Το κορίτσι έφυγε στο δάσος. Με βήματα γοργά περπατούσε το μονοπάτι που της έδειχνε το φως. Σταματούσε κάτω από κάθε λευκό κορμό. Τα μάτια της έψαχναν ανάμεσα στα ξερά φύλλα. Ο ήλιος που περνούσε από τα κλαδιά θα τη βοηθούσε να βρει ξανά τα γαλάζια λουλούδια, το σημάδι πως σε εκείνο το σημείο θα έβρισκε και πάλι τα πουλιά. Τα ίδια που της είχαν μηνύσει το φευγιό του.
Όταν άκουσε τα ψιθυρίσματά τους, το σώμα της έμεινε ακίνητο. Ένιωσε κι εκείνη σαν το ξερό φύλλο που πέφτει στο υγρό χώμα. Ακούμπησε απαλά πάνω στις γαλάζιες δροσοσταλίδες. Είχε φτάσει. Κάθε αναπνοή της τώρα αναμειγνυόταν με τον άνεμο που ακουγόταν μέσα από τα κλαδιά. Τα πουλιά θα ήξεραν να της πουν πού βρίσκεται τώρα ο πατέρας.
Τα πόδια της όμως γίνονταν πιο βαριά και μπήγονταν μέσα στο χώμα, γίνονταν ρίζες που γυρεύουν να αγκαλιάσουν τις μνήμες της. Το δέρμα της σκλήρυνε και τα χέρια της απλώθηκαν στον ουρανό. Το κορμί της άρχισε να διαστέλλεται. Η σάρκα της πια δεν ήταν σάρκα. Ήταν φλοιός, ήταν κλαδιά, ήταν φύλλα.
Τώρα νιώθει τον παλμό του ουρανού. Νιώθει την ακινησία του χρόνου. Τώρα δεν μπορεί να δει τα πουλιά, μπορεί όμως να νιώσει το βάρος τους στα κλαδιά της.
Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας, το κορίτσι έγινε δέντρο.