Διήγημα
Κατερίνα Σημηντήρα | Μυωπία
Εγώ που λιες δεν έβλιεπα καθαρά στο δημοτικό, αλλά που να του ξέρω; Στην τρίτη δημοτικού είχαμι μια δασκάλα ντιπ χαζή. Ευθυμία την έλιεγαν. Στο πρώτο θρανίο όλου κάθουμαν και πάλι Θαμπή την έβλιεπα. Είχε ένα χάρτη τεράστιο, τον κρεμούσε σ’ ένα καρφί πάνω απ’ τον πίνακα και με ρωτούσε με ποιες χώρες συνορεύει η Ελλάδα; Έδειχνε αυτή με την βέργα τα γράμματα που έγραφαν, ας πούμε Βουλγαρία. «Τι γράφει εδώ;» με έλιεγε. Εγώ τα έβλιεπα θολά, δεν μπορούσα να τα διαβάσω. Έλιεγε άλλον, κείνος τα διάβαζε μια χαρά. Και δεν την έκουβε όλο το χρόνο να αναρωτηθεί αφού το παιδί διαβάζει από το βιβλίο την ανάγνωση, στο χάρτη γιατί δεν μπορεί να τα διαβάσει; Ούτε τι έγραφε στο πίνακα έβλιεπα, αντέγραφα από την διπλανή μ’. Ένα χρόνο αντέγραφα κι δε με ρώτησε ποτές γιατί αντιγράφω. Όταν πήραμε τα ενδεικτικά στο τέλος, θα με έβαζε εννιά, αλλά με έβαλε δέκα Άριστα γιατί ο μπαμπάς μ’ ήταν πρόεδρος στο χωριό κι όσο να πεις του προέδρου η κόρη δε γίνονταν να είναι κατώτερη, να μην πάρει δεκάρι, αλλά τον τόνο δεν μου τον έβαλε, γιατί είπε στην μάνα μ’ ήμουν λίγο επιπόλαια και κείνη στεναχωρέθηκε πολύ γιατί ήθελε το δέκα να έχει τόνο.
Στην Τετάρτη δημοτικού είχαμι άλλη δασκάλα, εγώ συνέχιζα να μην βλιέπω στο πίνακα. Ρωτούσε η μάνα μ’ όταν την έβλιεπε στις παρελάσεις, πως πάει το κορίτσι, μαθαίνει;. Είναι λίγο επιπόλαια έλιεγε κι αυτή. Τι θα πει αυτή η λέξη κυρά δασκάλα ξαναρωτούσε η μάνα μ’. Δεν δίνει προσοχή στον πίνακα όταν γράφω, αλλού ρεμβάζει. Το ρεμβάζει το άφηνε, κι άλλη άγνωστη λέξη απανωτά! Ντροπή. Εμένα σφίγγονταν η ψυχή μ’ μην με κολλήσουν κανένα παρατσούκλι γιατί το επιπόλαια κάτι σαν χαζή με φαίνονταν ένα πράμα. Όταν θύμωνε η μάνα μ’ εκτός από το «φωτιά να σε κάψει» που το είχα συνηθίσει και δεν το ’βαζα σημασία, με πετούσε κι ένα επιπόλαια για εκδίκηση και με χτυπούσε στην καρδιά, γιατί για να το λεν κι οι δασκάλες, θα είχα το κουσούρ δεν γίνονταν.
Μια μέρα φιλοξενούσαμε μια κοπέλα στο σπίτι μας, κρατική υπάλληλος, είχε έρθει στο χωριό για τις αρδεύσεις των χωραφιών γιατί τότε σχεδιάζονταν το δίκτυο. Και φυσικά το δικό μας το σπίτι ήταν μεγάλο ,ήταν και πρόεδρος ο μπαμπάς μ’, έμεινε όσο έμεινε σε μας. Αυτή με είδε που έγραφα από πολύ κοντά και με ρώτησε γιατί σκύβω τόσο πολύ. Της είπα, έτσι σκύβω. Πήρε το βιβλίο και το έβαλε σε μια απόσταση. Τι γράφει εδώ με ρώτησε. Εγώ πήγα κοντά στο βιβλίο, να δω να την πω. Το παιδί σας έχει μυωπία είπε στους γονείς μου. Η μάνα μ’ δεν την πίστεψε, αλλά ο μπαμπάς μ’ με έκανε το τεστ με το βιβλίο και κατάλαβε ότι πραγματικά έχω πρόβλημα και έπρεπε να με πάει στο γιατρό να βάλω γυαλιά. Άμα το άκουσε η μάνα μ’ τρελάθκε. Μην τυχόν τον είπε, κακό θα κάνεις, δεν θα την πάρει κανένας, ανύπαντρη θα μείνει, θα την καταστρέψεις, θα λεν να η στραβή, δεν έχει από αυτό που λέτε, κι μι έδειχνε μια λεκάνη και μι ρωτούσε την βλιέπεις; Την έβλιεπα ολόκληρη λεκάνη. Να ορίστε πως δεν βλιέπει;
Τίποτα, δεν άκουγε ο μπαμπάς μ’ και την άλλη μέρα πήρε και μένα και αυτήν και πήγαμε στη Πόλη. Ακόμα τα θυμάμαι τα σκαλιά που ανεβαίναμε γιατί τότε δεν είχαν οι πολυκατοικίες ασανσέρ. Μπροστά ο μπαμπάς μ’ από πίσω εγώ κι πιο πίσω η μάνα μ’ να με παρακαλάει και να κλιαίει και να με λιέει «και να σε πει ο γιατρός να βάλεις γυαλιά ,εσύ να τον πεις δεν θέλω, δεν βάζω γυαλιά, να επιμένεις!» Έβαλα τελικά γυαλιά και καθάρισε ο τόπος, έβλεπα και το παραμικρό από μακριά. Μόνο λίγο στην αρχή άμα κοίταζα κάτω, η γης πήγηνει πιο μακριά και μι ζάλιζε κάπως, αναγούλιαζα και παραπατούσα, αλλά το συνήθισα. Γενικά όλα τα έβλιεπα πιο μακρινά και πιο μικρά μα πεντακάθαρα, μέχρι και το μουστάκι της δασκάλας έβλιεπα απ’ το τελευταίο θρανίο. Στο σχολείο με κορόιδευαν, άλλοι με φώναζαν γυαλάκια, άλλοι γκαβή, δεν με έκαναν παρέα, γύριζα στο σπίτι η μάνα μου μόλις με έβλιεπε αρχινούσε να κλαίει. Ήταν και κάτι γυαλιά μεγάλα με ένα μαύρο σκελετό, μ’ ασκήμυναν πολύ. Ήρθε καιρός και μια δεύτερη ξαδέρφη μ’ να έχει κι αυτή μυωπία. Τους έδωσε ο γιατρός και αυτούς συνταγή αλλά δεν αγόρασαν γυαλιά, δεν άφησε η θεία της μι κανένα τρόπο.
Μια μέρα μας έστειλαν να αγοράσουμε ζαρζαβατικά από έναν μπαξέ. Εγώ με τα γυαλιά, αυτή χωρίς γυαλιά. Μόλις με βλιέπει η μπαξεβάνισσα γουρλώθηκε, γιατί φοράς γυαλιά; συ μικρό κορτσάκι κι δεν βλιέπεις; Δεν βλιέπω καθαρά, λιέω. Ψέματα δεν συ πιστεύω. Θεία πετάχτηκε η ξαδέρφη κι μένα μι είπε ο γιατρός να βάλω αλλά δεν έβαλα, τι μεις τώρα μικρά παιδιά δε βλιέπουμε; Τάχα εγώ έβλιεπα κι τα φουρούσα για γούστου. Από τότε δεν τη χωνεύω. Στην εκκλησία όταν πηγαίναμε μι τα έβγαζε η γιαγιά μ’ μόλις φθάναμε στο νάρθηκα, μέσα έμπαινα σαν το στραβάδι, ήταν όσο να πεις και σκοτεινά τότε δεν είχε ηλεκτρικό, δεν γνώριζα κανέναν στα στασίδια. Αργότερα όταν πήγα στου γυμνάσιο στο κεφαλοχώρι φορούσαν και μερικά άλλα παιδιά κι παρηγορήθηκα. Αλλά μετά, ου!! Πολύς κόσμος φορούσε κι άμα σε έβλιεπαν κοπέλα να φοράς έλιεγαν είναι μόδα. Τζάμπα έκλιαιγε η μάνα μ’. Αν δεν είχα τυχερά με τα γυαλιά. Τα καλύτερα παιδιά με ζήτησαν. Άσχετα αν εγώ ήμουνα επιπόλαια.
Κατερίνα Σημηντήρα
Share this Post