Το μανταρινί παλτό
«Γυναίκες που δε σε κοιτούν στα μάτια, μην τις εμπιστεύεσαι. Δεν ξέρεις τι σκέφτονται και πώς θα σου τη φέρουν».
«Αισθάνομαι περίεργα, όπως με καρφώνει με το βλέμμα του. Σαν κάτι να θέλει από μένα. Σα να με γνωρίζει. Εγώ δεν τον γνωρίζω. Τον είδα χθες πρώτη φορά. Χθες στη στάση. Περίμενε κι εκείνος το λεωφορείο. Περίμενε μαζί μου. Δεν έδωσα σημασία χθες. Χθες ήταν ή σήμερα; Δεν ξέρω».
«Γυναίκες που δε βάφονται δεν έχουν ιδιότητα, δεν είναι ούτε αδερφές ούτε μανάδες. Δεν πιάνονται ούτε φίλες, ούτε ερωμένες. Μεταμφιέζονται σε ξωτικά, νεράιδες και μάγισσες μαζί και εναλλάξ, εν ριπή οφθαλμού. Μεταμορφώνονται εσωτερικά, χωρίς να δημιουργούν την παραμικρή υποψία. Δεν είναι μία, είναι πολλές μαζί, δράκος με μύρια πρόσωπα. Να τις φοβίζεις πρώτος εσύ, πριν γίνεις το θήραμά τους».
«Πέντε στάσεις ακόμα μέχρι το σπίτι. Δεν γνωρίζω ποιος είναι, όμως τον γνωρίζω κιόλας. Πρέπει να κατέβω το συντομότερο. Ή μήπως όχι; Δε θέλω να κατέβω σε άλλη στάση. Μπορεί να με ακολουθήσει. Θέλω να κατέβει εκείνος πριν. Ναι, να κατέβει εκείνος πρώτος. Δε θέλω να ξέρει πού θα κατέβω εγώ. Δε θέλω να με ακολουθήσει. Δε θέλω να ξέρει πού μένω».
«Γυναίκες που διατηρούν φρύδια τοξωτά είναι υπερόπτες. Περιφρονούν κάθε αρσενικό και το γιο τους ακόμα. Στο στόμα τον φτύνουν αντί να τον φιλούν και τον γκρεμίζουν στα τάρταρα αντί να τον σηκώνουν προς τον ουρανό. Θα φτύσει το γάλα που δεν ήπιε, όποιο αρσενικό διάλεξε τέτοια γυναίκα για μάνα».
«Κι αν ξέρει ήδη πού μένω; Αν ξέρει ήδη ότι μένω μόνη μου; Ότι έχω ένα μωρό στο σπίτι που με περιμένει να γυρίσω; Αν κάνει κακό στο παιδί μου; Σε μένα; Πρέπει να κάνω κάτι. Δεν τολμώ να τον κοιτάξω. Γιατί να τον κοιτάξω; Τι θα αλλάξει; Να πάρω τηλέφωνο κάποιον να με περιμένει στη στάση; Ποιον; Δεν έχω κάποιον. Και τώρα το μωρό κοιμάται. Και η κυρία που το φροντίζει σιδερώνει και με περιμένει να γυρίσω. Δε θα αφήσει το μωρό μόνο του».
«Γυναίκες που μυρίζουν άρωμα βανίλιας είναι επικίνδυνες. Παιδούλες παρθένες, έφηβες ξελογιάστρες, μικρομάνες λεχώνες, μέλι και γάλα μαζί, η μυρωδιά τους μπερδεύεται με τη μυρωδιά της μωρουδιακής σάρκας και το άρωμα βανίλια γίνεται μέθη, άρωμα και ποτό μαζί, γλυκό και αναισθητικό, το εισπνέεις και μουδιάζει το στόμα, διασπείρεται από τη μύτη στον εγκέφαλο, μουδιάζει το μυαλό και παραλύει όλο το σώμα, φτάνει στην καρδιά και η μνήμη καθηλώνεται εκεί. Άρωμα βανίλιας, με εσσάνς από αποξηραμένα μανταρίνια, εκείνα που στέγνωναν πάνω στη σχάρα της ξυλόσομπας και γέμιζαν το δωμάτιο με τη μυρωδιά της παιδικής μου ηλικίας. Μυρωδιά που σταμάτησε το χρόνο. Μυρωδιά που μου θυμίζει μάνα. Μυρωδιά που μου δίνει ζωή και μου την παίρνει πίσω. Αυθαίρετα. Αναίτια. Άδικα. Απάνθρωπα. Μυρωδιά γυναίκας. Μυρωδιά να την φας. Να την κρατήσεις μέσα σου. Για πάντα. Άρωμα βανίλιας με εσσάνς από μανταρίνι. Χρώμα μανταρινί το παλτό της».
«Δεν αφήνουν τα μωρά μόνα τους. Δεν αφήνουν τα μωρά μόνα τους οι μαμάδες. Όμως εγώ το αφήνω μόνο του. Δηλαδή όχι εντελώς. Αλλά περίπου. Αλλά και αυτό εγκατάλειψη είναι. Επιλογή εργαζόμενης μητέρας. Και τι επιλογή. Πάει χρόνος που είμαι στην ανεργία. Και το μωρό μου μόνο του. Εγώ είμαι η μητέρα του και είμαι μακριά του όλη μέρα. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Η κυρία δε μπορεί να αφήσει αυτή τη στιγμή το μωρό μόνο του για να μην είμαι εγώ μόνη στη στάση όταν κατέβω».
«Άρωμα βανίλιας με εσσάνς από μανταρίνι. Το μυρίζω και με τυλίγει ολόκληρο. Με οπλίζει με δύναμη και χαρά μαζί».
«Να τον κοιτάξω στα μάτια, να τον αιφνιδιάσω; Να του μιλήσω εγώ πρώτη; Να τον ρωτήσω τι θέλει. Αν με γνωρίζει από κάπου. Αν θέλει κάποια πληροφορία. Αν είναι ξένος στην πόλη. Φοβάμαι να του ανοίξω κουβέντα. Μπορεί όμως να είναι και καλή ιδέα. Μπορεί με αυτό τον τρόπο να τον εξουδετερώσω. Να ντραπεί και να κατέβει από το λεωφορείο. Να κατέβει πριν από μένα. Δε μπορώ να κατέβω πρώτη εγώ».
»Το μανταρινί παλτό μου φταίει. Χθες το φόρεσα για πρώτη φορά. Να δώσω χρώμα στη διάθεσή μου. Όμως τώρα δεν περνάω απαρατήρητη.
«Γυναίκες με μανταρινί παλτό δεν πρέπει να εμφανίζονται μπροστά μου. Άρωμα βανίλιας και χρώμα μανταρίνι. Αυτός ο συνδυασμός σκοτώνει».
Από την ύπτια θέση στην οποία βρισκόταν πρόσεξε διάχυτο φως από πάνω της κι ένα μωρό να την κοιτάει. Ένα μωρό, στην αγκαλιά της μάνας του. Και η μάνα του ήταν αυτή η ίδια. Έβλεπε δηλαδή τον εαυτό της να έχει αγκαλιά το μωρό της. Και ήταν στην πραγματικότητα, δεν ήταν σε φωτογραφία, ούτε σε καθρέφτη, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Ήταν παντού. Και για πρώτη φορά ένιωθε τέτοια γαλήνη. Και γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Καμία αγωνία δεν είχε, καμία ανησυχία αυτή τη στιγμή. Δε μετρούσε ούτε τις ώρες της δουλειάς, ούτε τις στάσεις του λεωφορείου. Δεν υπήρχε χρόνος. Ο χρόνος ή ήταν φιλικός μαζί της σήμερα ή είχε σταματήσει, ή είχε πάει κάπου αλλού. Μπορεί ο χρόνος και ο χώρος να συνδέονται μεταξύ τους με μία δική τους μυστηριακή συμφωνία και να υπάρχουν χώροι που αναιρούν το χρόνο και αντίστροφα. Τέτοιες σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό της ή η ίδια διαπερνούσε τις σκέψεις που έστεκαν σε σειρά μπροστά της ατάραχες, γαλήνιες, άχρονες, αιώνιες, με ένα χαμόγελο εγκάρδιο γεμάτο κατανόηση. Ήταν σκέψεις που είχε κάνει σε όλη της τη ζωή ή που δεν είχε προλάβει να σχηματίσει ακόμη. Με τα ακροδάχτυλά της παγωμένα κι άσπρα αλαβάστρινα άγγιξε την άκρη του υφάσματος με το οποίο την είχαν σκεπάσει. Από το άγγιγμα αναγνώρισε το χρώμα του. Ήταν το μανταρινί παλτό. Ένα ζουμερό μανταρίνι εξερράγη μέσα στο θεόκλειστο στόμα της διαγράφοντας ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο γλυκιάς ηδονής, αφήνοντας να κυλήσουν λίγες σταγόνες χυμού από τα πλάγια των χειλιών της, τις οποίες με βουλιμία έγλυψε με τη γλώσσα του ο καραφλός άντρας του λεωφορείου, καθώς έσκυψε πάνω της να της δώσει τον τελευταίο ασπασμό.
Ιστορίες για αρκούδες
Η Αμελί μόνο ανέμελη δεν είναι. Όλη μέρα κάθεται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της συνομιλώντας με εικοσιπέντε μαθητές της πρώτης Δημοτικού που την αποκαλούν διαρκώς «Κυρία, κυρία». Κανείς δεν γνωρίζει ότι προηγουμένως έχει δέσει το δικό της τετράχρονο παιδί σε μία πολυθρόνα, μπροστά στην τηλεόραση. Του έχει φορέσει τα μεγάλα στρογγυλά ακουστικά που καλύπτει μια καφετιά συνθετική γούνα. Το παιδί, που κρατάει αγκαλιά το λούτρινο σκυλάκι του, παρακολουθεί με ενδιαφέρον στην δική του οθόνη τις περιπέτειες μιας οικογένειας αρκούδων στο δάσος.
Χωρίς να μετράει το χρόνο γιατί η νέα κατάσταση τον εξοστράκισε, η Αμελί, που μόνο ανέμελη δεν είναι, νιώθει ώρες ώρες να χάνεται, τα μάτια της να θολώνουν και μία λιγούρα για γλυκό να την κυριεύει. Ανακοινώνει πεντάλεπτο διάλειμμα στα παιδιά της εικονικής τάξης και τρέχει στην κουζίνα να βάλει μια κουταλιά μέλι στο στόμα της. Στο δρόμο προς την κουζίνα συναντάει το παιδί της μπροστά στην τηλεόραση με το σκυλάκι του διπλωμένο στα δυο, σε μια αγκαλιά που μοιάζει να το πνίγει. Χαϊδεύει μηχανικά το κεφάλι του παιδιού της, και τα ψεύτικα αυτιά ακουστικά, παίρνει τη δόση της από ζάχαρη και επανέρχεται στην οθόνη του υπολογιστή της.
Σήμερα όμως συνέβη κάτι περίεργο. Επιστρέφοντας από την κουζίνα και έχοντας αδειάσει το βάζο με το μέλι, προσπαθεί να καθίσει στην πολυθρόνα τηλεκπαίδευσης και δεν χωράει πια. Την πιάνει το πείσμα και αρχίζει να πιέζει με δύναμη τη λεκάνη της να χωρέσει στο κάθισμα. Το ένα μπράτσο της πολυθρόνας εκτινάσσεται και το άλλο στραβομουτσουνιάζει. Η θέση είναι άβολη αλλά το μάθημα θα συνεχιστεί απρόσκοπτα. Ακουμπώντας τα δάχτυλά της στο πληκτρολόγιο αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά, πως έχουν φουσκώσει, πως έχουν βγάλει τρίχες, στα νύχια της δεν έχει μείνει ίχνος μανικιούρ, είναι απεριποίητα, δηλαδή φυσικά, αλλά αιχμηρά σα νύχια ζώου. Όταν προσπαθεί να πληκτρολογήσει, πατάει τέσσερα πέντε πλήκτρα μαζί και οι σημειώσεις που φτάνουν στους μαθητές μοιάζουν με σημειώσεις γάτας σε ανέμελη περιπλάνηση πάνω στο πληκτρολόγιο.
Οι μαθητές έχουν επιστρέψει στην οθόνη. «Κυρία, κυρία» δεν σας ακούμε φωνάζουν όλοι ταυτόχρονα και η Αμελί, που μόνο ανέμελη δεν είναι, πατάει απεγνωσμένα τα πλήκτρα του πληκτρολογίου με την άκρη ενός μολυβιού και με γλυκιά φωνή τα εκλιπαρεί να ηρεμήσουν. Όμως το μέλι δεν γλύκανε τη φωνή της, που ακούγεται σαν κακός βραχνάς, τα παιδιά τρομάζουν και αρχίζουν να κλαίνε, εξαφανίζονται από την οθόνη και πάνε να βρούνε τις μανάδες τους, και το σύστημα πέφτει. Ή μάλλον η Αμελί το ρίχνει. Ανοιγοκλείνει τα μάτια της και βλέπει στην αντανάκλαση του τζαμιού μία αρκούδα με πρόσωπό που θυμίζει το δικό της, να προσπαθεί να της μιλήσει. Για να το πετύχουν αυτό οι αρκούδες αρχίζουν να κάνουν γκριμάτσες με το στόμα τους, άλλοτε δείχνουν τα πάνω δόντια τους και τον ουρανίσκο, άλλοτε τα κάτω, προτεταμένα σαν φτυάρι, κάποιες φορές τα πλάγια κλείνοντας το μισό στόμα και δημιουργώντας μία οπή κατάλληλη για να βρυχηθεί. Κάποιες φορές τα σφίγγουν με όλη τους τη δύναμη και τότε μοιάζουν με τεράστιο φερμουάρ που κλείνει τις δυο σιαγόνες ενώ άλλες φορές ανοίγουν το στόμα διάπλατα, η οδοντοστοιχία γίνεται αιχμηρή πριονωτή σα μπορντούρα σε πηγάδι που μοιάζει με είσοδο στον Άδη. Όλες τις στάσεις τις δοκίμασε.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Η αρκούδα παραμέρισε αβίαστα, σα να ήταν ζωγραφισμένη σε κουρτίνα. Περνώντας από το σαλόνι είδε το παιδί της να δαγκώνει αυτή τη φορά το λούτρινο σκυλάκι και να μασουλάει με χαρά τα μπαλάκια πολυστερίνης που ως τώρα γέμιζαν το σώμα του. Το πλησίασε και του χάιδεψε το κεφάλι ξανά, διαπιστώνοντας ότι στο μεταξύ τα μαλλιά είχαν πληθύνει στο κεφάλι του. Το παιδί δεν σταμάτησε να κρατσανίζει το σκυλάκι του με τον ίδιο θόρυβο που κάνουν τα πατατάκια μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Άπλωσε τα χέρια της να το σηκώσει στην αγκαλιά της. Άπλωσε κι εκείνο τα δικά του, εκείνη νόμισε για να την αγκαλιάσει, εκείνο άλλα είχε στο μυαλό του. Σκόπευσε το πρόσωπο. Την γρατζούνισε στο μάγουλο άσχημα, γιατί τα νύχια στα δάχτυλά του είχαν γίνει μεγάλα κι αιχμηρά, σαν τα δικά της, και τα χέρια του είχαν βγάλει τρίχες όπως εκείνης. Από τη γρατζουνιά, που ήταν πιο βαθιά από όσο νόμιζε, άρχισε να κυλάει αίμα. Με το χέρι της, αν μπορεί ακόμη αυτό το άκρο να χαρακτηρίζεται ως χέρι, προσπάθησε να σκουπίσει το αίμα, αλλά αυτό πέρασε στο τρίχωμά της και άρχισε να απλώνεται, σαν λεκές κόκκινου κρασιού πάνω σε τραπεζομάντηλο. Ασυναίσθητα γύρισε και κοίταξε την οθόνη της τηλεόρασης. Δεν υπήρχαν πλέον από αρκούδες. Η ταινία συνεχιζόταν μόνο προβάλλοντας εικόνες του δάσους, που μεγάλωνε και φούντωνε κι έδειχνε τόσο ευτυχισμένο, όσο οι άνθρωποι στα πιο τρελά τους όνειρα.
Χωρίς σώμα, πώς είναι;
Ο σκύλος κοιμάται στα πόδια του κρεβατιού. Σταθερή παρέα, φύλακας άγγελός μου. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Αποφασίζω να μείνω ακίνητη γερμένη στο ένα πλευρό. Μέχρι που πιάνομαι. Μουδιάζει το χέρι και γυρνάω. Ύπνος δε με πιάνει. Kάτι έμεινε ημιτελές απόψε. Δε γινόταν αλλιώς. Υπάρχουν καταστάσεις που μένουν με εκκρεμότητες. Ίσως πάλι να μην είναι εκκρεμότητες. Να έχουν ολοκληρωθεί ως εκεί. Ίσως και όχι. Θέλω να σηκωθώ να πάω στο διπλανό δωμάτιο. Στο δωμάτιό του. Δεν κοιμάται μόνος. Εκείνος μπορεί να κοιμηθεί απόψε;
Ανάμεσά μας πλήθος από χέρια που φωνασκούν στον αέρα, πόδια που τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση, μαλλιά σε όλα τα χρώματα, που ανακατεύει ο αέρας άναρχα. Ρούχα κι άνθρωποι. Κουρέλια, γραμμές, κουκίδες. Αρώματα φρούτων, λουλουδιών και ξύλων. Άρωμα γένους θηλυκού. Φωνές, γέλια, κλάματα. Ήχοι γένους θηλυκού. Έρχομαι προς εσένα. Η απόσταση μεταξύ μας μικραίνει, δε θέλω να βιαστώ, να τρέξω να σε φτάσω. Κάθε απόσταση έχει το δικό της χρόνο για να καλυφθεί. Φτάνω στο ένα μέτρο, μυρίζω την ανάσα σου. Ξαφνικά σε χάνω. Ίσα που σε διακρίνω στον ορίζοντα. Τι παιχνίδια προοπτικής είναι αυτά που στήνουν τα μάτια μου ή μήπως το μυαλό μου, ή και τα δύο; Μια γυναίκα κινείται προς το μέρος σου ν’ αρπάξει κάτι από σένα. Μια άλλη μπαίνει μπροστά σου να σε προφυλάξει. Μια τρίτη πίσω σου σε τραβάει από τη μπλούζα. Κρατώ σταθερό το βήμα μου. Πρέπει εσύ να κινηθείς για να γλιτώσεις. Γυναικεία χέρια με σπρώχνουν γιατί βρέθηκα στη διαδρομή τους. Είναι οι γυναίκες της ζωής σου, όλες μαζί, για πρώτη φορά όλες μαζί. Μάνες, σύζυγοι ερωμένες και κόρες, που δε μ’ αφήνουν να πλησιάσω, εγώ η καινούργια, εγώ μια ξένη.
Τα πόδια μου κρέμονται στο κρεβάτι καθιστή όπως είμαι. Νομίζω είμαι καθιστή. Αν σηκωθώ ο σκύλος θα ξυπνήσει. Αν περπατήσω προς την πόρτα θα με ακολουθήσει. Μπορεί και να γαυγίσει. Δεν το θέλω. Κουνάω τα γόνατά μου αφηρημένα. Τρίζουν. Χωρίς σώμα, πώς είναι; Ακουμπάω απαλά τα πόδια μου στο πάτωμα και τα αφήνω εκεί. Σηκώνομαι χωρίς πόδια με τη μαγνητική δύναμη που ασκεί η αντιύλη πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αιωρούμαι. Παράξενο. Μου φαίνεται σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Προχωράω προς την πόρτα του δωματίου μου αργά ανακαλύπτοντας την ολισθηρότητα του αέρα και την αντιβαρύτητα. Σαν τα παιδιά που στα πρώτα τους βήματα ανακαλύπτουν με έκπληξη τη βαρύτητα της ύλης. Αυτό. Από την ανάποδη.
Η πόρτα χάσκει μισάνοιχτη. Αν την ανοίξω, το τρίξιμο θα ξυπνήσει το σκύλο. Τότε μπορεί και να γαυγίσει. Δεν το θέλω. Χωρίς σώμα, πώς είναι; Κρεμάω το ένα μου χέρι στο πόμολο της πόρτας και στο ίδιο πόμολο από την εξωτερική πλευρά το άλλο χέρι. Αναίμακτα κι αθόρυβα τα μέλη μου αποκόπτονται από πάνω μου. Άνευρα κι ελαστικά, σα μανίκια υφασμάτινα, βρίσκουν τη θέση τους μακριά από μένα. Δε μου λείπουν. Παράξενο. Από αυτά κρατώ μονάχα τα άκρα τους, από τον καρπό και κάτω ως την τελευταία φάλαγγα των δαχτύλων. Οι παλάμες με ενδιαφέρουν. Αυτές που στηρίζουν, που πιάνουν, που αγγίζουν. Και τα δάχτυλα με ενδιαφέρουν. Όλα τα ίδιο. Η τελευταία φάλαγγα κυρίως. Αυτή που ψηλαφεί, και καταγράφει, αποκωδικοποιεί και μεταδίδει, αισθάνεται και ορίζει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία.
Με φτερούγες πτηνού αλλόκοσμου μοιάζουν αυτά τα ελλειπτικά χέρια μέσα στο σκοτάδι. Τα αφήνω να κινούνται διακριτικά κι αθόρυβα. Γνωρίζουν τη δουλειά τους. Εύκολα ο λαιμός τεντώνεται και ο κορμός υποχωρεί. Κρεμώ τον κορμό μου σα σακάκι στο μεγάλο άγκιστρο πίσω από την πόρτα. Τον κοιτάζω και δε με αναγνωρίζω. Δε μου λείπει. Παράξενο. Τα χέρια επιδέξια προχωρούν με το λαιμό και το κεφάλι, που τα αφαιρούν με μία μαγική κίνηση. Μοιάζει σα να βγάζω μια περούκα. Τα κρεμώ κι αυτά στο μικρό διάδρομο που χωρίζει τα δυο δωμάτια. Στη συνέχεια απομονώνω το πρόσωπο. Και από αυτό τα όργανα των αισθήσεων, μάτια μύτη, αυτιά, στόμα. Κρεμάω το άδειο προσωπείο σε ένα καρφί που στέκει μόνο του στον άδειο τοίχο του διαδρόμου. Με πλαίσιο ένα σημάδι που προδίδει ότι κάποτε υπήρχε ένα κάδρο εκεί ή καθρέφτης. Λεπτομέρεια άνευ σημασίας. Το σκοτάδι δε με ενοχλεί. Χωρίς πρόσωπο βλέπω καλύτερα, πιο σφαιρικά. Παράξενο κι αυτό.
Χωρίς σώμα, πώς είναι; Παράξενο που μοιάζει φυσικό. Σα να ξαναβρίσκομαι με όλους τους νεκρούς μου και με αυτούς που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη. Αντιβαρύτητα, κι. ελαφρότητα, αιώρηση και ολίσθηση. Μπορώ να πλησιάσω με αυθάδεια όποιον θέλω, να φτάσω σε απόσταση αναπνοής, να με αισθάνεται και να γαργαλιέται ή να φταρνίζεται, να τρίβει τη μύτη του η την πλάτη του, να με ψάχνει κάποιος πίσω από τον ώμο του και να μη βρίσκει κανένα. Υπάρχεις στο χώρο ακόμη κι αν δεν είσαι ορατός. Γνωρίζεις πως υπάρχεις, αισθάνεσαι το περίγραμμα του σώματός σου, ενώ έχεις απομακρυνθεί από αυτό. Χωρίς σώμα έτσι είναι.
Δυο απέραντοι μεταξωτοί γαλάζιοι μανδύες που πάλλονται στο ανεπαίσθητο αεράκι. Οι δυο μεγάλοι ωκεανοί, δύο πόλοι, αρσενικό και θηλυκό, Ανατολή και Δύση, σε μία στιγμή συνεύρεσης. Διακριτικής και ανεπαίσθητης. Δυο τεράστιοι υδάτινοι όγκοι, συναντιούνται αλλά τα νερά τους δεν αναμιγνύονται. Στην επιφάνεια τουλάχιστον. Ο ένας, γαλαζοπράσινος και φωτεινός, ο άλλος μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο, μυστικιστικός και σκοτεινός. Χαϊδεύονται σε όλα τα σημεία της επαφής τους φιλήδονα, προσεκτικά. Τα υπόγεια νερά τους τρελαίνονται, αναδεύονται σε εσωτερικά κύματα που σε μια μυστική υπόγεια σκυταλοδρομία εναλλάσσονται, για να χαρούν όλα αυτή την σπάνια επαφή. Η επιφάνεια ατάραχη σχεδόν, μία γαλαζοπράσινη κορδέλα απροσδιόριστη που ταλαντώνεται στο φιλί τους.
Η πόρτα του δωματίου δίπλα μου μισάνοιχτη σαν τη δική μου. Δε γίνεται να την ανοίξω περισσότερο. Θα ξυπνήσουν. Και ο σκύλος μαζί. Μπορεί και να γαυγίσει. Δεν το θέλω. Θέλω τα πάντα να γίνουν σε άκρα μυστικότητα και διακριτικότητα. Εντελώς απαρατήρητη πλέον γλιστράω στο δωμάτιο και στέκομαι να τον κοιτάζω. Όπως δεν τόλμησα ως τώρα. Κοιμάται με τα μάτια ψηλά και τα χέρια του διπλωμένα κάτω από το κεφάλι. Σε όρθια στάση θα έμοιαζε με θεό που τεντώνεται στο ξύπνημά του. Τον περιδιαβαίνω με τα μάτια, τον μυρίζω και τον ορέγομαι. Επικίνδυνα. Ηδονικά. Καννιβαλιστικά σχεδόν. Με τα δάχτυλά μου να περιγράφουν το πρόσωπό του αργά, για να το αποτυπώσουν στη μνήμη της μετέωρης αφής. Αγγίζω τον αέρα που τον σκεπάζει και αισθάνομαι τους χτύπους της καρδιάς του. Αφουγκράζομαι την αναπνοή του που διακόπτεται από έναν αναστεναγμό. Πλησιάζω το στόμα μου στο αυτί του και θέλω να του ψιθυρίσω όλα αυτά που ήδη γνωρίζει. Άλλο να το ξέρεις κι άλλο να το ακούς. Σε ποια γλώσσα; Με τι λέξεις, που να έχουν το ίδιο αντίκρισμα με αυτή της μητρικής του; Μήπως η σιωπή είναι περισσότερο σαφής και ειλικρινής;
Απαρατήρητη πλαγιάζω δίπλα σου. Χωρίς σώμα, πώς είναι; Επικεντρώνομαι στην αναπνοή σου, γίνομαι ένα μαζί σου, βρίσκω το βηματισμό σου, ταξιδεύουμε μαζί, εκεί που κανείς δε μας βλέπει, κανείς δεν ελέγχει. Με τις παλάμες μου να στεφανώνουν το κεφάλι σου. Χωράω ολόκληρη στην άκρη του μαξιλαριού. Χωρίς σώμα, έτσι είναι. Εγώ οι αισθήσεις μου ,στη μεγαλύτερή τους ευκρίνεια και ένταση. Για μια στιγμή μου έρχεται η διάθεση να μπω στο όνειρό σου. Να συνομιλήσω μαζί σου. Να σε ρωτήσω. Αν ένιωσες κι εσύ το ίδιο. Αυτολογοκρίνομαι. Δεύτερη παραβίαση δεν την επιτρέπω στον εαυτό μου. Απόψε τουλάχιστον. Δηλαδή τώρα. Γιατί ο χρόνος δεν έχει νόημα. Εδώ αυτή τη στιγμή. Γιατί αύριο είναι το τέλος.
Η ανθρώπινη φιγούρα δίπλα σου αναδεύεται μέσα στα σεντόνια. Το σιγανό ροχαλητό της, που είχα απομονώσει για λόγους καθαρότητας των δικών σου ήχων σταματάει. Ανάβει το φως του κομοδίνου. Φοβάμαι μήπως με δει. Και με αναγνωρίσει. Κρύβομαι κάτω από το μαξιλάρι σου. Πίνει δυο γουλιές από το ποτήρι με νερό που είναι πάνω στο κομοδίνο και κατευθύνεται προς το μπάνιο. Θυμάμαι το πρόσωπό μου που έχω αφήσει κρεμασμένο στον τοίχο του διαδρόμου. Είναι ο ίδιος διάδρομος που οδηγεί στο λουτρό. Κι αν το δει; Κι αν καταλάβει; Κι αν με αναγνωρίσει; Ακούω την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει και μετά να κλείνει. Δύο τριξίματα διαδοχικά, ανακουφιστικά. ¨όλα τρίζουν σ’ αυτό το σπίτι για καλό μου. Και ο σκύλος πάλι δε γάβγισε.
Αποχωρώ γρήγορα από το μαξιλάρι σου, και βγαίνω έξω από το δωμάτιο. Πρέπει να βρεθώ άμεσα στο δικό μου το κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο. Αρπάζω γρήγορα από το καρφί και το πόμολο της πόρτας τα εμφανή ίχνη της προδοσίας. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και κρύβομαι πίσω από την πόρτα. Αφήνω την πόρτα μισάνοιχτη να χάσκει, γιατί αν την κλείσω τρίζει. Όλα τρίζουν σε αυτό το σπίτι. Και ο σκύλος θα ξυπνήσει, Μπορεί και να γαυγίσει. Ξαναφοράω το πρόσωπό μου ή το προσωπείο μου, δεν ξέρω. Δυσκολεύομαι πολύ. Χωρίς σώμα, πώς είναι; Δε χωράνε τα μάτια μου στις κρεμασμένες οπές. Ούτε η μύτη μου. Σουρώνω το στόμα μου για να περάσει. Τεντώνω το πρόσωπό μου προσεκτικά πάνω στα εκστασιασμένα σα γάντια ταχυδακτυλουργού, χέρια, που του πέτυχε το θαύμα και δε μπορεί να τα ελέγξει. Το πρόσωπό μου είναι εύθραυστο σαν ξαναχρησιμοποιημένο γάντι μίας χρήσης. Μπαίνω μέσα του σιωπηλά. Κακήν κακώς. Το στηρίζω στο κεφάλι, και μετά το κεφάλι στο λαιμό και το κουμπώνω στον κορμό μου. Στην ένωσή τους η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει πιο δυνατά και σα να μεγάλωσε στο στήθος μου. Μαζεύω τα χέρια μανίκια από το πόμολο της πόρτας και τα βάζω στη θέση τους. Προσεκτικά μην τους αλλάξω θέση. Με τα διπλά άκρα υπάρχει πάντα αυτό το πρόβλημα. Δεξί κι αριστερό. Θέλει προσοχή. Επιστρέφω στην άκρη του κρεβατιού που τα πόδια μου με περιμένουν εκεί, παγωμένα κι ανυπόμονα να συνδεθούν, να πάρουν την πληροφορία. Ο σκύλος αναστέναξε στον ύπνο του. Δεν ξύπνησε. Η βαρύτητα επανέρχεται. Τα γόνατά μου τρίζουν. Και το κρεβάτι καθώς αλλάζω πλευρό. Στην αίσθηση του βάρους του κορμιού μου προστέθηκε το βάρος μιας άνομης πράξης, μιας εν δυνάμει μοιχείας και μιας ατελέσφορης επιθυμίας, κτήμα ες αεί*.
________________
*Μιλώντας ο Θουκυδίδης για την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου λέει στο τέλος του προλόγου του (1.22) πως το έργο του αυτό έχει συνταχτεί για να είναι κειμήλιο αιώνιο μάλλον παρά ανάγνωσμα για ν’ ακούεται προσωρινά. «Κτήμα ες αεί» φράση που χρησιμοποιείται συχνά για να τονιστεί η διαχρονική αξία ενός έργου.