Η Επανάσταση του Ομφάλιου Λώρου
Στης τραγικής ευαισθησίας τον αντίλογο
κλωσάνε φίδια τα δίκροκα αυγά τους.
Παιχνίδια, ανένδοτα, κουτσό, φιδάκι, monopoly,
κρυφτό μεσοθανάτιο
σκορπίζουν πόνο που διαχέεται ανάμεικτος
σε άδολα νεφρά μισολειωμένα.
Τέρας γεννήθηκε με δυο κεφάλια.
Το μεσημέρι μεγάλωσε απότομα
μεμιάς αρπάζει τα οικτρά μου μάτια
τα τρώει φτύνοντας τις κόρες στις παλάμες μου
κόβει τ’ αυτιά με δίφορο σουγιά
ξεκοκαλίζει σώμα ισχαιμικό μέχρι κεραίας.
Μόνο η ψυχή ατίθαση, αδυσώπητη με άδεια καρδιά
ρουφιάνο καθεστώτων δεν παραδόθηκε.
Ξεριζωμένη τριγυρνά έξω απ’ το μνήμα της.
Ένα τσακάλι ουρλιάζει στην κοιλιά μου
Οδεύοντας
στην εικοστή χιλιετία της ζωής μου
σε υπονόμους νευρικής ανορεξίας
εξορίστηκα.
Στις κολασμένες λεωφόρους κεφαλοκυνηγών
κατέθεσα το λερωμένο αίμα μου
σε ανταλλακτικά καθίσματα οσμίστηκα
δυσωδία νοσηρής εξουσίας
μάμπα που καταπίνει ολόκληρο
το καπνισμένο φως
από χοάνη αναβράζουσα στη νύχτα.
Μέλος υγρών μεταναστών
κολύμπησα στα άφυλα παρμπρίζ
εκπνέοντας αιθάλη
μπροστά στα κόκκινα φανάρια
αθώων που σχημάτιζαν
σκιές σαθρής σημαίας.
Ιώδης έσω εμετός
έβαψε μπλε τους σαρκοφάγους δρόμους.
Η πέψη μου αρνήθηκε να συνεργήσει.
Τετελεσμένο διασπώντας μέλλοντα
τσακάλι μαλλιαρό ξεβράστηκε
μηρυκάζοντας έντερα κερματισμένα.
Βήμα μετέωρο.
Θάνατος διάρκειας.