Κριτική
Θα ήθελα να μάθω να ζω εν τέλει | Με αφορμή την ποίηση του Γιάννη Πομώνη
Εμείς και συ μαζί
εν’ άχρηστο ανεμόπτερο
ή έστω
ένας κοχλίας παραπεταμένος-
κι όλο να κλαίει ο ινδιάνος
κι όλο να επιμένει μάταια
ότι υπάρχει ακόμα…
Γιάννης Πομώνης
Mε τον Γιάννη Πομώνη μας συνδέουν μακροχρόνια 40χρονη γνωριμία και συνύπαρξη στις απόπειρες περιοδικών εκδόσεων που κατά καιρούς έκανα με αποκορύφωμα την παρουσία του απ’ το ξεκίνημα του Μανδραγόρα.
Νομίζω ότι η φράση του Ζακ Ντεριντά από το έργο του Φαντάσματα του Μαρξ[1]που προτείνεται ως τίτλος του εισαγωγικού σημειώματος θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεριληφθεί στους ανάλογους στίχους του Γιάννη Πομώνη. Η αντίστιξη από τον ποιητή: Μ’ αρέσει να πεθαίνω τ’ απογεύματα/ γράφοντας κάποιους στίχους/ την ώρα ακριβώς/ που κάποιο φθινοπώρου φύλλο/ ήρεμα στροβιλίζεται και πέφτει. «Επιζώντες με αναστολή», επανέρχεται ο φιλόσοφος, «Πιο μόνος κι από μόνος», αντιφωνεί δραματικά ο ποιητής.
Τα μοτίβα του ευδιάκριτα εξ αρχής και συνεπή στα έξι μέχρι σήμερα βιβλία του, στα μεμονωμένα δημοσιεύματα σε περιοδικά, στα νευρώδη, συνήθως σύντομα ποιητικόστροφα πεζά του, στις καθημερινές συζητήσεις, ή στα εύστοχα αυτοσαρκαστικά και συνήθως πεισιθάνατα σχόλια, διαμορφώνουν το χώρο της δημιουργίας του: η διάψευση (και τίτλος ποιήματος), η πικρία για όσα χάνονται τετελεσμένα («Περί απωλεσθείσης εφηβείας», η πρώτη του συλλογή το 1991), το μάταιο μιας προσμονής ή μιας προσπάθειας («περιττή η προσθήκη»), η μοναξιά και η αδιαφορία ενός αιώνα ατομικών αποστάσεων («και μοναχά απόμεινε/ μια στάση λεωφορείου/ πάχνη αδιαφορίας τυλιγμένη/ πάχνη και σκόνη»), το επερχόμενο τέλος («Θανάτου ελαύνοντος», επίσης τίτλος ποιητικής συλλογής του 1993).
Λέξεις κοφτές, ελλειπτικές, συγκοπτόμενες, σύντομες, όπως κι οι στίχοι των ποιημάτων του, υπαινικτικές, αλλά και ευανάγνωστες, καθαρές, λιτές, σε απλή παρατακτική θέση, ρητά δηλούσες, όπως τα ρήματα που επιλέγει να προτάξει, με τα ουσιαστικά να προηγούνται των προσδιοριστικών επιθέτων, τα οποία με τη σειρά τους κλείνουν τον κάθε στίχο. Αμέτοχος, αδιάφορος, ανύπαρκτος, αόριστος, άδειος, ασήμαντη, ήσυχος, αβέβαιος, απελπισμένες, είναι μερικά από τα επίθετά του, με το στερητικό «α» να προσδιορίζει την απουσία, αλλά και το υπολανθάνον αίτημα της ανεκπλήρωτης εκπλήρωσης. Επικινδύνως, το επίρρημα που επανέρχεται, οι οφθαλμοί, οι προσδοκίες, τα ιδανικά, το ισοζύγιο, το φέρετρο, η μπάντα του δήμου, η Μαρία, η Μπελίντα, η Ελένη, τα ουσιαστικά (πρόσωπα) των λογισμών του. Το «να κοιμηθώ», θα επέλεγα ως ρήμα, αφήνοντας στον αναγνώστη την καταγραφή των ευάριθμων μετοχών. Μέσα από τις φράσεις των ποιημάτων του βιώνει (και δηλώνει) μια διαφορετικότητα (με οράματα του διαφορετικού/ με ελπίδες που θα σβήσουν σύντομα), μια απουσία αλλά και μια διαπίστωση-διατύπωση θανάτου που ενώ δεν επισπεύδει, δε φροντίζει ωστόσο να αποτρέψει: προτού ο ήλιος πάλι δύσει τη ζωή του/ καθώς πεθαίνω λίγο-λίγο/ ενώ ανύποπτα παιδιά/ το μέλλον τους αυξάνουν. Κι όμως ο Γιάννης Πομώνης μέσα από την πολυδαίδαλη μακροχρόνια πορεία του, τα διαβάσματά του (από φυσική και μαθηματικά, έως λογοτεχνία κλασσική και σύγχρονη), μέσα από τις Πανεπιστημιακές του σπουδές, τα Μεταπτυχιακά, τις γλώσσες (έως και στην Αμερική έφτασε, μέχρι και με τα κινέζικα ασχολήθηκε), έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα συμπαγές αξιακό σύνολο –συνθήκη ικανή και αναγκαία– στην πορεία κάθε συνετού (και συνειδητοποιημένου) πολίτη.
Πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα γνωριμίας, από τις πρώτες ποιητικές του απόπειρες, αλλά και από τα πρώτα του βιοποριστικά βήματα στη Διεύθυνση Διεθνών Δραστηριοτήτων της Εθνικής Τράπεζας, μας συνδέουν με τον Γιάννη Πομώνη. Ήταν τα χρόνια που οι συλλογικότητες, οι κινητοποιήσεις, η συντροφικότητα, αποτελούσαν μονοσήμαντη επιλογή και ιδανικό κάθε ανθρώπου που επέμενε να συνυπάρχει και να συν αντιστέκεται με τον διπλανό του. Ακόμα και στις βίαιες ανατροπές συνειδήσεων και ηθών, όταν τα πράγματα γίνονταν περισσότερο μοναχικά και ανεξήγητα, ο ίδιος παρέμενε αμετάπιστα προσηλωμένος στις δικές του αρχές, διασφαλίζοντας τουλάχιστον την ατομική του αξιοπρέπεια. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα διηγήματός του:
–Θα πας και στην πορεία, βρε Πετρόπουλε, και εμείς εδώ στο καθήκον, πώς θα δουλέψουμε χωρίς εσένα;, αντηχούσε στ’ αυτιά του ειρωνικά η φωνή του Τάκη.
–Ας κάνει ό,τι θέλει, να ξεμουδιάσει κιόλας, όλο με ταξί πηγαινοέρχεται, είπε ο προϊστάμενος, για να προσθέσει σιβυλλικά: «όποιος θέλει δουλεύει , κι όποιος δε θέλει διαλέγει την απέναντι πλευρά.
–Η απεργία είναι απεργία, είχε απαντήσει αδύναμα, για να ξαναχαθεί και πάλι στο δικό του κόσμο σκύβοντας το κεφάλι του μέσα στις καταστάσεις ελέγχου. Η κάθε ημέρα επαναλάμβανε την προηγούμενη, σα να ξεφύτρωνε από καρμπόν, εκείνο το καρμπόν που χρησιμοποιούσαν στο γραφείο, και πάντα η αναμονή για το δεκαπενθήμερο, την αμοιβή του κόπου του –λίγα ψίχουλα δηλαδή, μη φανταστείτε κάτι παραπάνω.
Δεν είχαμε στέρξει ακόμα στους διχαστικούς μονόδρομους, στις πελατειακές σχέσεις, στην καταστρατήγηση του συμβατικού ωραρίου, στα απόκρυφα «bonus». Δεν είχαμε προκρίνει τον ευτελισμό της παράκλησης και της προσωπικής «διευθέτησης»: Φόροι και επιτόκια/ ατελείωτα ας είναι/ προσαρμογές των δαπανών/ Τράπεζες/ Συμβολαιογράφοι/ Πάνω στο είναι σου το δύσμοιρο.
Θεωρώντας τον πολιτισμό, τα γράμματα και την τέχνη βασικό συστατικό του καινούργιου κόσμου που ονειρευόμαστε, προσπαθούσαμε –όχι ανώδυνα–, από το υστέρημα του χρόνου μας, να συνυπάρξουμε δρώντες και αντιδρώντες: στήσαμε εκ των ενόντων (και με πολύ προσωπική δουλειά) ένα στέκι στο ανήλιαγο και μουχλιασμένο ισόγειο της οδού Ασκληπιού, που μας παραχώρησε έναντι ενοικίου(!) η Εθνική Τράπεζα. Οργανώσαμε εβδομαδιαίες συναντήσεις της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Πολιτιστική», (αυτο)χρηματοδοτήσαμε την πειραματική έκδοση ενός τεύχους της «Μετα-Πολιτιστικής» (1992) -μετά το αψυχολόγητο και αναίτιο κλείσιμο της πρώτης- και τέλος, τον επόμενο χρόνο ξεκινήσαμε το δύσκολο αλλά και προκλητικό εγχείρημα του περιοδικού «Μανδραγόρας». Ο Γιάννης παρών, ενεργός και απαραίτητος για τα κείμενά του, την ποίηση, τα πολλά βιβλία του και τις ακόμα περισσότερες ανέκδοτες συλλογές του με πεζά και ποιήματα, το χιούμορ, τις ελαφρώς ειρωνικές και συστηματικώς αυτοσαρκαστικές διηγήσεις του.
Ηθοποιοί, σκηνικό, ρόλοι, Τελευταίο ημίχρονο, Το χτύπημα στο ρόπτρο, Ερπύστριες, Να γύρω ήσυχα να κοιμηθώ, Το διάφανο κρύσταλλο του σκοταδιού, διαλέγω και παραθέτω σκόρπιους τους στίχους. Ο αναγνώστης θα βρει να τους ταιριάξει κατάλληλα, να τους αναδιατάξει, να διακρίνει τα επόμενα πεδία της δράσης, να δεχτεί, να αναρωτηθεί, να επιλέξει. Η αποκάλυψη μας ανήκει, μαζί με την αποδοχή ή και την απόρριψη. Μέχρι σήμερα θεωρούσα πως από υποκειμενική αδυναμία δεν καλοεξετάζει το υλικό, δεν επανέρχεται ήρεμα, δεν έχει την υπομονή που οφείλει ο κάθε δημιουργός. Πως συχνά οι όποιες αλλαγές γίνονται βιαστικά, παρορμητικά και αβασάνιστα, εν ολίγοις σκεφτόμουν πως ο Γιάννης υπονομεύει, πολλές φορές έως καταστροφής, το έργο του. Επανεξετάζοντας τα κείμενά του υποστηρίζω πως για τον Γιάννη Πομώνη η καταστροφή, διατηρεί όλα τα κρίσιμα και χρήσιμα στοιχεία της δημιουργίας. Απλώς επιλέγει την (αυτό) υπονόμευση, σε μια εποχή μάλιστα όπου η λογοτεχνία (και κυρίως η ποίηση) προξενούν τη συγκατάβαση και επισύρουν τη ρετσινιά παρά την αποδοχή, προκειμένου να δηλώσει την προσωπική του ελευθερία απέναντι σε κάθε είδους υπεκφυγές, υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Ο Γιάννης παίζει με τον εαυτό του, επώδυνα και σκληρά, άλλοτε ησυχάζει κι άλλοτε βασανίζεται, και σε αυτό το παιχνίδι δεν χωρούν φόρμες και συνήθειες συμβατικών συγγραφέων.
Αν θα θέλαμε, για το τέλος, κάτι να μείνει από όσα σχεδιασμένα ή μη καταθέσαμε, είναι ο κλαυσίγελός του, όπως αποτυπώνεται στο «Όλα είναι χθες»:
…Περιπλανήθηκα σε άγνωστα σοκάκια, με το σημάδι του πολέμου καρφιτσωμένο στο ύψος της καρδιάς κι εντούτοις κατάφερα να φτάσω στο λιμάνι ακριβώς στις εννιά. Το πλοίο μόλις και ξεκολλούσε απ’ τη προβλήτα, όταν άκουσα τη χαιρέκακη φωνή του λοστρόμου, «πάλι δεν πρόφτασες», να σκάζει πάνω στο ντόκο.
Με συνεπήραν άγνωστες μυρωδιές, στο στήθος μου υπήρχε πάντα εκείνος ο παλιός φόβος, όπως τότε που ήμουν παιδί, ώσπου, καθώς έστριβα στην ίδια γωνία, θυμήθηκα την τελευταία στιγμή το ξυπνητήρι πάνω στο μεγάλο κομό του δωματίου μου. Πάλι δεν είχε κουρδιστεί για την επόμενη μέρα.
Τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε στην ιστορία, στο χρόνο, στην τύχη (που ασφαλώς τη χρειάζεται) και στην ανυπότακτη ελπίδα του ανθρώπου, πως «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα».
Κώστας Κρεμμύδας
Γιάννης Πομώνης ΑΝΤΙ –ΑΧΡΕΙΑΣΤΗΣ, ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ –ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ (ΝΕΚΡΟΣΙΜΟΥ ) Διαβάστε εδώ
[1] Jacques Derrida, Spectres de Marx, (Φαντάσματα του Μαρξ), μετ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. «Εκκρεμές» Αθήνα 1995.
Share this Post