Νίκος Ι. Χουρδάκης | Αργυρώ Λουλαδάκη και Βαγγέλης Λουλαδάκης ΕΚΤΟΣ. ΧΩΡΟΙ

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Νίκος Ι. Χουρδάκης | Αργυρώ Λουλαδάκη και Βαγγέλης Λουλαδάκης ΕΚΤΟΣ. ΧΩΡΟΙ

Η συλλογή της Αργυρώς (1973) και του Βαγγέλη Λουλαδάκη (1977), που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Μανδραγόρα, αποτελεί ένα αισθητικό γεγονός άξιο προσοχής όχι μόνο για τα δρώμενα της πόλης μας, αλλά γενικότερα. Δεν είναι π.χ. συνηθισμένο δυο αδέλφια να υπογραφούν μια συλλογή με τέτοια οργανική συνοχή, η οποία αν και δεν εξαφανίζει τις διαφορές, τις συμπλέκει δημιουργώντας ένα επίτευγμα συνόλου.

Δίνω στον όρο αισθητικό γεγονός, όπως καταλαβαίνεται, ένα ευρύτερο περιεχόμενο από τον όρο ποιητικό γεγονός καθώς στη συλλογή υπάρχει μια αλληλοπεριχώρηση γραφής ή γραφών, φωτογραφίας ή φωτογραφιών και τυπογραφικής μορφής. Αλλά υπάρχει και μια διάσταση στη συλλογή προσφοράς και πρόσληψης, με την έννοια που έχει δώσει στο όρο πρόσληψη ο Χανς Ρόμπερτ Γιάους (1921-1997) και η σχολή του, της Κωνστάντιας[1].

Συνοπτικά, οι θεωρητικοί αυτής της σχολής εκτιμούν πως το πιο σημαντικό σχετικά με ένα έργο τέχνης είναι ο τελικός αποδέκτης του, δηλαδή ο αναγνώστης, ο ακροατής ή ο θεατής. Με άλλα λόγια, ο πλέον σημαντικός είναι ο «αποκωδικοποιητής» του μηνύματος μιας και το μήνυμα θα πρέπει να εκφραστεί μέσω ενός συστήματος συμβόλων τα οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας/ πομπός και πρέπει να κατανοεί ο αναγνώστης/ αποδέκτης για να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η επικοινωνία.

Η ισχύς αυτού του αξιώματος είναι προσαρμοσμένη, δεν ξέρω απιγνωσμένα ή ανεπίγνωστα, στη συλλογή των αδελφών Λουλαδάκη, την οποία διαβάζοντας την, μας δημιουργείται μια εγρήγορση πρόσληψης την οποία αν δεν διαχειριστούμε θα μείνουμε μετέωροι• καλούμαστε, λοιπόν, ως αναγνώστες να ερμηνεύσουμε και να συμπληρώσουμε την ελλειπτικότητα των ποιημάτων, την εικονοποιίας τους, τα σύμβολα, τις μορφικές καινοτομίες, τα νοήματα, τις αμφισημίες, κλπ. που τα απαρτίζουν.

Το βιβλίο τυπογραφικά διαθέτει μια μορφή, που προϋποθέτει διάκριση σχεδιασμού και προσεχτική υλοποίηση, χωρίς όμως αυτά να καταλήγουν σε μια εξεζητημένη κατάθεση. Το αντίθετο, το βιβλίο γίνεται οικείο και πρόσχαρο σ’ αυτόν που θα το διαβάσει και θα το αναστοχαστεί.

Τονίζω τη λέξη αναστοχαστεί, γιατί θεωρώ, ότι το Εκτός. Χώροι μπορείς να το ανακαλύψεις ή εξακολουθητικά να το ανακαλύπτεις μετά από το διάβασμά του. Όταν για παράδειγμα πέφτει μια σκιά στο δωμάτιο όπου ζεις και εσύ αντί να την περάσεις απαρατήρητη αρχίζεις να την παρατηρείς• να παρατηρείς τη διαφοροποίηση της φωτεινότητας των αντικειμένων, την αλλοίωση των περιγραμμάτων τους, την μοναδικότητα των στιγμών και αρχίζεις να νιώθεις ότι η ποίηση φωλιάζει παντού και όχι μόνο στα μεγάλα θέματα (συναισθηματικά, δραματικά, ιστορικά). Αρχίζεις να νιώθεις ότι η ποίηση είναι οργανικό στοιχείο της φυσικής ή κατασκευασμένης διάστασης του κόσμου και ότι μπορείς να την ανακαλύψεις και να την αποκαλύψεις, όπως μας κάνουν τα δυο αδέλφια, παντού στον κόσμο στον οποίο φιλοξενούμαστε.

Αργυρώ Λουλουδάκη

Η ποίηση, συνεπώς, δεν έχει ανάγκη για να υπάρξει τα μεγάλα θέματα ή γεγονότα, αλλά μπορούμε να την ανακαλύψουμε στο μικρό, το σύνηθες, στο απέριττο, στο χώρο όπου ζούμε, παρατηρώντας τις λεπτομέρειες του δομημένου ή κατασκευασμένου ή φυσικά προσφερόμενου περιβάλλοντος. Σε ένα ποίημα γράφει η Αργυρώ: «Σημείο επαναφοράς ο χώρος», με την έννοια ότι ο χώρος μας χωρεί και μας ορίζει• ότι ο χώρος είναι όχι μόνο η φυσική κατοικία μας, αλλά το υποστασιακό μέγεθος της ύπαρξης μας• μας χωρεί αλλά και χωρούμε το χώρο με την έννοια που υποδηλώνει το ποίημα του Βαγγέλη: «Πατάς ξυπόλυτος κάτω/ χώρεσε το πάτωμα στα παπούτσια»• όσο για την άλλη τη θεμελιώδη διάσταση τον χρόνο αυτός μόνο συνεκδοχικά τονίζεται εδώ με την έννοια της μέρας (πρωινό, μεσημέρι απόγευμα) και της νύχτας.

Πιθανόν, στη συνέχεια, τα δυο αδέλφια να εκπονήσουν και μια τέτοια συλλογή, στην οποία να προσδιορίζουν το κοσμικό μέγεθος του χρόνου υπό την ποιητική οξυδέρκειά τους.

Προς το παρόν είναι όμως ο χώρος το κύριο αντικείμενο της εργασίας τους και σκέπτομαι πως σ’ αυτήν τους την επιλογή, πιθανόν, να συμβάλουν και βιογραφικοί λόγοι καθώς προέρχονται από μια οικογένεια με ξεχωριστή προσφορά στην επιπλοποιεία, στον τόπο μας.

Είναι όμως φρονώ, κυρίως, τα πνευματικά τους κίνητρα, που τους ώθησαν στην έρευνα του χώρου και της εκτό(πισή)ς του, το ότι, δηλαδή, η Αργυρώ έχει μια επιστημονική συγκρότηση στη σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας• στη διατριβή της αναφέρω ότι απασχολήθηκε με τη θεωρία και πρακτική της μεταφοράς στην ελληνική ποίηση του 19ου αιώνα και ότι ο Βαγγέλης έχει μια αδιάλειπτη συνέχεια, από τα παιδικά χρόνια του, στη ζωγραφική και τη φωτογραφία, παράλληλα με το καθημερινό βιοποριστικό επάγγελμα του επιπλοποιού και κατασκευαστή πρωτότυπων επίπλων.

Ο χώρος σα φυσικό μέγεθος και τα αντικείμενα που τον κοσμούν έχουν μια έντονη παρουσία στη συλλογή: τα παράθυρα, οι πόρτες, οι καρέκλες, τα ποτήρια, τα τραπέζια, οι βρύσες, οι νιπτήρες, δείχνονται διαρκώς σα χωρικά σημαίνοντα και σημαινόμενα μαζί με τα δωμάτια, τοίχους, ταβάνια, πατώματα• παίζοντας ένα διαρκές παιγνίδι με το φως της μέρας ή με την απουσία του, τη νύχτα.

Βαγγέλης Λουλουδάκης

Η εργασία της Αργυρώς και του Βαγγέλη προϋποθέτει τα μοντερνιστικά κινήματα του περασμένου αιώνα, τα οποία σύμφωνα με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη (1921): «…[ήταν το] Dada, [ο] Φουτουρισμός, [ο] Υπερρεαλισμός, [οι] Σιτουσιονιστές, [οι] Λεττριστές, [η] Φωνητική ποίηση, [η] οπτική, [οι] poetes electriques, [οι] γλωσσοκεντρικοί, [οι οποίοι] συμμετείχαν στην πολιτική με τη στάση τους απέναντι στη γλώσσα, την κοινωνία και τον κόσμο.»[2]

Τα αδέλφια δεν προσχωρούν στον μεταμοντερνισμό• εμμένουν στη γραμμή του μοντερνισμού και πιθανολογώ ότι φιλοδοξούν την ανανέωση του, μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης, βαρύτατης για τον τόπο μας πραγματικότητας. Ο μοντερνισμός πέρα από αισθητικό κίνημα απόκτησε μια βαθιά πολιτική σημασία και με αυτή την έννοια είναι προοδευτικά ασύγκριτος σε σχέση με τη μεταμοντέρνα ιδεολογία, η οποία δε διακρίνεται για τα σημεία αντιστάσεως της στον ολετήρα των αγορών και των συνειδήσεων, για να μην πούμε, ότι αυτή η μεταμοντέρνα κατάσταση, για να θυμηθούμε τον Ζαν- Φρανσουά Λυοτάρ (1924-1998)[3], είναι στοιχείο της ίδιας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, στο επίπεδο του εποικοδομήματος.

Τα ποιήματα της συλλογής, που έχει γράψει η Αργυρώ, είναι πιο ελλειπτικά και υποβλητικά• τα ποιήματα του Βαγγέλη είναι πιο άμεσα, παρότι διαθέτουν μια εντυπωσιακή αφαιρετική ευφυΐα, όμως η συνύπαρξη αμφότερων παραμένει μια πρόκληση πρόσληψης με την έννοια που προανέφερα.

Γενεαλογικά θα πρέπει να πω, ότι τα δυο αδέλφια, ανήκουν οργανικά στη λεγόμενη «γενιά του ’90» ή αλλιώς: «σε μια αθέατη γενιά», σύμφωνα με τον οξυδερκή χαρακτηρισμό της Αγγελικής Κωσταβάρα, η οποία πολιτογράφησε πρώτη με την απαράμιλλη κριτικής της οξυδέρκεια τη συγκεκριμένη γενιά. Τα χαρακτηριστικά της γενιάς, κατά την αείμνηστη Αγγελική είναι: η νοσταλγία για την ολότητα και η μετα-ρομαντική αίσθηση, ο ελλειπτικός λόγος και το ασύμπτωτο της ποιητικής εικόνας, ο εγκιβωτισμός του φόβου σαν βραδυφλεγής εκρηκτικός μηχανισμός και ο απελευθερωτικός ρόλος της ποίηση και το σημαντικότερο, ίσως, ότι η θέα αυτής της, κατά τα άλλα αθέατης γενιάς είναι προς τον κόσμο[4] .

Σχεδόν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ενυπάρχουν στο έργο των αδελφών Λουλαδακη και δεν περιορίζομαι μόνο σ’ αυτό που σήμερα παρουσιάζουμε, εδώ, αλλά και στις άλλες, τις προγενέστερες καταθέσεις τους.

Ειδικότερα, τώρα, οι φωτογραφίες του Βαγγέλη τονίζουν την αποφθευγματικότητα και ελλειπτικότητα των στίχων με στιλιζαρισμένη επεξεργασία, που μας παραπέμπει στο φορμαλισμό, χωρίς όμως ο φορμαλισμός του να γίνεται άτεγκος και δύσπεπτος.

Στη περίπτωσή τους τον φορμαλισμό του θα πρέπει να την εννοήσουμε ως στήριξη των μορφών, ως προσπάθεια επιβίωσης των αντικειμένων μέσα στο χώρο• ως μια συνειδητή προσπάθεια να συγκρατηθούν και να μην καταρρεύσουν οι χώροι που μας περιβάλλουν και συγκρατούν την ισορροπία μας. Αυτή είναι η θεμελιακή έννοια του φορμαλισμού, αν διαβάσουμε με ανοικτό πνεύμα τους Αϊχενμπάουμ και Σλόφσκι[5].

Το ίδιο και στα ποιήματα της Αργυρώς και του Βαγγέλη ο φορμαλισμός τους έχει αυτή τη διάσταση: να παραμείνουν αρραγείς οι χώροι ακόμα και όσοι βρίσκονται εκτός δηλαδή «[σ]Τα περιθώρια/ που είναι όρια/ αντίθετα των πραγμάτων», όπως γράφει σε ένα ποίημα η Αργυρώ. Αλλά, ίσως, χαρακτηριστικότερο αποτύπωμα της φορμαλιστικής προσπάθειας τους να είναι το ποίημα που ανοίγει τη συλλογή, όπου γράφει, πάλι, η Αργυρώ, τον Μάρτιο του ’13: «Ακίνητη η καρέκλα/ σταματάει το χώρο». Το ερμηνεύω σα μια προσπάθεια της/ τους να συγκρατήσουν, να σταθεροποιήσουν, με την ευχέρεια που τους δίνουν οι λέξεις, το χώρο, με το νόημα πως όπως ο χώρος του πατώματος κρατά σταθερή μια καρέκλα, το ίδιο κι καρέκλα δεν αφήνει το χώρο να φύγει και τον σταθεροποιεί.

Πίσω απ’ όλα αυτά, δεν είναι απίθανο, στις περιοχές του ασυνειδήτου, να εμφωλεύουν δραματικές ψυχολογικές ανάγκες, γιατί βρίσκουμε και ποιήματα στα οποία η προσπάθεια αποβαίνει μάταιη. Ένα τέτοιο ποίημα είναι αυτό που γράφει η Αργυρώ: «Κι οι λέξεις/ μάταια να συγκρατούν/ το νόημα/ τις σημασίες/ χώρος κενός.// [κι οι λέξεις χώρος κενός]. Αλλά, λίγα ποιήματα παρακάτω, φαίνεται να αποδράμει η ένταση και γράφει με πιστοποιημένη βεβαιότητα: «Σημείο επαναφοράς/ ο χώρος.»

Ανάλογες εντάσεις ανιχνεύονται και στον Βαγγέλη, αν και πιο αποστασιοποιημένες καθώς όλα λες σ’ αυτόν γίνονται εικόνες, εικόνες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα στρώματα του γνωστικού συστήματος και των συναισθημάτων: «Έπεσε το ποτήρι στο πάτωμα/ η κουζίνα σκόρπισε/ κάτω απ’ το τραπέζι», αλλά, τελικά, η δυναμική του χώρου ανοίγεται ατέρμονα μπροστά του: «Στο χώρο/ ο χώρος πόρτα που ανοίγει μέσα στο χώρο/ χώρος χώρου χώρος».

Οι αντιστρεφόμενοι στίχοι, τα greeklish και τα γεωμετρικά σχήματα τονίζουν χαρακτηριστικά τη λεττριστική καταγωγή των επιρροών τους κι επ’ ευκαιρία πρέπει να τονίσω, ότι με μια έννοια τα δυο αδέλφια έρχονται σε συνέχεια στη γραμμή που χάραξαν από τη δεκαετία του εβδομήντα ο Μιχαήλ Μήτρας (1944), ο αείμνηστος Ανδρέας Παγουλάτος(1948-2010), ο Ζάχος Σιαφλέκης (1952), ο Τηλέμαχος Χυτήρης (1945), αλλά και ο δικός μας ο Δημήτρης Κακαβελάκης, για τον οποίο εκκρεμεί ένας σοβαρός απολογισμός του πρωτοποριακού έργου του κι αυτόν τον απολογισμό αντί να περιμένουμε να τον πράξουν άλλοι ας τον πράτταμε εμείς, οι Χανιώτες.

Καταλήγω λέγοντας ότι το βιβλίο έχει μεγάλες ανάσες στην τυπογραφική του διάταξη, οι οποίες βρίσκονται σε οργανική σύνδεση με τα ποιήματα και τα νοήματα που υποβάλλουν. Εικόνες, μορφές και περιεχόμενα δημιουργούν μια ισχυρή πλέξη, που πιστοποιεί τις ικανότητες των δυο αυταδελφών οι οποίοι το δημιούργησαν καθώς και τη μέριμνα του εκδότη τους να στηρίξει την προσπάθεια ουσιαστικά και όχι τυπικά. Σε μένα, άλλωστε, είναι γνωστό το φιλόστοργο ενδιαφέρον του Κώστα Κρεμμύδα, του έκδοτη του Μανδραγόρα, για τον Βαγγέλη και την Αργυρώ.

 Νίκος Ι. Χουρδάκης

 Ψυχολόγος, ΜΑ, ΥΔ

[1] K. M Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα.. Ανθολόγιο κειμένων, μτφρ. Αθανάσιος Κατσικερός, Κώστας Σπαθαράκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο σσ. 332-340.

[2] «Νάνος Βαλαωρίτης: Αυτό που ζούμε είναι «πόλεμος με άλλα μέσα» στο: www. parathyro. com/ ?p=25435

[3] Ζαν- Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση, 2008.

[4] Αγγελική Κωσταβάρα, «Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς» στο: Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς. Ανθολογία ποίησης της γενιάς του ’90, εκδ. Μανδραγόρας, 2002, σσ. 11-21.

[5] Β. Σκλόβσκι, Μπ. Αϊχενμπάουμ, Για τον φορμαλισμό. Η ανάσταση της λέξης: Η θεωρία της «φορμαλιστικής μεθόδου», μτφρ. Βασίλης Λαμπρόπουλος, Νίκος Καλταμπάνος, Έρασμος, 1985, σ. 20.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία