Β. Δ. Παπαβασιλείου “Μερικές μικρές μαχαιριές” * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

Το βάθος της μικρής μαχαιριάς

Οι «Μερικές μικρές μαχαιριές του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου είναι δώδεκα καταθέσεις ψυχής. Ιστορίες που ο ποιητής παρακολουθεί τη γέννησή τους από την άκρη του πλάνου, σκηνοθετώντας την αφηγηματική ανάπτυξή τους. Μυστικά και επιθυμίες επιλεγμένες από τα βάθη της ανεξέλεγκτης ποιητικής έμπνευσης του δημιουργού, επηρεασμένες από πίνακες και γλυπτά, διαπραγματεύονται τη δωρικότητα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας. Ο τίτλος εξαιρετικά θεατρικός, εν τω βάθει ποιητικός, προσκαλεί τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει σε ένα ταξίδι στο παρελθόν, με τον παλμό της σύγχρονης εποχής. Η γραφή του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου, τον ξεναγεί στην εσωτερική τομή των συναισθημάτων, που διεγείρονται από την αλήθεια της κάθε ιστορίας. Το σενάριο είναι ανοιχτό σε κάθε πιθανή εκδοχή. Ο δημιουργός κατορθώνει να ενδοσκοπεί καταστάσεις ακούσιου εγκλεισμού, όπως μία καραντίνα, αλλά και βίαιου χωρισμού, όπως ο θάνατος, κάτω από συνθήκες χωρίς διαπραγμάτευση.

Στο διήγημα «Η παρενέργεια [αθηρωματική αναισθησία]», (σσ.13-16), παρά την γενική ανασφάλεια που επικρατεί, ο χρόνος παρουσιάζεται άπλετος για ξεκούραση, περισυλλογή, μελέτη, τακτοποίηση εκκρεμοτήτων, ψυχαγωγία. Η κάλυψη κάθε ανάγκης επικοινωνίας και ιατροφαρμακευτικής προστασίας, που γίνεται αποκλειστικά εξ αποστάσεως, εν μέσω αβέβαιης πραγματικότητας, μεταφέρεται αυτούσια στον αναγνώστη. Η άθληση, η διατροφή, η ένδυση και οι παραγγελίες γυναικών από γραφεία γνωριμιών, με πρόσχημα τα «ημερήσια μοριακά τεστ», τακτοποιούνται με ένα τηλεφώνημα “χάρη” στην απαγόρευση μετακίνησης. 

Με ειρωνεία υποφώσκουσα, προς καυτηριασμόν της αδυναμίας αντίστασης, προβάλλονται σημαντικές κακές συνήθειες, όπως η «βαριά περίπτωση οικόσιτου συμπλέγματος και αγοραφοβικής αυταρέσκειας», (σελ. 18). Κατά συνέπεια και οι παρενέργειές τους, όπως η υπερβολική κατανάλωση τηλεοπτικών και διαδικτυακών «καταποτιών», που οδηγεί σε «αθηρωματική αναισθησία». Η πάθηση ερμηνεύεται σουρεαλιστικά ως «ναρκισσιστική διαταραχή». Στο διαγνωστικό αποτέλεσμα συμβάλλει

κάθε φορά ένας πίνακας ή ένα γλυπτό – στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας διάσημος πίνακας με θέμα έναν αποκριάτικο χορό, στον οποίο άνθρωποι και ζώα συμμετέχουν μεταμφιεσμένοι[1]. Σε αντιπερισπασμό, εξετάζεται ένας φανταστικός συνειδησιακός συνομιλητής, ο οποίος μπορεί να είναι και εξομολογητής και ίσως, κάποιες φορές, να κρύβει στο υποσυνείδητο βιωμένα συναισθήματα. Στην ουσία «μεταφέρει» ό,τι «δύσκολο» ή «δυσάρεστο» κουβαλάει κάθε άνθρωπος. Απόρροια όλων αυτών είναι η θρόμβωση της στεφανιαίας «αισθητήριας» και δη «ερωτογόνου» αρτηρίας, (σελ. 18).

Ο αφηγηματικός σαρκασμός του συγγραφέα, αρκετές φορές, ακουμπάει τον κυνισμό χωρίς να αφαιρεί το παραμικρό από την ουσία της αφήγησης, όπως πχ. η γνωμάτευση και το περιεχόμενο της συνταγής του ψυχιάτρου, (σελ. 21). Η ενδοσκοπική μελέτη βαθιά, ενδελεχής. Όπως η αφήγηση της αίσθησης πνιγμού, που φέρνει το ξύπνημα από λήθαργο εκούσιας ή ακούσιας παραλυσίας. Ένας διάλογος συμβολιστικής ανάδυσης, που παρομοιάζει με την προσπάθεια να επανέλθει ο άνθρωπος από βαθύ κώμα ή να γεννηθεί, («Το πηγάδι», σελ. 23). Η δεύτερη εκδοχή είναι ένας υπαινιγμός που, συνειδητά ή ασυνείδητα, επαναλαμβάνεται στη συλλογή. Πιθανός στόχος η επαναφορά και η “τακτοποίηση” της μνήμης μετά την ανάδυση από το τέλμα, και η συνειδητοποίηση σημαντικών αναγκών και αληθειών όπως: «το νερό δεν μας ανήκει». Ο παραλληλισμός αποδίδεται εύστροφα συμβολικά μέσα στη ροή της διήγησης.

Το αποτέλεσμα χωρίς την επίτευξη του στόχου δεν χρησιμεύει ούτε διεκδικείται. Αν, στην πρώτη γραμμή, οι άμεσα εμπλεκόμενοι δεν είναι καθόλου αισιόδοξοι, όσο συνεχίζουν να παραμένουν εγκλωβισμένοι στα βάθη των πηγαδιών, το νερό δεν τους ανήκει ως ζωή αλλά ως θάνατος, (σελ.25). Στόχος όλων είναι να βρεθεί το ζητούμενο και επιθυμία να επιζήσουν οι εργάτες. «Να μην παραμείνουμε “εδώ”», (σελ. 26). Στο συγκεκριμένο σημείο το “εδώ” ερμηνεύει τον πάτο του πηγαδιού. Όμως το “εδώ” ως “τόπος αλλού” είναι σχετικό και ανάλογο με την κατάδυση στον εσωτερικό εαυτό. Αρχικά, το δεύτερο υπερτερεί του πρώτου, είτε αφορά τη μονάδα είτε το σύνολο. Στην πορεία όμως, ο παράγοντας «άνθρωπος» θεωρείται αναλώσιμος. Η εμπορευματοποίησή του εκφράζεται με ελιγμούς και αναπροσαρμογές, (σελ. 27).

Ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος. Στα διηγήματα του θίγονται, άμεσα ή έμμεσα, σημαντικά θέματα υπαρξιακά, κοινωνικοπολιτικά, οικολογικά κ.α., και αναπτύσσονται εξαιρετικά προς όφελος του αναγνώστη. Το λιώσιμο των πάγων, η θερμοκρασία, το νερό, η επάρκεια τροφής, τα ζώα, τα ψάρια, τα αντιβιοτικά, οι πρόσφυγες, οι υπερήλικες που “περισσεύουν”, τα φάρμακα, που είναι αναγκαία αλλά δυσεύρετα, είναι μερικά από αυτά. Και πάντα ο άνθρωπος «θύμα της δόξας, του φόβου και του συμφέροντος», γράφει αναφερόμενος στον Θουκυδίδη (σελ. 33).

Ο ίδιος καθοδηγεί κινηματογραφικά, σαν αόρατος σκηνοθέτης, την πορεία των ιστοριών του. Η γέννηση, τραυματική εμπειρία σε δεύτερο πρόσωπο, εμφανίζεται ξανά σαν περιήγηση νεογέννητου με μνημονικό ενήλικα, («Σαρδόνιος», σελ. 36). Ένας διάλογος με τον “άλλο εαυτό”, που απαιτεί απόλυτη αφοσίωση και σε ακολουθεί μέχρι τον πρώτο έρωτα· κάποιες φορές μάλιστα, αν είσαι τυχερός, επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια της ζωής σου, χωρίς αυτό να είναι και σίγουρο. Αυτός ο άκρως αναλυτικός κύκλος –και βιωματικός με την έννοια της ανα-γέννησης– εμφανίζεται σαν μία έκρηξη κρατήρα ηφαιστείου για ν’ ακολουθήσει ένα εκτυφλωτικό φως και το πολικό ψύχος.

Εξαιρετικός ο συμβολισμός της απομάκρυνσης, απόσπασης ουσιαστικά, του βρέφους από την μήτρα και η διαδικασία της σταδιακής σωματικής –αλλά και ψυχολογικής– ωρίμανσής του με κάθε γουλιά υγρής τροφής. Σαν τη λάβα, που παγώνει αργά σε κάθε επαφή της με το ψυχρό περιβάλλον. Μέσα από αυτή την εξατομίκευση, είναι στιγμές που οι ρόλοι του πρώτου εαυτού, του αδελφού και του θανάτου συμπλέκονται και συγχέονται ποιητικά, χωρίς το πρώτο άγχος αποχωρισμού, (σσ. 38-39).

Στην αφήγησή του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου, συχνά αναδιπλώνεται ένας υφέρπων λυρισμός. Όπως, όταν βιώνεται ο πρώτος έρωτας και τα σώματα ενώνονται σαν γλυπτά δίπλα στα βράχια, κάτω από τους σχηματισμούς των αστεριών, («Ξαφνικός θάνατος», σελ. 43). Κάποιες φορές, αποδίδεται η ρεαλιστική σκληρότητα του αστικού περιβάλλοντος τη νύχτα («Τυχερό», σελ. 49). Κάποιες άλλες, μέσα από θαυμάσιες περιγραφές, ο δημιουργός μας εισάγει σε συνήθειες περασμένων εποχών. Ο υπαινιγμός στην αφήγησή του είναι εκλεπτυσμένα εμφανής. Τον αντιλαμβανόμαστε σαν ρούχα ξεχασμένα στις κρεμάστρες «με έκδηλο το σουλούπι των εκλιπόντων», σαν τη φθορά που κεντάει ο χρόνος πάνω μας, («Το πετραχήλι», σελ. 69). Αξιοσημείωτο το πώς μπορεί ν’ αφηγείται στιγμές, που δεν είναι προσωπικά βιώματα ή της εποχής του αλλά αναμνήσεις ή απώλειες άλλων, ενταγμένες επάξια τόσο στην ιστορία όσο και στην ηθογραφία.

Στο «Δέρμα της μάσκας», (σελ. 77), το ακαταλόγιστο συνδέεται με την εκδίκηση. Το βαρύ συναίσθημα του ανεκπλήρωτου ή προδομένου πόθου γίνεται ζωώδες ένστικτο. Ο συγγραφέας με κινήσεις επαγγελματία ψηλαφεί τους μώλωπες ολόκληρης της ζωής του ήρωά του, ψυχογραφώντας τον χαρακτήρα του. Στον «Δάσκαλο της αμμουδιάς» οι λέξεις των βιβλίων γίνονται τα καλύτερα αγκίστρια και πιάνουν όλα τα όνειρα, (σελ. 85).

Το βιβλίο του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου, Μερικές μικρές μαχαιριές, είναι ένα έντιμο, καλό βιβλίο. Η ρεαλιστική γλώσσα του συγγραφέα συμβάλλει ουσιαστικά στη λειτουργία της αφηγηματικής δομής των διηγημάτων του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αφήγησή του είναι επίπεδη. Απεναντίας, μέσα σε αυτή τη σημαντική εσωτερική περιπλάνηση διακρίνουμε τη βαθιά και ουσιαστική αναζήτηση, κατά την οποία οι επιρροές από την  ποίηση είναι εμφανείς. Με δεδομένο πάντα ότι, η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου νου καθώς και ο σύνθετος και απρόβλεπτος χαρακτήρας της σκέψης και συμπεριφοράς του, διαμορφώνει μεγάλο μέρος των ανθρώπινων σχέσεων.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

[1] Αναφέρεται στον πίνακα «Το καρναβάλι του αρλεκίνου», του Χουάν Μιρό, 1924-1925.

[Β. Δ. Παπαβασιλείου Μερικές μικρές μαχαιριές, Διηγήματα, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα, 2023, σελ. 112]