Κριτική
Ειρήνη Παπαθανασίου | Το γιαχνί«Σημαίνει τούτο το όνομα ο “άνθρωπος”: Ότι τα μεν άλλα θηρία ων ορά ουδέν επισκοπεί ουδὲ αναλογίζεται ουδέ αναθρεί, ο δε άνθρωπος άμα εώρακεν -τούτο δ’ εστί (το) “όπωπε”- και αναθρεί και λογίζεται τούτο ο όπωπεν. Εντεύθεν δη μόνον των θηρίων ορθώς ο άνθρωπος “άνθρωπος” ωνομάσθη, αναθρών α όπωπε». Πλάτων, Κρατύλος
Ο Γιώργος Ντελιδάκης είναι γιατρός αναισθησιολόγος, εργάζεται σε μεγάλο νοσοκομείο και «Το Γιαχνί» είναι το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο.
Η παραπάνω εισαγωγική φράση αυτής της παρουσίασης σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον «επαγγελματία» του λόγου, ούτε καν με έναν άνθρωπο που σχεδιάζει για το μέλλον του μια πορεία στα γράμματα. Έχουμε να κάνουμε με έναν γιατρό που έγραψε για το προσωπικό του ταξίδι από ένα ορεινό χωριό της Κρήτης τη σκληρή δεκαετία του 1960 («περιορισμένα τα όνειρα, πολλά τα θαύματα και τα οράματα»), πέρασε από τα φοιτητικά έδρανα της Ιατρικής της Αθήνας, με το ταξίδι να συνεχίζεται από την ειδικότητα μέχρι σήμερα.
Ποιό, άραγε να είναι το κίνητρο ενός μάχιμου γιατρού πρώτης γραμμής, που γυρνά σπίτι το βράδυ και κάθεται στο γραφείο του να γράψει ένα βιβλίο; Νοιώθει την ανάγκη να κάνει απολογισμό; Αποδίδει σπονδή στα παιδικά και νεανικά του χρόνια; Πρόκειται για ένα απολύτως προσωπικό scripta manent; Ή είναι απλά μια άσκηση ναρκισσισμού;
Νομίζω ότι ο χρόνος που διάλεξε ο Γιώργος Ντελιδάκης να γράψει «Το Γιαχνί» είναι καθοριστικός αφού γράφτηκε κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη το στοιχειωδέστατο σύστημα αξιών που κάνει τον άνθρωπο, Άνθρωπο, τον «αναθρεί ά όπωπε», το ον εκείνο, δηλαδή, που παρατηρεί αλλά και κρίνει αυτό που βλέπει.
Έτσι, ένα φαγητό, ένα ταπεινό πιάτο γιαχνί, που για να είναι επιτυχημένο πρέπει τα λαχανικά να ’ναι και ψημένα και λιωμένα αλλά και ανέπαφα («αμάλαγα» στην κρητική διάλεκτο), χρησιμοποιείται ευφυώς από τον συγγραφέα σαν μεταφορά και ως υπαινιγμός για την διαλεκτική σχέση του ατόμου με τις αλληλεπιδράσεις του. Τη σχέση του με τον γενέθλιο τόπο, με το αντικείμενο του έρωτά του, με τη δουλειά του, την σχέση του, δηλαδή, με ό,τι τον περιβάλλει, τον πιστοποιεί και μοιραία τον συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τι σχέση έχει η κρίση εδώ; Η κρίση δημιουργεί ένα νέο «πρότυπο» αλλοτριωμένου ατόμου, που βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του σωκρατικού ορισμού. Οτιδήποτε παρατηρείται και βιώνεται από τον άνθρωπο, σ’ αυτά τα χρόνια της κρίσης, στερείται νοήματος και επεξεργασίας, διότι αυτός έχει απολέσει πλέον κάθε δυνατότητα παρέμβασης (είτε νοητικής είτε πραγματικής) στο οποιοδήποτε γεγονός τον αφορά. Η απόλυτη κοινωνική αποξένωση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», έχει σχετικοποιήσει (και, ακόμη χειρότερα, απενοχοποιήσει) όλο το αξιακό σύστημα πάνω στο οποίο δομείται η κοινωνική συνοχή.
«Κακό πράγμα η φτώχεια, κουμπάρα, έλεγε ο πατέρας. Η φτώχεια είναι αρρώστια. Θολώνει το μυαλό του ανθρώπου. Σαν να ζει σ’ έναν χώρο όπου επικρατεί μόνιμη έκλειψη ηλίου. Κατέχεται από φόβο, έναν αόριστο φόβο, σαν αυτόν που αισθάνεται οποιοσδήποτε εκτεθειμένος στα φυσικά φαινόμενα, που παραλύει τον νου και όλο το νευρικό σύστημα και υπονομεύει τις διεργασίες της σκέψης. Φοβάται πως πλησιάζουν η καταστροφή και ο θάνατος. Μπαίνει σε πανικό. Αρχίζει να επιτίθεται και να καταστρέφει τους ανθρώπους του, χωρίς εξαιρέσεις».
Αυτή πιστεύω ότι ήταν η αφορμή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο που στο πρώτο μέρος του κυριολεκτικά μοσχοβολάει απ’ την πεδιάδα της Μεσσαράς, λες κι ο Ντελιδάκης με κάποιον τρόπο (αγάπη, αλλά και επίγνωση λέγεται αυτό) μπόρεσε να βάλει τις λέξεις σε τέτοια σειρά ώστε η ανάγνωση να γίνεται βίωμα, αίσθηση. Σ’ ένα πρώτο μέρος όπου τοπία, λόγια, άνθρωποι, γεγονότα, ο πατέρας, οι μύθοι, η χήρα η Αφροδίτη κι η κόρη της με το αγνώστου πατρός παιδί της («… γιατί εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι ούτε καλοδέχονταν ούτε κακοδέχονταν τα φυσικά και κοινωνικά γεγονότα. Ήταν απλώς ένα ακόμη κουβάρι κλωστή στο κέντημα του καμβά της ζωής τους») συμπλέκονται μεταξύ τους σε ένα αρμονικό όλο, σε μια γενεσιουργό ουσία, στο βασικό, αρχέγονο κύτταρο. «Λυγιές με ευλύγιστα κλωνάρια, κατάλληλα για τον σκελετό στο πλέξιμο των καλαθιών, αλλά και για το ράπισμα της παλάμης των μαθητών από τον δάσκαλο….», «η μνήμη του νερού, μια που νερό είχε μόνο όταν έβρεχε έκανε τις όχθες του εύφορες», «Έστρεψα το βλέμμα μου στις ελιές. Τεράστια δέντρα, αναρίθμητος στρατός από πράσινους γίγαντες στο χρώμα των ματιών της μάνας μου […] Μεγάλη ταλαιπωρία το μάζεμα της ελιάς, μία μία, αιμορραγούσαν τα ακροδάκτυλα».
Κι ο έρωτας. Που, νομίζω, ότι από σεβασμό στο άφατο μυστήριό του, ο συγγραφέας του αφιερώνει λίγες σελίδες, αλλά τι σελίδες, τι τρυφερότητα! «Την ένοιωσα σαν μια ριπή του ανέμου στον σβέρκο μου και μια ανατριχίλα στο σώμα μου […] Πρόσταξε τον άνεμο να πάρει την λεοντή από πάνω μου και την αντικατέστησε με αραχνοΰφαντο δίχτυ για να μπαίνει και να βγαίνει ελεύθερη.», «έκανα μελάνι το αίμα μου και με κονδυλοφόρο ένα σπιρτόξυλο σου έγραψα σε ένα κομμάτι χαρτί λέξεις που δεν είχα ποτέ φανταστεί».
Στο δεύτερο μέρος η πόλη, το αμφιθέατρο της Ιατρικής κι ένα παιδί, που: «στο χωριό αλλιώς είχα μάθει. Η φύση και τα γεννήματά της, όλα είχαν ταυτότητα [ενώ εδώ] Όλα μαζικά […] έκανα λάθος που πέταξα το μαχαίρι;» Και πάλι το ψημένο, λιωμένο και αμάλαγο γιαχνί, η φράση: «εντυπώθηκε στο παιδικό μου μυαλό σαν το αποτύπωμα της βούλας στο ζεσταμένο κερί» που βρίσκει τώρα διπλή εφαρμογή: συνδράμει τόσο στην εκεχειρία με το τίμημα του προσωπικού ονείρου και στην κοινωνική ενσωμάτωση χωρίς συνθηκολόγηση με τα των «εν αρχή», όσο και στην διαμόρφωση της προσωπικής, ουμανιστικής οπτικής για την ιατρική επιστήμη: «Έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου πλάι σε κοιμισμένους ή μισοκοιμισμένους ή μισοξύπνιους ανθρώπους», γράφει, περιγράφοντας την ειδικότητά του τρυφερά, δίνοντας πρόσωπο και ουσία στον αναίσθητο και παραδομένο στο νυστέρι, λέγοντας «ύπνο» την αναισθησία και την καταστολή, ή «μισοξύπνιο» την διαδικασία της ανάνηψης. Διότι, λέει ο συγγραφέας, ο γιατρός αναισθησιολόγος συγγραφέας: «οι άνθρωποι όμοιοι είναι. Ίδιο στημόνι. Η ύφανση και τα ξόμπλια μόνο αλλάζουν. Σήμερα ο ένας, αύριο ο άλλος. Την μία επάνω, την άλλη κάτω. Καθένας με τη σειρά του».
Έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο αυτό σηματοδοτεί ένα τέλος αλλά και μια αρχή. Έχω την αίσθηση ότι μοιάζει με μήτρα μέσα στην μήτρα. Μοιάζει σαν μία συνισταμένη άπειρων συνιστωσών, έτοιμη να αποσυντεθεί σε καινούργιες συνιστώσες, να συνδέσει άλλες συνισταμένες και πάλι να εκραγεί απ’ την αρχή. Τούτο σημαίνει ότι ακόμα και η «τέλεια» συνταγή, το πετυχημένο «γιαχνί», θα μπορούσε ενδεχομένως να αναθεωρηθεί. Να προστεθούν φρέσκες ουσίες στις παλιές, να αντικατασταθούν οι λέξεις «ψημένο, λιωμένο κι αμάλαγο» με νέες λέξεις, που, ποιος ξέρει, μπορεί και να μην έχουν ακόμα επινοηθεί. Άλλωστε, όπως έγραψε κι ένας άλλος γιατρός, ακτινολόγος αυτός, ο Μανώλης Αναγνωστάκης: Αυτές τις δυο τρεις λέξεις που δεν τελειώσαμε μια/ μέρα ίσως να μην τις τελειώσουμε ποτέ/ –Τι θα τελειώσει ποτέ και πότε θα πούμε πως τελείωσε;–/ Εδώ όλα μετριούνται χωρίς έλεος, θέλουμε δίχως/ όριο ν’ αγαπούμε/ Τώρα πια η αγκαλιά μας δεν στένεψε, για να δεχτεί/ όλους τους ανθρώπους.
Ειρήνη Παπαθανασίου
Γιώργος Ι. Ντελιδάκης
«Το γιαχνί»
Μυθιστόρημα,
εκδ. Σιδέρης Μ.,
2015, σελ. 164
Share this Post