12.9.18 Βγαίνω από την τρύπα μου και γυρίζω με ένα παστίτσιο στο χέρι. Νιώθω ασήμαντος, αλλά δεν έχω όρεξη να γράψω τα ασήμαντα, Oh ma douce souffrance / Je ne suis qu’un être sans importance. Νιώθω παντελώς άχρηστος. Ο Σεπτέμβρης πάει χειρότερα από τον Αύγουστο τα νέα δεν είναι καλά από την Αυστραλία, η Μαρία δεν έχει συνέλθει ακόμη δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της, δεν πάει στη δουλειά, δεν θέλει να πάει και στο Νοσοκομείο, κάνει του κεφαλιού της.
Δεν πήγα στην Ικαρία που είχα σκοπό, που είναι ο Μιχελακάκης και τα λουτρά, είμαι πρησμένος, αλλά δεν θέλω να ακολουθήσω ισχυρότερες από την κορτιζόνη θεραπείες, ξεπρήζομαι μόνος μου, αυτοξεπρήζομαι με κατανάλωση υγρών και περπάτημα τα μεσάνυχτα, αλλά ο πόνος παραμένει. Ούτε ρακέτες, ούτε τένις, ούτε καρφώματα, ούτε σκαρφαλώματα, ούτε χειραψίες, μήτε θα μπορώ σε λίγο να ξεκλειδώσω ’κανα ντουλάπι και σαν τον Κυναίγειρο με τα δόντια θα ανοίγω την πόρτα. Μένει ’κανα σκάκι, που ξανάρχισε στον Πανελλήνιο, το σπορ των αναπήρων. Βλέπεις τη ζωή πώς περνάει, αφήνοντας την πικρή γεύση του ανικανοποίητου και του μάταιου κι εσύ περπατάς, περπατάς και κάθεσαι και κάθεσαι μπροστά σε μια οθόνη και τίποτ’ άλλο.
Κι ο πατέρας μου τι είδε ο φουκαράς; Πρωί βράδυ 45 χρόνια εργοστάσιο. Ήλθε στο γάμο του γιου του στο Παρίσι. Είδε την πόλη του Φωτός. «Όλο το Παρίσι είναι σκαμμένο» έλεγε, καθώς αλλάζαμε κατευθύνσεις στο μετρό. Όμως είδε κι αυτός πράγματα στον εργασιακό χώρο, με τις 700 εργάτριες στο τμήμα πακεταρίσματος τσιγάρων, στο οποίο προΐστατο τότε ως τμηματάρχης, μέχρι που ήλθαν οι σούπερ μηχανές. Όλοι έχουν ζήσει πράγματα, κάτι έχουν δει, κάτι παραπάνω από μένα. Ακόμη και η γύφτισσα πόσους καταυλισμούς δεν άλλαξε, πόσες μετακινήσεις δεν έκανε, πόσα σκουπίδια δεν έψαξε;
Μένει να παρατηρώ, αυτό είναι όλο, δεν υπάρχουν συναναστροφές. Εξέλειψεν πάσα κοινωνική ζωή. Αφανίστηκε ο θηλυκός κόσμος. Η Μπέμπα είναι σε Έκθεση τυριού στο Περιστέρι από τις εννιά το πρωί μέχρι τις έντεκα το βράδυ και βασανίζεται για πέντε δραχμές, που μάλλον δεν θα τις δώσει κιόλας το αφεντικό. Κι εγώ προσπαθώ να πάρω τηλέφωνο τη Ρούλα κι αυτή δε απαντάει.
Ανοίγω το ραδιόφωνο και πέφτω σε Λοΐζο «πόσο σ’ αγαπώ αγόρι του δρόμου». Λατρεύω τον Λοΐζο, αλλά δεν τον μπορώ γιατί μου θυμίζει πράγματα δυσάρεστα που δεν χάρηκα, γενικά δεν μπορώ πια τους ανθρώπους που λατρεύω. Ο Φύσσας μου λέει ηλεκτρονικά ότι μ’ έβαλε στο νέο του μυθιστόρημα, αλλά ήλθε δεύτερος, τον έβαλα εγώ πρώτος. Ο ένας γράφει για τον άλλο. Γράφουμε για κάποιον, περιγράφουμε κάποιον, φτιάχνουμε κάποιον, αποδομούμε κάποιον. Επικοινωνούμε ηλεκτρονικά. Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό. Αλλά εγώ θέλω να δω τους ανθρώπους. Να δω και ν’ ακούσω το γέλιο τους. Να πειράξω, να αγγίξω, να κλαψουρίσω. Το θέμα είναι ότι θα προηγηθεί στην έκδοση, γιατί ο Ηρόδοτος του Σταμούλη πάει σαν χελώνα. Μάλλον δεν πάει καθόλου.
Λέω να πάω στο Εμπρός. Σε συνέλευση στο σπίτι γυναικών για την ενδυνάμωση και τη χειραφέτηση. Δε θα με κοιτάξουν περίεργα, είναι σοβαρές, δεν θα φοράω ανάποδα το τζόκεϊ, μαζεύουν είδη για τις κρατούμενες στις φυλακές. Μωρομάντηλα και σερβιέτες. Το ξέρετε ότι υπάρχουν και παιδιά στις φυλακές; Την τύφλα μας ξέρουμε. Κάτι έχουμε ακούσει. Μαζεύουνε οδοντόπαστες και σαμπουάν. Αντισηπτικά για τις ευαίσθητες περιοχές, σοκολάτες, κέικ, μπισκότα αρμυρά και γλυκά. Ξηρούς καρπούς. Βιβλία λογοτεχνίας γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, αραβικά, ελληνικά, αλβανικά κι άλλα.
Φάρμακα για το στομάχι, σπρέι για το αναπνευστικό, για Άσθμα, παυσίπονα, αλοιφές για δερματίτιδες, για τσιμπήματα από κοριούς, σκνίπες, κουνούπια κι άλλα έντομα.
Όλα για όλους, τίποτα για μας
Ως Πρωτοβουλία, εδώ και πάνω από δυο χρόνια επισκέπτονται τις κρατούμενες, κάθε μήνα, κι έχουν βαθιά αγγιχτεί, θυμώσει και εξαγριωθεί από τις απάνθρωπες και παράνομες συνθήκες ζωής, που τους επιβάλλονται. Συναντιούνται, συνομιλούν, γνωρίζονται καλύτερα, αγαπιούνται. Καταγράφουν τις ιστορίες και τις προσωπικές τους ανάγκες, τα παράπονά τους και προσπαθούν να ανταποκριθούν. Παρεμβαίνουν σαν από μηχανές θεές. Γυναίκες νέες και μεγαλύτερες σε ηλικία, που δραπέτευσαν από τις χώρες τους, εξαιτίας πολέμων, γενικευμένης εξαθλίωσης, βρέθηκαν, ξαφνικά, κρατούμενες, σε άθλιες, απάνθρωπες συνθήκες, έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα, επειδή δεν έχουν χαρτιά, την ώρα που οι γνωστοί στο πανελλήνιο εγκληματίες κυκλοφορούν πανελεύθεροι.
13.9.18 Συμπληρώνονται σε λίγες μέρες πέντε χρόνια από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα και στην απέναντι πολυκατοικία μία παστρικοθοδώρα έχει ανοίξει όλα τα παράθυρα και τινάζει σεντόνια και κουβέρτες –από τώρα; «Δεν ξεχνάμε!» Εκδήλωση στο κηπάκι της οδού Τσαμαδού, Εξάρχεια, οργανώνει ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας–Πειραιά με ομιλίες και συζήτηση. Θα είναι και η δικηγόρος της Οικογένειας να μιλήσει για τη δίκη που δεν τελειώνει ποτέ. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός από το μαχαίρι του χρυσαυγίτη Γιώργου Ρουπακιά. «Η δολοφονία του Παύλου υπήρξε το αποκορύφωμα μιας σχεδιασμένης ναζιστικής δραστηριότητας εκείνον τον ματωμένο Σεπτέμβρη: μόλις λίγους μήνες μετά την –δίχως ιδιαίτερο πολιτικό κόστος– χρυσαυγίτικη δολοφονία του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν, η Χρυσή Αυγή είχε αποφασίσει να συστηματοποιήσει τις επιθέσεις της στον κόσμο του αγώνα και ο Παύλος Φύσσας ήταν το θύμα αυτής της εξέλιξης. Η αντίστοιχης έντασης επίθεση που προηγήθηκε σε συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα μόλις λίγες μέρες πριν την δολοφονία του Φύσσα ήταν κομμάτι της ίδιας στρατηγικής του ναζιστικού αυτού μορφώματος.
»Ο Παύλος Φύσσας δεν σκοτώθηκε ούτε «τυχαία», ούτε εξαιτίας μιας συμπλοκής που «ξέφυγε». Η δολοφονία του υπήρξε απότοκο της συνεχόμενης γιγάντωσης της Χρυσής Αυγής εκείνη την περίοδο και της ολοένα μεγαλύτερης εγκληματικής παρεμβατικότητας που αποκτούσε στη δημόσια ζωή. Οι ναζί συνεχίζουν να είναι ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα παρότι είναι πλέον ανοιχτά παραδεκτό πως αποτελούν μαχαιροβγάλτες που επιτίθενται σε πρόσφυγες και αγωνιστές».
Πήρε μία ώρα να αρχίσει η εκδήλωση. Ωραίος κόσμος. Νέα παιδιά, περισσότερες κοπέλες, πανέμορφες αντιφασίστριες. Άκουσα την εισηγήτρια που παρατράβηξε. Δείξανε βίντεο από τη δίκη λες κι ήταν καμιά αποθήκη ο χώρος, και εγκληματικές δραστηριότητες της Χρυσής Αυγής, κουράστηκα, έφυγα.
14.9 Παρασκευή. Του Σταυρού και της Σταυρούλας. Η Προϊστορία του σεξ, ξεχασμένες ιστορίες με μία φίλη στον Υμηττό. Μετά στον Πανελλήνιο βλέπω σκάκι δεν παίζω. Ο κ. Πέτρος μου δίνει δύο έντυπα να συμπληρώσει ο καρδιολόγος, σφραγίζοντας τις φωτογραφίες μου. Είναι άθλημα το σκάκι και πρέπει να είσαι γυμνασμένος. Πού να τρέχω τώρα;
«Στην Ελλάδα σπάνια πλήττει κανείς, ενώ σχεδόν πάντοτε πλήττεται». Γιώργος Χουλιάρας στο βιωματικό, Λεξικό αναμνήσεων που άρχισα να διαβάζω μετά τα μεσάνυχτα.
Λίγο ακόμη από το λήμμα ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ του τρομερού και φοβερού Χουλιαρέικου λεξικού: «Η αναζήτηση σε λεξικό θεωρείται διαδικασία που διαφέρει απ’ όσα συμβαίνουν στη ζωή. Εντοπίζοντας λήμμα που κατατοπίζει, προκύπτουν μετατοπίσεις. Καθώς όμως όλοι ψάχνουν κάτι ή κάποιον η ζωή επίσης συνιστά αναζήτηση αντικειμένου ή υποκειμένου που εν προκειμένω ετυμολογείται στο λεξικό της ζωής. Όλα αυτά τα κείμενα συνδέουν άπειρες αναγνωστικές στάσεις, ευθέως και πλαγίως, ανάσκελα ή μπρούμυτα σε επαφή ή εξ αποστάσεως, καθιστοί και στα όρθια, με μάτια κλειστά, κοιτάζοντας συνεχώς. Προϋπόθεση για την απόκτηση εμπειριών από τις εν λόγω στάσεις ζωής αποτελεί ένα βιβλίο που θα βρεθεί μπροστά μας ή έστω ένα άτομο».
15.9 Σάββατο. Έχει δυο σκυλιά, το «Μακελειό» παραμάσχαλα και βγάζει λόγο μπροστά στο περίπτερο. Ο άλλος με την εφημερίδα το «Εμπρός» τον διακόπτει. «Αυτή είναι εφημερίδα που τα λέει σωστά», λέει ο Εμπρός. «Έλα μωρέ τα ξέρουμε τώρα οι σιωνιστές τα κάνουν όλα, λέει ο άλλος. Το θέμα κύριοι είναι ταξικό», λέω και τα δύο ούφο με κοιτάζουν, σαν ούφο. Φεύγω προτού με περάσουν και μένα για ούφο. Πάω στη μητέρα μου που εξακολουθεί να βασανίζει την Μπουμπού.
Για πρώτη φορά μετά από οκτώ χρόνια παίρνω ένα κατοστάρικο από νοικάρη στο σπίτι στο Ηράκλειο. Μετά την πρώτη ικανοποίηση, δεν νιώθω και τόσο άνετα. Ξέρω ότι θα πάω στο Ζάππειο να τα πάρω βιβλία. Ο νοικάρης τα χρειαζόταν περισσότερο.
Φεύγοντας απ’ τη μαμά αδέσποτα σκυλιά ρίχνονται σε μια μεσόκοπη στον έρημο σταθμό Ειρήνης. Φοβάμαι τα σκυλιά, αλλά πρέπει να βοηθήσω την ηλικιωμένη πριν την κάνουν μια μπουκιά. Βοηθάω. Αφού γλυτώνουμε από τα δόντια των ζώων ψάχνω να βρω άτομο για να ξεσπάσω. Ψυχή. Εμφανίζεται ένα φύλακας. «Μα δεν ανήκουν σε μας, ανήκουν στην τεχνική Σχολή ΣΕΛΕΤΕ, από εκεί έρχονται. Τους το ’χουμε πει κύριε χίλιες φορές, να τσακωθούμε θέλετε; Όπως βλέπετε δεν έρχονται στο σταθμό». Εκείνη τη στιγμή τα αδέσποτα διαψεύδουν τον καλό φύλακα και παρελαύνουν υπερηφάνως μέσα στο σταθμό για να γυρίσουν το βράδυ χορτάτα με παραστάσεις στην «τεχνική» Σχολή ΣΕΛΕΤΕ.
Μια κοπέλα με υπέροχο στήθoς κι ένα ιδιωτικό σκύλο στην άλλη πλατφόρμα περνάει μπροστά από έναν ευθυτενή νεαρό, που είναι όλος μέσα στο κινητό και δεν παίρνει είδηση την ομορφιά που λάμπει με φόντο τις ωραίες και πανάκριβες αψίδες του Καλατράβα. Παίρνω τηλέφωνο τον Κουλούρη που είναι εδώ και του λέω ότι θα πάω στην αντιφασιστική που διοργανώνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μετά στο κονσέρτο στην πλ. Συντάγματος. Έρχομαι λέει ο Κουλούρης, αλλά δεν του αρέσει που παίζουν ξένα κομμάτια, «χάθηκε η ελληνική μας μουσική», λέει. Ευτυχώς που είναι κι αυτός εδώ αυτή την περίοδο.
Ενώ έφτασα στο Σύνταγμα στην εκδήλωση Φύσσα με παίρνει τηλέφωνο ο Τζωρτζ ο οδοκαθαριστής από το Περιστέρι και λέει περιπαικτικά «μα τι κάνεις εκεί Καθηγητά το κονσέρτο στο Σύνταγμα δεν έχει την έγκριση της Οικογένειας Φύσσα! Το καλό κονσέρτο θα γίνει στα Λιπάσματα!». Ο Φύσσας» λέω, «είναι Οικουμενικός νεκρός δεν ανήκει πλέον στην Οικογένεια». «Δεν είσαι Ορθόδοξος», λέει ο Τζωρτζ με την παιχνιδιάρα φωνή του.
Πάμε στο Ζάππειο με τον Κουλούρη όπου πέφτουμε στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Παπαδογιάννη «Ο Νίκος λείπει». Είναι μία ευχάριστη έκπληξη γιατί μ’ αρέσει ως αθλητικογράφος και μ’ αρέσουν και τα ταξίδια σε «εξήντα χώρες» που παρουσιάζονται στο βιβλίο. Στο πάνελ βλέπω και τον Χριστόφορο Κάσδαγλη και χαίρομαι ακόμη περισότερο γιατί είναι φίλος καλός έχει γράψει τρία βιβλία που με εκφράζουν απόλυτα (σίγουρα και κάμποσους άλλους, μυριάδες). Πρόκειται για το Απολύομαι και τρελαίνομαι για το Ημερολόγιο ενός ανέργου και για το Γαμώτο ενός Παναθηναϊκού. Και τα τρία έχουν το βιωματικό, εν πολλοίς και το αυτοβιογραφικό και είμαστε εμείς όλοι φαντάροι, άνεργοι Παναθηναϊκοί. Κι αυτό είναι τέχνη: να σε κάνει ο γραφιάς να ταυτίζεσαι μαζί του, να αναζητείς εαυτόν μέσα στο κείμενο, το καταφέρνει κι ο δικός μου ο Φύσσας αυτό.
Στο πάνελ επίσης ο Σωτηρακόπουλος μέγας αθλητικός ρεπόρτερ μοιάζει με τον παππού Βαρσόπουλο το μοίραρχο της χωροφυλακής λες κι έχει καταπιεί μπαστούνι. Κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την εντελώς ραδιοφωνική φωνή του, την εξόχως επαγγελματική και συγκαταβατική μαζί. Στο μεταξύ έχω στο μυαλό μου ότι δεν πρέπει με τίποτα να χάσω την ταινία του Βέντερς Στο πέρασμα του χρόνου στο κανάλι της Βουλής, στις δέκα το βράδυ. Θα ήθελα πολύ να μιλήσω με το Χριστόφορο, αλλά ο Βέντερς μας καλεί. Προλαβαίνω στο τσακ. Μετατραυματική Γερμανία, πολλαπλοί χωρισμοί, ρεαλιστικά πλάνα, απίστευτη φωτογραφία που σε υπνωτίζει, ποίηση που σε ξεπερνάει, σπαρακτικό φλερτ και μία σκηνή αφόδευσης online που πραγματικά με σοκάρει. Βέντερς είναι αυτός.
16.9 Κυριακή. –Έβγαλες τίποτα, λέω σε μια πεζοδρομιακή γύφτισσα με πατάτες και κρεμμύδια. Μπα, μου λέει, τώρα ήλθαμε. Γιατί; Γιατί μας κυνηγάει η Αστυνομία. Τουλάχιστον δεν ανήκετε σε σωματεία όπως ο Ερμής και η Αλληλεγγύη λέω και δεν πληρώνετε για τη θέση εδώ στο δρόμο. Πληρώνουμε στους Αλβανούς, λέει. Αμέ! Πληρώνουμε, τι νομίζεις;
Γυρίζω με το λεωφορείο της φτωχολογιάς με μια Ατίμωση του Κούτσι που την έψαχνα σαν τρελός και μ’ ένα cute κοκκινάκι ιrobot που δεν ξέρω αν θα το δώσω στα πιτσιρίκια ή θα το κρατήσω εγώ. Το απόγευμα βλέπω τους μπέμπηδες του Παναθηναϊκού σε άλλη μία ωραία παράσταση, νίκησαν και στη Λάρισα, να δούμε πόσο θα αντέξουν.
Και μετά στο Ζάππειο συναντάω πάλι τον Κουλούρη που αύριο φεύγει για τα Χανιά και την άλλη βδομάδα για Αυστραλία. Ακούει μία ομιλία για το Μακεδονικό αλλά είναι τσαντισμένος με γιατρούς Κεφαλλονίτες με έδρα τη Βουλιαγμένη που του ζήτησαν για δυο ενέσεις στα μάτια 750 ευρώ. «Εμ τι δουλειά έχεις στη Βουλιαγμένη εσύ ένας Κερκυραίος;» τον ρωτάω. «Ήμουν στο Καβούρι για μπάνιο λέει κι είπα να πεταχτώ για μια γνώμη». «Εντάξει μία γνώμη δεν στοιχίζει τίποτα», λέω. «Στοιχίζει, κλέβουν τον κόσμο οι γιατροί του κώλου». «Των οφθαλμών», τον διορθώνω.
Στην έκθεση του βιβλίου οι πιο πολλοί παίρνουν καταλόγους παρά βιβλία, αγοράζω το «Άντρας πέφτει από το ποδήλατο» του Νικόλα Σεβαστάκη, που επίσης εκτιμώ, αλλά διαβάζοντας στο μετρό διαπιστώνω ότι ο άντρας τελικά έπεσε από το ποδήλατο κι έμεινε η καλλιγραφία. Άφησα τα διηγήματα στη μέση, δεν είμαστε για διηγήματα αυτή την ώρα. Έχω άγχος με το ταξίδι στο Μεξικό, ο Χρήστος μου είπε ότι δεν θα είμαι στο ξενοδοχείο με την αποστολή αλλά σε άλλο ξενοδοχείο. Δεν γίνεται. Είμαι κλειστοφοβικός, αγοραφοβικός, τζουμακικός. Δεν θα πάω αν δεν ενταχθώ στην ομάδα των αστέγων ποδοσφαιριστών.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post