Θέατρο
Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου | 100 χρόνια από τη γέννηση της Ολυμπίας Παπαδούκα (1916-2011)Γυναικείες φυλακές Αβέρωφ
Η Ολυμπία Παπαδούκα, από φτωχή οικογένεια, μεγάλωσε στην καρδιά της Αθήνας, στον Κολωνό[1]. Εργάστηκε από πολύ μικρή για να βοηθήσει τη μητέρα της στο μεγάλωμα των αδερφών της. Σπούδασε κλασικό τραγούδι με δάσκαλο τον συνθέτη Μανόλη Καλομοίρη και θέατρο με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η ενασχόλησή της με τον κινηματογράφο ίσως να οφειλόταν και στην εμπλοκή του αδελφού της Θανάση Παπαδούκα που ήταν οπερατέρ του κινηματογραφικού συνεργείου του ΕΛΑΣ, από το φθινόπωρο του 1944 μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το μόνο ίσως σωζόμενο υλικό της εποχής, από το 1943 μέχρι την παράδοση των όπλων το 1945, προέρχεται από το κινηματογραφικό εργαστήριο των Αδελφών ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ.
Η Ολυμπία Παπαδούκα εργάστηκε μαχητικά και πολυδιάστατα για την οργάνωση της ΕΑΜικής Αντίστασης: υπεύθυνη για την κατασκευή πολυγράφων, για τη φυγάδευση αγωνιστών στη Μέση Ανατολή, συμμετείχε στη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης, πρωτοστάτησε στη διάσωση Εβραίων μεταξύ των οποίων και του αρχιραβίνου της Αθήνας, Ελίας Μπαρζελάϊ. Πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά, κυρίως στον κεντρικό και τον δυτικό τομέα. Πηγές ζωντανής ιστορίας οι μαρτυρίες της μεταξύ άλλων από τη σφαγή αμάχων στον Κολωνό μεταξύ των οδών Ισμήνης 70 και Βοσπόρου με αφορμή τη συγκέντρωση του ΕΑΜ της περιοχής, καθώς και από τον βομβαρδισμό του σχολικού συγκροτήματος στην οδό Αγίου Μελετίου 198, όπου είχαν καταφύγει μαχητές του ΕΛΑΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του ΕΑΜ Θεάτρου.
Για την αγωνιστική της δράση, η Ολυμπία Παπαδούκα φυλακίστηκε στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ από το 1948 έως το 1952. Μετά την αποφυλάκισή της πήρε μέρος σε θεατρικές παραστάσεις, ραδιοφωνικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες: Φαίδρα (1962) μαζί με την Μελίνα Μερκούρη, Η Κύπρος στις φλόγες (1964), Δάφνις και Χλόη (1966), Κραυγή γυναικών (1978) κ.ά.
Την εμπειρία της από τη φυλακή η Ολυμπία Παπαδούκα κατέγραψε το 1981 στο βιβλίο της Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Επίσης, τη γνώση της για τον κόσμο του θεάτρου κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποτύπωσε στο βιβλίο της Το θέατρο της Αθήνας (Κατοχή – Αντίσταση – διωγμοί), μια ιδιαίτερα σημαντική μαρτυρία για το ΕΑΜ των ηθοποιών.
Το βιβλίο Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ επανεκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις «Διογένης» το 2006. Στις 31.3.2006 έγινε παρουσίαση του βιβλίου. Ανάμεσα στους ομιλητές της εκδήλωσης ήταν και η Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου απ’ όπου και το σχετικό κείμενο που ακολουθεί.
Β.Τ.
Ο μπάρμπα Βασίλης ο Ρώτας έλεγε την Ολυμπία Εστιάδα και ιέρεια της αντίστασης. Με την Ολυμπία με συνέδεε μια σταθερή φιλία από την εποχή των φυλακών Αβέρωφ. Κρατάω στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο της, μου τόφερε, για βοήθημα, ο Πέτρος Κουλουφάκος. Είναι πολύ παλιό βιβλίο, ερειπωμένο. Στο μπροστινό εξώφυλλο ο τίτλος του: Κεντρικαί γυναικείαι φυλακαί Αβέρωφ κι από κάτω η υπογραφή: Ολυμπία Βασιλικής Γ. Παπαδούκα. Αυτό κι αν είναι πρωτοτυπία! Να συμπεριλάβει αντί το αρχίγραμμα του πατρωνύμου το όνομα της μάνας της Βασιλικής…
Η Ολυμπία ουδέποτε υπήρξε φεμινίστρια και δεν ήταν «αγνώστου πατρός». Ήταν αντιστασιακή από την Κατοχή και μέχρι τέλους. Αποκλειστικά αντιστασιακή. «Ο πατέρας μας μέθαγε κι έσπερνε παιδιά. Αν δεν ήταν η μάνα μας δε θα είχαμε ζήσει εμείς, τα πέντε παιδιά». Ποτέ δεν έκοψε τον ομφάλιο λώρο. Ίσως έτσι εξηγείται η μεγάλη αδυναμία της στις ηλικιωμένες, στις γιαγιάδες της φυλακής. Τραγικές μορφές, ξεκληρισμένες μάνες, έρημες, πάνε κι έρχονται στις σελίδες του βιβλίου.
Τι ακριβώς είναι το βιβλίο της Ολυμπίας; Πού κατατάσσεται; Πού κατατάσσεται το τσουνάμι, ο σεισμός, ο τυφώνας, η χιονοστιβάδα; Το βιβλίο της Ολυμπίας είναι ο Εμφύλιος, σ’ όλη τη φρίκη, την αγριότητα, την παράνοιά του. Κρύβει μέσα του εκατοντάδες άλλα βιβλία. Μερικά μάλιστα είναι και τελειωμένα. Κάποια άλλα αρχίζουν και τελειώνουν μέσα σε λίγες σειρές.
Δε γράφει αναμνήσεις. Ο χρόνος είναι παρόν. Τα πάντα διαδραματίζονται εδώ και τώρα. Ένα βιβλίο ζωντανό. Βασανιστήρια, οι 17 εκτελεσμένες, το αναρρωτήριο που ήταν προθάλαμος θανάτου, αυτές που πέθαναν κρατούμενες. Να και οι τρελές μας. Θάλαμος των μωρομανάδων με τα πιτσιρίκια. Φωτογραφίες ακρωτηριασμένων. Βιασμοί. Μωρά, καρποί βιασμών. Κομμένα αντάρτικα κεφάλια. Οι μελλοθάνατοι σε δυο θαλάμους. Ο θάλαμος των φυματικών. Βασιλικοί επίτροποι. Βασανιστές. Βιασμοί ανηλίκων κρατουμένων αγοριών. Σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Ο Μωριάς στα κατάμαυρα. Όλες έχουν θύματα και περιμένουν τα χειρότερα. Τελευταία γράμματα και τελευταία τραγούδια. Υπομνήματά μας στον ΟΗΕ και στον Τύπο. Σπίτια κλεισμένα. Κανένας δεν έχει μείνει ζωντανός. Χορταριάσαν τα κατώφλια τους. Γροθιά στο στομάχι. Διπλώνεσαι στα δυο. Αντέχεις; Ζεις, ή ξαναζείς έναν εμφύλιο. Και μην ξεχνάς, οι εμφύλιοι είναι δίπλα μας, στην αυλή μας, στην πόρτα μας. Στο Ιράκ, στην Αφρική, στην άλλη άκρη του κόσμου. Είναι ένα βιβλίο σκληρό, χρήσιμο.
Η Ολυμπία έχει τελειώσει Ωδείο. Είναι ηθοποιός. Σκέπτεται μεγαλοφώνως. Τη διακρίνει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός. Κολλάει παρατσούκλια στις δεσμοφύλακες, στις καλόγριες, στα στελέχη του κομματικού μηχανισμού, στις καλύτερες φίλες της. Είναι αρβανίτισσα, αγύριστο κεφάλι. Εμείς τη λέγαμε μούτι. Αρβανίτικα σημαίνει σκατό. Είναι αθυρόστομη. Δεν αντέχει το κομματικό κοστούμι. Της πέφτει πολύ στενό.
Κάποια στιγμή αποφασίζει ότι θα γράψει ένα βιβλίο. Ρωτάει, κρατάει σημειώσεις. Έχει συμπάθεια κι εμπιστοσύνη στις αντάρτισσες. Πώς δίνανε τις μάχες; Πώς δίνονταν οι μάχες; Γιατί χάθηκε ο πόλεμος; Επικίνδυνες ερωτήσεις. Πλησιάζει σε ναρκοπέδιο.
Η Ολυμπία ήταν και θα μείνει ελεύθερος σκοπευτής, μοναχικός καβαλάρης, αλλιώτικη, διαφορετική. Αυτό πληρώνεται ακριβά. Υποθέτω πως όλοι έχομε διαβάσει «Το αστείο» του Κούντερα. Η Ολυμπία λοιπόν είχε πει όχι ένα, αλλά πάρα πολλά αστεία. Είναι, βλέπεις, ο τύπος της. Δε θαρχόταν η ώρα της; Ήρθε: Ο σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας μας πληροφορεί από κάποια χώρα του υπαρκτού ότι η Ολυμπία Παπαδούκα είναι εχθρός του λαού, χαφιές και όλα τα σχετικά, μαζί με άλλες τρεις συγκρατούμενές μας. Είναι εκείνη η μαύρη εποχή. Δεκάδες συντρόφισσες συκοφαντήθηκαν, απομονώθηκαν, χαρακτηρίστηκαν φραξιονίστριες, αντι-ηγετικές, όργανα της ασφάλειας, της Ιντέλιτζενς Σέρβις, τα γνωστά. Τον εχθρό, τον αντίπαλο, τον αντιμετωπίζεις. Τι κάνεις όμως με το σύντροφο; Εδώ είναι η τραγωδία. Πολλές δεν άντεξαν, δεν εννοώ απαραιτήτως ότι έκαναν δήλωση∙ όταν έφυγαν έκοψαν τις γέφυρες. Τι έκανε η Ολυμπία; Τίποτα. Δεν ίδρωσε τ’ αυτί της. Άστες τις ηλίθιες, είπε. Ήξερε, όπως ξέραμε όλες μας, ότι το σκονάκι είχε φύγει από ’δω μέσα, από συγκρατούμενες των φυλακών Αβέρωφ. Αλλά εκείνη συνέχισε την πορεία της. Μάλιστα, δεν κρατούσε και κακία. Σιγά-σιγά άρχισε να ξεχνάει και το γεγονός. Έπρεπε να σκαλίσει στη μνήμη της για να θυμηθεί. Αυτή είναι η Ολυμπία.
Όταν βγαίνει από τη φυλακή, μετά από τρία χρόνια, διατηρεί αλληλογραφία με τις κρατούμενες γιαγιάδες. Πηγαίνει και τις βλέπει στο επισκεπτήριο. Τους προσφέρει ό,τι μπορεί από το υστέρημά της και όταν αποφυλακίζονται τις επισκέπτεται στα σπίτια τους, ακόμα και στα χωριά τους. Δίνει και παίρνει αγάπη. Φιλοξενεί στο σπίτι της κρατούμενες που απολύονται και συγκεντρώνει από φιλικά της πρόσωπα χρήματα για να τους εξασφαλίσει εισιτήρια και τα πρώτα έξοδα. Στο μεταξύ, κυνηγάει και το βιβλίο της.
Στο εξοχικό ενός αδελφού της, στη Γλυφάδα, φυτεύει στον κήπο δέκα εφτά πευκάκια. Είναι οι εκτελεσμένες συντρόφισσές μας που ψήλωσαν και θέριεψαν. Το σπίτι πουλήθηκε. Δική της η πρωτοβουλία να πηγαίνομε στο νεκροταφείο, στο πρώτο νεκροταφείο, στις εννιά του Μάρτη, ημέρα που τουφέκισαν τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Ρέππα, και τη Γεωργία Πολυγένους, εικοσιτριών χρόνων. Θυμόμαστε τα παλιά. Λέγαμε τραγούδια της φυλακής. Κι άλλα χαρούμενα. Κι ένα ρεμπέτικο που τραγουδούσε η Γεωργία. Η Ισμήνη Σιδηροπούλου καθηγήτρια Μαθηματικών είναι μόνη μέσα στη γη, όπως ήταν και στη ζωή. Πλησιάζει η εκταφή της. Ποιος θα τη φροντίσει; Θα τη νοιαστεί η Ολυμπία. Θα μεταφέρει τα οστά στο οστεοφυλάκιο μέσα σ’ ένα ωραίο κουτί που γράφει το όνομα της Ισμήνης.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, αγαπημένη δασκάλα της Ολυμπίας, σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς πήγε μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη της. «Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε, θα ήμουν υπερήφανη αν είχα μια κόρη σαν την κατηγορουμένη». Η Ολυμπία πηγαίνει συχνά στο πρώτο νεκροταφείο να χαιρετήσει αντιστασιακούς, σπουδαίους μουσουργούς, αγαπημένους της ηθοποιούς, ποιητές. Πάντα αφήνει ένα λουλούδι στον τάφο της Ελένης Παπαδάκη. Ήταν μια από τις καλύτερες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου που τη σκότωσαν, με δική τους πρωτοβουλία, δυο νεαροί της ΟΠΛΑ μέσα στα Δεκεμβριανά. Το αίμα της πέφτει στο κεφάλι μας. «Οι κομμουνιστές δολοφόνησαν την Παπαδάκη». Βούτυρο στο ψωμί του Σιτρίν[2] . Κι ενώ μαίνονται οι μάχες στην Αθήνα, ο Νίκος Ανδρικίδης, αξιωματικός του ΕΛΑΣ, στήνει δικαστήριο. Οι δυο φονιάδες καταδικάζονται σε θάνατο κι εκτελούνται. Το διαλαλούν παντού οι τηλεβόες. Ύστερα από λίγους μήνες συλλαμβάνεται ο Ανδρικίδης κατηγορούμενος για δύο φόνους, δηλαδή τις εκτελέσεις των φονιάδων της Παπαδάκη, και καταδικάζεται σε θάνατο. Η μαύρη προπαγάνδα συνεχίζεται. «Οι κομμουνιστές σκότωσαν την Παπαδάκη, αφού πρώτα τη λήστεψαν». Η Ολυμπία πάντα αφήνει ένα λουλούδι στον τάφο της. Συγγνώμη, Ελένη, δε σε σκοτώσαμε εμείς.
Το 1977, τρία χρόνια μετά την πτώση της χούντας, αποφασίζει να βγάλει το θέμα στην επιφάνεια, να του δώσει δημοσιότητα, για την αποκατάσταση της αλήθειας. Μπαίνει σε μια περιπέτεια, μόνο που αυτή τη φορά έχει και συντροφιά, τη δημοσιογράφο Λένα Δουκίδου, με τις ίδιες ανησυχίες κι ευαισθησίες. Η Ολυμπία ψάχνει κι ανακαλύπτει τον Ανδρικίδη στη Δράμα. Πηγαίνει και τον φέρνει. Φωτογραφίες, διασταύρωση στοιχείων, συνεντεύξεις, περισσότερες από πενήντα κασέτες… Οι εφημερίδες αρνούνται να δημοσιεύσουν οτιδήποτε. Είναι, λέει αναμόχλευση παθών. Μόνο η Αυγή και ένα άρθρο του Κάτρη στα Νέα. Τουλάχιστον έχουν στα χέρια τους ένα σπουδαίο υλικό που με τόσο κόπο αποκτήσανε. Θα το χρησιμοποιήσουν αργότερα. Δυστυχώς αυτό το υλικό χάνεται. Πού, πώς, πότε; Δε βρέθηκε. Αξίζει να γίνει μια προσπάθεια ακόμη. Η Ολυμπία έχει στο σπίτι της, στο σεντούκι της, κάτι παρόμοιους θησαυρούς. Ας ψάξουμε κι εκεί, μπορεί κάτι να βρεθεί και να παραδοθεί στα ΑΣΚΙ.
Το βιβλίο της Ολυμπίας τελειώνει ύστερα από 32 χρόνια. Για να το εκδώσει πουλάει το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ένα οικόπεδο στο Πόρτο Ράφτη. Κάτω από το δρόμο μένει ένα μικρό κομμάτι. Ένα χωραφάκι που καταλήγει στη θάλασσα. Αυτό θα το χαρίσει.
Στα Δεκεμβριανά, το κύμα φέρνει στην αμμουδίτσα της ένα νεκρό παλληκάρι. Άλλοι τον είπαν ελασίτη, άλλοι είπαν ότι ήταν στρατιώτης, άλλοι ότι ήταν από την Κρήτη και τον έλεγαν Βαγγέλη. Οι ντόπιοι τον έθαψαν στο νεκροταφείο τους. Η Ολυμπία φτιάχνει ένα τάφο, μπήγει βαθιά στο χώμα ένα σταυρό που γράφει «Βαγγέλης». Τίποτ’ άλλο.
Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου
[1] Συνελήφθη την 14.45′ ώραν της 25-1 1-1952 εντός της επί της οδού Πρεβέζης αρ. 14 (& Ερυμάνθου) οικίας της Χάνου Ειρήνης, ο από 7ετίας κρυπτόμενος κομμουνιστής Νικόλαος Πλουμπίδης.
[2] Ο Γουώλτερ Σιτρίν, ήταν μέλος μιας επιτροπής βρετανικών συνδικάτων η οποία ήλθε στην Αθήνα -μετά από πρόσκληση ελληνικών σωματείων- στις 22 Ιανουαρίου 1945 . Ήταν ο υπεύθυνος μια έκθεση σχετική με τα Δεκεμβριανά την οποία συνέταξε η επιτροπή αυτή. Η έκθεση αυτή γνωστή ως «Έκθεση Σιτρίν» κατά την Αριστερά δεν υπήρξε αντικειμενική. Θεωρήθηκε προϊόν σκοπιμότητας με στόχο την εξυπηρέτηση της άρχουσας τάξης.
Share this Post