Σε ανακωχή * ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΣΟΥΚΑΡΑ

In Πεζογραφία by mandragoras

 

O χρόνος δεν απαλύνει κανένα πόνο. Ίσα ίσα η δουλειά του είναι καταστροφική στην διατήρηση της μνήμης. Την γιγαντώνει, απαλύνοντας τα άσχημα σημεία, ραφινάρει τις καλές στιγμές και στο τέλος η ανάμνηση είναι μια επώδυνη απομίμηση της πραγματικότητας.

«Για να προχωρήσεις πρέπει να ξεχάσεις».

Προσωπική επωδός σε ένα θολό τοπίο, το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.

Μα πώς μπορούσε να ξεχάσει. Όσα είχε ζήσει μαζί του της γεννούσαν ακόμα πόνο, ένα χρόνο μετά. Όσο και να σκεφτόταν λογικά, η μνήμη έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Στιγμές ξεπρόβαλλαν μπροστά της άκυρα και ασύνδετα. Η μνήμη την περιέπαιζε.

Πώς ήταν δυνατόν τόσο καιρό μετά, σε μια βροχερή χειμωνιάτικη Αθήνα να ξεπροβάλλουν ολοζώντανα οι βόλτες σε ορεινά χωριά της Νάξου; Αναμνήσεις από τις πρώτες τους καλοκαιρινές διακοπές;

Πώς γινόταν, την ώρα που πλήρωνε τον υδραυλικό, να της έρχεται στο μυαλό η εικόνα του όταν την περίμενε με το βιβλίο του σε ένα καφέ του κέντρου της πόλης;

Και πώς στο διάολο γινόταν τώρα, που είχε χρόνο να πενθήσει την σχέση της να παίρνει τηλέφωνο ο γνωστός μαλάκας;

Αισθανόταν ότι δεν είχε μια στιγμή ησυχίας, ακόμα και την ημέρα που είχε ζητήσει άδεια από την δουλειά. Ήθελε να τακτοποιήσει εκκρεμότητες και είχε ζητήσει ΜΙΑ γαμημένη μέρα! ΜΙΑ!

Ο μαλάκας ήταν ο γνωστός αντιπαθητικός συνάδερφος. Εκείνος  που παρίστανε διαρκώς τον προϊστάμενό της. Είναι δύσκολο να χρειάζεται να υπενθυμίζεις σε κάποιον διαρκώς τα όρια του και την θέση του. Είναι κουραστικό να διεκδικείς καθημερινά τον σεβασμό.

Τον θεωρούσε είρωνα. Σίγουρα επίμονο γιατί συνέχιζε να καλεί. Είχε εμμονή με κάτι εργολαβικά συμβόλαια από χτες.  Θα τον έβαζε στη θέση του, για να μάθει ότι  επιμένων δεν νικά. Η άδεια είναι ιερή. Δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσει στην κλήση του. Της διατάρασσε διαρκώς με κάτι την ηρεμία.

Για παράδειγμα προχθές τον είχε δει στον ύπνο της. Εκεί που περπατούσε σε μια εγκαταλελειμμένη γέφυρα με βουρκωμένα μάτια, λογικά στη Σέριφο στα μεταλλεία – εκεί τριγύρναγε η βασανισμένη της ταξική ψυχή–  σκέφτηκε την προηγούμενη της σχέση και αναφώνησε ένα γεμάτο «Μου λείπεις». Σε αυτό το φορτισμένο συναισθηματικά  όνειρο πετάχτηκε μπροστά της ο συνάδερφος και με ύφος της φώναξε «Δεν ανεβάσαμε τα εργολαβικά στην εφορία!».

Εντάξει, θύμωσε! Τον άρπαξε και τον πέταξε από τη γέφυρα. Αντίο!

Στον ξύπνιο της καλούσε για τρίτη φορά. Σκέφτηκε για λίγο ότι είναι ένας ωραίος γκόμενος. Χειριστικός και επίμονος , ο τύπος που της άρεσε στα είκοσι. Στα τριάντα. Στα τριάντα και…

Πλέον όμως ήξερε να το ελέγχει.

Μάλλον όχι. Σήκωσε το τηλέφωνο.

–Τι θες ρε Άρη. Έχω άδεια.

–Έλα. Μου είπαν ότι είσαι εκτός γραφείου σήμερα και σκέφτηκα μην την αρρώστησα την κοπέλα. Δεν φταις κιόλας.

–Δεν είναι ευθύνη μου για να φταίω.

–Ήμουν απότομος. Με συγχωρείς;

–Ναι κανένα θέμα.

–Καλώς, τα λέμε αύριο.

–Καλή συνέχεια.

Έκλεισε το τηλέφωνο. Την κατάφερε και δέχτηκε την συγγνώμη του. Σκεφτόταν ότι δέχτηκε πολύ απλά την συγγνώμη. Ο χρόνος δεν απαλύνει κανένα πόνο αλλά δεν αλλάζει και τον πυρήνα του ανθρώπου. Ήταν έτοιμη να δεχτεί την καλή εκδοχή κάθε ανθρώπου. Ήταν πρόθυμη να ξεχάσει. Σίγουρα θα θυμόταν στο επόμενο όνειρο να μην πετάξει τον συνάδερφό της από κάποια γέφυρα. Είχε προσωρινή ανακωχή με την μνήμη.