Οι άνθρωποι παρουσιάζονται κάπως αλλά δεν είναι βέβαια έτσι.
Πρέπει να σηκώσεις την άκρη από την κουβέρτα τους,
το χαμόγελο που σκεπάζουν τη λύπη,
τα λόγια που λένε για να παραπλανήσουνε
τους φίλους, τον εαυτό τους και κείνον
τον ανελέητο κριτή που
δεν τους αφήνει από το μάτι του το αετίσιο.
Μια τρυπούλα στη ζακέτα ήταν η αφορμή.
Τη φορούσε η Ελίζα και την είδε ο Άγγελος.
–Μα να φοράς εσύ τρύπια ζακέτα; Εσύ;
Την είχε φλερτάρει όταν ήταν και οι δυο πολύ νέοι. Της έκοβε γιασεμιά από τον κήπο και μαργαρίτες από τα οικόπεδα των συνοικιών. Δε μπορούσε να της αγοράσει ένα φορτηγό τριαντάφυλλα, όπως έκανε ο άντρας που την είχε τελικά κερδίσει.
–Μπορώ να σου αγοράσω όχι μία, δέκα ζακέτες! Και παλτά, και γούνες… και ό,τι άλλο ποθείς!
Κρατούσε το μικρό φτηνό μπολερό στα άσπρα του χέρια. Δε ζούσε σε συνοικία, δεν είχε κήπο, όπως θα ήθελε. Ένα μεγάλο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης με εσωτερική οικιακή βοηθό, μια σύζυγο σκληρά εργαζόμενη, όπως κι αυτός, και δυο παιδιά στη φροντίδα των ιδιωτικών σχολείων και των ιδιαίτερων μαθημάτων. Μάλλον δεν προλάβαινε να απολαύσει και πολλά από τα αγαθά που του εξασφάλιζαν τα χρήματά του. Η γυναίκα του πρέπει να είχε εραστές κι εκείνος…
–Πώς άφησες να γίνει αυτό;
Στην αρχή δοκίμασε το η-μπέη, αλλά θα καθυστερούσε πολύ κι εκείνος βιαζόταν.
Έτσι το μεσημέρι, αντί να πάει για φαγητό με τους άλλους, να μιλήσουνε για δουλειές, για μετοχές, για την κυβέρνηση, για τις μίζες και για όλες τις σοβαρές υποθέσεις που τους απασχολούσαν ακόμη και στο μεσημεριανό διάλειμμα, πέρασε τη μεγάλη λεωφόρο και χώθηκε στο κατάστημα. Ήξερε το αντρικό τμήμα και τον ήξεραν. Ανέβηκε έναν όροφο ακόμη και άρχισε να ψάχνει τα σταντ με τις γυναικείες ζακέτες.
Η όμορφη υπάλληλος έσπευσε να τον βοηθήσει, αλλά δεν ήθελε καμία βοήθεια, εξήγησε. Θα βρει μόνος του ό,τι ψάχνει. Την ευχαρίστησε ευγενικά, της χαμογέλασε
Τις δυο ώρες της μεσημεριανής ελευθερίας τις πέρασε στο κατάστημα ψάχνοντας όλες τις μάρκες, εξετάζοντας προσεκτικά τις ραφές, τα χρώματα, το ύφασμα. Το κάθε ένα ρούχο που ξεχώριζε, τη φανταζότανε να το φοράει. Την έφερνε στα μάτια του λεπτή, με φωτεινό πρόσωπο, χαμογελαστή έτσι όπως την είχε όλα αυτά τα χρόνια αποθηκεύσει η μνήμη του. Ένα κορίτσι συνηθισμένο στην ασφάλεια του σπιτιού και στην τάξη των βιβλίων.
Της έβαζε τη ζακέτα, μια λεπτή φούξια με γουνάκι στο λαιμό και άπλωνε το χέρι να τη χαϊδέψει στο μάγουλο πρώτα. Εκείνο που ήθελε πάνω απ’ όλα ήτανε να τη γδύσει. Το ήθελε απ’ όταν ήταν κι οι δυο νεαροί με σφιχτό δέρμα, όταν της κρατούσε το χέρι και ένιωθε τους σφυγμούς της. Τακ-τακ κάτω μες στις γαλάζιες φλέβες κανονικά. Οι δικοί του οι σφυγμοί τρελαινόντουσαν από τότε.
Αν δεν την έχω και τώρα…
Το κεφάλι του καίει. Και το άδειο στομάχι του ανακατεύεται. Δε θέλει να φάει, δε θέλει να καταπιεί τίποτα. Να ακούσει την Ελίζα, να τη δει. Να κρατήσει το κορμί της. Να το νιώσει να σπαρταράει στα χέρια του. Η καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Η ανάσα της να του ζεσταίνει το πρόσωπο.
Τη φαντάστηκε με διάφορα ρούχα όλο το μεσημέρι στο μεγάλο κατάστημα. Όποια του δίνανε μεγαλύτερη συγκίνηση τα έβαζε στον πάγκο. Η κοπέλα το πήρε απόφαση και τον άφησε να κάνει ό,τι ήθελε. Στην αρχή τον παρακολουθούσε να κρατάει τα κομμάτια στα χέρια του, να τα γυρίζει από όλες τις μεριές και ύστερα να μένει ακίνητος με τα μάτια του πάνω τους. Αφού περνούσε λίγη ώρα έτσι ακίνητος – σα να ταξίδευε με τη φαντασία του ή σα να σκεφτότανε κάτι αφηρημένος – μετά έβαζε το ρούχο πάλι στη θέση του προσεκτικά με τρυφερότητα σχεδόν ή το κρατούσε περνώντας το από το βραχίονά του για να το ακουμπήσει στον πάγκο με προσοχή λες και ήταν από γυαλί ή από κάτι πολύ εύθραυστο. Η κοπέλα μέτρησε τουλάχιστον πέντε ρούχα ακουμπισμένα στον πάγκο προτού ο άνδρας την πλησιάσει ευγενικά και της δείξει τη συλλογή του.
–Θα ήθελα να τα στείλετε σε μια κυρία, αν γίνεται, αλλά διακριτικά…
Συμφωνήσανε να τηλεφωνήσουν πρώτα, να ζητήσουν τη διεύθυνση και την άδεια.
–Θα βάλω στο δέμα την κάρτα μου. Δε θέλω να πείτε το όνομά μου.
Άφησε όμως όνομα και τηλέφωνο στην κοπέλα.
Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου τηλεφωνούσατε να με ενημερώσετε για την τύχη τους.
Ζήτησε να συσκευάσουν μπροστά του το δώρο – όχι σακούλα. Χαρτί χρωματιστό και κορδέλα φαρδιά. Περίμενε να βρούνε το κατάλληλο περιτύλιγμα, να βάλουν όλες τις ζακέτες – από κάτω την πιο χοντρή σε χρώμα σκούρο, μετά την εμπριμέ που σταυρώνει στη μέση και δένει με ζώνη, την πράσινη με το μεταξωτό γιακαδάκι, τις δυο κοντές λεπτούλες σαν το μπολερό που κράτησε για λίγο στα χέρια του, αλλά από φίνο νήμα και με πλέξη αδιατάρακτη και μια ολομέταξη ζακέτα, από πάνω- πάνω. Να αγγίξει αυτή πρώτα το χέρι της όταν ανοίξει το δέμα. Η αίσθηση του μεταξιού πάνω στην παλάμη της.
Τον είχε χαϊδέψει αυτή η παλάμη. Τότε που φανταζότανε ότι μπορούσε να της απλώσει όλο τον κόσμο στα πόδια της.
–Όλα εντάξει κύριε Φωτίου;
Η κοπέλα έδειχνε το ωραίο πακέτο με τον κόκκινο φιόγκο. Θα το δεχότανε το πακέτο η Ελίζα άραγε; Θα το έβαζε έτσι μπροστά της να το χαρεί όλο προσμονή με την καρδιά της να σφίγγεται; Ή θα αρνιότανε να πάρει κάτι που δεν το είχε ζητήσει; Να υποχρεωθεί στον άντρα που είκοσι χρόνια νωρίτερα είχε απορρίψει;
Πήρε την απόδειξη σιωπηλός και κατέβηκε από τις κυλιόμενες σκάλες.
Στο γραφείο δεν υπήρχε κανείς. Η γραμματέας είχε φύγει – ευτυχώς – δε σε χρειάζομαι της είχε πει. Κι εκείνη συμμορφώθηκε. δεν ήταν χαζή. Αντίθετα ήτανε έξυπνη και καπάτσα, γι αυτό άλλωστε και την κρατούσε κοντά του πληρώνοντάς την ικανοποιητικά.
Βρήκε με την ησυχία του το προσωπικό του ντοσιέ να παραχώσει την απόδειξη – κανείς δεν είχε το δικαίωμα να το ψάχνει αυτό, εκεί έβαζε τις σημειώσεις για τα άρθρα που ετοίμαζε. Μάζευε υλικό και όταν ένιωθε έτοιμος έγραφε το άρθρο για το περιοδικό ή για την ιστοσελίδα.
Ήθελε να δείξει αυτά τα άρθρα του στην Ελίζα. Ήθελε να της δείξει πόσο είχε εξελιχθεί. Πρώτα όμως ήθελε αυτή να δεχτεί το δώρο του.
Κάθισε του γραφείο μόνος και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις υποθέσεις του. Όμως δυσκολευότανε πολύ. Το λιγνό σώμα της Ελίζας, το χλωμό της πρόσωπο με τα κοντοκομμένα μαλλιά – σε στυλ Κλεοπάτρας – εμφανιζότανε συνέχεια μπροστά του σκεπάζοντας τις φωτογραφίες των εγκληματιών, τις καρφιτσωμένες πάνω στις δικογραφίες – θέλω να έχω και μια φωτογραφία σας, έλεγε πάντα και ήθελε να την έχει συνέχεια μπροστά του, τον ενέπνεε το πρόσωπο, το βλέμμα ή η απουσία βλέμματος καμιά φορά – όλα όσα έδειχνε μια φωτογραφία ανθρώπου τα συνέδεε με τις πράξεις, τις ενέργειες και τα κίνητρα.
Όλο έμπαινε στον πειρασμό να συστηματοποιήσει τις παρατηρήσεις του αλλά δίσταζε, κάτι ρατσιστικές απόψεις μόνο του βγαίνανε, το άφηνε λοιπόν όλο το σύστημα να το έχει και να το χειρίζεται μοναχός του.
Τώρα όμως οι φωτογραφίες και οι πράξεις, τα κίνητρα, οι δικαιολογίες, τα ελαφρυντικά, όλα χανόντουσαν από το πεδίο επεξεργασίας της σκέψης του. Δε μπορούσε να σκεφτεί, δε μπορούσε να λειτουργήσει. Στο μυαλό του στριφογύριζε μόνο η Ελίζα. Θα την έχουν πάρει τώρα τηλέφωνο από το κατάστημα, ζήτησε να περιμένουν ως το απόγευμα, μήπως κοιμάται το μεσημέρι. Δεν έδωσε το τηλέφωνο του σπιτιού της. Δε μπορούσε να προσβάλει τόσο κατάμουτρα τον άνθρωπο που επέλεξε να παντρευτεί. Το δώρο το έκανε σε κείνη. Δεν είχε σχέση με την επιλογή της με την απόρριψή του, έτσι έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Τα έλεγε για να τα πιστέψει. Ότι πληγώθηκε που η Ελίζα φορούσε τρύπια ζακέτα, που η Ελίζα δεν ενδιαφερότανε πια τόσο για τον εαυτό της, που είχε παραμελήσει τη ζωή της.
Έτσι σκεφτότανε, έτσι επαναλάμβανε πάλι και πάλι. Και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στους εγκληματίες. Δε μπορούσε να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα τους υπερασπιστεί, ποιο είναι το αδύνατο και πιο το δυνατό σημείο της υπόθεσής τους. Για ποιο λόγο τούτος έμπλεξε με τα ναρκωτικά, γιατί δέχτηκε να κουβαλήσει όλο τούτο το φορτίο από την Αλβανία και πιάστηκε σα βλάκας. Μήπως επειδή ακριβώς ήτανε βλάκας; Αλλά τι είδους βλάκας άραγε; Σε ποιο τομέα έχανε το μυαλό του; τι δε μπορούσε να «διαχειριστεί;» είχε ένα μούτρο σημαδεμένο, μια μεγάλη ουλή κατέβαινε στο μάγουλο και τα μαλλιά του φυτρώνανε από χαμηλά στο μέτωπο. Ένα τετράγωνο πρόσωπο και τα μάτια του μικρά πράσινα χωμένα στα φρύδια. Κολλημένο το κεφάλι στο κορμί. Ελάχιστος σβέρκος.
Μπορούσε να τον φανταστεί σε κωλάδικα, σε ταβέρνες να πίνει και να μιλάει λίγο. Δε θα κουβέντιαζε με συγγενείς για τις δουλειές του. Ούτε θα πήγαινε σινεμά. Καμιά τσόντα νεότερος και καμιά επιθεώρηση για να «σπάσει πλάκα».
Δεν του άρεσε τούτο το μούτρο. Δεν ήθελε να τον κάνει παρέα. Κανένα από όλους τους παράνομους που του κουβαλιόντουσαν δεν ήθελε για παρέα. Το χλωμό πρόσωπο της Ελίζας, η λεπτή της φιγούρα…
Μπλέχτηκε με όλους αυτούς. Ήταν η δουλειά του. Την αγαπούσε. Τη δουλειά, όχι τους εγκληματίες. Να κυνηγάει τις αποδείξεις, να αναζητά τα κίνητρα, να ξεδιπλώνει τα αίτια. Όλα έξω από τη σφαίρα του προσωπικού. Εκεί βρισκότανε το δυνατό του σημείο.
Τώρα όμως δε μπορεί να συγκεντρωθεί. Πάνω στο γραφείο του έχει το τηλέφωνο. Περιμένει μια κλήση από το κατάστημα ή από την Ελίζα. Δε θέλει να σκεφτεί τίποτα. Δε θέλει να φάει. Μόνο να κάθεται εκεί και να περιμένει τον ήχο από το τηλέφωνο.
Στις εννιά του είπαν κλείνουν τα μαγαζιά. Ως τότε θα σας έχουμε ειδοποιήσει κύριε Φωτίου…
Ήταν εννιά παρά τέταρτο και περίμενε βουβός ακίνητος στην πολυθρόνα του γραφείου του. Μόνο η γυναίκα του τηλεφώνησε μια φορά να του πει ότι θα αργούσε απόψε και να γυρίσει αυτός αν γίνεται νωρίτερα για τα παιδιά.
Όλη μέρα τα παιδιά μόνα τους. Ούτε γιαγιά, ούτε θείος και θεία. Παρατημένα στις ξένες γυναίκες, σκέφτηκε φευγαλέα, ύστερα όμως αφαιρέθηκε πάλι και καρφώθηκε ολόκληρος στην προσμονή.
Χτύπησε τελικά το τηλέφωνο 9 παρά πέντε και ήταν η ίδια η Ελίζα.
–Είπα στο κατάστημα ότι θα συνεννοηθώ εγώ μαζί σου…
Τι του έλεγε; Αυτό που συγκράτησε απ’ όλα ήταν ότι ήταν κάτω από το γραφείο του και ότι μπορούσε να περάσει για λίγο από κει.
Δεν πρόλαβε ούτε να μαζέψει καλά –καλά τα χαρτιά του, να ανοίξει λίγο το παράθυρο να αεριστεί ο χώρος, να βάλει ένα κρασί στο μικρό ψυγειάκι.
Μαζί της μπήκε η ομορφιά. Δεν την αγκάλιασε. Της άνοιξε τρέμοντας την πόρτα αλλά έμεινε μόνο να την κοιτάζει. Εκείνη του έδωσε το παλτό της και τον άφησε να χαζέψει το ζακετάκι με το μωβ γουνάκι που φορούσε.
–Πέρασα να σ’ ευχαριστήσω…
Της έδειξε τον καναπέ, άνοιξε το κρασί, γέμισε δυο ποτήρια. Κολονάτα και το κρασί άσπρο.
–Χαίρομαι τόσο πολύ που δέχτηκες τα δώρα μου…
Δεν ήθελε εκείνη τη στιγμή τίποτα άλλο. Μόνο να είναι εκεί μαζί του, να την κοιτάει, να την μυρίζει και να την ακούει. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί της.
–Μου άρεσε πολύ το πακέτο. Ζήτησα να μου το ξαναφτιάξουν, αφού φόρεσα τούτο εδώ για να σε αφήσω να δεις πόσο μου πάει. Έβγαλε το πακέτο από την τσάντα του καταστήματος και το ακούμπησε πάνω στο μικρό τραπεζάκι που βρισκότανε ανάμεσά τους. Σήκωσε το ποτήρι της ύστερα και ευχήθηκε σιγανά.
–Στο χρόνο τον αδυσώπητο.
Χαμογελούσε ελαφρά και τα μάτια της τον κοιτούσαν γαλήνια.
–Με κάνεις ευτυχισμένο…
Ήθελε να προσθέσει που χαμογελάς, που ήρθες εδώ να με δεις και να σε ακούσω, που κάθεσαι εδώ απέναντί μου και ο χρόνος, που είναι αδυσώπητος έχει τώρα σταματήσει και δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά εσύ απέναντί μου και όλη η λαχτάρα μου να σε βλέπω να σε μυρίζω, να σε ακούω και να σε νιώθω. Ήθελε όλα αυτά να τα πει, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο μόνο την κοιτούσε και δεν τη χόρταινε, είχανε περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια, από παιδιά γίνανε εκείνος άντρας κι εκείνη γυναίκα, οι καμπύλες της διακρινόντουσαν από το παντελόνι και το λεπτό ζακετάκι, τα μάγουλά της είχανε πάρει ένα ροζ χρώμα και το στόμα της μισάνοιγε όπως ανάσαινε… ακόμη και κείνη η βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της έδινε τη γοητεία της ωριμότητας. Ίσως και σε κείνον οι δυο χαρακές στο μέτωπο, ίσως να της αρέσανε. Την είδε που τις κοιτούσε κι αυτή με τα μισάνοιχτα χείλη της.
Ήταν όλα υπέροχα. Ακόμη και ο άντρας της που την άφηνε έτσι να μαραζώνει. Όλα ήτανε καλά καμωμένα.
Μόνο να, που η Ελίζα ήπιε κιόλας το κρασί της, τον ευχαρίστησε πάλι και σηκώθηκε από τον καναπέ.
–Όχι! Του ξέφυγε αυθόρμητα. Σπαρακτικά. Περίμενε! Τίποτα δεν ήταν πια καλό. Τίποτα δεν υπήρχε ωραίο. Και τα μάτια της είχανε γίνει ανυπόμονα.
–Μείνε σε παρακαλώ λίγο ακόμη. Όσο και να έμενε θα ήτανε λίγο. Το ένιωσε τη στιγμή που την παρακαλούσε. Κανείς τους δε μπορούσε να μείνει για όσο εκείνος θα ήθελε.
Ένα λαμπάκι άναβε μέσα στο κεφάλι του κάπου όπου ο έλεγχος κατοικοεδρεύει, κάπου όπου η λογική αναπνέει. Οι κανόνες που μαθαίνουμε ζώντας με τους άλλους της κοινότητάς μας. Συγκρατήσου. Μη. Όμως δεν μπορούσε να το ακούσει. Ούτε να υποταχτεί. Κάτι βίαιο και ορμητικό είχε ξυπνήσει μέσα του.
Την ανάγκασε σχεδόν να ανοίξει το πακέτο, να λύσει την κορδέλα κι εκείνος να χαζεύει τα τρεμάμενα δάχτυλά της. Όπως το είχε ονειρευτεί, αλλά τώρα δεν το απολάμβανε. Γινότανε βιαστικά, πιεστικά, ανυπόμονα. Κι όμως από πάνω ήτανε το μεταξωτό. Εκείνο αγγίξανε οι ρώγες των χεριών της. Το πράσινο μετάξι, να σκεπάσει το κορμί της. Να πέφτει πάνω στο στήθος, οι ρώγες όρθιες να διακρίνονται από το πάνλεπτο ύφασμα.
Αυτό το ύφασμα της ζήτησε να φορέσει. Τις άλλες τις χοντρές ζακέτες τις άφησε στο πακέτο, ανοιχτό το χαρτί κι εκείνες διπλωμένες προσεκτικά.
Πρώτα την παρακολούθησε να γδύνεται, τη μωβ ζακετούλα, το άσπρο πουκάμισο, το σουτιέν. Καθότανε στην πολυθρόνα όσο μπορούσε πιο χαλαρά, δεν κουνήθηκε, σχεδόν δεν ανέπνεε κι όμως η ανάσα του έβγαινε λαχανιαστή. Κι εκείνη τον κοιτούσε. Στην αρχή το βλέμμα της φοβισμένο και κάπως ντροπαλό. Ύστερα όμως όσο εκείνος έμενε ακίνητος, ηρέμησε και τα μέλη της βρήκανε τη χάρη που έχει κάθε γυναίκα όταν γδύνεται για έναν άντρα. Όταν ξέρει ότι τα αντρικά μάτια την επιδοκιμάζουν, θαυμάζουνε το κορμί, την επιδερμίδα, την κίνηση.
Καθότανε εκεί και της έδινε τώρα το χρόνο της. Να βγάλει όλα τα ρούχα, να νιώσει την κίνησή της και μετά να φορέσει το λεπτό ύφασμα πάνω από τη γυμνή σάρκα. Την περίμενε να το νιώσει το μετάξι να αγγίζει το στήθος, να ερεθίζει τις ρώγες. Περίμενε καθισμένος στην πολυθρόνα με τα πόδια σταυρωμένα και το στόμα μισάνοιχτο. Αν κάπνιζε θα κατέβαζε τον καπνό βαθιά στα πνευμόνια του να ηρεμήσει την αναπνοή του που είχε πιαστεί και κόντευε να σκάσει όπως του φαινόταν. Αν κάπνιζε, όμως δεν κάπνιζε και το ποτήρι με το κρασί είχε αδειάσει. Δεν ήθελε να κουνηθεί να το ξαναγεμίσει μην τη φοβίσει, μην την κάνει και βγει από το όνειρο, το όνειρο που τους είχε και τους δυο ρουφήξει τώρα.
Πρώτη κινήθηκε αυτή. Το λεπτό ρούχο λικνίστηκε μαζί της. Και ήρθανε και τα δυο προς το μέρος του. Το κορμί και το ρούχο. Την ήθελε με όλους τους τρόπους. Να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει, να την κοιτάζει, να τη χαϊδέψει, να τη μυρίσει, να μπει μέσα της βαθιά. Να νιώσει το δέρμα της πάνω στο δικό του. Άπλωσε τα χέρια του να την αγγίξει. Μπορεί τώρα, το δικαιούται, το οφείλει στον εαυτό του.
Τι ήταν αυτό που τον σταμάτησε; Κάτι στο βλέμμα της, κάτι στη μυρωδιά της ή μήπως ο λεπτός ιδρώτας πάνω από τα χείλη, που τόνιζε το λιγοστό αδιόρατο χνούδι. Δεν το είχε περάσει με κερί, δεν το είχε ξεριζώσει με το τσιμπιδάκι, δεν είχε καυτηριάσει τις ρίζες του…
Της έπιασε τα απλωμένα χέρια και τα φίλησε
–Είσαι ένας άγγελος… Σ’ ευχαριστώ.
Ξαναγέμισε τα ποτήρια, ήπιε απ’ το δικό του μια πολύ δυνατή γουλιά και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
–Θα με συχωρέσεις άραγε; Δάκρυα αληθινά θολώνανε τα μάτια του αλλά δεν την άφησε να τα δει.
Δεν ήξερε για τι ζητούσε συγνώμη, αλλά το καταλάβαινε ότι τα πράγματα δεν είχαν γίνει με συνέπεια. Ούτε πριν ούτε μετά το γδύσιμο.
Άφησε το χέρι και την περίμενε να ντυθεί, να δέσει το φιόγκο στο πακέτο, όχι τόσο ωραίο τώρα, αλλά και πάλι ήτανε ένας ευπρεπής φιόγκος. Ετοιμαζότανε αμίλητη. Τα χέρια της τρέμανε και τα μάτια της τα κρατούσε χαμηλωμένα. Σα να μη βιαζότανε τώρα η Ελίζα.
Ούτε κι αυτός όμως βιαζόταν. Για τίποτα δε βιαζόταν. Είχε πλύνει τα ποτήρια και τα είχε βάλει στη θέση τους, είχε κλείσει το χαρτοφύλακα και είχε φορέσει το καστόρινο σακάκι του που κρεμότανε στην κρεμάστρα – ένα σπορ μπουφάν που εδώ και χρόνια είχε ψωνίσει στην Ιταλία. Της άνοιξε την πόρτα, κάλεσε το ασανσέρ και όταν κατέβηκαν στο δρόμο την έβαλε στο ταξί φιλώντας τη στο μάγουλο.
–Σ’ ευχαριστώ, του είπε αυτή και χώθηκε στο ταξί με την τσάντα του καταστήματος δίπλα της.
Εκείνος πρόλαβε να χαμογελάσει και με το χαμόγελο παγωμένο στα χείλη του στάθηκε για λίγο ακόμη στον πολύβουο δρόμο.
Ύστερα έκανε μεταβολή και ξαναγύρισε στο γραφείο. Άνοιξε τη δικογραφία και βούτηξε μέσα στην υπόθεση. Διέκοψε μόνο για λίγο από το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η γυναίκα του είχε γυρίσει στο σπίτι, τα παιδιά είχανε κοιμηθεί. Αυτός θα αργούσε πολύ ακόμη;
Δεν ήταν τηλεφώνημα ανησυχίας. Η γυναίκα του δεν ανησυχούσε. μόνο να κανονίσει το πρόγραμμά της ήθελε. Κι εκείνος, ο Άγγελος το κατάλαβε αυτό.
–Κοιμήσου, έχω να σκεφτώ κι άλλο, της είπε ήσυχα κι εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Παράγγειλε φαγητό σε πακέτο και πήρε ένα χαρτί από τα άσπρα που βρισκόντουσαν δεξιά του.
«Ο άνθρωπος αυτός…» άρχισε να γράφει. Μπορεί να ξενυχτούσε. Μπορεί να έμενε μόνος του με τον φύλακα στο μεγάλο κτίριο του κέντρου όπου βρισκότανε το γραφείο του. Η περιοχή αυτή πριν μερικά χρόνια δεν κοιμότανε ποτέ. Έβγαινε έξω όποια ώρα ήθελε και τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, οι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους, οι νεαροί ερωτεύονταν. Τώρα τα μαγαζιά ξενοίκιαστα, τα φώτα σβηστά, όλα έρημα. Κι όμως αυτός μπορούσε ακόμη να μένει στο γραφείο. Και απόψε μπορούσε αν ήθελε να κοιμηθεί στο μεγάλο καναπέ. Εκεί όπου είχε απολαύσει το γδύσιμο της Ελίζας. Να φανταστεί ξανά και ξανά την ιεροτελεστία. Στην αρχή ντροπαλή και μετά ξεθαρρεμένη. Να νιώσει το θρόισμα από το πράσινο μεταξωτό πουκάμισο όπως ακουμπούσε τις ρώγες όρθιες.
Μάρτιος 2011