Ποίηση | Χάρης Μελιτάς

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras


Ο ΣΥΝΕΝΟΧΟΣ

Είμαι το κουρασμένο φτυάρι.
Φτύνετε
τις άπληστες παλάμες πριν με αγγίξετε.
Φοβάστε
μη πληγιάσουν απ’ τις σκλήθρες μου
την ώρα που με μπήγετε στο χώμα.
Τι με κοιτάτε τώρα μελιστάλαχτοι
σε μια θηλιά της μοίρας
κρεμασμένο;
Αράχνες παιχνιδίζουν στο κορμί
η μνήμη καταπίνει ενοχές
μοχλεύοντας αρώματα αιθάλης.
Πόσες νυχτιές ξεκούμπωσα
το φόρεμα της γης
χορεύοντας κρυφά στο εφηβαίο
πόσο χρυσάφι έχυσα στα δόντια σας
και πόσο κάρβουνο
στα κόσκινα του κόσμου;
Κάποιος κατέβηκε τη σκάλα των νεκρών
μ’ έναν σταυρό και δυο ληστές στην πλάτη.
Αφήστε τις ευγένειες στο πάτωμα.
Ακόμα μια φορά θα τον ξεθάψω.

ΑΚΡΑΙΑ ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

Η μπόρα ράπιζε την άσφαλτο
ωχρή ομπρέλα η στοά της Ιπποκράτους.
«Αξέχαστα γενέθλια», μουρμούρισε
«μου έταξαν ένα ποτό στο Σύνταγμα
και μ’ άφησαν να πλέω στα σκοτάδια».
Αδειάζοντας τις μπότες του
μπροστά σε μια βιτρίνα
βάλθηκε να ψωνίζει με τα μάτια.
Λουστρίνια για τον γάμο του
σπορτέξ για εξορμήσεις
τα μοκασίνια της δουλειάς
τα κρεπ των περιπάτων.
Έβγαλε πάραυτα το κινητό
και ρίχτηκε με πάθος στις προσθέσεις.
Ώρες ολόκληρες χαμήλωνε τον πήχη:
Ο γάμος διαρκεί μια τελετή
γιατί να φορτωθεί τα μπλε λουστρίνια;
Σάμπως σχεδίαζε διακοπές;
Είχε κοντά δυο χρόνια να δουλέψει.
Άσε που η κατάθλιψη
σιχαίνεται τις βόλτες.

Κοίταξε το ρολόι του:
Μεσάνυχτα.
Τυλίχτηκε στην μοίρα του
σχεδόν χαμογελώντας.
Είχε μπροστά του ένα χρόνο να διαλέξει.

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ

Στα μαγαζιά που κλείνουν
υποκλίνομαι
στις ξώπλατες ελπίδες
που παγώνουν.
Στα φλύαρα συνθήματα της ήττας
στο μαύρο στίγμα της στιγμής
«κάτω του κόστους»
στις σκοτεινές επιγραφές
στα ράθυμα ρολόγια.
Στα μαγαζιά που κλείνουν
υποκλίνομαι.
Με τους παλιούς λογαριασμούς
στο ψευδοπάτωμα
τις σκεβρωμένες κλειδαριές
τα σκονισμένα όνειρα στα τζάμια..
Διαβάζω επικήδειες αφίσες
ανάβοντας κεριά στο πεζοδρόμιο
ρουφάω αποτσίγαρα του χρόνου.
Μην κάνεις πως δεν ξέρεις ποιητή.
Το ποίημα αυτό, δεν έχει τέλος.

 

 

ΑΠΟ-ΠΟΙΗΣΗ

Απρόσεχτη η νύχτα
της απόδρασης
σκοντάφτει στις διάσπαρτες σελίδες.
Καθρέφτες σκυθρωποί φιλονικούν
το πάτωμα βουλιάζει στο αναπότρεπτο
ένα κρεβάτι από ρίζες σιωπής
αργοσαλεύει.
Ο σκουριασμένος λόγος
παραδίνεται
αδειάζω τα βιβλία στον ακάλυπτο
ποιο ποίημα μπορεί να μ’ εμποδίσει;
Μάταια έψαχνα μια λέξη στον καιρό
ο τελευταίος στίχος λιποτάχτησε
κι ο έρωτας που οδηγεί
απ’ το μηδέν στο ψέμα
αρνείται σθεναρά να λειτουργήσει.

Ανάβω το σκοτάδι να κρυφτώ
στα πένθιμα χαμόγελα της λήθης.
Καλύτερα να κλείσω το παράθυρο.
Θα βρέξει αίμα.

 

 

ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ

Επέστρεψε στο σπίτι ξημερώματα.
Φορούσε το μαντήλι της φυγής
εκείνο που την στένευε
στο σέρτικο σκοτάδι.
«Τι χάλια απερίγραπτα», με μάλωσε
«Τα πιάτα πλέουν στα ρηχά του νεροχύτη
το πάτωμα βουλιάζει απ’ τη σκόνη».
Δεν πρόλαβα να απολογηθώ.
Μιλούσε ακατάπαυστα, θαρρείς
δεν είχε χρόνια κουβεντιάσει με κανέναν.
«Πάλι τελειώνει ο καφές.
Λέω να φτιάξω γεμιστά το μεσημέρι.
Αργότερα θα πέθαινα για μια καλή ταινία».
Στεκόμουν στον διάδρομο σαν άγαλμα.
Ώρα που διάλεξε να βγει απ’ τη σκιά της.
Με πρόσμενε ταξίδι ανεξόφλητο
ίσα που πρόφταινα να κλείσω τη βαλίτσα.
Πώς να της πω, πάει καιρός
που χύθηκε σε σύννεφο βαθύ
κι εγώ ξορκίζω τον καιρό
αλλάζοντας τσιπάκι στην πληγή μου;
Ένα γεράκι βούτηξε στο βλέμμα μου.
Ο φόβος πυροβόλησε κατάστηθα τη λήθη.
Οι εφιάλτες δεν κουράζονται ποτέ.
Άδειασα την βαλίτσα στο ντιβάνι.

 

ΚΑΜΕΝΟ ΧΑΡΤΙ

Τον αγνοούσαν όλοι τον Μηνά
οι φίλοι, τα παιδιά, το ριζικό του.
Η σύνταξη αναιμική
το πόδι τσακισμένο.
«Μη με φυτέψετε στο χώμα», έλεγε
θέλω ν’ αγγίξω αέρα
να σκορπίσω.
«Σπατάλες», τον πείραζαν τα παιδιά
«όταν θα φύγεις μια φορά με το καλό
με τα μυαλά που κουβαλάς
η τρέλα σου θ’ ανθίσει».

Μυρίστηκε νωρίς την πυρκαγιά.
Τραβώντας το μπαστούνι απ’ το κενό
ξεχύθηκε ενάντια στο ρεύμα
μέχρι να πέσει στο ποτάμι της φωτιάς
να μετρηθεί με το ποτέ
να γίνει στάχτη.

Πρώτη φορά ο εαυτός του πρωτοσέλιδο.
Μηνάς Παραπανίσιος:
Αγνοούμενος.

 

ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ

Τώρα
που πρέπει πια να καταθέσω
το δίπλωμα οδήγησης
τι κάνουμε;
Αδίστακτα διέσχισα τα χρόνια.
Τι κόντρες, τι στροφές, τι προσπεράσματα
το γκάζι πατημένο στο ανέφικτο
τα μάτια καρφωμένα στους καθρέφτες.
Ξεκίναγα τη μέρα μου με κόκκινο
περιγελούσα τα γδαρμένα μου φτερά
χορεύοντας στην άσφαλτο
χωρίς προφυλακτήρα.
Πονάνε ακόμα οι ουλές των ελιγμών
οι υποσχέσεις της βροχής στα ιδρωμένα τζάμια
τα δόντια του χειρόφρενου ανάμεσα στα σκέλια.

Και τώρα
που παγώνουν οι φωτιές
μου παίρνουν άδειες και κλειδιά
πριν με αδειάσουν αδρανή
στο πεζοδρόμιο.
Νομίζω επιβάλλεται μια στραβοτιμονιά.
Πολύ αργά στο πεζικό να υπηρετήσω.

 

Για την ποίηση του Χάρη Μελιτά
Μια διαδικτυακή επιστολή

Μπορώ, επιτέλους, να σου καταθέσω τον ειλικρινή μου θαυμασμό, αλλά και την ευγνωμοσύνη μου για την αισθητική απόλαυση που μου προσέφεραν αφειδώς για άλλη μια φορά τα ποιητικά σου πονήματα…

Παραμένοντας σταθερά λάτρις του συνοπτικού, πυκνού και ζωηρού λόγου (σου), δεν ήταν δυνατόν να μην ενθουσιαστώ από τα μεγάλης εσωτερικής έντασης χαϊκού σου που παρεμβάλλονται με σοφή οικονομία ανάμεσα στα άλλα πολύστιχα ποιήματα. Με εντυπωσίασε και πάλι η ευγένεια και η επιμέλεια του εκφραστικού σου ύφους που έκανε τη διάχυτη μελαγχολία, ίσως και απογοήτευση, να μη σκοτεινιάζουν τους στίχους σου, αλλά να τους δίνουν έναν αέρα ειλικρινούς απογείωσης και εσωτερικής κάθαρσης ή, αν θέλεις, και μια αίσθηση ιδιότυπης εσωτερικής άνθισης. Ο εξομολογητικός τόνος, πάντα στα όρια της κατακτημένης αρετής της εγκράτειας, διεισδυτικός και με τη σωστή δόση εσωτερικής, σοβαρής συγκίνησης, αγγίζει και ενεργοποιεί με την ακρίβεια του νυστεριού της γνήσιας τέχνης κάθε επαρκή αναγνώστη σου.. Γίνεται ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο ζωντανεύει η, εν χειμερία νάρκη, βαθύτερη αλήθεια του καθένα μας επιτρέποντας στην κάθε λογής ανασφάλεια και υποβόσκουσα φοβία για τη ζωή και το θάνατο να υψώνεται μπροστά μας αποδαιμονοποιημένη και ανθρώπινη. Καθηλωτική, και πάλι, η κρυστάλλινης διαφάνειας στοχαστική, διαπεραστική ματιά σου πάνω στην αμετάκλητη φθορά, τη ματαίωση, αλλά και την πολύπλευρη ματαιότητα που μας ζώνει σα ζωστήρας με εκρηκτικά. Η ωριμότητα, η ιδιότυπη ωμότητα και δύναμη της ποιητικής σου γλώσσας, με τους οικείους, λεπτούς (αυτό)σαρκασμούς και την επίφαση της προφορικότητας αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πολύτιμη συνεργός σου. Η διανοητική και αισθητική κρούση που επιφέρουν είναι ανακουφιστικά άμεση.. Συγκλονιστικά μέσα στην πλειάδα των εξαίρετων ποιημάτων σου τολμώ να αναφέρω: το υπόλοιπο ο κάβος, σχήμα πρωθύστερο, bitter, δίψα, η άνοιξη δε μένει πια εδώ, μακροζωία, βυθός, μηχανική βλάβη, ή ταν ή επί τας, χρόνος φιλάργυρος, κούκος μονός, λευκή κόλλα, διόδια, σκληρό καρύδι, Περσεφόνη, εγκάρσια τομή, σκυλίσια ζωή, ο σκοπός, εκτός θέματος, ομοιοπαθητική, μεγάλες προσδοκίες, κρίμα..

Χαίρομαι εκ βαθέων που σε γνώρισα!! Να ’σαι καλά!

Διονυσία Καρνέση

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία