Ημερολόγιο ασημάντων 81: Αποχώρησαν οι Αυστραλοί/ Ρήξη με Μπέμπα/ Φάε τώρα έναν Αύγουστο μόνος σου με ψωμοτύρι/ Διαβάζω για τη μοναξιά και το μουνάκι | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα



 

31.7 Τρίτη. Ξεκινάω για Βάρκιζα με απειλητικό καιρό. Προτού κατέβω από το λεωφορείο στην πλαζ, όπου έχει κρατήσει ξαπλώστρα η κόρη μου, δέχομαι τηλεφώνημά της σε κατάσταση υστερίας: «Μην έλθεις, δεν ξέρω τι έχει με σένα η μάνα μου. Υπάρχουν μυστικά και είναι θυμωμένη. Πήγαινε να της μιλήσεις, δεν την αντέχω πια καθόλου». Ώχου! Αφήνω κάθε σκέψη για την πλαζ και αποφασίζω να δω την Αρετή, γιατί η Μαρία ακουγόταν έξαλλη. Ανοίγουν όμως οι ουρανοί και πέφτει νερό, φετινό ρεκόρ, οπότε χώνομαι κάτω από ένα στέγαστρο. Η λεωφόρος γίνεται ρέμα, ποτάμι που θα μας πνίξει. Γίναμε Αυστραλία, Ιούλη μήνα και χαλάει ο κόσμος. Ξαφνικά ακούω μία φωνή παππού και βλέπω την κόρη μου αγνώριστη, από την καταρρακτώδη βροχή και τα πιτσιρίκια χαρούμενα να πνίγονται στο νερό, να πλιτσανάνε, να το χαίρονται, να μην ακούνε καθόλου. Τρελοκομείο.

–Τι έγινε ρε Μαρία;

–Δεν μπορώ αυτή η γυναίκα συνέχεια τρώγεται με τα κρέατά της είναι δυσαρεστημένη με όλο τον κόσμο. Τα είχε με σένα, τάχει με τον άντρα μου, τώρα τάχει με μένα, μόνο ο γιος της είναι καλός. Μίλησε της. Της μιλάω. Έτσι σου είπε; Αυτή η κοπέλα με μισεί. Δεν τολμάω να πω τη γνώμη μου, λέει η Αρετή σκουπίζοντας τα πιτσιρίκια. Είτε μιλήσεις, είτε δεν μιλήσεις, τον μπελά σου βρίσκεις. Πηγαίνω με τα παιδιά στην πλατεία της Εκκλησίας να παίξουν με το τόπι. Μετά παίρνω ταξί και επιστρέφω στη Δεριγνύ.

 

 

Αύγουστος 

 

1.8 Tετάρτη. Μπάνιο στη Βάρκιζα αρ. 27. Πάλι ξαφνική καταιγίδα στην πλαζ. Μία νεαρή λέει στην Αρετή γιατί μας πήρατε τις ξαπλώστρες; Πότε σας πήραμε τις ξαπλώστρες κοπέλα μου; Είχαμε αφήσει ένα μπλουζάκι. Πότε; πριν από τον κατακλυσμό του Νώε; Η Αρετή εμπλέκεται σε διαπληκτισμό και ζητάει την βοήθεια της θυγατέρας την ώρα που βγαίνει από το νερό. Καλά, ρε μάνα υπάρχουν εκατοντάδες άδειες πολυθρόνες, τριγύρω. Η μητέρα τσαντίζεται που η κόρη της δεν τη στηρίζει στο δημόσιο διάλογο και αποχωρεί με πολλά νεύρα… Αφήνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου, λέει, δεν αντέχεται πια αυτό το κορίτσι. Δεν την αντέχω τη μάνα ρε ντεντ, θέλω ειρήνη. Συνέχεια είναι στην τσίτα.

Η χάρις του Κυρίου νίκησε το Σατανά και τον Φαραώ, λέω. Τι λες ρε μπαμπά; Τίποτα, ακούω την Εκκλησία του Θεού. Βγαίνει δυνατός ήλιος και τρέχουμε τα κατοστάρια μας δίπλα στο κύμα με τα πιτσιρίκια. Η Έρικα κάνει κάστρο στην άμμο, τα γνωστά. Τρώμε χάμπουργκερ στην οργανωμένη πλαζ, πιο πλαστικές κι απ’ το πλαστικό.

 

2.8 Πέμπτη. Βγάζω διαρκείας εισιτήριο στο μετρό Αττικής που μου το δίνει μία νεαρή ταμίας με ένα μεγάλο τατουάζ στον πήχη του χεριού της. Της λέω ότι είναι ωραίο γιατί έχει χρώματα και μου λέει ευχαριστώ.

Πάω για μπάνιο αρ. 28 στα βραχάκια της Βάρκιζας μόνος μου αυτή τη φορά. Διαβάζω το βιβλίο της Φρανσουάζ Ντολτό Για τη μοναξιά, το κεφάλαιο “Ευτυχής μοναξιά”. Δεν μου καλοκάθεται. Όταν επιστρέφω η κοπέλα με το τατουάζ είναι ακόμη στη δουλειά της και κόβει πάντα εισιτήρια για το μετρό. H ώρα είναι 7 και 28 λεπτά το απόγευμα. Στην ΕΡΤ μιλάει ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας Βαλτινός για τις Βιβλιοθήκες. Και τι λέει; «Τώρα με την ψηφιοποίηση ο ρόλος του βιβλίου, όπως τον ξέρουμε, περιορίζεται. Εγώ για παράδειγμα χάρισα 4.000 τόμους βιβλίων μου στη Βιβλιοθήκη των Πατρών για να δει ο μελετητής κι όποιος ενδιαφέρεται στο μέλλον τι διάβαζα». Μα ποιος είναι επιτέλους; Τι μπορεί να διάβαζε δηλαδή πέρα από το Ρομάντζο και τις Εικόνες;

 

3.8 Παρασκευή. Βάρκιζα μπάνιο αρ.29. Ακόμη χειρότερα με Μαρία, πού είναι εκτός εαυτού με τη μάνα της, φινάλε θλιβερό από ένα αποτυχημένο ταξίδι διακοπών στην Ελλάδα. Με βλέπει ότι υποφέρω μου λέει κι εκεί αυτή, να κάνει το δικό της. Θέλω ειρήνη, θέλω λιγάκι ησυχία, βουίζουν τ’ αυτιά μου κι αυτή είναι πάντα αρνητική. Θέλω ησυχία μ’ έχει πρήξει με τον τζαμά που «αργεί να έλθει, που θα φύγουμε και δεν θα προλάβουμε να φτιάξουμε το τζάμι», που που που. Κάποια στιγμή θα ’ρθει ο τζαμάς, ρε μάνα, λεφτά θα πάρει. Ναι ρε Μαρία, νιώθει υπεύθυνη απέναντι στο γιο της για το διαμέρισμα, της λέω, στο κάτω κάτω τα δικά σου παιδιά σπάσανε το τζάμι με το πατινάζ που κάνανε μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά είναι παιδιά κι είναι κλεισμένα, δεν θα τ’ αφήσω μπροστά στο κομπιούτερ να αποβλακώνονται. Αλλά έτσι είναι και στο σπίτι, όλο κάτι βρίσκει να γκρινιάζει. Δεν μπορώ ντέντυ, παράτα με κι εσύ, τουλάχιστον στο σπίτι μπορώ και ανεβαίνω στο δωμάτιό μου και κλείνομαι.

–Καλά Μαρία, πέρασε η ώρα πρέπει να πηγαίνω κι εγώ

–Δεν θα κοιμηθείς εδώ;

–Όχι πρέπει να ποτίσω τα λουλούδια μου.

–Μεθαύριο φεύγουμε, θα έλθεις στο μπαρμπεκιού του Άγγελου αύριο βράδυ; με ρωτάει η κόρη μου, καθώς αποχωρώ

–Θα έλθω, λέω.

 

Αύγουστος, στο μετρό κυκλοφορούν τουρίστες και μετανάστες. Στο κέντρο της Αθήνας μόνο ξένοι. Στην οδό Παρασίου Πολωνοί πίνουν μπύρες  παρεΐτσα, έξω από ένα μίνι μάρκετ κι άλλοι Πολωνοί στην παραπάνω γωνιά, χαρούμενοι. Υπάρχει εδώ η έννοια της συντροφικότητας της απόδημης κοινότητας. Εγώ κι άλλοι Αθηναίοι ηλικίας πίνουμε μοναχικοί τα χάπια μας. Πιο πολλούς Έλληνες έβλεπα στην Αυστραλία παρά εδώ. Βάζω Σεμπαστιάν Μπαχ. Το σιντί έχει χαλάσει. Ευτυχώς υπάρχει ο υπολογιστής. Βάζω τη μουσική δυνατά πολύ δυνατά. Δεν υπάρχουν γείτονες.

 

4.8 Σάββατο κατεβαίνω Βάρκιζα για μπάνιο αρ. 30Το βράδυ στην πλατεία της εκκλησίας μπάλα με τα πιτσιρίκια. Μετά στην οικία Αγγέλου. Ήλθε ο πρωτότοκος γιος του γεννημένος Αμερική όπου πήρε το πτυχίο του και γίνεται πάρτι προς τιμή του, με τούρτα και αντί κερασάκι σοκολάτα τήβενος. Τι σπούδασε; Δημοσιογραφία. Παρών κι ένας Μητροπολίτης με πολιτικά, άλλο τούτο πάλι. Εν ενεργεία; Εν ενεργεία, λέει ο Νίκος, είναι κομμουνιστής.

Θα τον συλλαμβάνανε την 4η Αυγούστου του ’36 οι Μεταξάδες. Θα τον ξυρίζανε, θα του δίνανε ρετσινόλαδο, θα τον στέλνανε εξορία στην Ανάφη και αργότερα θα τον παραδίνανε στους ναζί να τον κάνουνε σαπούνι.

 

5.8 Κυριακή. Αναχώρηση τετράδας. Ω γλυκιά μου οδύνη, δεν είμαι παρά ένα πλάσμα χωρίς σημασία, ακούγεται από κάποια ραδιοφωνάκι η φωνή της αισθησιακής Indila στο Dernière dance ενώ οι οκτώ βαλίτσες που έχει η Οικογένεια είναι λίγο χτικιό κι ο Εμ τζέι και η Έρικα σκαρφαλωμένοι απάνω τους, κάνουν πατινάζ. Δεν μπορώ τους αποχωρισμούς και τις ατέλειωτες ουρές των αεροδρομίων.

 

Σαν σήμερα στις πέντε Αυγούστου του 1974 φεύγαμε με την Αρετή και το μικρό Αντουάν για το Σύδνεϋ Αυστραλίας μετά από μία δύσκολη εξαετία στο Παρίσι. Και τότε δεν υπήρχαν δουλειές στην Ελλάδα και τότε έπρεπε να «φιλάς κατουρημένες ποδιές». Μακριά.

 

Σαν σήμερα το 1903 η διδακτική Ομοσπονδία της Γαλλίας συμφωνεί με την απόφαση της Κυβέρνησης να καταργηθεί η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Από τότε αρχίζει η μεγάλη κατρακύλα της Γαλλίας, διαλύονται οι αποικίες, το φράγκο εξαϋλώνεται, παντού ακολασία, τα έκλυτα ήθη πλημμυρίζουν τους δρόμους, φουσκώνει ο Σηκουάνας και παρασύρει αυτοκίνητα κι έκτοτε η ποδοσφαιρική ομάδα Παρί σαν Ζερμαίν δεν μπορεί να πάρει το ευρωπαϊκό κύπελλο.

​​​​

Ρήξη με την Μπέμπα. Θέλει να της βρω δουλειά την ώρα που ετοιμάζομαι επί της κλίνης να διεισδύσω στο ιερό σημείο, που λέει ο Δάντης ο κομμωτής και χαλάει την ατμόσφαιρα. Εντάξει, είναι απελπισμένη αλλά είναι και σπαστική, δεν είμαι Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας. Έκανα ό,τι μπορούσα. Με έχει πρήξει. Με πιάνει υστερία. Να πάει στην Αλάσκα, να πάει στην Αυστραλία. Να φύγει.

Τελικά δεν πάει στην Αλάσκα, πάει στη Ρόδο να πουλήσει τυριά. Τι ζώον είμαι, μόνο τον εαυτό μου σκέφτομαι ο μαλάξ. Ούτε κι αυτόν. Φάε τώρα κύριε έναν Αύγουστο μόνος σου με ψωμοτύρι .

 

Ισίδωρος Ζουργός σε συνέντευξη: «Ξέρετε το βιβλίο που θες να γράψεις μυρίζει σαν τα τηγανιτά, όταν περνάς κάτω από ένα παράθυρο και λες κάτι τηγανίζουν εκεί. Αυτή τη μυρωδιά που θα με τραβήξει περιμένω».

Καλή τηγανιά Ισίδωρε. Είσαι σεμνός άνθρωπος αλλά τι σου κάνει το μάρκετιν και η επιτυχία που σε υποχρεώνουν να μιλάς δημόσια για «τηγανιές»! Εξακολουθώ να λατρεύω τους αποτυχημένους.

 

6.8 Μπάνιο αρ. 31 στη Βάρκιζα μόνος, ολομόναχος, ταλαιπωρημένος, αλλά ελεύθερος σαν τα παιδιά της κόρης μου διαβάζοντας Το μουνάκι χτες και σήμερα Δεν είναι αυτό που νομίζετε και που νόμιζα, αλλά μία σύντομη αριστερίστικη καταιγιστική κριτική του συστήματος από τον Gianfranco Sanguinetti : «Ο φόβος της ευχαρίστησης καθιστά τη σύγχρονη κοινωνία ψυχρή, σε τέτοιο σημείο που στέκεται επάξια απέναντι στον τρόμο: αυτή η ψυχρότητα την καθιστά επίσης βλακωδώς σκληρή, καθώς αναισθητοποιεί τον πόνο τον ίδιο, όπως την ευχαρίστηση και τον οργασμό. Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες ωθούνται σε μία ακαταμάχητη θέληση για ανικανότητα, ψυχολογικά και πολιτισμικά οργανωμένη. Το κράτος, η βιομηχανία, η διαφήμιση, η αστυνομία και όλα τα είδη των διαφόρων διοικήσεων λένε σε κάποιον τι είναι καλό, το οποίο ως εκ τούτου καθίσταται υποχρεωτικό και τι είναι κακό, το οποίο απλώς απαγορεύεται. Ο πιο ρεζιλεμένος από τους κυρίαρχους, ο δημοκρατικός ψηφοφόρος, οφείλει να υπακούει, ευνουχισμένος καθώς είναι, από κάθε ελεύθερη βούληση. Η φτώχεια είναι η παλαιότερη, η αποτελεσματικότερη και η πιο δοκιμασμένη τρομοκρατία». Χμ. Έχει κι άλλα.

 

Έχει εξαφανιστεί και η Λουτσιάνα. Πρέπει να πάρω κανά τηλέφωνο την πολυλογού γειτόνισσα, δεν βλέπω φως στο διαμέρισμά της, μήπως πέθανε κιόλας. Τώρα δεν πρέπει να πεθάνει γιατί με κάποιον πρέπει να μιλήσω.

Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα για να βγει η Ιαπωνία από τον πόλεμο. Πάνω από 100.000 οι νεκροί με ένα μπουμ. Η ανθρώπινη δύναμη της καταστροφής. Πάρτι θα κάνανε τα ζωάκια και τα φυτά αν εξαφανιζόταν για κάποιο λόγο ο ανθρώπινος πολιτισμός που καταστρέφει τα πάντα και σιγά σιγά επιταχύνοντας, αυτοκαταστρέφεται.

 

To βράδυ της 6ης Αυγούστου του 1976 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Χόρα» παραβιάζει για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή καταθέτει προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ζητώντας την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας και λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Οι προσφυγές της Κυβέρνησης θα μείνουν χωρίς αποτέλεσμα και το «Χόρα» θα επιστρέψει ησύχως στις 17 Νοεμβρίου στη Σμύρνη, ίσως επειδή κατατρόμαξε από το Ανδρεϊκό «Βυθίσατε τη Χόρα».

 

Δημήτρης Τζουμάκας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία