Κριτική
Η σχέση ποδοσφαίρου και πολιτικής έχει αναλυθεί ποικιλοτρόπως στη διεθνή βιβλιογραφία. Ειδικά η σύνδεση του ποδοσφαίρου με τα λαϊκά στρώματα είναι άρρηκτη, τουλάχιστον για τις πιο αθώες εποχές του, και για αυτό το λόγο σημαντικοί λογοτέχνες συνδέθηκαν με το ποδόσφαιρο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα εντάξουμε και τη συλλογή αφηγημάτων του ασυμβίβαστου κι ανατρεπτικού Κώστα Κρεμμύδα «ερυθρόλευκη τρέλα» (Μανδραγόρας, 2017).
Τα αφηγήματα του Κώστα Κρεμμύδα ακολουθούν, θα λέγαμε, το ύφος του χαρακτήρα του συγγραφέα. Σκληρή κριτική σε ήπιους τόνους, δηκτικό ύφος ανάμεικτο με δόσεις χιούμορ και πολυσχιδές, όπως ο ίδιος. Με μία ρέουσα γλώσσα, το παρελθόν των μεσοαστικών και λαϊκών συνοικιών της Αθήνας αναγεννιέται περιστρεφόμενο γύρω από την πρωτοενική αφήγηση. Βέβαια, δεν πρόκειται για διηγήματα, αλλά για απομνημονευματικά αφηγήματα που συνδέουν το παρελθόν με το τώρα.
Ο αφηγητής, πρωτοπρόσωπος με μηδενική εστίαση, αφού ήδη γνωρίζει την εξέλιξη των καταστάσεων, μας ταξιδεύει στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη Αθήνα, πριν και μετά τη χούντα. Πολιτικά σχόλια –για το τότε και το σήμερα– και κοινωνική κριτική συνδέουν το παρελθόν του τόπου μέσα στην ακτινωτή αφηγηματική δράση.
Μέσα στην κίνηση της προφορικότητας η έκφραση του Κρεμμύδα αγκαλιάζει τον αναγνώστη με τη μεστότητά της μα και τη μεταφορική της διάσταση. Πυκνή ή χαλαρότερη, μεταφορική ή σε μορφή σχολείων εντυπωσιάζει με τα συχνά άλματα σε θέματα, περιοχές ή χρόνους. Η μεταπήδηση γίνεται τόσο φυσικά, ώστε παρά την πολυκεντρικότητα το υλικό είναι σφιχτά δεμένο.
Χωρίς κεντρικό μύθο ο συγγραφέας ταξιδεύει στον χρόνο και τις αθηναϊκές γειτονιές με τη συνειρμική ελευθερία. Περιηγείται στα μέρη που τον σημάδεψαν, συνδέοντάς τα με την ιστορία, την πολιτική ζωή της διηγούμενης εποχής και αναφορές στο ποδόσφαιρο. Η ζωντάνια της διήγησης και το πηγαίο σαρκαστικό του χιούμορ διατηρεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ακόμα και για έναν κάτοικο εκτός Αθηνών. Και βέβαια θα ήταν λάθος να αφήσουμε έξω το αριστερό πρόσημο της κριτικής του Κρεμμύδα που φωτίζει τα σχόλιά του για το πολιτικό παρελθόν στις σύγχρονες μας καταστάσεις σε ένα διαρκές παιχνίδισμα χρονικού πήγαινε-έλα.
Στο κέντρο του αφηγηματικού του κύκλου παραμένει ο Κολωνός και βασικά το 1966. Από εκεί ακτινωτά απλώνεται στον Αττικό χώρο και τον χρόνο. Και οι λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αναφορές πανταχού παρούσες, από τον Κάλλας και τον Σεφέρη έως τον Αγγελόπουλο και τον Καρρά.
Αφορμή των νοητών χωροχρονικών διαδρομών παραμένει το ποδόσφαιρο και οι “ήρωες” του Ολυμπιακού. Μολονότι το ποδόσφαιρο ως θεματική δεν καλύπτει το σύνολο της έκτασης του βιβλίου (η μισή συλλογή κινείται γύρω από έναν ιστορικό και πολιτικό άξονα), εντούτοις αποτελεί το συνδετικό δεσμό του πολιτικού και κοινωνικού σχολιασμού του συγγραφέα, καθώς εντάσσεται αβίαστα στην κοινωνική πορεία της αφηγηματογραφίας του.
Άλλωστε, η “μπάλα” αποτελέσει και δεκαετίες έναν κεντρικό κορμό της λαϊκής κουλτούρας και μία κοινωνική εκδήλωση. Η “στρογγυλή θεά” έδινε «χαρά υπόσταση και κουράγιο έστω και για ένα δίωρο» στους οπαδούς. Γιατί ακριβώς η ομάδα/φανέλα ήταν μία ιδέα, μία καταγωγή, ένα συναίσθημα κι αφορμή ομαδοποίησης.
Στην εποχή που ο ξένος (πρόσφυγας ή εσωτερικός μετανάστης) ήταν εξόριστος και κοινωνικά περιθωριοποιημένος, το ποδόσφαιρο είναι όταν ο δεσμός σύνδεσης με τους άλλους. Άλλωστε, σημαντικές ομάδες ταυτίστηκαν στα χρόνια του άδολου οπαδισμού –πριν την πολιτικοποίηση και την επιχειρηματοποίηση του αθλήματος– με την προσφυγιά (ΠΑΟΚ, ολυμπιακός, ΑΕΚ κλπ), ανάλογα με τον τόπο πόλη καταγωγής τους.
Και ακριβώς στο βιβλίο του Κρεμμύδα ο αγνός οπαδισμός της εποχής της αθωότητας πλημμυρίζει τις ανεπιτήδευτα λογοτεχνικές και γεμάτες ανατρεπτική ειρωνεία σελίδες του. Δεν επιμένει στην ιστορία των επιτυχιών ή τόσο στα πρόσωπα (μόλο που καταγράφονται αρκετά) όσο στο πώς η ομάδα αγγίζει τις λαϊκές ψυχές. Και δεν είναι τυχαίο ότι στην ουσία δεν υπάρχουν αρκετές αναφορές στη βιομηχανοποιημένη εποχή του αθλητισμού, στην περίοδο της διαπλοκής πολιτικής και ποδοσφαίρου, των πανάκριβων μεταγραφών που πολιορκούν τη λογική του μεροκαματιάρη οπαδού ή ακόμα στον ίδιο τον χουλιγκανισμό (ή αν κρίνουμε από τη σκληρή κριτική στον Κοντονή –τον μόνο καταγραφόμενο ονομαστικά υπουργό αθλητισμού– δε θέλει να τα δει και να τα σχολιάσει μένοντας στο ρομαντικό ιδεώδες).
Οι παίκτες είναι οι ήρωες μιας λαϊκής εποποιίας, που καταγράφεται στη συνείδηση των οπαδών. Το ποδόσφαιρο, εξάλλου, διατηρούσε έναν χαρακτήρα βαθιάς συλλογικότητας, όπως κάθε μαζική ιεροτελεστία, από τον αρχαίο διθύραμβο και την τραγωδία, έως τον ιππόδρομο του “Νίκα” και το μεταπολεμικό γήπεδο (ως χώρος ποδόσφαιρου αποκλειστικά η λέξη σε μία περίεργη γραμματική/ νοηματική σύγκλιση του όρου).
Share this Post