Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων,
μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφ Ζ’, παρ. 6
πάτερ Χαράλαμπε κόψε την καρδιά της και πέτα τη στα σκυλιά. .
έκοψε ο παπάς την καρδιά της χωρίς αντίο και τρυφερά κομμάτι κομμάτι την τάισε στο σκύλο. είχε έκφραση τόσο γαλήνια την ώρα εκείνη. ο σκύλος έτρωγε κι έκλαιγε. κάτι μέσα του κλωτσούσε. μαζεύτηκαν κι οι γάτες να φάν’ του σκύλου τα περισσεύματα. μαζεύτηκαν σφήκες και μέλισσες να πιουν το ρέον αίμα. μαζεύτηκαν τα μυρμήγκια – όλο και κάτι θα ’βρισκαν. οι γάτες άρχισαν νιαούρισμα βαρύ. τα έντομα πήραν να βουίζουν. σκιάχτηκαν τα οικόσιτα: βόδια κατσίκες πρόβατα. άρχισαν τα βελάσματα μουγκανίσματα και λοιπά. και ξεσήκωσαν τα γουρούνια σε ρόγχους. κι οι σκύλοι από άλλες γειτονιές άρχισαν να ουρλιάζουν. και τα μωρά φοβήθηκαν και έκλαιγαν. έτρεχαν τα παιδιά με κραυγές χαράς και φόβου στους δρόμους. οι ομιλίες των ανθρώπων σα σύρσιμο απλώθηκαν. τα γαϊδούρια γκάριζαν. τ’ άλογα έκοψαν τα σκοινιά – πήραν να τρέχουν να χλιμιντρίζουν προς το άγνωστο. ο νεκροθάφτης που έκοβε βόλτες στα μνήματα χτύπησε τις καμπάνες μην ξέροντας τι κακό είχε βρει του χωριού το σινάφι. όποιος είχε ξωκλήσι κοντά στο χτήμα του πήγαινε στην καμπάνα και τη χτυπούσε. τα δυο παρατημένα περιπολικά άρπαξαν ευκαιρία και άναψαν τις σειρήνες. οι δεκαεξάχρονοι πήραν τα μηχανάκια και μάρσαραν. οι κοπελιές πήραν σβάρνα τα σπίτια χτυπώντας κουδούνια και πόρτες. άκουγες πιατικά να χτυπούν. παρατούσαν οι άνθρωποι το φαΐ τους και έβγαιναν για να δουν τι συμβαίνει. όλα τα τηλέφωνα του χωριού χτυπούσαν. σαν βραδιά ανάστασης. σαν κήρυξη πολέμου. σαν γιορτή που ετοίμασε ο θάνατος.
αυτή – με χαρούμενη έκφραση γυμνή με κλαδί ακανθώδες μπηγμένο στο μέλος της – στα πόδια του παπά κειτόταν πεθαμένη. ενώ η γραία μάνα της συνοφρυωμένη δίπλα επιβράβευε του σκυλιού το τάισμα. ο πατέρας στα γόνατα με τα χέρια στο πρόσωπο κρυφάνοιγε τα δάχτυλα να δει το κορμί της κόρης.
τη νεκρή δεν τη μάζεψε κανένας. τη στεφάνωσαν μύγες. την άλλη μέρα –Κυριακή– διαβάστηκε το αποχαιρετιστήριο γράμμα της στην εκκλησία: δε μπορώ να ζήσω άλλο εδώ. μίσος σέρνεται παντού με πιάνει και με πνίγει. οι άντρες βάρβαροι. οι γυναίκες πληγή. παρακαλούσα το θεό για χρόνια να με πάρει. δε μ’ έπαινε. πάρε με διάολε εσύ να με θέσεις: εκτός του άλγους του ζόφου του μίσους του κόσμου. αντίο σε όλους χωριανοί μου που σκοτώνεστε. γλιτώνει με το θάνατο ο μικρούλης εαυτός μου. το εκκλησίασμα βουβάθηκε. οι ψάλτες άρχισαν ψαλμό. την προηγούμενη η πλάση αυθόρμητα είχε γιορτάσει το διάολο. την άλλη μέρα φίλιωσε το χωριό.
τα παιδιά που γεννήθηκαν εκείνη τη χρονιά ήταν καταραμένα. έφεραν στην καρδιά τους διαόλου σημάδι. όταν έβλεπαν άνθρωπο τους πονούσε η ύπαρξη. κάτι ξέρω. ρωτήστε με κι εμένα.
Κατερίνα Ζησάκη
Share this Post