Εικόνες | Εκτός στάσης

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


 

στην Ελένη-Κατερίνα

Περπατούσα. Είχα φορέσει τα χαμηλά μου παπούτσια και είχα πάρει τη μεγάλη μου τσάντα. Πήγαινα να κάνω μια δουλειά. Κουβαλούσα χαρτιά και έγγραφα. Κάπνιζα τότε. Ήμουνα νέα πολύ. Μόλις ξεκινούσα να δουλεύω και δεν ήξερα πώς λειτουργεί ο κόσμος.

Τα μαλλιά μου ήτανε μακριά και ανεμίζανε στον Μαρτιάτικο αέρα. Το μπουφάν μου – ακριβό, κάποιας μάρκας – το κρατούσα στο χέρι. Έκανε ζέστη. Μια παράξενη Μαρτιάτικη ζέστη. Είχε αρχίσει να αλλάζει το κλίμα αλλά ακόμη δεν με απασχολούσε αυτό.

Είχα κατέβει σε λάθος στάση, είχα διαβάσει λάθος τον χάρτη, δεν ήξερα καθόλου πού βρισκόμουν και δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο για να ρωτήσω. Μια λεωφόρος – ασυνήθιστα φαρδιά – απλωνότανε σε πλάτος αλλά της λείπανε οι άνθρωποι. Δεν στριμώχνονταν τα αυτοκίνητα στις μεγάλες και άνετες λωρίδες. Δεν συνωστίζονταν οι πεζοί στα φαρδιά πεζοδρόμια και στο μεσαίο διάζωμα. Δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο εγώ, μια νεαρή γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά μου, που ανεμίζανε στον αέρα και πήγαινα σε λάθος κατεύθυνση.

Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη ότι όντως έκανα λάθος, αλλά ξαφνικά δεν είχα πια καμιά αμφιβολία. Ο δρόμος, αυτή η μεγάλη ευρύχωρη λεωφόρος, σταματούσε απότομα! Ένα πλάτωμα, πιο πέρα ο λόφος, μπορεί και βοσκοτόπι, πίσω ο σκουπιδότοπος, ψηλά τα καλώδια και οι πυλώνες της ΔΕΗ. Μετασχηματιστές και τοπίο εχθρικό.

Σήκωσα τα χέρια μου, στο ένα το τσιγάρο, στο άλλο η τσάντα, το κινητό και το μπουφάν. Όσο πάνε τα χέρια. Μετά, το κεφάλι και τα μαλλιά τα κρέμασα πίσω, αγγίξανε την άσφαλτο.

–Την τύχη μου γαμώ!

Αν υπήρχε κανείς θα μπορούσε να με ακούσει – πού όμως; Δεν έβλεπα τίποτα και κανένα.

Άρχισα να βρίζω δυνατά και πολύ. Την άκουγα τη φωνή μου απελπισμένη, καθαρά στα αυτιά μου για κάμποση ώρα, στο τέλος βράχνιασα, είχα λαχανιάσει, δεν έβγαινε πια όλη η φωνητική παλέτα.

Έβριζα και χτυπιόμουνα – κάπου θα υπάρχει ένα μέρος, ψηλό σκεφτόμουνα, πλατύ, μεγάλο, ευρύχωρο με αρχή και τέλος ασφυχτικά γεμάτο από τις απελπισμένες φωνές των απελπισμένων ανθρώπων (ιδίως των νέων) που έρχονται αντιμέτωποι με την παράνοια και την ασυναρτησία του κόσμου. Ύστερα όμως παραιτήθηκα – είχε πονέσει ο λαιμός μου, είχα κι άλλο απελπιστεί – κι άρχισα πάλι να περπατάω προς την αντίθεση κατεύθυνση. Πέρα μακριά το βουνό.

Δεν έτρεχα, δε βιαζόμουνα, τα χέρια μου πια κουνιόντουσαν ελαφρά. Τη δύναμή μου, την απελπισία, την απόγνωση τα είχα όλα στείλει με τις βρισιές μου εκεί σε κείνο το μέρος – δε μπορεί θα υπάρχει ένας χώρος όπου η απελπισία ξεχειλίζει και μετά γίνεται μια σκοτεινή ενέργεια να πνίξει τον κόσμο. Είχα το τηλέφωνο στην τσέπη, το μπουφάν πάνω στην τσάντα και όλο αυτό το φορτίο στον ώμο, που κύρτωνε από το βάρος.

Περπατούσα αδύναμη, χωνόμουνα όλο και πιο βαθιά στην ανέλπιδη αδιαφορία. Περπατούσα γιατί δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω.

Και τότε ξαφνικά, εκεί στην ερημιά και στο άγνωστο, ούτε στάση ούτε μαγαζιά ούτε ψυχή ζώσα, ένα λεωφορείο σταμάτησε δίπλα μου. Ήταν ο θόρυβος που με έκανε να γυρίσω το κεφάλι αλλά και μια απίθανα ζεστή αντρική φωνή.

–Χρειάζεστε μήπως λεωφορείο;

Σίγουρα είχε έρθει από εκείνο το μέρος, όπου πάνε οι βρισιές και η απελπισία μας. Εκεί που κατακάθεται η ταλαιπωρία μας και φτιάχνει από μηχανής θεούς.

 

Για την καταγραφή: Ελένη Γ.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία