ΣΤΑΧΤΗΣ ΦΥΣΑΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
Πέρα στο μαύρο κάμπο
ένα άλογο τρέχει στη βροχή
κι όλα τα κρύα ανεμοκούδουνα χτυπάνε.
Του θεού το τραγούδι πάγωσε
στις σιδερένιες πόρτες τ’ ουρανού
ακόμα κι ο ήλιος ο σκληρός
μοιάζει σαν πεθαμένος.
Βαθιά στου λόφου την αντάρα
κρώζει ένας κόρακας
και πέφτει από το άπειρο
το ασημένιο φίδι.
Μέσα στην κούπα μου
κομματιάζεται το δείλι
σε λίγο μουσκεμένο απ’ τη βροχή
θα βγει και το φεγγάρι.
Σταχτής φυσάει ο άνεμος
τι κοφτερό το κρύο
που κάνει το χτενάκι σου
να πέφτει απ’ τα μαλλιά σου.
Ν’ ΑΝΑΨΕΙΣ ΚΕΡΑΚΙ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
Θα βάλεις χίλιες φωτιές στη νύχτα
και θα νηστέψεις χίλια χρόνια τον ψεύτη το ντουνιά
θε να ξεφύγεις
τους ήλιους με τις σιδεριές , τα χάρτινα φεγγάρια
θα φέγγει μονάχα ο χρόνος σου από φως
και θα πέσει απ΄ το χέρι σου
της πίκρας το μαντήλι
οι άνθρωποι θα σταθούν
και δίπλα σου θα κλάψουν.
Θα διώξεις
τους ίσκιους της ψυχής σου
κι απάνω στο λευκό σου όνειρο
θα πας στη μαύρη γωνιά της γης
ν’ ανάψεις κεράκι τ’ ουρανού
να φωτιστεί ο Κόσμος.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Ο ουρανός κατάκοπος κοιμάται στη γη
κι εγώ ξεκομμένος απ’ τους ανθρώπους
κι απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό
η μέρα μου έγινε ύπνος
κι ο ύπνος μου έγινε φωτιά
φωτιά και στάχτη.
Είναι η εποχή που ο ποιητής
γράφει το τέλος του
σε μια διαύγεια που είναι πληγή
εγγύτερη στον ήλιο.
Σταύρος Μίχας