Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο της Ελένης Χρ. Γούλα «Θειάφι και άλλα δαιμόνια». Ένα βιβλίο όμορφο από πλευράς εμφάνισης και ωραίο από πλευράς περιεχομένου. Είναι διαιρεμένο σε 5 κεφάλαια, περιέχει 83 αυτοτελείς ιστορίες, οι οποίες δεν είναι υπερβολή αν πω ότι είναι καταθέσεις ψυχής. Αριθμεί 191 σελίδες.
Σε μία από τις σελίδες αυτές γράφει, μεταξύ άλλων: «Με τη μαγιά ή το προζύμι σαν παρακαταθήκη ο ποιητής επιλέγει τα υλικά του. Αλεύρι πρώτα και άλλα ιδιαίτερα καλούδια, αν επιθυμεί. Σουσάμι, ελιές, τυρί, καρύδια και λοιπά, Ύστερα ζεσταίνει το νερό στην κατσαρόλα και το αλεύρι βουνό μπροστά του, είναι η ώρα να ρίξει μια πρέζα αλάτι …… και οπωσδήποτε να βρει το θάρρος και τη δύναμη για να αρχίσει το ζύμωμα» ( σελίδα 112)
Με τα λόγια αυτά μας δίνει η Ελένη μία εικόνα για το πώς μπορεί να γίνει ένας «ποιητής», με τη γενική έννοια του όρου. Δηλαδή, δημιουργός. Πρέπει, πρώτα, μας λέει, να έχει μέσα του, ως παρακαταθήκη, την αναγκαία «μαγιά» ή το αναγκαίο «προζύμι», μετά να μπορεί να επιλέγει τα κατάλληλα υλικά για τη δημιουργία του και, τέλος, να έχει το θάρρος και τη δύναμη να αρχίσει το «ζύμωμα» και να μην τα παρατήσει μέχρι να ολοκληρώσει το δημιούργημά του.
Δεν τα γράφει, όμως, μόνο, είναι και η ίδια «ποιήτρια», με τη γενική, πάλι, έννοια του όρου. Δημιουργός! Διαθέτει την αναγκαία «μαγιά», ξέρει να επιλέγει το κατάλληλο αλεύρι και τα άλλα χρήσιμα υλικά για αυτό που θέλει να δημιουργήσει, ξέρει να ζυμώνει και, επί πλέον, έχει το θάρρος και τη δύναμη να ξεκινήσει το ζύμωμα και να το φέρει σε πέρας.
Η «μαγιά» που κουβαλάει μέσα της η Ελένη, ως παρακαταθήκη, έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: Την αγάπη για τα γράμματα και τη συμπόνοια προς τον πάσχοντα, προς τον αδύνατο. Κληρονομιά και τα δύο από τους γονείς της.
Το πρώτο είναι αυταπόδεικτο από τα βιβλία που έχει εκδώσει. Το δεύτερο προκύπτει από τα πολλά περιστατικά, τα οποία αναφέρει στο βιβλίο της. Σε κάποιο σημείο το ομολογεί με τρόπο έμμεσο η ίδια, χωρίς, βέβαια, ίχνος αυτοπροβολής. Γράφει, αναφερόμενη σε κάποιο περιστατικό: «… σύμφωνα με όσα είχα μάθει ως τότε να κάνω στην επαρχία, όπου μεγάλωσα, έπρεπε να σκύψω πάνω στον συνάνθρωπο, αυτόν που έπεσε στο δρόμο και να του δώσω βοήθεια. Να τον σκουντήσω, να δω αν ζει, αν πέθανε, αν χρειάζεται γιατρό, να βοηθήσω, δηλαδή, κάπως» (σελ.19). Η εν λόγω ομολογία εξηγεί και το γεγονός ότι συχνά συναντά κανείς στο βιβλίο της αναφορές για δυστυχισμένους και απόκληρους της κοινωνίας ανθρώπους.
Η «μαγιά», λοιπόν, αυτή που φέρνει μέσα της ασκεί πάνω της, κατά καιρούς, έντονη εσωτερική πίεση, η οποία την οδηγεί να γίνει συγγραφέας. Συγχρόνως την καθοδηγεί στην επιλογή του αλευριού και των άλλων χρήσιμων υλικών και στην εφαρμογή της κατάλληλης τεχνικής του «ζυμώματος».
Κάτω από μία τέτοια πίεση και καθοδήγηση είναι φυσικό να προκύπτει κάθε φορά και ένα ωραίο δημιούργημα. Ένα από αυτά είναι και το τελευταίο βιβλίο της «Θειάφι και άλλα δαιμόνια». Ένα βιβλίο, το οποίο, χάρη στην καλή «μαγιά», τα επιλεγμένα υλικά και το καλό ζύμωμα, σου ανοίγει την όρεξη να το διαβάσεις, όπως σου ανοίγει την όρεξη για φαγητό η μυρωδιά του καλοζυμωμένου και καλοψημένου χωριάτικου ψωμιού την ώρα που η νοικοκυρά το βγάζει από τον ξυλόφουρνο.
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από μικρές ιστορίες, πραγματικές ή φανταστικές, που είναι παρμένες ή βγαλμένες μέσα από τη ζωή. Η κάθε μια είναι αυτοτελής, αλλά όλες κινούνται, μέσα στα πλαίσια του γενικότερου μηνύματος που διαπερνά κάθε κεφάλαιο.
Η αυτοτέλεια αυτή και η συντομία κάθε ιστορίας είναι ιδιαίτερα εξυπηρετικές για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να διαθέσουν ή δεν τους αρέσει να διαθέτουν αρκετό χρόνο για συνεχές διάβασμα. Εδώ το διάβασμα μπορεί να γίνει και διακεκομμένα, μία, δύο, τρεις ιστορίες κάθε φορά, ανάλογα με το χρόνο και τη διάθεση που έχει ο καθένας, αφού η κάθε ιστορία είναι ξέχωρη από τις άλλες.
Αυτό, πέραν των άλλων, αφήνει και περισσότερα περιθώρια χρόνου για την καλύτερη αφομοίωση του μηνύματος κάθε ιστορίας, κάτι που δυσχεραίνεται, όταν διαβάζει κανείς συνέχεια τη μία ιστορία μετά την άλλη ή πολλές σελίδες και ο νους του στην περίπτωση αυτή πρέπει πολλά να συγκρατήσει και να αφομοιώσει.
Είναι άξια συγχαρητηρίων η Ελένη και για το βιβλίο της αυτό και της εύχομαι από καρδιάς να έχουμε σύντομα νέο δημιούργημά της.
Βασίλειος Γούλας