιθώρια του χρόνου. Κατάλαβαν.

Έτοιμες τώρα,
νίφτηκαν, λούστηκαν
και στέκονται στη φωτεινή κάμαρα της επίγευσης

Να ζήσουν


(Απολογισμός)

 

 

Η έμπνευση

Οι ποιητές μισοί και μόνοι
θρηνούν για το θλιβερό ραπόρτο
μουσκεύοντας τα αδειανά χαρτιά τους

Ένα καράβι που πλέει αλάργα στο χαμένο πούσι
μουρμουρίζουν κάθε φορά που η λέξη γλιστρά
από τα δόντια τους σαν ανάσα
Κι όμως δεν κολυμπούν για να τη φτάσουν
τους ταράζουν τα κύματα
την ώρα της κυοφορίας
Παραμένουν στη στεριά
Ακίνητοι, λυπημένοι
Δεν κουνάμε τα μαντήλια μας λένε
άσε τον άνεμο να το κάνει

Δεν βρήκαμε τη δική μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε
Δεν βρήκαμε τη δική μας ήπειρο να ξαποστάσουμε
παραπονιούνται σαν παιδιά που δεν έχουν πια αυλή να παίξουν

Κι όμως όταν έρχεται η έμπνευση
την καβαλάνε ξεδιάντροπα σαν να ΄ταν δελφίνι
και χάνονται μαζί της
ολόλευκοι
ως αφροί κυμάτων
στους ωκεανούς της ποίησης

Από τον Αποχαιρετισμό στον Νίκο Καββαδία


****


Θοδωρής Πετρόπουλος

Δημιουργική γραφή/Συγγραφή στην Λογοτεχνία
Ονοματεπώνυμο:
Α’ Εξάμηνο/ Τμήμα 2ο


1. Απολογισμός

έζησε αποκαμωμένος στο βουητό θάλασσας ακύμαντης
ζωής απόκρημνης
στάχτες σκόρπισε βίου αβίωτου
σε χάση σελήνης
στάθηκε στην όχθη προσευχής ανυπόκριτης
σε ξωκλήσι λευκό
βράχο κοφτερό
τη ρακοφόρα μάτωσε ύπαρξή
τραγούδησε τον έρωτα με βιάση χελιδονιού – μισή φτερούγα φως μισή φτερούγα θάνατο
ιβίσκους προσμονής να μυρίσει έστερξε
τον αγάπησαν ,μονάχα με τ’ άρωμα του γιασεμιού
μοιρολόι το τραγούδι έτσι πως έγειρε στο αναφιλητό σιωπής ατέρμονης,
ουρανού απόκρημνου κι απόκοσμου
έζησε αποκαμωμένος στην άκρη ύπαρξης βουερής
συλλάβισε αλφαβητάρι θλίψης δυσορθόγραφης
ακλούθησε ρόδα και βήματα λευκά
ίχνη γιασεμιού και δυόσμου
τ’ άρωμα τους απέθεσε στα φύλλα ιτιάς
κλαίουσας
γλυκόλαλης στο καλωσόρισμα του μελτεμιού
έζησε αποκαμωμένος στις όχθες ρυτίδας πρωινής

Και σώπασε.

2. Ακροβατώντας σε 4 δανεικούς στίχους

είμαι νησί
περιμένεις στην όχθη μου
σκόρπια φύλλα περνούν από μπροστά σου
απόκρημνη σιωπή πλησιάζει
σβήνω το κερί, σβήσε το βλέμμα

ναυάγησες, κοιτάς μακριά μου
ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές
άκουσέ με, μ’ ακούς;

ένα καράβι, που πλέει αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει την ρότα του θα μας πάρει.
θα σβήσω την όχθη, το λιμάνι, τις ξέρες μου
θα ’ρθω μαζί σου, χρόνια περίμενα καράβι

μη με κοιτάς, μετρώ τις ξέρες μου
κάποτε έμοιαζα εσένα
έλεγα νησί δε γίνομαι
θα δώσει ο Θεός, θα ’ρθούν να με σκαντζάρουν

όλα άργησαν για σένα φέτος
μην περιμένεις το φορτηγό που θα σε πάρει
είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι

3. Αγαπάς ξαγαπάς

Να μ’ απαντάς, να μ’ αγαπάς, να με κοιτάς, να μου μιλάς, να μου χορεύεις, να κάθεσαι δίπλα μου, να ξαπλώνεις γυμνή, να κλείνεις τα μάτια, να τ’ ανοίγεις, να κοιμάσαι, να ξυπνάς, να είσαι νέα, να γερνάς, να ταΐζεις σπουργίτια, να μ’ αγγίζεις, να μου γελάς, να αναπνέεις, να μου βάζεις χέρι , να μ’ αγαπάς, να γίνεσαι φωτογραφίες, να γίνεσαι μνήμη, να είσαι τώρα, να είσαι αύριο, να είσαι πάντα, να περπατάς πλάι μου, να τρέχεις , να κοντανασαίνεις , να ξυπνάς το πρωί, να πίνεις καφέ μαζί μου, να μου κάνεις καφέ, να μου φέρνεις γλυκό του κουταλιού,
να μ’ απαντάς, να μ’ αγαπάς, να με κοιτάς, να με υπάρχεις.

Σταμάτησες.

*

Θεσσαλονίκη

[Βασισμένο στο διήγημα του Τόλη Νικηφόρου από το βιβλίο του Αγνώστου Στρατιώτου ]

Γραμμόφωνο βραχνό
βλέμμα στη θάλασσα
μέσα απ’ το νοτισμένο τζάμι
καφενείου παλιού
μ’ αμανέδες και ρεμπέτικα
τον τούρκικο
στη χόβολη ν’ αχνίζει
το Βαρδάρη να λυσσομανά

Κι εσύ σε βιβλιοθήκες μυστικές
θαύματα γυρεύοντας
σελίδες να διαβάζεις λευκές
τοίχους ν’ αγγίζεις
λερωμένους ιστορία
θανάτους από τρίκυκλα
χαλκάδες μες στη σκουριά
χάλκινα και μουσικές
ζουρνάδες και νταούλια

η μνήμη να σε οδηγεί

με βαποράκια τη Λευκή, τον Ποσειδώνα, τον Αλέκο, την Ευδοκία
φωτογραφίες της παιδικής σου ηλικίας
το μικρό Καραμπουρνάκι την Περαία, το Μπαξέ Τσιφλίκι, την Αγία Τριάδα, τα αραιά σπιτάκια που ’παιζαν κρυφτό μέσα στα δέντρα
τις ξύλινες σκάλες να βυθίζονται αργά

μια πόλη ένα βιβλίο
να πλέει και ν’ αφήνεσαι
σαν μέδουσα τ’ ηλιοβασίλεμα
στους πολυελαίους τ’ ουρανού
το πρόσωπο τ’ Αγίου
να βάφεις στις επάλξεις

τοιχογραφία η ιστορία
να περνά ψηφιδωτή
απ’ το Γεντί Κουλέ
την Αχειροποίητο
τον Kanlì Koule
να στέκει στην πλατεία Ελευθερίας
μ’ ασκήσεις γερμανικής νοοτροπίας

πόλη προσφυγική
με βότσαλα λογιώ λογιώ
ανθρώπων μπαγιάτικων
ντόμπρων, μπεσαλήδων
και κιμπάρηδων
με μεράκια πάθη κι ιστορία
(μα και δοσιλόγων δίχως τιμωρία)

γραμμόφωνο βραχνό
πλάι στη χόβολη
πάντα ( μα πάντα )
πόλη ερωτική
με νόστους ερώτων
σ’ αποδημία.

****
Μαρίνα Ρέστη


1. Ποίημα εμπνευσμένο από απόσπασμα συνέντευξη της 18ης Φεβρουαρίου 1990 του Θωμά Γκόρπα στο Ράδιο Αθήνα.


Άφοβος ων

Το δακτυλικό αποτύπωμα Του έθνους μας αναπαύεται σε σκονισμένη φαρέτρα. Ήσσονος σημασίας στόχους παλεύουμε έλασσον το κέρδος μας.

Διαγενεακούς γνώστες, διαγνώστες, παντογνώστες,
δημιουργήσαμε και εξουσιοδοτήσαμε.

Τους ομφάλιους λώρους κόψαμε με σκουριασμένο ψαλίδι, πρόωρα,
άκαιρα, παράκαιρα.
Το αεροβάπτισμα των βρεφών ήταν ο σκοπός.
Τα φώναξαν ποίηση, λογοτεχνία και άλλα ονόματα ήμουν κοντά αλλά τα ψιθύριζαν και δεν άκουσα.
Τοίχοι που γκρεμίζουν τα θεμέλια πως θα σταθούν να γίνουν κτίσμα.

Μια χεριά άνθρωποι και μια χεριά χρόνια, ανακατεύονται και μπερδεύονται
και λένε
και φωνάζουν
και τα πουλιά θαρρούν πως δεν ακούνε το κελάηδημα τους.

Η λήθη διαιωνίζει μικρόκοσμους. Άφοβα έζησα, μα τώρα φοβάμαι. Την ώσμωση φοβάμαι.
Αιωνόβια τριχοειδή αγγεία γελοιότητας,

μας συνδέουν, μας αιματώνουν,
μας αρματώνουν, και ζούμε.

Στις λεωφόρους της σοβαρότητας, πάντα μια κιτρινοκόκκινη τριγωνική πινακίδα με έναν άνθρωπο που σκάβει και από κάτω άλλη ταμπέλα : Κίνδυνος – Μειώσετε Ταχύτητα — Εκτελούνται έργα.

2. Απολογισμός

Πάρε θεούς, πάρε και δαίμονες.
Πάρε και πρέπει, έτοιμα όλα.
Και αν την επανάσταση θελήσεις,
έτοιμη την έχουμε και αυτή.
Μα εκείνη την ημέρα,
σαν ο αέρας να άλλαζε γεύση δίπλα στις μεραρχίες
και η ανάσταση ήταν η μόνη λύση.


3. Ποίημα γραμμένο με ατόφιες φράσεις από πεζό λόγο.

Ένα και μόνο τσιγάρο

Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια, σβησμένος φάρος το τσιγάρο σε αναμονή ανάφλεξης .

Αγαπημένε σύντροφε ποιητή, αιμοδότης και εσείς στα πάθη που σε καταστρέφουν γλυκά, ξυπνώντας τον μαστιγωμένο μύωπα υπεράνθρωπο μέσα σου.

Το σερβέι σε λίγο τελειώνει. Πάλι η υπέρβαση θα μπει στη σπηλιά που της έφτιαξες.

Όλα άργησαν για σένα εφέτος, θα πεις. Χωρίς να σκεφτείς πως ίσως αυτά δεν ήταν ποτέ για σένα ή εσύ δεν ήσουν ποτέ για αυτά.

Φτιάξε τα γυαλιά του μύωπα ημίθεου μα προς θεού μην τα σπάσεις .

****

Ευθυμία Μυλωνά
Καθηγητής: κ. Κ. Κρεμμύδας
Τμήμα 2- Συγγραφής


ΆΣΚΗΣΗ- ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
1ο Θέμα:
Σας δίδεται το ποίημα «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz (Τσέσλαφ Μίλος), Πολωνού ποιητή, πεζογράφου, μεταφραστή και διπλωμάτη. Ο ποιητής με τρόπο καυστικό μας δίνει έναν πυκνωμένο απολογισμό ζωής. α) Διαβάστε το ποίημα και στοχαστείτε πάνω σε αυτό. Κάντε ένα ποίημα με τον τίτλο «Απολογισμός» και θα πυκνώνει κριτικά τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.


Απολογισμός

Επιβίωσες,
απ’ τα σαγόνια του εγωισμού
τη βδέλα της ζήλειας
το ποτό της αγνωμοσύνης.
Επιβίωσες
απ’ το τρεχαντήρι της κατάκρισης
τη φωτιά της οργής
τον κεραυνό των πράξεων.
Σε είπαν
Γραφικό
Σκοταδιστή
Οπισθοδρομικό
που αντί να τρέχεις, πετάς
αντί να μισείς, αγαπάς.
Γεύτηκες
το σάπιο που σερβίρεται για υγιεινό
το ψεύτικο που φαντάζει αληθινό
Σε είπαν τρελό.
Ίσως
γιατί δεν έχασες την ελεύθερη σκέψη
τη λεβέντικη καρδιά
την αγέρωχη περπατησιά
την αγκαλιά
το χαμόγελο.
Επιβίωσες
η φλόγα σου
ενόχλησε το σκοτάδι.


Ο Καθρέφτης (2ο ποίημα)

Κατάματα σε κοιτάζω.
Κάθε μέρα.
Δε σ’ αναγνωρίζω.
Ο μαύρος αχάτης έγινε χιόνι λευκό.
Το λείο σα μετάξι δέρμα
μοιάζει με τζάμι θολό.
Αυλάκια διασχίζουν το πρόσωπό σου
απ’ άκρη σ’ άκρη
σαν το κακό μαντάτο
από αυτί σε αυτί.
Η πλάτη γέρνει
πολλοί χειμώνες στη ζωή.
Είχες δυο ήλιους στην αγκαλιά σου
που άξαφνα ανέτειλαν σε άλλο ουρανό
κι έμεινες μόνος να με κοιτάζεις
να σε κοιτώ.
Δεν αναγνωρίζω
τον μαύρο αχάτη που έγινε χιόνι λευκό.
Φίλε μου μες στο σκοτάδι
η φλόγα του κεριού, εσύ κι εγώ.
Μη φεύγεις λοιπόν, μη γυρίζεις την πλάτη.
Η όψη σου μακρινή
μα και οικεία μαζί.
Μείνε, να κάνουμε παρέα στο σκοτάδι
Φεύγω, μου είπες
για άλλη γη.

2ο Θέμα:
α) Διερευνήστε την ποιητικότητα αυτούσιων φράσεων και νοημάτων από τον παρακάτω αποχαιρετισμό στον ποιητή Νίκο Καββαδία που εκφωνήθηκε από τον ναυτεργάτη φίλο του, Χρήστο Παντελίδη, ο οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το «Μαραμπού». β) Χρησιμοποιήστε αυτούσιες τέσσερις (4) από αυτές τις φράσεις που εσείς θεωρείτε ποιητικές και συνταιριάστε τες με όσες πρωτότυπες δικές σας κρίνετε απαραίτητες σε ένα πρωτότυπο και ευφάνταστο ποιητικό κείμενο.


Αγαπημένε σύντροφε

Αγαπημένε σύντροφε
ραπόρτο θλιβερό
η είδηση του χαμού σου
συγκλονίζει.
Έφυγες νωρίς ταξίδι αλαργινό
το μυαλό μου η θύμησή σου βασανίζει.
Για κατευόδιο
μην περιμένεις μαντήλι
να κινείται ρυθμικά
να ξορκίσει τον ξαφνικό χαμό σου
Αλμυρά δάκρυα
χάντρες θαλασσιές
στην ψυχή μου κρέμασα
το πρόσωπό σου.

3. Ερωτικό

Άσε με απ’ το κρασί των χειλιών σου να μεθύσω
να ζεσταθώ στη ματιά σου
να κουρνιάσω στην αγκαλιά σου.
Άσε με να χαρτογραφήσω κάθε πτυχή του σώματός σου
κάθε ελάττωμα, κάθε προτέρημά σου.
Άσε με να γίνω χαμόγελο στα χείλη σου
δάκρυ στο μάγουλό σου
ρυτίδα στο μέτωπό σου.
Να περπατήσω στην καρδιά σου
εκεί να κατοικήσω
Να αιχμαλωτίσω το μυαλό σου
μήπως το συγκινήσω.

3α. Ερωτικό

Ήρθες σαν άνοιξη στη βαρυχειμωνιά μου
σα βροχή στο διψασμένο χώμα
σαν δροσιά την αυγή.
Ήρθες με βήματα απαλά
αόρατα στο χιόνι
μ’ ένα πρωινό αηδονιού τραγούδι
στην κρυμμένη ρεματιά.
Λαχτάρα μου, παρηγοριά μου.
Ήρθες· Άνοιξη η καρδιά μου.

Με αφορμή το διήγημα «κράτα την ινσουλίνη για το βουνό Αντρέα», από το βιβλίο του Σπύρου Μπρίκου, Ιατρικό παράδοξο, διηγήματα

Όλα μαύρα
κόντρα στο λευκό
ο χαμός της· απόρριψή μου.
Ινσουλίνη
μόνη μου συντροφιά
σωτηρία ή καταστροφή μου
Και σαν τη δόση αυξάνω
το μυαλό μου θολό
στροβιλίζεται στους λογισμούς του.
Στο διάδρομο με αλαφροΐσκιωτη περπατησιά
επιστρέφει η δύναμή μου.
Λόγια για μάχες, ηρωικά
μου θυμίσαν το ένδοξο όνομά μου
Ινσουλίνη γίνε ξανά
Υπεράσπιση στα όνειρά μου.

 

****

Χαρά Σταυροπούλου


ΑΣΚΗΣΕΙΣ


1. Μετα-νεωτερικότητα
(ποίημα με θέμα τον «Απολογισμό»)
2. Κανένα λιμάνι (ποίημα με φράσεις από τον αποχαιρετισμό στον Νίκο Καββαδία)

3. Τίποτα δεν φοβήθηκα και όλα τα φοβάμαι
(ποίημα από το κείμενο του Θωμά Γκόρπα)
4. Ερωτικό
5. Τι είναι ο έρωτας

1. ΜΕΤΑ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
πονάω που δεν με δαγκώνει ο πόνος σου
διψάω που δεν με αφυδατώνει η δίψα σου
δακρύζω που δεν με νίβουν τα δάκρυά σου
φοβάμαι που λογοκρίνω τους φόβους σου
τρομάζω που δεν σκοτεινιάζει την ψυχή μου η απελπισία σου
λυπάμαι που δεν συννεφιάζει τα μάτια μου η λύπη σου
φρίττω που προσπερνώ την εικόνα του ναυαγισμένου κορμιού σου
με τη σκανδάλη του τηλεχειριστηρίου μου
ζαλίζομαι που δεν μου προκαλεί ναυτία η τρικυμία στο άδειο πιάτο σου
παγώνω που δεν με καίνε τα ξυπόλητα πόδια σου
ξαγρυπνώ που κοιμάμαι περιχαρακωμένη στην πουπουλένια
ασφάλειά μου
ουρλιάζω που σιωπώ για τον βομβαρδισμό της ζωής σου
τι δυστυχία που δεν δίνω δεκάρα για την ευτυχία σου
θυμώνω που δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να κρυφοκοιτάζω
την κόλασή σου
εγώ που έλεγα πως μόνος ως άνθρωπος θέλω να ζήσω
το μετα-νεωτερικό μου πρόσωπο δεν βρίσκει πρόθυμο καθρέφτη
να καθρεφτιστεί
εκείνο το λευκό τριαντάφυλλο-τατουάζ που έχω στο στήθος άνθισε πάλι σήμερα
μου λες υπάρχει ελπίδα

 

2. ΚΑΝΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ

δεν βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε
αέναο το ταξίδι στα νερά της ανάγκης
δεν κούμπωσε στη μοίρα μας κανένα λιμάνι
δεν κλείσαμε το κορμί μας σε κανένα κάδρο σιγουριάς
συλλαβίζαμε το αλφαβητάρι των ανέμων
και η γλώσσα μας ανάβλυζε ανεμόεσσες μνήμες
όλα άργησαν για σένα και για μένα
είχαμε αγοράσει καινούρια παπούτσια
αλλά αργούσε η γη για να τα περπατήσουμε
είχαμε ράψει καινούρια φτερά
αλλά ξεμάκραινε ο ουρανός για να πετάξουμε
ο χθεσινός άνεμος ανέστιος έφερε το πιο θλιβερό ραπόρτο
το τσακισμένο σου καραβοφάναρο
σε πέταξε σε στεριές ανοίκειες
σε έλεγα μοίρα μου αρμύρα μου
κι έγινες σύννεφο ζωσμένο στο πούσι
γεμίζω το ποτήρι σου με λίγο φιλτραρισμένο
από τα μάτια μου θαλασσινό νερό
να πιεις τις νίκες των εποχών να ξεδιψάσεις
για όπου πας μη μ’ αρνηθείς μη με ξεχάσεις


3. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΦΟΒΗΘΗΚΑ
ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΦΟΒΑΜΑΙ

Τίποτα δεν φοβήθηκα
και όλα τα φοβάμαι,
στη χώρα όπου γεννήθηκα
ξεχνάω να θυμάμαι.

Δεν με λυγίζει ο θάνατος,
τον οβολό δεν έδωσα
αισθάνομαι αθάνατος,
την πόρτα μου του έκλεισα

Μα ένα μεγάλο σύννεφο
τον ήλιο μου τον κρύβει,
η Ελλάδα με τα χέρια της
το μέλλον της συνθλίβει.

Δεν έχουμε συνείδηση,
δεν έχουμε ταυτότητα,
δεν έχουμε σαν έθνος
καμία σοβαρότητα.

Ο μέσος Έλλην θεωρεί
πως πάντα αυτός κερδίζει
και πως η γη στο σύμπαν
γύρω απ’ αυτόν γυρίζει.
Λείπει από τη φαρέτρα μας
κάθε είδους σοβαρότητα,
το εθνικό μας σύνδρομο
ραγίζει την ποιότητα.

Της χώρας μου οι θύελλες
σβήσαν την αντοχή μου,
ο φόβος και η λύπη
σκέπασαν την ψυχή μου.

Κανείς δεν κάνει τίποτα
μια λύση για να δώσει,
μόνο ένα θαύμα που αργεί
τον τόπο αυτόν θα σώσει.

Μόνο μια επανάσταση
προφταίνει το ναυάγιο,
το παρελθόν να ενώσουμε
με το τώρα και το αύριο.


4. ΕΡΩΤΙΚΟ

Ο έρωτας είναι διαβατήριο
για τ’ ουρανού σου το μυστήριο.
Θέλω να μπω να ονειρευτώ,
μες στο φιλί σου να κρυφτώ,
χωρίς του φόβου το κριτήριο.

Ο έρωτας είναι εισιτήριο
για έναν παράδεισο σωτήριο,
μόνοι στο φως εσύ κι εγώ,
με την αγάπη πλοηγό,
έξω απ’ του χρόνου το μαρτύριο.

Ο έρωτας θνητός θεός,
αλήτης ήλιος τρυφερός,
απλώνει τα κλαδιά του τα πλοκάμια του,
στις λίμνες σε καλεί και στα ποτάμια του,
στον ουρανό του ένα ηφαίστειο ξυπνάει,
σαν λάβα σε γεννά και σε σκορπάει.


5. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Τι είναι ο έρωτας
φιλί ή μαχαιριά,
θάλασσα εσύ τον ονομάζεις
ή στεριά;

Τι είναι ο έρωτας
λιακάδα ή συννεφιά,
κέρδος εσύ τον λογαριάζεις
ή ζημιά;

Τι είναι ο έρωτας
κατάρα ή ευχή
ελευθερία εσύ τον λες
ή φυλακή;

Τι είναι ο έρωτας
όνειρο ή εφιάλτης,
νόμιμος ήλιος είναι
ή λαθρεπιβάτης;

Τι είναι ο έρωτας
φως καθαρό ή κράμα,
θαύμα τον λες εσύ
ή βαθύ τραύμα;


Τι είναι ο έρωτας
πόλεμος ή ειρήνη
μια βόλτα ανέμελη στη γη
είναι ή ευθύνη;

Τι είναι ο έρωτας
ποτέ σου δεν ρωτάς,
ό,τι κι αν είναι μες
στα μάτια τον κοιτάς.

Στην εξουσία του
δεν αντιστέκεσαι,
τον υπακούς τυφλά,
τον εμπιστεύεσαι.

****

Ξέστερνος Γιάννης


Συγγραφή – Τμήμα 2
Ασκήσεις Εργαστήρια Ποιητικού Λόγου

ΑΣΚΗΣΗ Α

1ο ΘΕΜΑ

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ζούσε ακινδύνως

Δεν πήρε ποτέ μέρος στη θρυλική μαθητική κατάληψη
του Στρογγυλού στο Μπραχάμι.
Δεν μπήκε ποτέ στη Σκεπαστή να πανηγυρίσει με δακρυγόνα
ούτε έκανε εκδρομή στη «φιλόξενη» Τούμπα.
Δε συμμετείχε ποτέ σε πορείες φοιτητών για εκπαιδευτικά θέματα.
Δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Βίλα Αμαλίας και Στέκια με Αλληλέγγυους για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν ανέβηκε ποτέ με την κοπέλα του Φιλοπάππου για θέα κι ερωτικές περιπτύξεις.
Δεν περπάτησε πότε αργάμισι το βράδυ Ζήνωνος, Σωκράτους, Μενάνδρου να συγχρωτιστεί με γυναίκες και άνδρες της νύχτας.

Αυτός απλώς ζούσε ακινδύνως.

Τι ιδανικό βιογραφικό
με light ένσημα
για τον εργοδότη Άγιο Πέτρο.

ΑΣΚΗΣΗ Α

2ο ΘΕΜΑ

ΡΑΠΟΡΤΟ

Μαρκόνης ξεκινά
ταξίδι αλαργινό
υγρά πανιά λινά
τραβέρσο να γινώ.

Σπηλιά θαλασσινή
γοργόνα πλέει να βρει
σαργούς αφρούς κινεί
οι στίχοι θησαυροί.

Ραπόρτο εραστών
αγγέλων κουπαστή
κουκέτα πλάι στον
Εγγλέζο θερμαστή.


ΑΣΚΗΣΗ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Απαγγέλνει λαχανιάζοντας.
Περπατά στραβά
αλλά πηγαίνει ευθεία
κι άλλες φορές περπατά ευθεία
και πηγαίνει κατά διαόλου.
Το ίδιο είναι.
Στραγγίζει δυο σταγόνες ρούμι
από το στήθος του ουρανού
μία για να ονειρευτεί
και μία για να τη μοιραστεί μαζί μου.
Το ίδιο είμαστε.

ΑΣΚΗΣΗ Β
Να μετατρέψετε σε ποίημα το παρακάτω κείμενο: Θωμάς Γκόρπας

ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΟΒΗΘΗΚΑ. ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Το παρόν κόβει
το νήμα του πνεύματος
στον αργαλειό της σκέψης
ο σταχτής πολιτισμός
κερδίζει την αθανασία
όχι εγώ εσύ
όχι εσύ εγώ
κοιταζόμαστε καχύποπτα
αναζητούμε ταυτότητα στο πανωφόρι
τρύπιες οι τσέπες του
δε ράβουμε πια
μόνο ξηλώνουμε
κάποτε οργώναμε καλοκαίρια
κάποτε αλιεύαμε βιβλία
δε μιλάμε την ίδια γλώσσα
δεν ονειρευόμαστε πια
το ίδιο πολύχρωμο
παγωτό ξυλάκι γρανίτα
όχι ότι φοβάμαι
αλλά καλύτερα να κοιτάξω τη δουλειά μου
την ατζέντα της ημέρας
γιατί ντρέπομαι
που ξέχασα
να στοιβάξω σιτάρι
να κόψω ξύλα
για τον βαρύ χειμώνα
στα μάτια των παιδιών μας.

****
Ιωάννα Λουπασάκη
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Από κλάμα σε κλάμα
Ορίστηκες να ζήσεις,
Ορκίστηκες να ζήσεις
Μήτρα , Σπίτι ,Τάφος.
Φιλίες από νομίσματα
Αρέστηκες να αρέσεις
Αρκέστηκες να αρέσεις
Το σώμα λαχτάρισε μόνο σώμα.
Και το γέλιο που μόνο είχες σπουδάσει
Το γέλασες για να νυμφευθείς τον πόνο.
Και ο πόνος σε ερωτεύθηκε ,
Το εξομολογήθηκες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου πέραν της δικής σου.
Και στο τέλος παρέδωσες λευκό.

Άσκηση 2

Φεβρουάριος

Μονάχα εσύ βιάστηκες για το αλαργινό ταξίδι.
Και εγώ βιάστηκα να σβήσω το Φεβρουάριο. Να μην τον δω πότε ξανά.
Κάθε βράδυ που κλείνω τα μάτια μου προσεύχομαι όμως κρυφά να είναι Φλεβάρης.
Και να πονάς, και να κλαις και να μη μπορείς να πάρεις ανάσα.
Και να μου λες άσε με και εγώ να σου κρατάω τον καρπό , μελανιασμένο από μένα ή τον καρκίνο.

Κάθε μέρα ανοίγω τα μάτια μου και είναι πάντα Μάρτης.
Αχ αυτός ο Μάρτης.
Έρχεται, με παίρνει μια γλυκιά αγκαλιά και του μιλάω άσχημα , του φωνάζω για πάντα να χαθεί.
Και να πεθαίνω μαζί σου πάντα Φεβρουάριο.

( Για την Αγγελική , 12.07.91-28.02.2020)

ΆΣΚΗΣΗ 3 (ποίημα για τον έρωτα)

Δεν έχω να σου πω.
Έχω μόνο να σου πω.
Και η τρέλα. Μόνη η τρέλα .
Σε βλέπεις. Σε γεύεσαι.
Και μόνος. Παντοτινά μόνος.
Μόνος έρωτας.
Ίσως έρωτας.
Ποτέ έρωτας.
Και ποτέ αλήθεια.
Μόνη αλήθεια.


Άσκηση 4

Ποίημα 1

Πρόβλημα να μην έχουμε γλώσσα.
Ούτε συνείδηση, ταυτότητα εθνική.
Κανείς δεν κάνει .
Γιατί κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα.
Και τουρισμός με σκουπίδια και τουρισμό με 6000 το μισό κρεβάτι
Και να πάμε μπροστά δίχωσ μέσα
Χωρίς να συνδεόμαστε με τα πριν.

Αισθάνομαι αθάνατος.
Αισθάνομαι αηδία.
Ο καλύτερος λαός του κόσμου ?
O μέσος Έλλης!
ΧΑ χα ΧΑ
Και περνάνε οι δεκαετίες
Και νομίζουμε ότι μόνο κερδίζουμε .
Γελοιότητα εθνική .
Ποιος άραγε θα μας σώσει.
Θεός , Αμερική , Ρωσία , Εμείς ?


Ποίημα 2

Στη βιβλιοθήκη.
Πλάσμα ζωντανό,
Χιλιάδες να χαμογελούν,
Να γνέφουν.
Να υπόσχονται μυστικά .
Τόλμησα, άπλωσα το χέρι και το τράβηξα .
Νομίζω ναι απάντησα.
Βιβλία.
Στη Βιβλιοθήκη .
Κάθε μέρα καινούρια θαύματα.
Και παρορμήσεις .
Που έγιναν σκέψεις.
Που έγιναν αποφάσεις.
Να διαβάζω όλα τα βιβλία , τα καλά κρυμμένα σε πλήρη θέα.
Στη Βιβλιοθήκη.


Ποίημα 3

Ιατρός σε εφημερία.
Άρρωστος μέσα στους Αρρώστους .
Με ερωτική απογοήτευση και ινσουλίνη.

Ασθενής φιλοξενούμενος.
Με ψυχιατρικό παραλήρημα .
Τελευταία εφημερία

Τελευταία σύριγγα στο Αντάρτικο.
Βγάζει ινσουλίνη και βάζει μνήμη και όνειρα.
Και σουτάρει.
Αντίθετα , στο βουνό των Ηττημένων Νικητών.

 

****
Τσαβαλιά Παρασκευή

(Από τον Αποχαιρετισμό στον Νίκο Καββαδία)

Ο Μάρτης… Αχ αυτός ο Μάρτης!
Ξαναγεννιέσαι στην τρίτη του τη μέρα κάθε χρόνο.
Τη θυμάμαι εκείνη την Τετάρτη την συννεφιασμένη
που απόχτησα το πρώτο μου παιδί.
Στο ράδιο ο Σπύρος με τη Λήδα τραγουδούσαν
«Όταν θα γεννηθεί ο γιός μου θα είναι μια μέρα σαν τις άλλες»
Κι έτσι ήταν για ολόκληρο τον κόσμο
Έξω από εμένα και από εσένα.

Από τα γαλανά σου μάτια
πόσες φορές δεν σφούγγισα
φιλτραρισμένο θαλασσινό νερό
που μ’ έτσουζε δυο φορές εμένα από ό,τι εσένα,
σαν δίκοπο μαχαίρι σε πληγή.

Αφήνοντας συντρόφους παλιούς στο παραμέρι
που σε χουγιάξαν σαν πήρε το μυαλό σου να γυρίζει «ανάποδα»
Ω! δεν υπάρχει άλλος τέτοιος πόνος
να τα σπας με τους συντρόφους
λέγοντας πως αν ο Κολόμβος βρήκε την Αμερική
εμείς δεν ανακαλύψαμε ακόμα Ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε.
Πάμε για άλλα.

Και τον Δεκέμβρη του ’08 με τις φωτιές, τις εξεγέρσεις και τα δακρυγόνα
Που σου ’πα πάρε με γιόκα μου μαζί σου,
Μου είπες μάνα δεν είναι πια στιγμές αυτές για σένα.
Παλεύω εγώ και για τους δυο.
Κι όμως εγώ το ορκίζομαι πως δεν σε έπλασα καθ’ ομοίωσιν,
Κι όμως εσύ έτσι εγίνεις, γιέ μου αγαπημένε.

Και τώρα που σε διώξανε στην ξενιτιά τα άγρια τα Μνημόνια
Που
μας απορφανέψανε σαν χώρα
από τον καλύτερο ανθό της γενιάς σου
δεν θα σου κουνήσω μαντήλι αποχαιρετισμού
αλλά θα δέσω στο πιο ψηλό κατάρτι την κόκκινη παντιέρα
για να την βλέπεις από μακρυά και να ξαναγυρίσεις

 

Απολογισμός
Κάθεται στην καρέκλα της
και πλέκει ζιπουνάκια
για των παιδιών που φύγανε
τ’ ανύπαρκτα εγγονάκια.

Ρίχνει ματιές εδώ κι εκεί
στο δρόμο πάνω κάτου
οι μαθητές σχολάσανε,
πορεία συνδικάτου

Φίλες, γνωστές πετάξανε
στους μακρινούς τους τόπους
και που να ξομολογηθεί
και τι να πει σ’ ανθρώπους.

Που δε γροικάνε
μήτε ζει ,μήτε και αν πεθαίνει
κι ο παπαγάλος στο κλουβί μόνος
φωνάζει «Τζένη».

Έναν καφέ με ποιόν να πιεί
να πει παραπονάκια
για τη ζωή που πέρασε,
για πίκρες και φαρμάκια.

Σαν νέα ήταν άθεη
ήταν η «Κόκκινη Έμμα»
μα τώρα κάνει το σταυρό
για θα διαβεί το ρέμα

Ποια ήταν, πως κατάντησε
μια ζαρωμένη μούρη
πόσους συντρόφους πούλησε
φοβάται το κιβούρι.

 


Ποίημα βασισμένο στο διήγημα Σπύρου Μπρίκου «Ιατρικό παράδοξο»
Γιατί αυτό τον λαχνό άφησε στο μεράδι μου η Λάχεσις κι εγώ δεν είμαι από αυτούς που λένε γιατί σε μένα.
Εμέ με καθόρισε η πάθησης κι εγώ θα ορίσω τη μοίρα μου και την μοίρα των ανθρώπων.
Είμαι από τους τυχερούς που το κατάλαβαν πως μόνοι τους αυτοί καλούνται να αλλάξουν τις τύχες του κόσμου, χωρίς αναθέσεις, χωρίς αναβολές, χωρίς αναστολές και με την κόκκινη σημαία να ανεμίζει, κι ας μην τη βλέπω, την βλέπουν οι άλλοι και παίρνουν θάρρος από εκείνη και από εμέ.
Με ένα λευκό μπαστούνι και μία ντουντούκα θα οδηγήσω τον κόσμο στο αγαλληνό το φως της εξημέρωσης του εξανθρωπισμού, της Παγκόσμιας αγκαλιάς και του αιώνιου γέλιου.
Να πιστεύουμε στους τρελούς γιατί είναι προφήτες, είδαν το μέλλον που έρχεται και που δε θα το ζήσουν, όμως παλέψανε γι αυτό και γι αυτό τρελάθηκαν.

 

****


Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Παιδαγωγικό τμήμα Νηπιαγωγών
Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών
Δημιουργική Γραφή- Συγγραφή στην Λογοτεχνία
Ποιητικός Λόγος
Διδάσκων: Κώστας Κρεμμύδας

Σωτήρης Νούσιας


Άσκηση

1ο Θέμα


Απολογισμός

Ψυχρός καμβάς ο χρόνος , τον διατρέχει
αργή απόχρωση του γκρίζου
πληγές και αισθήσεις σκιαγραφούν στιγμές
τον θαμπώνει η ζεστή σκόνη του καλοκαιριού
αφήνει το χνάρι του στο διάκενο των στροφών
ταξιδεύει με αποσκεύη την θέρμη του στίχου
σε μια αρτηρία συμπαγούς οργάνου
απολογισμός χωρίς παρήχηση
με μοναδικό καλεσμένο το θάρρος
δεν δείλιασε μπροστά στο θαύμα
η αγάπη ύφαινε τον ιστό της τα βράδια
ο έρωτας έτρεχε πάντα ξυπόλυτος
οι φίλοι παρόντες στου νου το ακρογιάλι
Οι σύντροφοι ζώντες και πεθαμένοι
αναμένουν την παλιά αίσθηση της παλμικής στοργής
σε έναν κόσμο που μας θέλει μαζί του
Να καταρρεύσει δίχως τον κρότο του αναπάντεχου


2ο θέμα

Μποέμ
Στον Νίκο Καββαδία

Μαρκόνη ποιητή ποια σύννεφα αγναντεύεις
απ’ τα φτερά του τροπικού λεπτόπτιλου πιασμένος
ποιάς μοίρας τώρα το ποτό το είναι σου ζαλίζει
και ποια κατάστικτη ψυχή στο ρέμα σε προσμένει
μες στα ποστάλια έζησες πλάι στο ματσακόνι
μποέμικα τραβέρσα στης κόψης τη νύχτα
με αισθήσεις παρδαλές και συντροφιά ένα θάμπος
χωρίς στεριά και καβάτζα ανάποδα στον βοριά
Ύστατο χαίρε σου πρέπει από ανάκατους στίχους
ανοίκειοι πόθοι να τρέφουν το τελευταίο σου βλέμμα
λυτρωτική να ’ ναι η Μούσα του στερνού ταξιδιού σου
κι εξόδιος ακολουθία μια βάρδια θαλασσινή

 

 

Άσκηση Β: Μετατροπή πεζού σε ποίημα

Ποιος να μας σώσει

κάθε μέντορας μαστίζεται από τον εαυτό του
οι μεγάλοι μας κλέβουν κάθε μέρα την ζωή
οι εκλεγμένοι μας πετούν τα ψίχουλα της κάλπης
τα ξύλινα έδρανα ακόμη δεν μίλησαν
με απόντες εκπροσώπους
που λιάζονται στον ήλιο της ανυπαρξίας τους
με διαφημίσεις τουρισμού δια πάσαν νόσο
το «Α» απ ‘ το αντάρτικο γέρασε πρόωρα
σκουριασμένα τα τουφέκια
Η Ευρώπη ντύθηκε μοντέρνα
μας κουνιέται χρόνια για έναν χορό
κι εμείς απλά σωζόμαστε
δίχως ποτέ να διδαχθούμε
από τι άραγε
από τον μέσα μας πόλεμο
από μιαν αδιάκοπη επιφάνεια
τους αποστειρωμένους καλλιεργητές
γης κι άγονων κειμένων
δεν έχει απάντηση το ερώτημα
πιάνουμε ξανά τα αναγεννημένα μας μαλλιά
Χωρίς τις αυταπάτες της αιώνιας πλούσιας κόμης ή βουλιάζουμε στα άδυτα
στο πέλαγος την αυταρέσκειας

 

 

Ποίημα αυτόματης γραφής

Γεύσεις


Θέλω να γευτώ
το γήτεμα της αύρας σου
κι αυτό το δάκρυ απ τη βροχή σου
το καλοκαίρι στην ανάσα σου
την χρυσαφένια άνοιξη στο δέρμα σου
κάθε ζεστή σου αγκαλιά στον πάγο του χειμώνα
τα αειθαλή σου χείλη το φθινόπωρο
τον θάνατο να τον πατήσω σε μια νύχτα
σε μιαν απόκοσμη ανάσταση του πρωινού
δίχως σταυρό και φαρισαίους
τον έρωτα θα δέσω απ το κορμί σου
το αγκυροβόλι μου θα ρίξω
μες στο “Ζ” σου
γι’ αυτής της σπίθας την αιώνια λάμψη
το γιορτινό σου βλέμμα ν’ αγαπώ
κουλουριασμένος απ του πόθου σου το αγίασμα.
έτσι όπως θα κοιμάσαι
τον ύπνο σου θα τον απλώσω στην σελήνη
για να μην ξημερώνει
μόνο να ντρέπεται να σε λαμπρύνει ο ήλιος
τα χέρια μου θα ναι οι ακτίνες του
την κάθε μέρα να σου γνέθουν
τα όνειρα σου
γλυκά να τ’ αντικρίζεις
να τα καλείς με τ’ όνομα μου

****

ΔΙΙΔΡΥΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ»
Εργαστήρια Ποιητικού Λόγου 1ο έτος, Τμήμα 2, Συγγραφή Ασκήσεις
Χριστίνα Χασάπη

Άσκηση Α
Θέμα 1 (απολογισμός)

(Προσ)παθούσα


Προσπαθούσα να χωρέσω μέσα σ’ εκείνα τα πρέπει Πίεζα τα γόνατά μου, έσφιγγα τα δάχτυλά μου.
Προσπαθούσα να ταιριάξω μέσα σε κακόγουστες ταμπέλες να στριμωχτώ, μέσα σε κακοτράχαλα κουτιά
θερμικής αντοχής μονωτικά
αλεξίσφαιρα θωρακισμένα.
Τράβαγα από δω, έκοβα από κει γέμιζα και άδειαζα
κέρδιζα χρόνο.
Χρόνος πλαστικός και ψυχή χάρτινη. Συγκολλούσα, αποκολλούσα διαιρούσα, αφαιρούσα
εκτελούσα και πονούσα. Πεινούσα, φορούσα σκορπούσα, κολλούσα

προσπαθούσα. Ήμουν απούσα ήμουν παρούσα ήμουν παθούσα ήμουν θανούσα.

 

 

Άσκηση Α
Θέμα 2 (αποχαιρετισμός)


Δεν λέμε αντίο


Οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκυρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια.
Αυτά που τους έμαθες.
Τραγουδούσες για την ελευθερία για την δικαιοσύνη
για τον έρωτα.
Για ιδέες ατέρμονες αεικίνητες
από αλλού φερμένες, σαν τον βυθό
σαν τον αφρό σαν το μαϊστράλι.
Ερχόσουν και χανόσουν
ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη

με μια κλωστή
λευκή και κόκκινη έπλαθες άριες
για την ελευθερία για την δικαιοσύνη για τον έρωτα.
Δεν κουνάμε τα μαντήλια μας
δεν λέμε αντίο
σε χαιρετάμε στον βυθό στον αφρό
στο μαϊστράλι.
Σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό
σου ψιθυρίζουμε, εις το επανιδείν.

 


Άσκηση Β
(κείμενο: Θωμάς Γκόρπας, Τίποτε δεν φοβήθηκα στη ζωή. Αισθάνομαι αθάνατος).


Ποιος θα μας σώσει;


Πού βρισκόμαστε;
Φοβάμαι.
Κι αν δεν φοβήθηκα τίποτα στη ζωή

Φοβάμαι τώρα
αυτά που ακούω αυτά που βλέπω
αυτά που συμβαίνουν.


Κι αν δεν φοβήθηκα τίποτα στη ζωή
κι αν ένιωθα αθάνατος Νιώθω
τώρα αηδία και λύπη
και φόβο.


Ο καθένας
λέγεται κορυφαίος ή μεγάλος
λέγεται
απλώς γνωστός ή τίποτε.

Παλιοί βουλευτές, νέοι βουλευτές παλιοί ποιητές, νέοι ποιητές παλιοί ηθοποιοί, νέοι ηθοποιοί
παλιοί συγγραφείς, νέοι συγγραφείς γνωστοί
εκλεκτοί
δεν υπάρχουν εξαρτώνται

από τα μέσα από τον Τύπο από κάποιον που κρατά στα χέρια του το χρίσμα.

Ποιος θα μας σώσει;
Ποιος είναι αυτός ο κάποιος;

Τα χρόνια περνούν και οι δεκαετίες χωρίς σοβαρότητα χωρίς σκοπό.

Δεν είμαστε οι καλύτεροι οι γνωστοί
οι κορυφαίοι οι μεγάλοι οι εκλεκτοί
είμαστε απλά κάποιοι κάποιοι, από όλους.

Ποιος θα μας σώσει;
Δεν θα μας σώσουν κάποιοι γνωστοί
κορυφαίοι μεγάλοι εκλεκτοί

Ή θα μας σώσουμε εμείς ή δεν θα σωθεί κανείς.

Ή θα σωθούμε μόνοι μας ή όχι, τίποτα, καθόλου.

 

 

Άσκηση-αυτόματη γραφή- ποίημα για τον έρωτα

Εσύ, εκεί.

πλάθω με τα χέρια μου δημιουργώ
γεμίζω αναπνέω
Είναι ο δικός μου κόσμος είναι όμορφος
άμα τον θες
στον χαρίζω, όλον
και τότε, θα γεμίσω φως Θα φτιάξω νέο κόσμο θα ’σαι πηγή εσύ
Άμα τον θες στον χαρίζω πάλι

κι αυτόν και τον επόμενο άμα τον θες
είναι δικός σου
εγώ, θα αναπνέω ακόμη
γιατί θα είσαι εσύ, γεμάτος Αυτό μου φτάνει.

Δεν θέλω τίποτα δικό μου άμα, δεν είσαι εσύ εκεί.

 

****

Κατερίνα Στρίμτσου

ΑΣΚΗΣΗ Α, 1ο ΘΕΜΑ

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ξημερώνει
και βαδίζω.
Ο νους χαμένος
σε ξένη χώρα
άλλη ζωή.

Μάτια που βλέπουν
άγνωστη γη
νέους ανθρώπους.

Κι αν αγγίξω με τα χέρια μου
τα πράγματα
και έρθω πίσω
το βλέμμα γυάλινο
η ανάσα μου κενή.

Στρέφω πάλι τα μάτια
αλλού
και βαδίζω.

________________________________________

ΑΣΚΗΣΗ Α, 2ο ΘΕΜΑ (Βασισμένο στον Αποχαιρετισμό στον Νίκο Καββαδία του Χρήστου Παντελίδη)

Έφυγες νωρίς
πριν προλάβω να σε φιλήσω αντίο.
Άπλωσα τα δάχτυλά μου
μα άγγιξαν τον αέρα.

«Πρέπει να ψάξω,» έλεγες.
«Να βρω το λόγο της ύπαρξής μου.»
Μα εσύ τι βρήκες;
Μόνο πέτρες και σκόνη.

Δεν κουνάμε τα μαντήλια μας
μόνο σε κοιτάμε να πλέεις μακριά
και να βουτάς στη θάλασσα
να ψάχνεις.

Και είναι Μάρτης.
Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη!
Έτρεχες μέσα στα λουλούδια
ανέπνεες τη γύρη.

Είμαστε όλοι εδώ
καθισμένοι στο γρασίδι.
Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.
Έφυγες και δε γύρισες ποτέ.

Έμεινες ανάμεσα στις πέτρες και τη σκόνη.
Λάφυρα μιας περιπλανώμενης ψυχής.

________________________________________

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΡΑΦΗ: ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Τα χέρια σου, αστραπή στο δέρμα μου.
Η ανάσα σου, θαλπωρή στο πρόσωπό μου.

Ο χρόνος ρέει όταν είσαι δίπλα μου.
Η ώρα σέρνεται αν είσαι μακριά μου.

Τα βήματά μας, ζωγραφίζουν
δίδυμες γραμμές πάνω στην άμμο.

Τα δάχτυλά μου ακουμπούν τον καρπό σου
για να μη σε χάσω, μέσα στο πλήθος.

Κι εσύ χαμογελάς, όταν με βλέπεις.
Το βλέμμα σου με κρατά
πάνω από την επιφάνεια.

Τα κύματα που μ’ έπνιγαν
τώρα μονάχα
μου γλείφουν τους αστραγάλους.

________________________________________

ΑΣΚΗΣΗ Β (Βασισμένο σε διήγημα του Τόλη Νικηφόρου, από τη συλλογή διηγημάτων του Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς)

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Έξω από το θόρυβο και τη ζέστη
μπροστά στο αλάτι και τα παγωτά
καταφύγιο οι δροσεροί της τοίχοι
η ψιθυριστή σιωπή της.

Πατώ ευλαβικά στα πατώματά της
σέρνω τα δάχτυλά μου στις ραχοκοκαλιές των θησαυρών της.
Μέσα τους κόσμοι και άνθρωποι κι αλήθειες.

Κάποια ψυχρά και βαθιά σαν σπηλιά
άλλα θερμά και γλυκά σαν φιλιά.
Μελετώ τα εξώφυλλά τους,
σε τι κόσμο να βυθιστώ;

Ο δράκος, φύλακας των θησαυρών
με ζυγίζει με το βλέμμα.
Παίρνω δύο απ’ τους θησαυρούς της.
Υπόσχομαι, θα τους φέρω πίσω.

Έρχεται Φθινόπωρο και φεύγει
οι Κέρβεροι της εκπαίδευσης με ζητάνε πίσω.
Αλλά εγώ έχω χαθεί, σε νέους κόσμους.
Έχω ορκιστεί την αφοσίωση μου στο δράκο
και όλο γυρνάω στη δροσιά της
στους φυλακισμένους, δανεικούς της κόσμους.

 

****

Μαρία Φιλοπούλου


ΑΣΚΗΣΗ Α 1ο ΘΕΜΑ


O AΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Η Κασσάνδρα λάλησε τρεις.
ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ
Συνήθιζε να διαβάζει σκυφτός.
ΒΙΑ
Είμαστε σουφρωμένοι και βολεμένοι στα κενά ανάμεσα στα γράμματα του πληκτρολογίου.
ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Κάποτε με άφηνες να σου πειράζω τα μαλλιά και να βάζω τον Νίκο να τραγουδά για καλοκαίρια και λεμόνι στην πορτοκαλιά.
ΥΒΡΙΔΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας, σάλος έχει προκληθεί στη χώρα μας με το έγκλημα στον Πειραιά,
πατέρας έκοψε το κεφάλι του τρίχρονου παιδιού του και το έδωσε στην αρκούδα του ζωολογικού κήπου.
Αναρωτιέμαι αν είμαι εγώ η αρκούδα.
Κάποτε με άφηνες να σου πειράζω τα μαλλιά.

 

ΑΣΚΗΣΗ Α 2ο ΘΕΜΑ


Ποίημα με τέσσερις φράσεις από αποχαιρετισμό Καββαδία
ΓΡΑΜΜΑ
Αγαπημένε μας ποιητή καλό ταξίδι.
Δε βρέθηκαν ακόμη τα ίχνη της.
Το χωριό είναι κόκκινο απ΄ την αγωνία και κίτρινο απ΄ την πείνα.
Οι μισοί λένε πώς στην έκλεψαν οι Άλλοι.
Δεύτερο χέρι.
Αμαρτία.
Οι άλλοι μισοί πώς πνίγηκε πέφτοντας απ’ τη βάρκα.
Αν ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς ακόμη δε βρήκαμε τη σπηλιά που την σκεπάζει.
Της γριάς τα μάγια πιάσανε
Τη ξανθιά την κόρη κάψανε
Τα βατράχια την κοιμίσανε
Στου Άδη τα στενά την κλείσανε
Όλα άργησαν για σένα φέτος.
Η πίστη σώζει.
Άνθρωπος σωστός και συνετός.
Οι βουλές του Κυρίου είναι δίκαιες.
Το βράδυ ολονυχτία στο χωριό για τη μικρή σου.
Κάλπικα φαναράκια οι στιγμές, σιδερένιες σαΐτες οι μνήμες.
Δεν κουνάμε τα μαντήλια μας.
Θα ανταμώσουμε σύντομα, κοντοζυγώνει το πανηγύρι του Άη-λια.
Έχε γεια.

ΑΣΚΗΣΗ Β
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Τ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς ΣΕ ΠΟΙΗΜΑ

ΤΟ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩ

Ο χ και ο ψ παίζουν στην αλάνα
Ο χ γλείφει ένα παγωτό πατούσα
Ο ψ καπνίζει
Τι άραγε τ’ αλλιώτικο να ’χει η βιβλιοθήκη;
Η κυρία με τα γαρυφαλλιά μαλλιά έγνεψε
Έβγαλε απ’ το πουκάμισό της έναν μωβ λαγό
Θάλασσα ξέρασε η ψηλοτάβανη σάλα
Ο Βεδουίνος με το φράκο με άρπαξε
Ηδονή και λαγνεία
Στην άλλη κοιλάδα οι ποντικοί έχουν γιορτή
Ζαχαρωτά και ζεστή σοκολάτα στους επισκέπτες
Κάπου στο βάθος βλέπω τη μητέρα μου.
Γλυκιά που είναι η θηλιά της μάνας.
-Νικόλα έλα να φας το πρωινό σου θα αργήσεις στο σχολείο.
Αγαπώ κάθε τι μέσα σε αυτή τη βιβλιοθήκη.


ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ (ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ)
ΣΜΙΞΙΜΟ
Τις βρεγμένες νύχτες μας μόνο η σάρκα και το σκοτάδι ξέρουν.
Αν μπορούσα να ξεριζώσω την καρδιά μου.
-Ορίστε, σου ανήκει αγάπη μου.
Η γραμμή του κορμιού σου πλέκει μια αλμυρή καμπύλη που φτάνει ως το στήθος σου
Θέλω να ζήσω και να πεθάνω πάνω σε αυτήν την καμπύλη.
Ο έρωτας μας μυρίζει καραμέλα και θυμάρι.
Ξεφορτώθηκες τα τέρατα που μέναν στο σπίτι μου
ήταν μικρά μαύρα ζαρωμένα και γλιτσερά.
Με τράβηξες απ’ τον υπόνομο
Αναπνέω.
Εσύ το είδες και με πήρες αγκαλιά.
Νηρηίδα και σειρήνα μαζί.
Η φωνή σου χαϊδεύει γατίσια τον πανικό μου.
Σε αγαπώ.
Σε αγαπώ βαθιά.


****


Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας


Α’ ΕΞΑΜ Εργαστήρια Ποιητικού Λόγου
Καθηγητής: Κρεμμύδας Κώστας
Φοιτητής: Ιωάννης Τερζίδης

ΑΣΚΗΣΗ 1

1ο Θέμα

Απολογισμός

Λίγο είπα τον κόσμο μου, θέλησα άλλον.
Γρήγορες μηχανές. Καημένο ελάφι!
Δάσος δε σε φοβήθηκα, τον λύκο νόμισα κακό
είπα τέρας τη φάλαινα κι είδα τη θάλασσα εχθρό.
Κοίτα άθρωπε, ο ήλιος έγινε φονιάς
έχασε ο αέρας τ’ άρωμά του.
Αλήθεια, την αθανασία έψαξες;
Θεός η εικόνα έγινε
μα ο έρωτας έχει άρωμα, γλύκα και πίκρα έχει.
Ψιθυρίζει μα ξέχασες ν’ ακούς.
Ο έρωτας θέλει αισθήσεις πέντε.
Αλήθεια, ποια αθανασία έψαξες;


2ο Θέμα

Ωδή όπως 85 άλλες…

Τη γη πατρίδα σου την έλεγες
παντού αδέλφια τους ανθρώπους
και διάλεγες χειμώνες δύσκολους
σε μακρινούς άξενους τόπους

Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη
της Άνοιξης πρώτο παιδί
ήσουν στον άρρωστο το χάδι
του αδικημένου η φωνή

Ὁ Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης!
Άργησε και χάθηκες.
Τον φυλάκισαν; Πώς θα μεγαλώσουν οι μέρες;
Όλα άργησαν για σένα φέτος.

Κι εμείς μονάχα
Αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο,
από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό,
να στάξει σαν σπονδή και σαν ψιχάλα
κι ένα αρχαίο στήνουμε χορό

Άλλο τίποτα. Έτσι γίνεται πάντα.
Χορός από συνήθεια και συγκίνηση.
Μετά έγινες ήρωας Ερνέστο.
Κονκάρδες και μπερέδες.


ΑΣΚΗΣΗ 2


Τίποτε δεν φοβήθηκα στη ζωή. Αισθάνομαι αθάνατος


Χάθηκε η γλώσσα, η ταυτότητα.
Δίχως πυξίδα μοιάζει η πορεία.
Όλοι το ξέρουν, και δε μπορεί
να κάνει κάτι καμιά ηγεσία.

Παντού σκουπίδια, παντού αισχροκέρδεια
πώς να μιλήσουμε για τουρισμό;
Ότι χρειάζεται μπροστά για να πάμε
σαν μάνα θα πέσει απ’ τον ουρανό;

Με το πριν που μας έδενε το νήμα, κόπηκε.
Πώς η ζωή να προχωρήσει; Η τέχνη πώς;
Χωρίς η τέχνη του χθες και τα γράμματα
να ’ναι η δάδα στο σκοτάδι και το φως


Μια αίσθηση είχα πάντα αθανασίας.
Ποτέ νωρίτερα δεν είχα φοβηθεί.
Τώρα με ζώνει ο φόβος, με τυλίγει
περίεργα, παράξενα πολύ.

Μ’ αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω,
αισθάνομαι αηδία, φόβο, λύπη
κι εύχομαι μοναχά με τον καιρό
θα καθαρίσουν νους και μάτια απ’ την ομίχλη.

Να δούμε πως δεν είμαστε ο καλύτερος
ούτε του κόσμου ο χειρότερος λαός.
Είμαστε όπως όλοι οι άνθρωποι.
Δεν μας ξεχώρισε για κάτι ο Θεός.

Στην πράξη οι κυβερνήσεις δοκιμάζονται
και κρίνονται καλές είτε κακές.
Παρωχημένοι πια είναι και ανούσιοι
οι τίτλοι «αριστερές» ή «δεξιές».

Εδώ το παραμύθι απ’ τον Εμφύλιο
που λέει για νέους, για παλιούς και για καλούς,
ζει βασιλεύει και χαρακτηρίζει
βουλευτές, συγγραφείς, ηθοποιούς.

Κι είναι μεγάλος, εκλεκτός, γνωστός κι ωραίος
όποιος τον τρόπο βρήκε στην σκηνή
να τον κρατάει σταθερά η πληρωμένη
του δημοσιογράφου η πένα κι η φωνή

Περνάν τα χρόνια κι όλο περισσότερο
η αλήθεια χάνει τη φωνή της.
Στην τετριμμένη λέξη «σοβαρότητα»
νόημα δίνει μόνο η έλλειψή της.

Ο παραλογισμός επιδημία έγινε,
οι αυταπάτες στήνουνε χορό.
Άλλοι απ’ τη Δύση σωτηρία περιμένουμε
κι άλλοι να ’ρθει «το Γένος το Ξανθό»

Και βέβαια στο Θεό ελπίζουμε.
Δε βλέπουμε, δε θέλουμε να δούμε
πως οι ίδιοι μας θα πρέπει να παλέψουμε.
Για να σωθούμε, αλλιώς δε θα σωθούμε.


Αυτόματη γραφή

Ήρθες

Στα χρώματα της αυγής, στης θάλασσας το γαλήνεμα
πώς μπορούσες να λείπεις;
Ταξίδευε η γη, ξόδευε χρόνια.
Σε περίμενα.
Ήρθες
μετράω το χρόνο με χρώματα
με άρωμα γης στις πρώτες ψιχάλες.
Με τα φιλιά σου μετράω το χρόνο.
Ήρθες.

 


****


Άννα Φιτσοδασκαλάκη

Μάθημα: Εργαστήριο ποιητικού λόγου
Καθηγητής: Κρεμμύδας Κώστας


Άσκηση Α20-1-2023


ΘΕΜΑ 1Ο:
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Άσπρισε η κεφαλή μου, τα μάτια μου θόλωσαν
Οι ρυτίδες χαράκωσαν το πρόσωπό μου
Η ομορφιά, εκλάπη.

Με αγκαλιές την περιουσία μου μαζεύω
Τα σωστά, τα λάθη μου, τα μπρος και τα πίσω
Έτοιμη να αποχαιρετίσω.

Μα πώς λάμπουν έτσι , Θεέ μου;
Σαν τα χρυσά νομίσματα που θα με περάσουν απέναντι.


ΘΕΜΑ 2ο:
(ακροστιχίδα)

Συγγνώμη ψάχνω να πω
Τα λόγια δεν έρχονται στα χείλη
Αν όλα άργησαν για σένα φέτος
Θαρρώ πως εμείς έχουμε την ευθύνη. Όμως, στους
Ήλιους δεν κουνάμε τα μαντήλια μας
Σαν εφιάλτης έφτασε η είδηση
Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό,
Άλλοι επέστρεψαν στη βάση τους
Ρωτώ γιατί , μα ποιος θα θεριέψει την απάντηση
Ίσως το φως σου να ’ταν πολύ λαμπερό
Όπως είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό
Σήμερα όμως η μέρα είναι της πνιγερής σιωπής.

(αναφορά στους δύο πιλότους που χάθηκαν κατά τη διάρκεια άσκησης στην Ανδραβίδα, Στάθης Τσιτλακίδης, Μάριος Τουρούτσικας)

Άσκηση Β20-1-2023

Εκφώνηση: να μετατρέψετε σε ποίημα ένα από τα παρακάτω κείμενα
Επιλογή: Τόλης Νικηφόρου, Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, διηγήματα.

Στο καλοκαίρι αφέθηκα γιατί ήταν υποσχέτης
στο σώμα του σεργιάνισα να βρω το θησαυρό μου
στης άμμου τα κρυμμένα, στης θάλασσας τ’ αστέρια
Ώσπου έφτασαν τα βήματα στου λόγου τα γραμμένα

Η μυρωδιά στο σπήλαιο με φόρεσε σα μπήκα
η λάμψη απ’ τα γράμματα εθάμπωσαν το νου μου
Μαγεύτηκα, γελάστηκα, ενέδωσα στη χάρη
ετόλμησαν τα δάχτυλα να νιώσουν την υφή τους

Και μέσα τους ταξίδεψα, μεγάλωσα κι ανδρώθηκα
τ’ ασήμαντα απαρνήθηκα και τα ’βαλα στην άκρη
υπόσχεση μου έδωσα πως θα τον σπαταλήσω
τον θησαυρό μου τον πεζό κι εκείνον με το μέτρο

 

***


Δάφνη Πιτερού

Απολογισμός
Και να που φτάσαμε κι εμείς ως εδώ.
Στα χείλη μας μια γλυκόπικρη γεύση.

Να ’ναι τα παιδικά όνειρα που φως δεν τα ’δε;
Να ’ναι της νιότης τα σχέδια που σχέδια έμειναν;
Ή μήπως η μοναξιά που έγινε η νόμιμη σύντροφός μας;

Είναι πόρτες που δεν άνοιξαν
μυστικά που δεν κρατήθηκαν
σώματα που δεν αγαπήθηκαν
φωνές που είχαν δίκιο μα δεν εισακούστηκαν
λάθη που δεν διορθώνονται
γιατί χρόνος πια δεν υπάρχει.

Κι όμως μας συντροφεύει μια παράξενη δύναμη.
Ίσως γιατί αντέξαμε να κάνουμε αυτόν που ως εδώ έφτανε
τον δρόμο.

 

Το τέλος

Δυο τρεις κουβέντες και μετά φευγιό.
Το πιο θλιβερό ραπόρτο.
Όλα «καπνός κι αιθάλη».
Ένα κενό.

Πόσο καιρό θα πάρει
πόση θλίψη
πόση απόγνωση θα με τυλίξει
που κάθε μου βράδυ
χωμένο στο πούσι θα μοιάζει;

Κάποτε όμως ελπίζω πως κάτι
αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει
εγώ κι η καρδιά η σπασμένη κομμάτια
θα δέσουμε τις καινούριες παντιέρες στα ξάρτια.

 

Έρωτας

Τόσο κοινός και όμως τόσο μέγας
για όλους γίνεται όταν τους αγγίξει
τόσο ξεχωριστός για τον καθένα
που ένα άλλο πρόσωπο θα δείξει.

Το πρόσωπο αυτό ούτε ο ίδιος
καλά – καλά δεν ήξερε πως έχει
κι όμως ο έρως είναι αυτός που έξω φέρνει
το υλικό που κάθε άνθρωπο συνέχει.

Χαρά, ευτυχία, βόλτα ως τ’ αστέρια
χτύποι καρδιάς, του στομαχιού τα ρίγη
αλλά και πόνος, δάκρυα, προδοσία
όταν την άλλη όψη του ανοίγει.

Όσο και αν πονάει τους ανθρώπους
ποτέ κανένας δεν θα ’λεγε όχι
σ’ ένα νέο ξεκίνημα που ίσως
του ονείρου μας θα πιάσει η απόχη.

 

Η Ελλάδα σήμερα
(μετατροπή σε ποίημα του κειμένου του Θωμά Γκόρπα «Τίποτε δεν φοβήθηκα στη
ζωή. Αισθάνομαι αθάνατος»)

Τέλμα βαθύ.
Πού να πατήσεις;
Γλώσσα, ιστορία ελληνική
στις αναμνήσεις.

Με βλέμμα στο χρήμα
το θαύμα αργεί.
Το παρελθόν πώς θα κλείσει
κάθε πληγή;

Ό,τι αρμόζει να κρατηθεί
αυτό θα ενώσουμε με τη ζωή
που συνεχίζει να μας ρωτά,
να εξελίσσεται, να προχωρά.

Μία ψευδαίσθηση αθανασίας
έλλειψης φόβου, μονοτονίας
σ’ αυτά που γίνονται υποχωρεί,
απομακρύνεται, πισωπατεί.

Αηδία, λύπη, φόβος κι ευχή
να καταλάβουμε αυτή την ψυχή
τι είναι, τι όχι, πόσα μπορεί,
σε τι πιστεύει και προχωρεί.

Είμαστε κάποιοι απ’ τους πολλούς
ισότιμούς μας, καλούς, κακούς,
πότε φασίστες, αριστερούς
χωρίς χαμένους και τυχερούς.

Οι κυβερνήσεις στους τώρα καιρούς
χωρίς καθόλου χρωματισμούς
ας επιμείνουν σ’ ό,τι σωστό
και ας ξεχάσουν το πονηρό.

Με την αξία του ο καθείς
τίτλους να παίρνει της εποχής
χωρίς τα μέσα και τους γνωστούς
να του προσφέρουν ξένους καρπούς.

Ό,τι αξίζει να προβληθεί
με σοβαρότητα να μας δοθεί
κι όχι ανόητα, περαστικά
τόσο επιπόλαια μα και χαζά.

Ό,τι είναι δίπλα, θα ’ρθει κι εδώ.
Μην περιμένουμε απ’ τον Θεό
να πλησιάσει για να σωθεί
αυτό το έθνος• και μόνο μπορεί.

 

***


Μιχαηλίνα Χατζηγιάννη

Απολογισμός

Μου έχει τελειώσει η μπαταρία.
Δεν έχω βούληση.
Δεν αντιδρώ ποτέ.
Οι αδικίες, δεν με αγγίζουν.
Κάνω την δουλειά μου με ακρίβεια.
Εξυπηρετώ άμεσα.
Εκτελώ μόνο. τις φυτεμένες μέσα μου εντολές.
Κάποτε όμως, θέλω επισκευή.
Εξαρτώμαι από τους άλλους στο ακέραιο.
Είμαι ένα ρομπότ.
Μου έχει τελειώσει η μπαταρία.
Μα κανείς δεν έρχεται, τελικά, να με γεμίσει.


Για τον Νίκο Καββαδία

Αγαπημένε μας, σύντροφε ποιητή!
Ψάχνεις μέσα στις λέξεις νόημα.
Ελπίδα, ζωή.
Μα εσύ τι βρήκες;
Κενό.
Παύση.
Ποιήματα φανταχτερά.
Όλα άργησαν για σένα φέτος.
Όπως και για κάθε επόμενη χρονιά.
Οι ώρες σου, ένα μικρό κομμάτι χαρτί.
Μουσκεμένο με δάκρυ αυθεντικό.
Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…


Ποίημα με Αυτόματη γραφή

Σβηστήκαμε.
Το τέλος ήρθε με ένα γραπτό αντίο.
Οι σκέψεις τώρα πειράζουν την σιωπή.
Τόση ακατάσχετη φλυαρία, για το τίποτα.
Γελοία ερωτικά συναισθήματα.
Σε ένα καβούκι. στον πιο σκοτεινό βυθό
σκάλωσαν σαν άγκυρα.

Μετατροπή πεζού σε ποίημα

Δικαίωμα ζωής.
Ποντάρισμα σε κουτσό άλογο.
Μπλόφα, με καμένο χαρτί.
Σκέψη εξόδου.
Λίγο πριν. υπέστην καθήλωση.
Με τα όνειρα, τις μνήμες, τον έρωτα
την παιδική επανάσταση
ενός τρελού Αντάρτη.
Τα χαλάω όλα για έναν έρωτα.
Νίκη με λάβαρο την ήττα.

***


ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

ΆΣΚΗΣΗ 1
Απολογισμός

Μας προσπέρασαν οι εποχές
ξεγλίστρησαν απ’ τα κενά
των ταραγμένων δακτύλων μας
ένας χρόνος, δύο χρόνια.
Η υποτιθέμενη εποχή του θριάμβου
καταπατημένη επιμελώς
από αδηφάγα στόματα
πέντε χρόνια, δέκα χρόνια.

Μαραθήκαμε για να ελπίζουμε
προσμέναμε ματαίως την ευωδία
απ’ τα λευκά μας άνθη
είκοσι χρόνια, τριάντα χρόνια.
Και ποιος ομιλεί για αποζημίωση
των χρόνων μας;
Και ποιος υπόσχεται δεύτερες ζωές;

Θρηνώ τους γενναιόφρονες
αυτού του κόσμου
’κείνοι που ’στε χαμένοι
μαζί κι οι ακόλουθοι σας.

ΆΣΚΗΣΗ 2 : από τον αποχαιρετισμό στον Καββαδία

Αγαπημένε μας,
πόση συντροφιά μας χάρισες
κι ελπίδα με τις λέξεις σου.
Αγκάλιασμα έγινες
για να κρατιόμαστε.
Μονάχα, ο Μάρτης απέμεινε
με τις θύμησες του
Αχ, αυτός ο Μάρτης,
ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη,
μαζί με ’σένα και ’μείς,
γινόμασταν παιδιά,
γελούσαμε και τραγουδούσαμε.

Τώρα μας λείπει τ ’οξυγόνο
σα να παραδώσαμε κι εμείς
την τελευταία μας ανάσα
σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο νερό
από τα μάτια μας, αγαπημένε μας,
είναι αλμυρό κι έτοιμο να σε ποτίσει.

ΆΣΚΗΣΗ 3 :Έρωτας – αυτόματη γραφή

Το μπλε της θάλασσας

Δεν λαχταρώ τίποτε παραπάνω
μονάχα να βρεθώ στ’ αλμυρά νερά.
Εκεί• νιώθω το σώμα μου
σωστή αιώρηση.
Εκεί• βουτώ με το κεφάλι
να ’χω κατεύθυνση προς ήλιο.
Κρατώ ανοιχτά τα μάτια
να βλέπω τις αντιφεγγιές,
χρώματα κι ονείρατά.

Βρίσκομαι στην επιφάνεια της
μικραίνω, γίνομαι γαλάζιο.
Δεν λαχταρώ τίποτε παραπάνω
μονάχα το ξέβρασμα της
λύτρωση να μου χαρίσει.

ΆΣΚΗΣΗ 4: Μετατροπή σε ποίημα από το απόσπασμα του Θωμά Γκόρπα


Δεσμώτης

Εχάθηκες στον ίδιο σου τον τόπο
νόμιζες κι εσύ ότι θα διαπρέψεις
γιατί γέννημα της Ελλάδας είσαι
γιατί το όνομα σου βάρος κουβαλάει.

Εχάθηκες στην ίδια σου τη γλώσσα
φώναζες Πλάτωνα κι Αριστοτέλη
κι ας μην γνώριζες
κι ας μην μάθαινες ποτέ.

Εχάθηκες στην ίδια σου τη φύση
πίστευες ότι καλύτερος είσαι
κι ας μην έφτανες κορυφή
κι ας μην τολμούσες.

Εχάθηκες στο κουτάκι σου
άκουγες ψέματα και στριγγλιές
σα να παραμορφώνονταν οι φιγούρες
σα να έπαιρνε την μορφή σου το κουτί.

Εχάθηκες στον ίδιο σου τον εαυτό
άφησες να σε προσπερνούν οι μέρες
φρονούσες πως θα ζεις αιώνια
πως εσύ δεν νικιέσαι.

Και τώρα που εχάθηκες,
πώς να ξαναβρεθείς;

***


ΤΣΑΚΟΥΡΙΔΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑ


ΤΜΗΜΑ 2 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ
ΑΣΚΗΣΗ: Σας δίδεται το ποίημα «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz (Τσέσλαφ Μίλος), Πολωνού ποιητή, πεζογράφου, μεταφραστή και διπλωμάτη. Ο ποιητής με τρόπο καυστικό μας δίνει έναν πυκνωμένο απολογισμό ζωής. α) Διαβάστε το ποίημα και στοχαστείτε πάνω σε αυτό. Κάντε ένα ποίημα με τον τίτλο «Απολογισμός» και θα πυκνώνει κριτικά τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.

Απολογισμός
Η νύχτα είναι η ώρα που αναλογίζεται κανείς τι έκανε στη ζωή του.
Όνειρα ανεκπλήρωτα, προσδοκίες και λάθη.
Τι κάναμε στη ζωή μας;
Κοιτάζεις το παρόν και σε τρομάζει.
Κοιτάς το μέλλον δεν βλέπεις φως
ακούς μονάχα φωνές να έρχονται από το σκοτάδι.
Όλα εκείνα τα ασήμαντα έγιναν τώρα βουνό
και έχεις να δώσεις απολογία για όσα έκανες σε αυτούς
στη νέα γενιά, που θα της παραδώσεις τον κόσμο.
Τι κόσμο;

*


ΑΣΚΗΣΗ: Να γράψω ένα ποίημα για τον έρωτα με αυτόματη γραφή

Εσύ
Και είδα τα μάτια σου.
Ως τότε ήμουν στο σκοτάδι.
Με είδε μια αχτίδα φως, όταν με πρωτοκοίταξε.
Τα πικρά μου χείλη γέλασαν!
Δεν είμαι πλέον μόνη.
Εσύ μ’ έβγαλες από τον χειμώνα της ζωής.
Σ’ αγαπώ με όλο το βάθος και το πλάτος της ψυχής.
Αγνά, με πάθος, χωρίς φόβο.
Σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω άλλον τρόπο!

*


ΑΣΚΗΣΗ: Να δημιουργήσω ένα ποίημα με βάση το κείμενο από το έργο του Τόλη Νικηφόρου Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, διηγήματα.

Ένας νέος κόσμος
Οι θύμισες της παιδικής μου ηλικίας στη Θεσσαλονίκη
η Περαία, το Μπαξέ Τσιφλίκι και η Αγία Τριάδα.
Και από τη φασαρία της πόλης στην ησυχία της βιβλιοθήκης.
Τα βιβλία! Καθένα κι ένας κόσμος διαφορετικός.
Να σου υπόσχονται τα μυστικά τους.

Πρώτα επεξεργάζεσαι τα βιβλία συνολικά.
Τα κοιτάς, τα πιάνεις, γυρνάς από ράφι σε ράφι
και τέλος επιλέγεις.
Καθένα σου δίνει διαφορετική αίσθηση.
Απ’ τα πολλά που θέλεις διαλέγεις ένα δειλά – δειλά.

Ξαφνικά γίνεται η βιβλιοθήκη το νησί των θησαυρών.
Θησαυρών που είναι δικοί σου,
αλλά ταυτόχρονα μπορούν κι άλλοι να τους γευτούν.
Θησαυρών που με κάθε άγγιγμα αυξάνονται!

*

ΑΣΚΗΣΗ: Χρησιμοποιήστε αυτούσιες τέσσερις (4) από αυτές τις φράσεις που εσείς θεωρείτε ποιητικές από τον αποχαιρετισμό στον ποιητή Νίκο Καββαδία και συνταιριάστε τες με όσες πρωτότυπες δικές σας κρίνετε απαραίτητες σε ένα πρωτότυπο και ευφάνταστο ποιητικό κείμενο.
• τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια
• δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε
• O Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη!
• Όλα άργησαν για σένα φέτος.

Άνοιξη
Κι εγώ βρίσκομαι ακόμα εδώ τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια!
Δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε.
Μείναμε τελικά μόνοι
χωρίς τόπο, χωρίς την αγάπη μας.
Μάρτη σε είχα πρωτοδεί.
O Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη!
Δυνάμωνες μέσα μου
και τώρα, τώρα όλα τελείωσαν.
Όλα άργησαν για σένα φέτος.
Για σένα και για μένα δεν ήρθε φέτος η άνοιξη.

***

Μαρία Σκυριώτη


Απολογισμός
Ό,τι χλευάσαμε μικροί γινήκαμε το ίδιο
γονείς με λεύτερη καρδιά
και με κουσούρια σοβαρά

Γελάσαμε στις γειτονιές, πιαστήκαμε στο ξύλο
Ήρθαν μετά οι συννεφιές
δε βρίσκαμε το φίλο

Τα γέλια δεν σταμάτησαν, μα έβγαζαν πικρία
οι οθόνες μας μάς θόλωσαν
χάσαμε την παιδεία

Πού είναι η ουσία μας, η θεία φαντασία μας;
Η φύση γέμισε ορμόνες
για ένα like όλοι πόρνες.


Σκάντζα βάρδια

Ψάχνω να βρω τη ρότα μου ζωσμένος μες στο πούσι
ψελλίζω τα τραγούδια σου όλα οσά ’χω ακούσει.

Τα πόδια μου είν’ άγκυρες, ξάρτια τα όνειρα μου
πάω για σκάντζα βάρδια, γυρεύω τη στεριά μου


Ποίημα Παθολογικής

Η σύμβαση στην κλινική θα έληγε σε λίγο
ο έξω κόσμος φάνταζε κακόγουστο αστείο

Τότ’ ήρθε στο δωμάτιο ο ασθενής αντάρτης
ξένος στην Παθολογική, τουρίστας ορειβάτης
Σε διέκοψε απ’ τη μυστική ενέσιμη σου δόση
ήρθε σαν από μηχανής τη σκέψη σου να υψώσει

Ο αντάρτης σε καθήλωσε, το παραλήρημά του
μ αναφορές ιστορικές, μάχες κι ηρωικές στιγμές

Το βλέμμα σου πήρε φωτιά, οι μνήμες εύφλεκτα υλικά
κι ήρθε εκείνο το παιδί που κάποτε ήσουν εσύ
Σου μίλησε για εκδρομές, πάρτι, εφηβικές ορμές
αγώνες, πορείες και φωνές, απεργίες, δράσεις τολμηρές

 

Τον έρωτα ρωτώ γιατί

Κύματα μεγάλα
ορμούν μες στο μυαλό
χάνουν τα λόγια τον ειρμό
πού πάω εγώ
και τι ζητώ

Η φαντασία βοηθά
με πάει ψηλά
κοιτώ μακριά
Η λογική δε μου γελά
θυμώνει
δε με χαιρετά

Περνά ο καιρός
όλα στο φως
πέφτουνε ντόμινο νεκρά
Ψάχνω ξανά τη λογική
με χαστουκίζει
αποχωρεί

***


Παρασκευή Τσαβαλιά


(Από τον Αποχαιρετισμό στον Νίκο Καββαδία)

Ο Μάρτης… Αχ αυτός ο Μάρτης!
Ξαναγεννιέσαι στην τρίτη του τη μέρα κάθε χρόνο.
Τη θυμάμαι εκείνη την Τετάρτη την συννεφιασμένη
που απόχτησα το πρώτο μου παιδί.
Στο ράδιο ο Σπύρος με τη Λήδα τραγουδούσαν
«Όταν θα γεννηθεί ο γιός μου θα είναι μια μέρα σαν τις άλλες»
Κι έτσι ήταν για ολόκληρο τον κόσμο
Έξω από εμένα και από εσένα.

Από τα γαλανά σου μάτια
πόσες φορές δεν σφούγγισα
φιλτραρισμένο θαλασσινό νερό
που μ’ έτσουζε δυο φορές εμένα από ότι εσένα,
σαν δίκοπο μαχαίρι σε πληγή.

Αφήνοντας συντρόφους παλιούς στο παραμέρι
που σε χουγιάξαν σαν πήρε το μυαλό σου να γυρίζει «ανάποδα»
Ω! δεν υπάρχει άλλος τέτοιος πόνος
να τα σπας με τους συντρόφους
λέγοντας πως αν ο Κολόμβος βρήκε την Αμερική
εμείς δεν ανακαλύψαμε ακόμα Ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε.
Πάμε για άλλα.

Και τον Δεκέμβρη του ΄8 με τις φωτιές, τις εξεγέρσεις και τα δακρυγόνα
Που σου ’πα πάρε με γιόκα μου μαζί σου,
Μου είπες μάνα δεν είναι πια στιγμές αυτές για σένα.
Παλεύω εγώ και για τους δυό.
Κι όμως εγώ το ορκίζομαι πως δεν σε έπλασα καθ’ ομοίωσιν,
Κι όμως εσύ έτσι εγίνεις, γιέ μου αγαπημένε.

Και τώρα που σε διώξανε στην ξενιτιά τα άγρια τα Μνημόνια
Που
μας απορφανέψανε σαν χώρα
από τον καλύτερο ανθό της γενιάς σου
δεν θα σου κουνήσω μαντήλι αποχαιρετισμού
αλλά θα δέσω στο πιο ψηλό κατάρτι την κόκκινη παντιέρα
για να την βλέπεις από μακρυά και να ξαναγυρίσεις

 

Απολογισμός
Κάθεται στην καρέκλα της
και πλέκει ζιπουνάκια
για των παιδιών που φύγανε
τ’ ανύπαρκτα εγγονάκια.

Ρίχνει ματιές εδώ κι εκεί
στο δρόμο πάνω κάτου
οι μαθητές σχολάσανε,
πορεία συνδικάτου

Φίλες, γνωστές πετάξανε
στους μακρινούς τους τόπους
και που να ξομολογηθεί
και τι να πει σ’ ανθρώπους.

Που δε γροικάνε
μήτε ζει ,μήτε και αν πεθαίνει
κι ο παπαγάλος στο κλουβί μόνος
φωνάζει «Τζένη».

Έναν καφέ με ποιόν να πιεί
να πει παραπονάκια
για τη ζωή που πέρασε,
για πίκρες και φαρμάκια.

Σαν νέα ήταν άθεη
ήταν η «Κόκκινη Έμμα»
μα τώρα κάνει το σταυρό
για θα διαβεί το ρέμα

Ποια ήταν, πως κατάντησε
μια ζαρωμένη μούρη
πόσους συντρόφους πούλησε
φοβάται το κιβούρι.


Ποίημα βασισμένο στο διήγημα από το βιβλίο διηγημάτων του Σπύρου Μπρίκου Ιατρικό παράδοξο

Γιατί αυτό τον λαχνό άφησε στο μεράδι μου η Λάχεσις κι εγώ δεν είμαι από αυτούς που λένε γιατί σε μένα.
Εμέ με καθόρισε η πάθησης κι εγώ θα ορίσω τη μοίρα μου και την μοίρα των ανθρώπων.
Είμαι από τους τυχερούς που το κατάλαβαν πως μόνοι τους αυτοί καλούνται να αλλάξουν τις τύχες του κόσμου, χωρίς αναθέσεις, χωρίς αναβολές, χωρίς αναστολές και με την κόκκινη σημαία να ανεμίζει, κι ας μην τη βλέπω, την βλέπουν οι άλλοι και παίρνουν θάρρος από εκείνη και από εμέ.
Με ένα λευκό μπαστούνι και μία ντουντούκα θα οδηγήσω τον κόσμο στο αγαλληνό το φως της εξημέρωσης του εξανθρωπισμού, της Παγκόσμιας αγκαλιάς και του αιώνιου γέλιου.
Να πιστεύουμε στους τρελούς γιατί είναι προφήτες, είδαν το μέλλον που έρχεται και που δε θα το ζήσουν, όμως παλέψανε γι αυτό και γι αυτό τρελάθηκαν.


***


Παναγιώτα Παπαδοπούλου
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1ο θέμα

«Απολογισμός»

Και στο τέλος της μέρας τι;
Μόνος σου με ένα γιατί
Σκύβεις κεφάλι, μένεις εκεί
Στο μέρος που ξέρει να σε ηρεμεί

Βράδυ πρωί με μια παραζάλη
Που ο έρημος νους δεν μπορεί να αποβάλλει
Δεν ανασαίνεις, φοβάσαι, πονάς
Στα χρόνια της πλήρης, βουβής ανοστιάς

Η μια διέξοδος είναι η φύση
Ακόμα κι αυτή σου την έχουν στερήσει
Το βράδυ βγαίνεις μια βόλτα αργά
Με τσιγάρο στο χέρι, σε λένε φυγά

Με τα μάτια αντικρύζεις ποια είναι η ζωή
Και για λίγο επουλώνεται κάθε πληγή
Να φύγεις, να τρέξεις πολύ μακριά
Ξεφορτώσου κάθε είδους βρωμιά

Τι σε εμποδίζει από αυτή τη σκλαβιά
Εσύ έχεις το λουκέτο, εσύ και τα κλειδιά
Κάτσε και μέτρα τι έχεις δώσει
Αυτό ίσως μόνο μπορεί να σε σώσει

Σε αυτή την παράνοια που τη λένε ζωή
Εσύ να μην ψάξεις ποτέ το γιατί

2ο Θέμα

«Το ταξίδι»

Πάνω που ορκιζόμουν πως η ζωή κρύβει ομορφιά
Το αποχαιρέτησα αυτό το όνειρο
Ήθελα! Αχ πόσο ήθελα να σε έχω πλάι μου
Αλλά εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό

Έμεινα εδώ να κοιτάζω, ένα καράβι ζωσμένο στο πούσι
Δεν θα ξαναδώ ήλιο ούτε και φως. Σαν αυτό των ματιών σου
Το σκοτάδι μου θα είναι η μόνη συντροφιά
Μέχρι να σε ανταμώσω πάλι

Ήθελα! Αχ πόσο ήθελα να με δεις να μεγαλώνω. Ο νους μου ταξιδεύει.
Και ακόμα δεν βρήκα την δική μου ήπειρο να ξεμπαρκάρω
Ποιος θα τραβήξει το κουπί μαζί μου στο καράβι που λέγεται ζωή
Κρυώνω! Στη σκέψη ότι δεν σε έχω καπετάνιο

Φιλτραρισμένο το δάκρυ απ’ τα μάτια μου γιατί δεν θέλω να σε φουρτουνιάσω
Θα φοράω φουστάνι κι εκείνο το καπέλο. Θυμάσαι;
Αυτό που μέσα του φύλαγα σφιχτά την κάθε μας στιγμή
Υποσχέσου μου πως η διαδρομή αυτή δεν θα χει τελειωμό
Και εγώ στο ορκίζομαι θα μαι καλός συνταξιδιώτης.

 

 

3η άσκηση: Μετατροπή πεζού σε ποίημα
(Τόλης Νικηφόρου, Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπού).

Παρασκευή! Μια Παρασκευή όπως όλες οι άλλες.
Η συνηθισμένη μου βόλτα. Εκεί, στο μικρό καραμπουρνάκι
Γέλια παιδικά και φωνές. Πολλές φωνές. Οι πιο πολλές εσωτερικές.
Το καλοκαίρι μου! Ζέστη πολύ μα κρύο μέσα στην ψυχή
Στο τέλος του δρόμου ένα επιβλητικό κτήριο
Δεν ξέρω να τολμώ μα μήπως ήρθε η ώρα;

Πρώτη φορά μίλησε κάτι στην ψυχή μου δίχως στόμα
Καθρέπτης μαγικός που μέσα του θωρώ
Μια άλλη πτυχή του εαυτού μου
Όλες οι αισθήσεις μου άρχισαν να λειτουργούν
Μα κάπως διαφορετικά αυτή τη φορά

Πως είναι δυνατόν λίγες σελίδες να ζεσταίνουν την καρδιά μου;
Και ένα εξώφυλλο, παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο, να με θησαυρίζει;

Απέκτησα φίλους ξαφνικά. Φίλους από όλα τα πέρατα της γης.
Άλλοι μιλούν με στίχους και άλλοι διηγούνται ιστορίες.
Κάποιους τους αδίκησα μα θα επανορθώσω.
Εύκολα γίνεται το τελευταίο ράφι πρώτο.

Τα λόγια κάποιου με στοιχειώνουν
Πρώτη φορά όμως ανήκω κάπου και πρέπει να γιορτάσω
Χαρά που δεν μοιράζεται είναι μισή χαρά
Και εγώ πλέον έχω τους πιο καλούς φίλους.