Θανάσης Μαρκόπουλος, ‘Βροχές Βερμίου’ * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

 

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ποιητής και συγγραφέας πολλών άλλων μελετών, με τίμησε με τα βιβλία του Η Λέξη της Λέξης, Λογοτέχνες και γραφές, εκδ. Μελάνι, 2021 και με την ποιητική συλλογή του Βροχές Βερμίου, εκδ. Μελάνι 2022.  Με το πρώτο, μελέτες σε ποιητές  και πεζογράφους, ο φίλος Θανάσης Μαρκόπουλος μάς ξεναγεί με τη γραφή του, παρουσιάζοντας τη γραφή πολλών δημιουργών. Με εύστοχες κρίσεις και αναφορές ο συγγραφέας και ποιητής εστιάζει σε σημαντικά στοιχεία της γραφής πολλών δημιουργών, όπως είναι οι: Κούλα Αδαλόγλου, Π. Σφυρίδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ξ. Κοκόλης, Γ. Ρίτσος, Τ. Λειβαδίτης, Θ. Βαλτινός, Κ. Καρυωτάκης, Τ. Καλούτσας, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Αλ. Ζήρας, Δ. Κόκκορης, Ορέστης Αλεξάκης και άλλοι.

            Με την ένατη ποιητική συλλογή του Βροχές Βερμίου, τιμάει την εντοπιότητα ως τίτλο και με το ποίημα «βουνό», αλλά και με μνήμες ζωής, καθώς παρελαύνουν άνθρωποι του παρόντος και του παρελθόντος, με μνήμες, με αισθήσεις και αισθήματα αυθεντικά. Κύριο άξονα θεματικής αποτελεί ο χρόνος και η φθορά για τον άνθρωπο σε αντίστιξη με το «Βουνό», που κάτω από τον ίσκιο του φιλοξένησε και φιλοξενεί γενιές και γενιές, καθώς στέκει: «Κι αυτό εκεί/ βουβό κι ασάλευτο/ απόμακρο πάντα/ αθάνατο» (αντίστιξη θνητότητας του ανθρώπου και αθανασίας του βουνού). Σε όλα τα ποιήματα επιλέγεται η αστιξία, υπάρχουν, όμως, κενά ανάμεσα σε άνισες στροφές ή σε  μεμονωμένους στίχους. Στη «Μπαλάντα του ο», με μαύρο χιούμορ και με το μοτίβο του δάσους και του κακού λύκου του παραμυθιού, αναφέρεται σε παθήματα της ζωής, με την τεχνική του κύκλου. Αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να περάσεις το δάσος «χωρίς έναν λύκο κακό// Ουρανός χωρίς κεραυνό;/ Ζωή χωρίς εγκεφαλικό;/ Χωρίς επεισόδιο καρδιακό;/ Ένα μειδίαμα έστω καρκινικό;/», με μετεωρισμένους στίχους τον πρώτο και τελευταίο, που είναι ίδιοι: «Είπα κι εγώ» (σελ. 8). Εδώ τα ρητορικά ερωτήματα ισοδυναμούν όχι με ερώτηση, αλλά με θέση για όσα δεινά συμβαίνουν απρόκλητα στη ζωή μας. Στο ποίημα «Παραίτηση Χαρτοπαίχτη» από το καθημερινό και επιφανειακό διεισδύει στο εσωτερικό, ψυχολογικό, με ποικίλους μετρικά στίχους: «Φεύγει δαγκωμένο φεγγάρι/ κι αφήνει πίσω του/ αιμόφυρτη τη συνήθεια/» (σελ. 9). Σε άλλο ποίημα με τίτλο «Η σοφία του άλλου καιρού» θίγονται, με εξαίρετη μεταφορά και εικονοπλασία, σε οχτασύλλαβο και εννεασύλλαβο ίαμβο, θέματα υλικής και ανθρώπινης φθοράς, με επίκεντρο τον πόνο της μάνας: «Ανάμεσα σε τείχη από χιόνι/και γοφιά σπασμένα/ όπως ορίσει ο Θεός ψιθύρισε/ με τη σοφία του ζώου/ η ανήμπορη μάνα/ όταν κάποια στιγμή/ το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο/ κι άστραψαν τα δόντια του λύκου/ στο σούρουπο των ματιών της». Και εδώ η μάνα, η υπομονή και η έλευση του κακού με το μοτίβο του δάσους και του λύκου επανέρχονται (σελ. 10). Τα ιστορικά δρώμενα εισβάλλουν στο ατομικό και ιδιωτικό, με μνεία στη γιαγιά. Η γιαγιά παρουσιάζεται στα νιάτα της «Νιόπαντρη νεραντζούλα», όταν έχασε τον άντρα της στον Σαγγάριο και τον πήρε σε μια φωτογραφία, έτσι επιστρέφει από το Σαγγάριο μόνον η μνήμη του. Το τραγικό αυτό γεγονός την εξοικειώνει με τον θάνατο, αλλά με αφέλεια παιδιού τη φοβίζει το χώμα πάνω της, «Τόσο χώμα απάνω σου έλεγε/ τόσο χώμα» (σελ. 11), που ηχεί ειρωνικά, καθώς ο πεθαμένος δεν αισθάνεται, αλλά ο ζωντανός φοβάται. Σε άλλο ποίημα γίνεται λόγος για τον ψεύτη ντουνιά, για τη μετανάστευση των νέων, για το ολοκαύτωμα, όπου και πάλι εκείνο που μένει είναι η μνήμη, με το επιμύθιο: «Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο» (συνήχηση, μνήμα, μνήμη, σελ. 13), καθώς όχι μόνον με τον θάνατο, αλλά και με την κάθε είδους φυγή εκείνο που μένει είναι η οπτασία, η θολή εικόνα, η  μνήμη, στοιχείο που συνομιλεί με τα δημοτικά της ξενιτιάς.  

            Σε πολλά ποιήματα η αντίστιξη φθοράς και αφθαρσίας ισορροπεί μόνον μέσα από τη μνήμη των απόντων ή κάτι σαν ενοχή που εκείνος ζει και πολλοί σημαντικοί δημιουργοί έχουν φύγει πολύ νεότεροι ή σε αντίστιξη με τη φύση την άφθαρτη η ανθρώπινη φθορά είναι οριστική (σελ. 14, 15, 16). Σε κάποιους στίχους ανιχνεύεται ο ρυθμός του δημοτικού τραγουδιού, π.χ. «τρόπο δεν έχω/ να κάνω τη λύπη άνοιξη/ το δάκρυ χελιδόνι» (σελ. 17). Στη φθορά συμμετέχει και ο έρωτας σε αρκετά ποιήματα, π. χ. «Το σεντόνι», «Οι καλές συνέπειες της σχολαστικής αλλαγής». Η φύση δίνεται εικαστικά, αν και η φύση προκαλεί στον έρωτα, γνωστό από τη μυθολογία για τον Απόλλωνα και την πικροδάφνη στο ποίημα «Οι πικροδάφνες» (σελ. 19). Εξαιρετικό είναι και το «Επιτάφιος Έρως», όπου το ποιητικό υποκείμενο ζηλεύει «Κείνον», τον Χριστό τώρα, άλλοτε τον Άδωνη, που όλες οι γυναίκες, νέες και ώριμες, τον ασπάζονται ευλαβικά, με την υπέροχη εικονοποιΐα: «ενώ τα μυρωμένα μαλλιά τους/ φύκια και θωπεύουν το γυμνό του σώμα» (σελ. 20). Αλλού ο ποιητής υμνεί τα νιάτα, όπως στο ποίημα «Κορίτσι στο μπαλκόνι», αλλά υπάρχει και η απόρριψη της ομορφιάς, όταν δεν υπάρχει περιεχόμενο, π.χ. «Το κακέκτυπο», όπου ακούγεται το ηχηρό «ένα κακέκτυπο είσαι ψευδώνυμο/ δέρμα βαμμένο είσαι/ κομμένο και ραμμένο/ στα μέτρα της αυταρέσκειας», όπου η έλξη γίνεται άπωση με την αποκάλυψη της κενότητας (σελ. 23). Και στο «Ο οδοιπόρος της νοσταλγίας», με προμετωπίδα από τον Μήτσο Παπανικολάου, γίνεται λόγος για τη νιότη του τότε και τη φθορά του τώρα, όπου αυτός θυμόταν και εκείνη «έριχνε τα φύλλα της αργά αργά στα πόδια/ του μάταιου οδοιπόρου της νοσταλγίας» (σελ. 24).

            Η φύση συχνά σωματοποιείται και με τη μεταφορά αποκτά δρώσα υπόσταση. Έτσι ο χρόνος και η φθορά συνεργάζονται, όπως οι εποχές που η μία διαδέχεται την άλλη, κάτι που δε συμβαίνει στους ανθρώπους, καθώς μετά τη νιότη-άνοιξη και το καλοκαίρι, έρχονται το φθινόπωρο και ο χειμώνας ως γήρας και φθορά μόνιμη. Δηλαδή, η φθορά του σώματος με το πέρασμα του χρόνου, που αφήνει πάνω μας τα σημάδια του, αποτυπώνεται εξαιρετικά στο ποίημα «Σώμα Φθινόπωρο», όπου το σώμα είναι ταυτόσημο με το φθινόπωρο (ομοιόπτωτο και ουσιαστικοποιημένο), π. χ. «Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει», με ένα αναπάντητο γιατί, π.χ. «Ωραία λοιπόν να πάψω/ Όμως ο ίσκιος του γιατί μένει πίσω/ σκυλί που γαυγίζει/ και στιγμή δε μ’ αφήνει μάτι να κλείσω», με έκδηλη την αγωνία της φθοράς. Οι αναπνοές του ποιήματος, όπως και αλλού δίνονται με το κεφαλαίο γράμμα (σελ.25). Η σωματική φθορά από το πέρασμα του χρόνου απασχολεί τον ποιητή σε αρκετά ποιήματα, π. χ. «εγώ που τόσο απεχθανόμουν/ τον οίκτο των άλλων» (σελ. 26), ή το δίλημμα από την απώλεια χρήσιμων ωρών κατά τη γηροκόμηση της μάνας, που και μόνον ως σκέψη δημιουργεί τύψεις στο ποιητικό υποκείμενο. Εξαιρετικά ανθρώπινη είναι η σύλληψη του παππού, που διαπλέει τη νύχτα σαν ναυαγός αλλά με αναβολή και πάλι του θανάτου: «σαν ναυαγός που αντικρύζει στεριά/ και πώς να τον μερώσει/ […]/ ώσπου/ […]/ βουλιάζει στην άμμο// Το βράδυ ο παππούς πέφτει τούβλο στον ύπνο/ κι αναβάλλεται πάλι η προβολή του θανάτου» (σελ. 28).

             Έτσι, καθημερινά βιώματα και καταστάσεις γίνονται ποίηση, όπου το πρέπον και το μη πρέπον συγχέονται, όπως η ζωή και ο θάνατος, η παρουσία και η μνήμη, το παιδί της μνήμης τότε στο κοπάδι και ο ώριμος καταγραφέας του βιώματος τώρα, η μάνα και τα σημάδια από το σκάψιμο στην παλάμη της χειραψίας, καθώς δεν υπήρχε χρόνος για το χάδι της μάνας στον γιο. Και πάλι ο ποιητής επανέρχεται στη νιότη μέσα από την ανάμνηση των φίλων, με το επιμύθιο: «Οι φίλοι είναι η νιότη μου» (σελ. 31).  Κοινωνικό μήνυμα εκπέμπει και η συνύπαρξη στο ποίημα «Ο κλέφτης του ήλιου» (σελ. 34):

Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα
κι έναν σμάρι πουλιά φτερούγισαν
μέσ’ από το κεφάλι μου 

Αλλού έχουμε διάδραση φύσης και ανθρώπου στην ομορφιά, π.χ. «Το ηλιοτρόπιο του ανέμου» (σελ. 35). Εξαιρετική σύλληψη έχουν οι ενότητες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ στο ποίημα «Η λέξη της λέξης», όπου το πόδι του ποιητή βρίσκεται στον γκρεμό, εκεί μεταιχμιακά αναζητάει την ποίηση, το ποίημα κρύβεται σε «Απάτητο βουνό δασωμένο» και η ποίηση «σαν κάθε κορίτσι/ ονειρεύεται τον καλό της», τον αναγνώστη, μέσα από τη λέξη της λέξης (σελ. 37). Εξαιρετικές ποιητικές εικόνες επιστρατεύονται στα «Μονότοξα Γεφύρια» και αλλού (σ.38, 40). Επιτυχημένη έμπνευση έχει και το ποίημα «Οι επίγονοι», όπου ο ποιητής συνδέει τη Σπάρτη και την ωραία Ελένη με το τώρα, καθώς σήμερα «ένα φουστάνι αδειανό μονάχα/ ανεμίζει σε κάθε μπαλκόνι» (σελ. 43), ενώ πολλά ξενοδοχεία έχουν πάρει το όνομα «ενός ηττημένου συζύγου» με εμφανή τον σκωπτικό λόγο. Ο μεταφορικός και σκωπτικός λόγος στο ποίημα «Το κούτσουρο» (σελ. 44) ενέχει κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα. Η «Βραδιά Βερμίου», με το μαύρο χιούμορ, αναδεικνύει τη στάση των ανθρώπων στην ποίηση με τη μη παρουσία τους, οπότε ο τελευταίος στίχος είναι εξαιρετικά ανατρεπτικός: «Προς στιγμήν κλονίστηκα γρήγορα όμως αναθάρρησα/ Πού διάολο θα χωρούσαν όλοι αυτοί αναλογίστηκα» (σελ. 45).

            Προς το τέλος της συλλογής τα ποιήματα είναι πεζολογικά, αφηγηματικά, και αναφέρονται στη μάνα, στο παράπονο του γιου, στη μητρική αγάπη, που συνομιλεί με τις παραλογές, π.χ. στο ποίημα: «Μια μάνα ανάβει τον ήλιο». Παρών και ο ευαίσθητος μανάβης του δρόμου που του αρέσει ο Λόρκα και η μουσική, αλλά έρχεται η ανατροπή της κατάστασης, καθώς δηλώνει στην πρόθυμη κυρία να του δώσει στίχους του Λόρκα ότι είναι αγράμματος («[…] αλλά εγώ βλέπετε δεν ξέρω να διαβάζω», σελ. 49), δηλαδή η ευαισθησία δεν έχει σχέση με τον γραμματισμό. Εμπνευσμένο από την προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη, μικρό αλλά στιβαρό είναι το ποίημα «Μαθητεία στον Γιάκομπσον» (σελ. 50), με τον εξαίρετο μετεωρισμένο στίχο ως εντολή, επιτέλεση, όχι παράκληση: «Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης». Στο ποίημα «37 Αυγούστου», με τη συνομιλία των παιδιών και το κορίτσι νεράιδα (σελ. 51), ο ποιητής, μέσα από τον παιδικό, μυθολογικό και καθημερινό λόγο, θίγει θέματα παλιά και σύγχρονα με τους τρόπους και τις τροπές, που του παρέχει η γλώσσα. Επιλέγει τις κατάλληλες λέξεις και με την κυριολεξία και τη μεταφορά και όλη τη γλωσσική σκευή του, κάνει τον στοχασμό του ποίηση. Η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου έχει πόνο, εύρος και βάθος, βλέπει πέρα από την πρώτη εικόνα, είναι «Η ποιητική της οδύνης», είναι «Η ταπείνωση του αισθήματος». Ο απαιτητικός ποιητής ομολογεί ότι σκάπτει ένδον και αναζητάει εκείνο που δεν επαρκεί ούτε η γλώσσα να το εκφράσει, καθώς οι ποιητές αναζητούν το μη λεγόμενο να ανασύρουν στην επιφάνεια, το άρρητο θέλουν να το κάμουν ρητό, που για να γίνει τέτοιο θα πρέπει να είναι κάτι ξεχωριστό, ανθρώπινο και οικουμενικό. Ο ποιητής κυνηγάει την οπτασία για να της δώσει υπόσταση: «Γυρεύω πάντα συνέχιζε μια γλυκιά οπτασία που έρχεται διαρκώς από το βάθος της μνήμης και ποτέ δε φτάνει σε μένα» (σελ. 55).

            Τέλος, παρατηρούμε ότι ο ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος μετατρέπει την εμπειρία σε ποίηση, η μνήμη πηγαινοέρχεται στο παρόν και το απόν και η φύση σωματοποιείται. Επίσης,  αναδεικνύονται αισθήσεις και αισθήματα, αλλά και η ζωή με τον κύκλο της και ο θάνατος, μέσα από εικόνες, μνήμες και ανησυχίες. Έτσι, θέματα δύσκολα και σοβαρά γίνονται πιο απτά μέσα από την ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, γίνονται ήχοι, εικόνες και μνήμες, στις οποίες ο αναγνώστης εμβαπτίζεται ή και ανακαλύπτει κάτι από τον εαυτό του.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος πάλι μας ταξίδεψε σε νέα ποιητικά δρομάκια, ατραπούς, ανωφέρειες και κατωφέρειες, με τις Βροχές Βερμίου, τις βροχές αισθήσεων και συναισθημάτων, με άρωμα μακεδονικής αύρας.

                                                                                            Γλυφάδα 24-4-23
Χριστίνα Αργυροπούλου
Επίτιμη Σύμβουλος του Π.Ι.,  Συγγραφέας