Το ποίημα είναι μία αλληγορία… «Μία Ιστορία που την αισθάνθηκαν και τα σωθικά».
του Παναγιώτη Καραβασίλη*
«Ακούστε μία Ιστορία που την αισθάνθηκαν τα σωθικά». Ο εθνικός μας ποιητής Σολωμός, στην «Τρελή Μάνα», μας προσφέρει με έναν παραστατικό τρόπο τον ορισμό του ποιήματος. Δύο είναι οι ορίζουσες. Η πρώτη μία Ιστορία. Η δεύτερη: η σύνοδός της είναι η συγκινησιακή αντίδραση. Τα βαθιά και εσώτατα της ευαισθησίας. Το ρήμα αισθάνθηκαν τα σωθικά, είναι ό,τι ο Χέγκελ ονομάζει υποκειμενικοποίηση του αντικειμένου – η συνοδευόμενη από συγκινήσεις. Τα βιώματα καθορίζονται, γιατί ο Ανθίας γράφει τα «Σφυρίγματα του αλήτη», ο Σεφέρης τη «Στέρνα», ο Καβάφης το «Μύρη», ο Βάρναλης τον «Οδηγητή», γιατί ο Βαλαωρίτης λέει «Φτωχός φτωχόνε συμπονεί…». Η ποίηση αυτή η αλκυόνη μέσα στο Χρόνο, να παραμένει ισόβιος ανάμνηση του «Παραδείσου».
Η ποίηση είναι πιο κοντά στην αλήθεια, έλεγε ο Πλάτωνας, όπως το φως δεν έχει πουθενά τόσο ανεκτίμητη και τόσο συμβολική αξία, όσο το Βασίλειο της πολικής νύχτας του ανθρώπινου μυαλού. Η Ποίηση δεν διαβάζεται, αναγιγνώσκεται, και αναγνωρίζεται. Λειτουργεί με τη φωνή και την ακοή, οι οποίες απαιτούν την ηρεμία. Αυτό το στοιχείο της ρητορικής τέχνης, το οποίο συμμετέχει σ’ όλες τις τέχνες του λόγου – και του θεάματος – ακροάματος, προκειμένου να πείθεται αισθητικά το «εκκλησίασμα». Το ποίημα γίνεται τραγούδι – ελεγειακός θρήνος – και ψαλμωδία κάποτε. Απαγγέλλεται και τραγουδιέται ως έπος. Ηχεί – τονίζεται, ερεθίζει τ’ αυτιά μας. Πρέπει να έχει αρμονία. Η γλώσσα στην ποίηση δεν αυτολογοκρίνεται, αν το πνεύμα της ποίησης είναι βαθύ και το τραύμα είναι βαθύ! Ποίηση είναι να γίνουμε εμείς οι λέξεις, έλεγε ο ποιητής του «Αντισταθείτε», Μιχάλης Κατσαρός.
Το δεύτερο βιβλίο της σειράς 4Χ4 των Εκδόσεων Πικραμένος περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές ενότητες των ποιητών Κώστα Α. Κρεμμύδα, Τριαντάφυλλου Η. Κωτόπουλου, Γιάννη Πανούση και Νίκου Φωτόπουλου.
Στις εν λόγω συμβολές, ο κάθε ποιητής πραγματεύεται με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης το δημιουργικό του όραμα σε μία ποιητική συνάντηση… «παντός καιρού».
Ο Κώστας Α. Κρεμμύδας επιχειρεί μέσω της ποίησης να διαμορφώσει χρήσιμους κώδικες επικοινωνίας, αλλά και να υπονομεύσει βεβαιότητες.
Ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος θεραπεύει ποιητικά τις μνήμες και τα μελλούμενα ενός ιδιότυπου εγκλεισμού.
Ο Γιάννης Πανούσης αναζητεί μέσα στις ενοχές κάποιες αχτίδες αθωότητας.
Ο Νίκος Φωτόπουλος αναμετριέται με τις μνήμες, τις λέξεις και τα σύμβολα μιας αθόρυβης ανασκαφής, ανάμεσα στο χθες και το σήμερα ενός έγκλειστου κόσμου.
Και οι τέσσερις αξιοποιούν τη δυναμική παραστατική της γλώσσας, με τρόπο καίριο και ενίοτε κορυφαίο.
Ο ποιητής και πανεπιστημιακός Κώστας Κρεμμύδας καταγράφει πως οι λέξεις είναι μία ευλογία, που μπορεί να μετατραπεί σε συμφορά. Αποκρυσταλλώνει τις λέξεις – και τις σκέψεις. Δίνει άρθρωση και ακρίβεια σε αχνές εικόνες και καταχνιασμένες διαισθήσεις. Αλλά η γλώσσα δεν είναι μονάχα η βάση ολόκληρης της ικανότητας της σκέψης – από το οποίο ξεκινάν οι ποιητικές φλέβες, αλλά και οι «παρατηρήσεις» της λογικής από τον εαυτό της. Ο Ποιητής αυτό ξέρει να το χειρίζεται. Ο χρόνος, η διάρκεια πολλών περιστατικών. Η πρώτη τήξη των λέξεων δημιουργεί κενό και άπειρο χώρο. Οι λέξεις της ποιητικής γραφής του γίνονται «βρόχοι» δολώματα. (Υπάρχουν πολλά είδη δολωμάτων για να πιάσεις ψάρια… στα ρηχά και στα βαθιά – μαθαίναμε όταν ψαρεύαμε στο Μεσολόγγι…). Αλλά, ο Ποιητής μας με την ποίησή του εκφράζεται ποιητικά σε βάθη, με τη χρήση αναπνευστήρα! Γράφει, στο
Αντί βιογραφικού
«Εξομολογούμαι συχνά στον έφορο της περιφέρειας/ στους δικαστικούς αντιπροσώπους/ που ψάχνουν μάταια το όνομά μου στους καταλόγους./ Στα χρυσοποίκιλτα άμφια των επισκόπων εξομολογούμαι./ Στα ανοιχτά παράθυρα που μανταλώθηκαν εσχάτως./ Στον κρεοπώλη της γειτονιάς./ Στον αστυφύλακα που περιπολεί μονάχος τις νύχτες./ Στον δικαστικό επιμελητή με τα δεκάδες κλητήρια θεσπίσματα/ που χαρταετούς τα αφήνει στον αέρα./ Στους στρατοδίκες εξομολογούμαι και στις βαριές ποινές τους/ [τρόμος κι εξουσία ανέκαθεν πληγές στα σώματά μας]./ Μιλώ συχνά για τ’ αμαρτήματά μου/ απολογούμαι εκ γενετής για να ’χω ήσυχη συνείδηση στην/ γκιλοτίνα./ Φροντίζω πάντα/ να διατηρώ καλές τις σχέσεις μου με δήμιους».
Αλλού γράφει:
[Τέσσερις οι δυνάμεις της Φύσης] οι εξής δύο«Βαρύτητα και Ηλεκτρομαγνητισμός./ Να συνυπολογίσουμε ανερμάτιστους, φεύγει η βαρύτητα./ Στο κενό και η ταχύτητα φωτός/ μέσα στην τόση ακινησία./ Να αφαιρέσουμε ζωή δίχως σπιρτάδα./ Δεν απομένει δύναμη καμιά./ Να πώς προκύπτει η αδυναμία μας».
[Πόνος και φόβος δύο φωνήματα της γλώσσας]Πόνος είναι ο φόβος που βγαίνει από μέσα μας./ Δεν πρέπει να πονάμε/ διαρκώς φοβόμαστε τον πόνο./ Όσο πονάμε, τόσο ο φόβος μεγαλώνει./ Μαζί του μεγαλώνει και ο πόνος./ Γι’ αυτό χτυπούν αλύπητα./ Για να φοβάται ο κόσμος και για να πονά./ Με φόβο και με πόνο μεγαλώνει ο άνθρωπος./ Οι νικημένοι κι οι νικήσαντες.
Πήρε τόσους αιώνες ώσπου ο χώρος και ο χρόνος να είναι ένα νέο νόημα στο Νευτωνικό σύμπαν. Ανακαλύπτει ο ποιητής πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει μια χαραμάδα της ποιητικής του στέγης, που μπάζει βροχή. Ένα άνοιγμα σκοτεινού θαλάμου για να παρατηρεί τον ήλιο… Όταν ο πόνος είναι «βουβός». Ο ποιητής μας προσφέρει τα φωνήεντα έγχρωμα σε μια φαντασμαγορία ενός αβέβαιου κόσμου…
Ο Ποιητής και πανεπιστημιακός Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος με τον «Εγκλεισμό» καταγράφει, ότι όλος ο πλανήτης είναι έκπτωτος και αποστειρωμένος, έκπτωτος και διασωληνωμένος – ηθικά. Αυτό είχε γράψει ο Χάμαν, ένας Γερμανός φιλόσοφος του 18ου αιώνα, και είχε επηρεάσει τον Γκαίτε. Στην ίδια γραμμή, ο Ρόμαν Τζάκομπσον, ένας σύγχρονος γλωσσολόγος, έλεγε: «Τα σημεία είναι ένα απαραίτητο στήριγμα της σκέψης. Για την κοινωνικοποιημένη σκέψη της ποίησης – στο στάδιο της επικοινωνίας γίνεται στάδιο διαμόρφωσης. Αλλά η εσωτερική σκέψη, ιδιαίτερα η δημιουργική απ’ τον ποιητικό λόγο, αφήνουν μεγαλύτερη ελευθερία, περισσότερο δυναμισμό στη δημιουργική σκέψη! Γράφει ο Κωτόπουλος:
Action:
«Μια καταιγίδα σάρωσε τη μικρή πόλη της ζωής μου,/ διαχώρισε την έγκληση από τον εγκλεισμό./ Ισχυρίστηκαν κι οι δυο τους, μπροστά μου, πως θέλησαν να προσ-/τατέψουν την ατομική ηθική και την κοινωνική ενότητα./ Ούτε εγώ δεν μπορώ να ζήσω εδώ, έτσι, για πάντα./ Αλμυρή η απόσταση της ανάσας και της καρτεσιανής λογικής των/ παθών,/ αλλά πάντοτε προηγείται το σχήμα του λόγου, χαιρετισμός στο και-/νούργιο τραγούδι·/ ακολουθεί ιδρωμένη η κυριολεξία των γλωσσολόγων./ Κι όμως δεν βρήκα τον τρόπο να επιτελέσω ούτε τρεις αράδες για/ το άγγιγμα που μας έλειψε./ Είχα απ’ όλα στο μεταξύ, χειρονομίες, μορφασμούς, κινήσεις, φωνή/ με ελάχιστα αγκομαχητά, σύνεργα κι άλλα,/ αλλά μου έλειπε η θάλασσα και τα παιδιά μου/ κι ας την έβλεπα κι ας είχαν απλώς δικά τους δωμάτια./ Τάχα ξεκούραζα τη θάλασσα και προστάτευα τα παιδιά μου./ Πάλευα να συναιρέσω τους γριφώδεις διανοητές των Γ.Σ. με τους/ αστερισμούς/ –δεν γίνεται, χάσιμο χρόνου να ορισθεί το μπουλβάρ./ Μην ταλαιπωρούμε λέξεις και αισθήσεις –διώκεται ο περίπατος/ εκτός αυτών».
Και έπειτα οι συνέπειες του εγκλεισμού. Γράφει ο ποιητής Κωτόπουλος:
Εγκλεισμός
«Εγκλησμός φίλων, σε μωροφιλοδοξίες ανάμεσα σε δύο πόδια/ Εγκλεισμός σε ανάπηρο σώμα, αβάσταχτος/ Εγκλεισμός σε ίδρυμα, με φωνές τρομακτικές/ Εγκλεισμός σε φυλακή, τιμωρητικός/ Εγκλεισμός σε βασανισμένο μυαλό, ασχολίαστος/ Εγκλεισμός εφήβου, ρεαλιστικός/ Εγκλεισμός υπερηλίκου, φαντασιακός/ Εγκλεισμός γιατρών, νοσηλευτών, διοικητικών, αδύνατος/ Εγκλεισμός σε μικροεγωισμούς, ανήμπορος/ Εγκλησμός της ανθρώπινης ύπαρξης, ηττημένος».
Καταδείχνει μέσα απ’ τις ποιητικές του γραφές ότι το άλας με ελευθερία μάς σώζει. Οι τόποι μας συμπαραστέκονται, όλα τα άλλα έπονται, οι αλαζονείες, δημοσιεύσεις, ακισμοί, γραφές, υστεροφημίες, ναρκισσισμοί. Γνωρίζουμε με τον «εγκλεισμό» τι είναι σημαντικό. Όλα τα άλλα έπονται. Είναι τέφρα, σκόνη, σκιά… Ό,τι κινείται ζει, έλεγε ο Λάιμπνιτς. Και ο Ποιητής Μ. Κατσαρός έλεγε: «η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική…».
Παράγει αντισώματα! Η κίνηση είναι το αντίδοτο! Η δημιουργία εντός της «φυλακής» μας!
Ο Ποιητής Γιάννης Πανούσης, με τις προκαταλήψεις και τις ασάφειες ενός κόσμου, που τον γνωρίζει καλά, λόγω της ιδιότητός του, είναι εγκληματολόγος, γνώστης της επικοινωνίας του λόγου, γνωρίζει τις μεταβολές και τις βίαιες! Δεν υπάρχει δράση χωρίς επαφή. Η κβαντική φυσική έκανε το παραδοσιακό νόημα των λέξεων σαν την ύλη – την ενέργεια, το αίτιο και το αιτιατό να διαλυθεί σαν καπνός. Οι προτάσεις του Γιάννη Πανούση –αντιπροσωπεύουν μορφές – καθρεπτίζονται μέσα στις προτάσεις – στη γλώσσα. Η γλώσσα του μπορεί να γίνει ένα προπέτασμα καπνού – ένα παρατηρητήριο από τον ποιητή στοχαστή για την πραγματικότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αληθινή δημιουργία αρχίζει εκεί που τελειώνει η γλώσσα και η ποίηση!
Αλλά εχθρός της αλήθειας δεν είναι μονάχα το ψέμα, αλλά κάποτε και οι δογματικές μας απόψεις!
Ο ποιητής Γιάννης Πανούσης εφύμνια γράφει για τις αλήθειες του. Σίγουρα η αλληλεγγύη δεν είναι γνωσιολογική αλλά βιωματική.
«Υστέρηση φάσης
Καθώς ρεμβάζεις/ κουρνιασμένος στην κουνιστή πολυθρόνα/ το πορφυρό ηλιοβασίλεμα/ που κατευοδώνει ο νοτιάς μ’ έναν αναστεναγμό/ και τη γκριζογάλανη θάλασσα/ που καλωσορίζει το φεγγάρι μ’ ένα παφλασμό/ βλέπεις ξαφνικά το βέλος του Έρωτα/ να έρχεται με δύναμη και ορμή/ για να καρφωθεί πάνω στην καρδιά σου/ και παθαίνεις πανικό/ καθώς τα κουρασμένα γόνατά σου δεν σου επιτρέπουν/ να τρέξεις για να ξεφύγεις/ και τα ζαρωμένα σου χέρια δεν θα μπορέσουν να σταματήσουν/ την τροχιά του./ Η μόνη ελπίδα που σου απομένει για να γλυτώσεις τον κίνδυνο/ είναι να κλείσει ο άνεμος απότομα/ με δύο ξαφνικές ριπές/ την πόρτα και το παράθυρο/ να ρίξει κάτω το πυθάρι με το γλυκό κρασί/ που είχες κρύψει πίσω από τη μωβ κουρτίνα/ έτσι ώστε το βέλος να περάσει ανεμπόδιστο μέσα στην κάμαρη/ και να σπάσει η μύτη του/ πάνω στο γυαλί της κρεμασμένης στον τοίχο/ ασπρόμαυρης φωτογραφίας/ που σε έδειχνε φαντάρο στην Κομοτηνή/ πάνε 50 χρόνια από τότε».
Αλλά ο Ποιητής Γιάννης Πανούσης ώριμος σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, με τη στάση του δηλώνει την παρουσία, όπου και όταν του το ζητήσουν. Είναι πολυεργαλείο. Αφού με μετριοπάθεια παλαιότερα αναφέρει: «Τόσα ήξερα, τόσα πίστευα, τόσα έδωσα, τόσα άντεξα, τόσα άξιζα. Για τα υπόλοιπα ας με κρίνουν οι θεοί, των ανθρώπινων λαθών, και το DNA των λαθών της φύσης… Τόσα, όσα ο λόγος του πηγάζει από την κατασταλαγμένη γνώση του… Ο Γιάννης Πανούσης με τη θεμελιωμένη γραφή του στην ποίηση, με αλληγορία, μας κάνει να κατανοήσουμε τον κόσμο με αισθητική.
Ο Γιάννης Πανούσης γράφει:
Ποιητικά –1
«Ηττημένοι/ στην πραγματική μάχη των διανθρώπινων σχέσεων/ αποφασίσαμε να νικήσουμε/ τους φανταστικούς εχθρούς/ με τα ποιήματά μας./ Κι αυτά/ αντί για την ηδονή της μυστικής μύησης/ μας γέμισαν με τις ωδίνες των ενοχών./ Τα ποιήματα δεν θέλουν να ενηλικιωθούν/ για ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους/ και οι ποιητές δεν θέλουν ν’ απολογηθούν/ για τις αυταπάτες τους./ Από τον καθολικό άνθρωπο της ποίησης/ στο φοβισμένο ανθρωπάκο της οίησης/ πέντε-έξη στιχάκια δρόμος/ και μιας τραυματισμένης ματαιοδοξίας παράδρομος».
Ο Ποιητής Νίκος Φωτόπουλος, στις «Λύπες λιμναζόντων υδάτων» σ’ όλα τα ποιήματά του, διακρίνεται από ένα συναίσθημα λύπης – χαρμολύπης – του δέους. Αυτοί οι αυτόματοι μηχανισμοί του θα μπορούσαν να ονομαστούν «καταρράκτες» διεργασίες μνήμης – σε μία τροποποίηση των λόγων της ποίησης σε εμπειρία. Το κάθε τι στη φύση έχει τη μελωδία το χρώμα και τις λέξεις – τη ζωγραφιά. Η φωνή απ’ το παρελθόν, η κίνηση, οι ζωντανές λεπτομέρειες, κάποιος πίνακας αληθείας ή μη – ένα βάζο με λουλούδι – ικανοποιούν όλες τις ποιητικές του παραλλαγές. Προκαλούν σειρές από αλληλένδετους ορισμούς. Μία λέξη λιμνάζουσα σημαίνει, ένα σύνολο κινήσεων – συναισθημάτων. Ενσωματώνεται σ’ ένα σύνολο. Είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα τοπίο στη φύση. Μία μέρα έλεγε ο Κέπλερ, είναι ένα χιονοκρύσταλλο που λιώνει μέσα στην αιώνια παλάμη μας! Γι’ αυτό γράφει ο Ποιητής Φωτόπουλος:
Φόβος άναρθρος, γυμνός
«Μια νύχτα άναρχη όπως αυτή/ οι φωνές του νερού πλημμύρισαν/ τις άδειες μας ζωές/ τις άδειες μας ψυχές/ φωτιές που σβήσανε στο βάθος του μεσημεριού./ Ξάφνου ένας φόβος άναρθρος/ υψώθηκε Θεός/ γυμνός, αγέρωχος/ στο θόλο των μυστικών και των θαυμάτων/ έσταξε αίμα ο ουρανός/ τρέχανε οι άνθρωποι να καταλάβουν το αδιανόητο/ ένα αρχαίο σάρωθρο/ άρχισε να τρυγά/ τη σκόνη των καιρών/ σημάδια κόκκινα και μελανά/ στα στόματα εκείνων/ που ξεψύχησαν με το φιλί στα χείλη/ χωρίς να μάθουνε ποτέ το «πώς» και το «γιατί»./ Μια νύχτα άναρχη όπως αυτή/ ο ουρανός πλημμύρισε από μια σιωπή/ που γοερά ξεφύλλιζε τις ενοχές της».
Κι αλλού ο Ποιητής Φωτόπουλος αναζητάει λίγη θέρμη, στοργή και ανθρωπιά μέσα απ’ τους πλανητικούς παγετούς, και τα εγκαύματα των ψυχρών κόσμων και των υπερθερμασμένων ερήμων. Ένα καταφύγιο:
Στα διάφανα νερά των άδειων λέξεων
«Χρόνια ολόκληρα ψάχναμε στην άμμο/ έγκλειστες λέξεις/ σε αρχαίες φιάλες από τους βυθούς των στεναγμών/ με αρρωστημένο αλκοόλ/ αποστάγματα ονείρων και ψυχοτρόπες αγκαλιές/ ξεκούρδιστες φωνές/ ξεκούρδιστες ψυχές/ γραφές αυτόματες/ σαν ριπές που σχηματίζανε/ πέτρινα μονοπάτια/ κάτω από φεγγάρια/ ένοχα και φονικά./ Χρόνια ολόκληρα καθρεφτιζόμαστε φιλήδονα/ στα διάφανα νερά των άδειων λέξεων/ ξεκούρδιστες φωνές/ ξεκούρδιστες ψυχές/ που την αγάπη ρήμαξαν/ μες στον πληθωρισμό των αριθμών και των τεράτων».
Τίποτε δεν θα είναι όπως πριν. Αναδιατάσσονται: Οι όροι της πολιτικής της εργασίας, του πολιτισμού, των ανθρωπίνων σχέσεων, των γεωστρατηγικών συμφερόντων, των αγγιγμάτων, των ματιών, των συναισθημάτων! Όλα σείονται τεκτονικά με την πανδημία… Άλλα και η γλώσσα, όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά, τότε γίνεται μηχανισμός παραχάραξης της επικοινωνίας και της συνείδησής μας. Αλλά καλύτερα είναι μια καταστροφική αλήθεια, παρά ένα χρήσιμο ψεύδος… Οδηγούμαστε σε μια ομοιομορφία πολιτική, τεχνολογική, πολιτιστική, κοινωνική, οικονομική, ιατροφοβική, εμμονική. Με έναν νέο ολιγαρχικό τρόπο εξουσίας.
Μοιάζει η ποίηση 4Χ4 σαν αντιφωνική, βγαλμένη από την εκκλησιαστική γραμματεία. Λόγος του παπά και απάντηση ψάλτου και αντιστρόφως. Έτσι η ποίηση μας γαληνεύει! Με την λυρική ευαισθησία και την συνθετική εικονοκλασία. Ασφαλώς με την ποίηση δεν αλλάζει η ζωή μας. Βοηθάει να δώσει αναπνοές στις διαδρομές, με ελεγκτές εμάς τους ίδιους. Είναι σημειωμένη στον εσωτερικό χάρτη μας. Το χτίζουμε σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, με τις αποφάσεις μας και τις πράξεις μας. Με την ελευθερία της ποίησης ως πρόταγμα και πηδάλιο, πάντα είναι ένα συναξάρι συμμετρίας.
Σήμερα, όταν τα πάντα αναδιατάσσονται λόγω της πανδημίας, η ποίηση μας καλεί, μέσα απ’ την οπτική των τεσσάρων ποιητών μας, να μην χάσουμε ο ένας τον άλλον, και να μην χάσουμε τα αγγίγματα στον άνθρωπο. Έτσι, μπορούμε να είμαστε όλβιοι εαρινής… Μακάρι. Γιατί απ’ την ακινησία των υδάτων βαλτώνουμε. Μεταδίδονται στους ανθρώπους τα πλασμώδια ασθενειών του Λαβεράν. Η πνευματική καθίζηση.
*Ο Παναγιώτης Καραβασίλης είναι ποιητής και αναλυτής συστημάτων πληροφορικής