Ήταν απόψε που έβρεχε με μυρουδιά λύκου
και έξαψη παλαιού στρογγυλού εν αιθρία αίματος
από λοξές καμπύλες επιλαίμιες, λαιμών αθωότητα.
Σιγαληνά χιόνιζε ξανά στην Γκαμήλα
απ’ τις σελίδες του Τσέλαν.
Πήραν ξυστά τα τζάκια και τα καμπαναριά
η έβδομη σφραγίδα του ταβανιού
νύκτια κυπάρισσος στα κυπαρίσσια.
Κρύωσα, νοτίζουν και στον Παράδεισο, είπες.
Κάλεσες τον Άρη, Αλβανό φίλο από το Λεσκοβίκο.
Δεν ήξερε για την Ιλιάδα, τον φιλομάντη, τον ίσκιο της ελιάς, τίποτα για τον Σκάμανδρο
όσο για την Κασσάνδρα, θυμωμένος θυμός της Μήδειας
κι οι τριήρεις με σημαίες μαύρες μεσίστιες.
Στέγες κάτεχε και σκεπές φωνήεντα
εχέμυθα επίθετα στις παραλίες του Λωτρεαμόν
ολιγαρχίες του αέρα και της βροχούλας Τυμφαίες, με Μέρτικες πευκοβελόνες
τόσα χωράφια και μύρια επέπρωντο.
Στο βάθος του καθρέπτη χρυσού
από το μοδιστράδικο της μάνας του το πενήντα επτά
κάπνιζε απαλά και αργόστροφα η μπερέτα του ποιητή.
Δεν πέτυχε την ευκάλυπτο, πάρεξ πέτυχε Vergo avorio
και εκατό γραμμάρια λευκό Αθηναϊκής.
Αγράμματε τυπογράφε δεν αισθάνθηκες τίποτα.
Μόνο η καρδιά σου ίσως, νάρκισσος στις σελίδες
ένας άπελπις του κενού που δεν έπεσες ακόμη μέσα του.
Γιάννενα 30- 11- 2021
Απόστολος Ζώτος